Κατηγορία: Άρθρα στο Books Journal

Αυταρχισμός έναντι Δημοκρατίας»- διευρύνοντας κριτικά την οπτικήτης Anne Applebaum

Δημοσιεύθηκε στο Books’ Journal, τεύχος164, Μάϊος 2025.

Σύμφωνα με συγκλίνουσες διεθνοπολιτικές προσεγγίσεις κλυδωνίζεται η μεταπολεμική  παγκόσμια τάξη (στη διατύπωση του Robert Kegan: American led world liberal order).  Νέα κέντρα ισχύος  αμφισβητούν την αμερικανική ηγεμονία ενώ κρίσεις και συγκρούσεις  σωρεύονται. Σε αυτό το κλίμα δημοσιεύθηκε  το   βιβλίο της Anne Applebaum «Απολυταρχία ΑΕ. Οι δικτάτορες που θέλουν να κυριαρχήσουν στον κόσμο».[i]

Μολονότι σήμερα αναρίθμητες  μελέτες  προσφέρουν ουκ ολίγα εμπειρικά στοιχεία και θεωρητικά σχήματα για τη διεθνή κατάσταση,  αξίζει τον κόπο η ενασχόληση ειδικά με το έργο της Anne Applebaum. Τούτο διότι εντάσσεται γενικά στο κύριο ρεύμα γεωπολιτικής σκέψης τής Δύσης (όπως είχε διαμορφωθεί πριν από τη επανεκλογή του Ντόναλντ Τράμπ).[ii]  

Αυταρχισμός έναντι φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Συστατικό στοιχείο του ευρύτερου και κυρίαρχου  «δυτικού αφηγήματος» για την κατάσταση πραγμάτων στον κόσμο αποτελεί η κριτική στα αυταρχικά καθεστώτα. Και αυτό ακριβώς κάνει η Applebaum.  Όπως γράφει, οι δυτικές δημοκρατίες έχουν απέναντί τους την «απολυταρχία ΑΕ» – την ομάδα χωρών με καινοφανείς δικτατορίες ποικίλων ιδεολογικών επιχρισμάτων. [iii] 

Η Applebaum  ξεδιπλώνει χωρίς διπλωματικές διατυπώσεις την  κριτική των αυταρχικών καθεστώτων και ειδικά της Ρωσίας. Υποστηρίζει ότι η εισβολή στην Ουκρανία είναι συνέχεια του σταλινισμού και  «άνοιξε τον δρόμο για σκληρότερες πολιτικές στο εσωτερικό της ίδιας της Ρωσίας». Η απολυταρχία και οι αυτοκρατορικοί κατακτητικοί πόλεμοι  συνδέονται στενά μεταξύ τους.  Συναφώς η ρωσική οικονομία στρατιωτικοποιήθηκε. 

Οι απολυταρχικοί ηγέτες, γράφει,  έχουν έναν εχθρό :

« Αυτός ο εχθρός είναι ο δημοκρατικός κόσμος , η ‘Δύση’ το ΝΑΤΟ , η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι δικοί του εσωτερικοί δημοκρατικοί αντίπαλοι και οι φιλελεύθερες ιδέες που τους εμπνέουν. Σε αυτές περιλαμβάνεται η  ιδέα ότι ο νόμος είναι μια δύναμη ουδέτερη και απαλλαγμένη από τις ιδιοτροπίες της πολιτικής , ότι τα δικαστήρια και οι  δικαστές πρέπει να είναι ανεξάρτητα, ότι η ύπαρξη αντιπολίτευσης  είναι θεμιτή, ότι τα δικαιώματα του λόγου και του συνέρχεσθαι, μπορούν να διασφαλισθούν  και ότι μπορούν να υπάρχουν ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι συγγραφείς και στοχαστές  ικανοί να ασκούν κριτική  στο κυβερνόν κόμμα  ή τον ηγέτη, δίχως να θέτουν σε κίνδυνο την ύπαρξη του κράτους».[iv]

Πράγματι η σύγκριση των δημοκρατιών (παρά την εξασθένιση των βασικών αρχών τους)  με τα απολυταρχικά καθεστώτα  είναι συντριπτική.

Όμως, η Applebaum δεν παραλείπει να εκθέσει τις διασυνδέσεις των δικτατόρων και του περίγυρού τους με άτομα, χρηματοπιστωτικά δίκτυα, τράπεζες και λοιπούς δυτικούς μεσάζοντες. Η ίδια περιγράφει μεν τις ας πούμε κλεπτοκρατικές δικτυώσεις  αλλά ως ξένα σώματα στο κατά τα λοιπά υγιές κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο της Δύσης.

Η   Anne Applebaum δεν συνάγει από την ανάλυσή των αυταρχικών καθεστώτων ότι πρέπει οι δημοκρατίες να ξεκινήσουν πόλεμο εναντίον τους. Επιμένει όμως ότι  θα πρέπει να αγωνίζονται αποτελεσματικότερα εναντίον συγκεκριμένων συμπεριφορών  των δικτατόρων.  Συναφώς, γράφει, «όσοι υποστηρίζουν τον ‘ειρηνισμό’ στην περίπτωση τη Ουκρανίας «θα παρέδιδαν όχι μόνο εδάφη αλλά και ανθρώπους , αρχές και ιδανικά στη Ρωσία, δεν έχουν μάθει τίποτε από την ιστορία του αιώνα» ειδικά από την πολιτική κατευνασμού του Χίτλερ. Φοβάται ότι  ο κατευνασμός  θα καταλήξει σε αποδοχή της δικτατορίας! Ισχυρίζεται ότι η ψεύτικη γλώσσα της ειρήνης  υποκρύπτει την υφέρπουσα έλξη  της αυταρχικής διακυβέρνησης. Καλεί σε  στήριξη της Ουκρανίας  για να «εμποδίσουμε  τους Ρώσους να εξαπλώσουν περαιτέρω το αυταρχικό πολιτικό τους σύστημα».[v]

Επιφυλάξεις  

Η κριτική της Applebaum  στα απολυταρχικά καθεστώτα  όλων των αποχρώσεων και με κριτήριο  το ιδεώδες  της  φιλελεύθερης δημοκρατίας (με χαρακτηριστικά όπως η διάκριση των εξουσιών, το κράτος δικαίου, ο κοινοβουλευτισμός και  τα ανθρώπινα δικαιώματα)  είναι αναγκαία ιδίως σε εποχές αβεβαιοτήτων. Αναμφίβολα οι αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας, παρά τις παρεκκλίσεις στην πράξη, είναι πολύ καλύτερες από ό,τι προτείνουν ή προσφέρουν εναλλακτικά ως τρόπος ζωής τα αυταρχικά καθεστώτα κάθε ιδεολογικού επιχρίσματος. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να παραιτηθούμε από την κριτική  εξουσιών και ιδεών της Δύσης. 

Η Applebaum έχει δίκιο στην κριτική των δικτατοριών, αλλά  σε πολλές περιπτώσεις η ανάλυσή συγκεκριμένων περιπτώσεων δεν είναι καλά τεκμηριωμένη και μάλλον στηρίζεται στη μέθοδο του Προκρούστη. Παραδείγματος χάριν  περιγράφει την καταστροφή του  αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2 περίπου ως καλοδεχούμενη καταστροφή αγνώστου αιτίας[vi]. Ή  την πτώση του εκλεγμένου προέδρου της Ουκρανίας Γιανούκοβιτς  το 2004 απλά ως αποτέλεσμα «λαϊκής εξέγερσης»  κατά της  εκλογής του που ενορχηστρώθηκε από τη Μόσχα.[vii]  Σημειώνω ότι αυτή η πρακτική  εκδίωξης εκλεγέντων πολιτικών συνεχίζεται μέχρι σήμερα, τελευταία στη Ρουμανία, ενώ το διευθυντήριο της ΕΕ πιέζει ασφυκτικά τον πρόεδρο της Ουγγαρίας  Όρμπαν και τον πρωθυπουργό της Σλοβακίας Φίκο να εναρμονισθούν γεωπολιτικά με τις Βρυξέλλες κλπ.  Ουσιαστικά,  η Applebaum θεωρεί ότι αυτές οι πρακτικές αποτελούν  μέρος του αγώνα κατά των απολυταρχικών καθεστώτων. 

Η περιγραφή της Applebaum διεθνών συγκρούσεων, όπως της Ουκρανίας, εμπεριέχει παράξενες αντιλήψεις για τα τους στόχους της Ρωσίας («μετά την Ουκρανία θα απειληθεί και το ΝΑΤΟ»), υποβαθμίζει  τον ρόλο των δυτικών πολιτικών στην ουκρανική κρίση, που απέτρεψαν συμφωνίες ειρήνης  (Μινσκ ΙΙ,  Ίστανμπουλ). Δεν ερμηνεύει τα πραγματικά κίνητρα της Ρωσίας (ή έστω του ηγετικού της κύκλου).  Απλοποιεί στο πλαίσιο αυτό την υπόθεση της Κριμαίας, υποστηρίζοντας ότι έμοιαζε με  την εισβολή της Ρωσίας .… στην Πολωνία μετά το σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότωφ)! Παρακάμπτει την καταπίεση των ρωσόφωνων της Ανατολικής Ουκρανίας (και όχι μόνον) από το καθεστώς Ζελένσκι.

Φυσικά για  όλα αυτά  υπάρχουν και εναλλακτικά «αφηγήματα» τα οποία μου φαίνονται πειστικότερα.  Π.χ. ο John Mearsheimer έχει καταλήξει στο συμπέρασμα  με βάση τη δική του ανάλυση ότι η Δύση είναι συνυπεύθυνη  για το πόλεμο στην Ουκρανία  καθώς έτεινε εξ αρχής να επεκτείνει το ΝΑΤΟ προς Ανατολάς παραβλέποντας τα στρατηγικά συμφέροντα της Ρωσίας,[viii] ενώ άλλοι, όπως ο Zbigniew Brzezinski, τόνιζαν σε ανύποπτο χρόνο ότι σκοπός των ΗΠΑ ειδικά μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ ήταν να αναδειχθούν σε »μόνη παγκόσμια δύναμη» και να αποτρέψουν πιθανή  οικονομική προσέγγιση της Δυτικής Ευρώπης με τη Ρωσία![ix] Την υπόθεση επιβεβαίωσε  εκκωφαντικά, σύμφωνα με την Washington Post,  το αμερικανικής έμπνευσης σαμποτάζ τους αγωγού Nord Stream 2. Παραπλανητικά, διαχέονται πληροφορίες από δυτικές πηγές ότι η Ρωσία σχεδιάζει να υπονομεύσει τις υποθαλάσσιες υποδομές της Βαλτικής που συνδέουν τις σκανδιναβικές χώρες με την Ήπειρο.

Γενικά, η Anne Applebaum  δεν εξηγεί αλλά ούτε αναλύει σε βάθος τα κίνητρα και τις συνέπειες κρίσιμων αποφάσεων της Δύσης και δεν ασχολείται με τις αιτίες της δημιουργίας, την προϊστορία και την κουλτούρα των απολυταρχικών καθεστώτων, ούτε με τις επεμβάσεις δυτικών μεγάλων δυνάμεων.

 Όσον αφορά τις δυτικές επιλογές, θα μπορούσε εναλλακτικά να υποστηριχθεί ότι δεν οφείλονται τόσο στην υπεράσπιση αρχών όσο  στην  απειλή που αισθάνονται οι μεγάλες δυνάμεις της Δύσης ότι μειώνεται περαιτέρω  ο έλεγχος  μερικών από τους μοχλούς ελέγχου της διεθνούς οικονομίας και πολιτικής  και  βλέπουν να αμφισβητείται ευθέως το μονοπώλιο ερμηνείας και επιλεκτικής εφαρμογής των διεθνών κανόνων που οι ίδιες είχαν καθιδρύσει. Οι πιο απαισιόδοξοι για να εξηγήσουν ό,τι συμβαίνει προσφεύγουν στο  (παρεξηγημένο)«δίλημμα του Θουκυδίδη», ο οποίος είχε γράψει στην «Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου» ότι «η άνοδος της Αθήνας και ο φόβος που αυτό ενστάλαξε στη Σπάρτη  έκανε τον πόλεμο αναπόφευκτο».

 Αλλά εδώ θα ήθελα να σταθώ διεξοδικά σε δυο  θεμελιώδη θέματα που βρίσκονται εκτός της οπτικής της Applebaum.

Η κρίση εμπιστοσύνης σε δυτικούς θεσμούς και πολιτικές.

Πρώτον, η  φιλελεύθερη δημοκρατία  παραμένει μεν κυρίαρχο δόγμα στη Δύση, αλλά η Applebaum  παραβλέπει ότι η μετωπική σύγκρουση, οι εξοπλισμοί και η πολεμική ρητορική ενισχύουν  ανησυχητικές τάσεις αυταρχισμού, δηλαδή εξασθένισης ή νόθευσης των αρχών της φιλελεύθερης δημοκρατίας στην ίδια τη Δύση. Τροφοδοτούν ένα κυνήγι μαγισσών κατά όσων διαφωνούν με την πολεμική ρητορική, τις εσωτερικές ανισότητες πλούτου και ευκαιριών , την ανεξέλεγκτη μετανάστευση.[x]

Όμως, μεγάλα τμήματα των δυτικών κοινωνιών  αποστασιοποιούνται από τις επιλογές  των ηγεσιών τους και τους πολιτικούς θεσμούς.[xi] Απορρίπτουν τη κινητοποίηση πόρων για εξοπλισμούς  και στρατιωτική βοήθεια. Έρευνες γνώμης αναδεικνύουν τη βαθιά δυσπιστία σε  μια ενεργειακή πολιτική που με κυρώσεις  και απότομη αλλαγή του ενεργειακού μοντέλου πιέζει προς τα κάτω το μέσο επίπεδο ζωής και οπωσδήποτε τα χαμηλά εισοδήματα. 

Στις συνθήκες αυτές  ηγετικές ομάδες («ελίτ») εκδηλώνουν έναν αυταρχισμό με όλα τα θεσμικά  τεχνάσματα προκειμένου να αναχαιτίσουν την αμφισβήτησή τους. Στη Γαλλία ο Μακρόν κυβερνά χωρίς κοινοβουλευτική πλειοψηφία, στη Γερμανία λειτουργεί ο μηχανισμός παρακολούθησης των πολιτών από τη λεγόμενη «προστασία του Συντάγματος» ενώ παρακάμπτονται σεβάσμιες κοινοβουλευτικές διαδικασίες όταν «δεν βγαίνουν οι αριθμοί» και φιμώνονται ποικιλοτρόπως όσοι αντιλέγουν στις πολεμοχαρείς δηλώσεις κομμάτων εξουσίας όπως  η καθηγήτρια Ulrique Guerrot[xii] που απολύθηκε από το Πανεπιστήμιο της Βόνης. Η Applebaum βλέπει σε αυτούς επικίνδυνους «ειρηνιστές».  Παρά ταύτα, οι δημοκρατίες μας απέχουν πολύ από τα μοντέλα απολυταρχίας  σε Ρωσία, Κίνα, Ιράν κλπ. 

Πρέπει να αναζητούμε πυρήνες αλήθειας μέσα στα πυκνά δάση  της προπαγάνδας και  της παραπληροφόρησης.  Η εκδοχή του εξωτερικού  εχθρού υπηρετεί τη διατήρηση του ελέγχου των κοινωνιών από τις κυβερνώσες ελίτ και στρέφει την προσοχή μακριά από τις ευθύνες τους και τα πραγματικά προβλήματα. Συναφώς, δαιμονοποιεί όσους διαφωνούν και ωραιοποιεί προβληματικές  (από τη σκοπιά των κοινωνιών) τρέχουσες πολιτικές επιλογές.

Στον δημόσιο λόγο πρωτίστως η Ρωσία εμφανίζεται ως πραγματική απειλή μολονότι ουδέποτε επιτέθηκε στη Δύση ούτε επιχείρησε να επιβάλει το δικό της σύστημα εδώ μετά την πτώση του κομμουνισμού.  Εν μέρει έχει κανείς την εντύπωση μιας περίεργης δυτικοευρωπαϊκής υστερίας  ηγετικών ομάδων, με προεξάρχουσες τις γερμανικές, που εκτός από την κινδυνολογία, διέκοψαν κάθε επικοινωνία με τη Ρωσία, απαγόρευσαν τους ρωσικούς τηλεοπτικούς σταθμούς και, στη Γερμανία, πάγωσαν τις πολιτισμικές ανταλλαγές, ενώ επιστρατεύουν μυστικές υπηρεσίες κατά όσων τολμούν να διαφωνήσουν. Το προσχηματικό επιχείρημα  είναι ότι η Ρωσία με την εισβολή στην Ουκρανία παραβίασε θεμελιώδες κανόνες του διεθνούς συστήματος (τη λεγόμενη rules-based world order),αλλά ήταν  η Δύση που πρώτη τους παραβίασε (Κούβα, Αφγανιστάν, Γιουγκοσλαβία, Ιράκ, Λιβύη, Συρία κ.α.) διεκδικώντας το μονοπώλιο ερμηνείας και επιλεκτικής εφαρμογής τους. 

Στις πηγές της δυτικοευρωπαϊκής υστερίας.

Υπάρχει εξήγηση για αυτή την υστερία; Νομίζω ότι είναι προϊόν των «ενδογενών παθογενειών» και του άγχους ηγετικών ομάδων  μπροστά στις αντιδράσεις των κοινωνιών κατά πολλών βασικών πολιτικών αποφάσεών τους  και στην κρίση εμπιστοσύνης. Όλα αυτά βρίσκονται εκτός της οπτικής της Applebaum Applebaum.

Είναι διάχυτη η κριτική στις δυτικές κοινωνίες ότι  οι ανεξάρτητες αρχές και η δικαιοσύνη δεν είναι λιγότερο ανεξάρτητες από όσο τυπικά εμφανίζονται και δεν εξασφαλίζουν την ισότητα των πολιτών. Σύμφωνα με διάχυτη υποψία, την οποία τείνουν να επιβεβαιώνουν διαδοχικά σκάνδαλα, ισχυρά οικονομικά συμφέροντα επηρεάζουν τις αποφάσεις των κυβερνήσεων  που εντέλει απειλούν το κοινωνικό κράτος. Οι πολιτικοί είναι επιρρεπείς στη διαφθορά. Ο όρος δεν περιορίζεται στην απλή δωροδοκία πολιτικών και γραφειοκρατών, αλλά συμπεριλαμβάνει την ευνοιοκρατία εν γένει  που διαποτίζει ειδικά τις πρακτικές των κομμάτων εξουσίας ή κλειστών ομάδων πλούτου γύρω από την πολιτική εξουσία. Αυτές οι αντιλήψεις αιωρούνται ως «σκοτεινό σύννεφο»  πάνω από τη δημόσια ζωή που απειλεί αξιωματούχους και θεσμούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Μετά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-9 τα μεσαία και κυρίως τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα  είδαν τα εισοδήματά τους να μένουν στάσιμα ή και να μειώνονται, τις αβεβαιότητες για το μέλλον να εντείνονται και   τον πλούτο να συσσωρεύεται στους  ήδη ευνοημένους.[xiii] Η εμπιστοσύνη στις ελίτ  εξασθένισε δραματικά παντού.  Στις  συνθήκες αυτές δυσπιστίας και οικονομικής δυσπραγίας  οι ηγεσίες ελπίζουν κατά τα φαινόμενα ότι προπαγανδίζοντας έναν  εξωτερικό κίνδυνο και αυξάνοντας τις στρατιωτικές δαπάνες, κατά μία παλαιά συνταγή, θα συσπειρώσουν πάλι τους λαούς «γύρω από τη σημαία».

Ο Emmanuel Todd πρότεινε εναλλακτικά μια ψυχαναλυτική ερμηνεία (μαζί με άλλες)για την πολεμική τοιμότητα :  Ότι δηλαδή οι οικονομικές ηγεσίες δεν είναι ικανές να αναγνωρίσουν τη δική τους ευθύνη για όσα συμβαίνουν. Κατά τον ίδιο, η αδυναμία αυτή πρέπει να συσχετισθεί με τις δομές εξουσίας ειδικά μάλιστα των ΗΠΑ, οι οποίες, κατά την εκτίμησή του πάντοτε, αυτοπροσδιορίζονται μεν ως φιλελεύθερη δημοκρατία αλλά συγκροτούν φιλελεύθερη ολιγαρχία όπου δεν αποφασίζει ο λαός: το 1% της Ουάσιγκτον δεν ενδιαφέρεται για τους υπόλοιπους αμερικανούς (άλλωστε δεν στέλνει τα δικά του παιδιά στους πολέμους) και δεν θα αφήσει τους λαούς να αποφασίσουν αν θέλουν να γίνει πόλεμος ή όχι. Στρέφεται εναντίον διαφωνούντων γενικά  με τις ολοένα και πιο αυταρχικές μεθόδους. [xiv] Την άποψη αυτή, παρά την επένδυσή της με υπερβολές, προσπερνά ανέμελα η Applebaum.

Το  διχοτομικό σχήμα «ελεύθερη Δύση έναντι αυταρχισμού» είναι αντιπαραγωγικό.

Θεμελιώδης είναι τέλος η αντίρρησή μου  στο διχοτομικό σχήμα της Anne Applebaum «ελεύθερη Δύση έναντι αυταρχισμού» το οποίο απλουστεύει τις σημερινές ποικιλόμορφες καταστάσεις στον κόσμο καιδεν περιγράφει καλά  τις εξελίξεις πριν και μετά την επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ.Το διχοτομικό σχήμα αγνοεί ή υποτιμά τη σημασία των πολιτισμικών συγχωνεύσεων, δεν καλύπτει κοινωνίες που δεν χωρούν σε αυτό και εμποδίζει επικίνδυνα την κατανόηση των σημερινών αντιθέσεων και συγκρούσεων.  

Στην πραγματικότητα, οι καταστάσεις στον κόσμο είναι διαφοροποιημένες. Η  αυταρχική μοναρχία με θεοκρατικά χαρακτηριστικά της Σαουδικής Αραβίας καλλιεργεί στενούς δεσμούς  ασφαλείας και οικονομίας με τις ΗΠΑ. Επομένως  δεν ταιριάζει στο σχήμα της επιθετικότητας των δικτατοριών. Δεν ταιριάζει επίσης η Ινδία που καλλιεργεί τις σχέσεις της με τη Ρωσία  παρά τις πιέσεις που δέχεται, αρνείται  να συνταχθεί με τη Δύση στο ουκρανικό ζήτημα,  αναζητά νέες οικονομικές ευκαιρίες  σε μια ισότιμη σχέση με την υπερδύναμη και επιλέγει κάθε φορά τους εταίρους της  χωρίς να αισθάνεται υποχρεωμένη να ενταχθεί σε κάποιο από τα υποτιθέμενα δύο στρατόπεδα. Ούτε οι BRICS  αποτελούν ένα  αντιδυτικό μονολιθικό μπλοκ. Διαφέρουν μεταξύ τους. Η Βραζιλία, η Ινδία, η Νότια Αφρική  θα μπορούσαν το πολύ να ταξινομηθούν στην κατηγορία των σκεπτικιστών (western sceptics) που επιφυλάσσονται επιλεκτικά απέναντι σε πολλά ερεθίσματα δυτικής προέλευσης. Σε πολλές χώρες διατηρούνται η κληρονομιά της αποικιοκρατίας και οι δεσμοί με τις πρώην μητροπόλεις. Οι δυτικές επιρροές είναι εμφανείς  και ενσωματωμένες στις κοινωνίες αυτές αναμειγνυόμενες  με τις γηγενείς παραδόσεις σε υβριδικές καταστάσεις. Το ίδιο ισχύει για το Μεξικό. Δεν  επιζητούν να αποκοπούν από τη Δύση  ή τις πρώην μητροπόλεις  αλλά να διορθώσουν τη «γεωπολιτική ανισότητα».  Η Κίνα τέλος αποτελεί έναν αυτοτελή παράγοντα, που υποστηρίζει (ολίγον υποκριτικά πάντως ) το ελεύθερο εμπόριο.[xv] Υβριδικές τάσεις τείνουν να παγιωθούν και στην ΕΕ.

Εν κατακλείδι σημειώνω τα εξής αποκλίνοντας από την επιχειρηματολογία της Applebaum: Πρώτον, λόγω αλληλεξάρτησης στο γεωπολιτικό παίγνιο που εξελίσσεται, δεν υπάρχουν σαφείς διαχωριστικές γραμμές. Δεύτερον, την εποχή μας ορίζουν διαφορετικές συγχωνεύσεις (υβρίδια) δυτικών και μη δυτικών στοιχείων τόσο στο εθνικό επίπεδο όσο και στη διεθνή σκηνή. Σε ένα τόσο διαφοροποιημένο κόσμο είναι  παραπλανητικό  και επικίνδυνο να μιλάμε για δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Αρκεί να σκεφθεί κανείς τις νέες τεχνολογίες και τους ατομικούς εξοπλισμούς. Τρίτον, η μετωπική αντιπαράθεση του τύπου «δημοκρατία έναντι αυταρχισμού» καταλήγει σε ένα νέο κύμα εξοπλισμών, στρατιωτική κινητοποίηση και κυνήγι μαγισσών ενώ  αποδυναμώνει τις ελπίδες πολλών για ανάπτυξη και τις ίδιες τις αρχές στις οποίες βασίζεται η φιλελεύθερη δημοκρατία στη Δύση. Όμως η έμφαση στον «εξωτερικό εχθρό» δεν αποτρέπει την κρίση εμπιστοσύνης σε θεσμούς και (κακές) αποφάσεις. Τέταρτον,  τις δεκαετίες που έρχονται η Δύση, με την οικονομική της δύναμη και κουλτούρα,  θα εξακολουθήσει να επηρεάζει τον κόσμο, αλλά  δεν θα έχει όπως άλλοτε το μονοπώλιο ερμηνείας (και επιλεκτικής παραβίασης) των κανόνων του παιγνιδιού.


[i] Anne Applebaum   Απολυταρχία ΑΕ. Οι δικτατορίες που θέλουν να κυριαρχήσουν στον κόσμο,  μετάφραση  Χριστίνας Θεοχάρη, εκδόσεις Παπαδόπουλος, Αθήνα 2024, Εκδόσεις Παπαδόπουλος, Αθήνα 2014. Ο τίτλος στο πρωτότυπο είναι Autocracy Inc- the dictators who want to run the world. Μία σύνοψη των βασικών επιχειρημάτων της περιέχει η ομιλία  της Anne Applebaum με αφορμή νέα βράβευσή της στη Γερμανία με τίτλο «Ενάντια στην απαισιοδοξία», στο  Books’ Journal τ. 158, Νοέμβριος 2024

[ii] Βλ. ενδεικτικά  The Economist, January 11th 2025. Στο ίδιο πνεύμα κινούνται τα κύρια Γερμανικά ΜΜΕ.

[iii] Βλ. Anne Applebaum   Απολυταρχία ΑΕ, όπως αλλού σελ. 9. Βλ.  και ομιλία της «Ενάντια στην απαισιοδοξία» , Books’ Journal,  τεύχος  158, Νοέμβριος  2024.

[iv] Anne Applebaum    Απολυταρχία ΑΕ, όπως αλλού,σελ. 19-20.

[v] Anne Applebaum  « Ενάντια στην απαισιοδοξία» , όπως αλλού.

[vi]  Anne Applebaum    Απολυταρχία ΑΕ, όπως αλλού, σελ.  202-3

[vii]  Όπως πριν, σελ.21.

[viii]  John Mearsheimer Who caused the Ukraine war?  Από  https:// Mearsheimer.substack.com August 05, 2024. Συναφώς  Jeffrey Sachs  Ukraine speech at EU Parliament, 2024 όπου επέκρινε τον ρόλο των ΗΠΑ στις διεθνείς συγκρούσεις.Βλ. επίσης Günter Verheugen und Petra Erler   Der provozierte Krieg, Heyne Verlag, 2024.

[ix] ‘Όπως διατύπωσε νωρίς και καθαρά ο επιδραστικός  άλλοτε σύμβουλος ασφαλείας τω ΗΠΑ   Zbigniew Brzezinski  The grand chessboard: American primacy  and its geostrategic imperative, 1997. 

[x] Η βιβλιογραφία για την αποδυνάμωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας στη Δύση είναι απέραντη και φανερώνει ότι η δεν πρόκειται για μία  εκκεντρική  άποψη. Για  διεθνείς συγκρίσεις βλ. επισκόπηση της Βασιλικής Γεωργιάδου και της Αναστασίας Καφέ στο  Βασίλης Παναγιωτόπουλος κ.α. (επιμ.) Η Δημοκρατία σε κρίση . Το τέλος της Δύσης όπως τη γνωρίζαμε,  έκδοση  Βήμα της Κυριακής, Αθήνα 2025. 

[xi] Βλ. πρόσφατα World Values Surveys.  

[xii]  Ulrike Güerot  Über die gute Demokratie, in Widerspruch Heft 3, Buchvolk Verlag, 2024

[xiii] Τη σχετική συζήτηση για τις ανισότητες αναθέρμανε το έργο του Thomas Piketty  The Capital in the twenty-first century, (μετάφραση από τη γαλλικό πρωτότυπο), Harvard University Press, 2014.

[xiv]Βλ.Emmanuel Todd Der Westen im Niedergang, Κεφάλαιο  ΙV,  Westend, Neu-Isenburg, 2024.Μετάφραση από τα γαλλικό πρωτότυπο.

[xv] Για μια συνοπτική έκθεση των οικονομικών και πολιτικών διαφοροποιήσεων  βλ. Samir Puri  Westlessness. The global rebalancing , Hodder and Stoughton, London 2024, pp. 104 ff.

Περί γερμανικών πραγμάτων – Ένα αδογμάτιστο σχόλιο για τις γερμανικές εκλογές.

Δημοσιελυθηκε στο Books’ Journal, Μάρτιος 2025

Υπάρχουν πολλά πράγματα στη Γερμανία που πρέπει να εξηγηθούν. Στις εκλογές του Φεβρουαρίου για την Ομοσπονδιακή Βουλή  η  Χριστιανοδημοκρατία ήλθε μεν πρώτη αλλά με ποσοστό κάτω του 30% που μάλλον απογοήτευσε την ηγεσία της. Το νεοπαγές κόμμα της Βάγκενχνεχτ και οι Φιλελεύθεροι έμειναν εκτός Bουλής, το πρώτο οριακά.   Τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού  του «σηματοδότη» (Ampel) όπως ονομάσθηκε, δηλαδή  η ιστορική Σοσιαλδημοκρατία (SPD), οι πράσινοι και οι φιλελεύθεροι ουσιαστικά αποδοκιμάσθηκαν. Οι εκλογές έδειξαν ότι η  Εναλλακτική για τη Γερμανία (Alternative für Deutschland) έγινε με απόσταση η δεύτερη πολιτική δύναμη στη χώρα με  ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά  στην (πρώην) Ανατολική Γερμανία, ενώ και  η  Αριστερά (die Linke) απέσπασε ένα αξιοπρόσεκτο ποσοστό παρά τη διάσπασή της με την αποχώρηση της Βάγκενκνεχτ, που ίδρυσε δικό της κόμμα,

Η εκλογική αποτυχία των κυβερνητικών κομμάτων είναι το πρώτο που πρέπει να εξηγηθεί.

Σε μία γενική προσέγγιση, η κοινή αιτία ήταν η αναποτελεσματικότητα: Διαφωνούσαν συνεχώς μεταξύ τους για μείζονα ζητήματα εξωτερικής, δημοσιονομικής, ενεργειακής και κοινωνικής πολιτικής (με αιχμή το αμφιλεγόμενο εισόδημα του πολίτη, Bürgergeld), μεταναστευτικής και οικονομικής πολιτικής (πληθωρισμός, ενέργεια, ενοίκια, προβλήματα γραφειοκρατίας και στασιμότητα, με δραματική μείωση της βιομηχανικής παραγωγής κατά περίπου 1/10 τα τελευταία δύο χρόνια. Έδειξαν έτσι ένα πρόσωπο ετερόκλητου συνασπισμού. Η ασταθής διαχείριση των ζητημάτων αυτών προκαλούσε αβεβαιότητες για το μέλλον της γερμανικής οικονομίας, την ανταγωνιστικότητά της, την απασχόληση.  Σχολιαστές υποστηρίζουν ότι τα οικονομικά προβλήματα βάρυναν περισσότερο στο εκλογικό αποτέλεσμα από το μεταναστευτικό. Όμως σημαντικό ρόλο έπαιξε και η αντιπολεμική διάθεση μεγάλου μέρους του πληθυσμού εξαιτίας της ευθύνης και των περιπετειών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Οι απώλειες της Σοσιαλδημοκρατίας.

Δεν πρέπει να παραλείψουμε ειδικότερους παράγοντες  που εξηγούν τις επιδόσεις του κάθε κόμματος. Π.χ. η μεγάλη χαμένη ήταν η Σοσιαλδημοκρατία η οποία φαίνεται ότι με τις πολιτικές επιλογές της αποξενώθηκε από την παραδοσιακή της εργατική  βάση.  Είχε συμπορευθεί εντέλει με τις επιλογές «αφύπνισης»  των πρασίνων – αλλαγή φύλου με απλή δήλωση!, ταχύτερη πολιτογράφηση μεταναστών, νομιμοποίηση της κάνναβης, νόμο για τη θέρμανση, σταδιακή κατάργηση των κινητήρων εσωτερικής καύσης στα αυτοκίνητα και μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση χωρίς να έχει προηγουμένως εξασφαλισθεί η απαραίτητη ηλεκτρική ενέργεια. Οι αλλαγές αυτές δεν αιφνιδίασαν απλώς την κοινωνία, αλλά ήταν ευθέως αντίθετες προς τις αρχές της εργατικότητας, πειθαρχημένης συλλογικής δουλειάς και   επίδοσης (Leistungsprinzip) της βιομηχανικής (και όχι μόνον) εργατικής τάξης.  Τα ζητήματα αυτά συμπεριλαμβανομένου και του εισοδήματος του πολίτη επισκίασαν τα κλασικά  κοινωνικά αιτήματα της συγκυβερνώσας σοσιαλδημοκρατίας για καλύτερες αμοιβές της δουλειάς, μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων και αποτελεσματικότερες κρατικές υπηρεσίες παιδείας και υγείας! Ουσιαστικά έδινε την εντύπωση ότι η πολιτική  της κυβέρνησης και της Σοσιαλδημοκρατίας καθοριζόταν από τους πράσινους.

Την πτώση των πρασίνων επηρέασαν αρνητικά  πολεμοχαρείς δηλώσεις και επιλογές προβεβλημένων πολιτικών τους, πρωτοστατούσης της κομψοντυμένης συναρχηγού τους Μπέρμποκ,   που μετέτρεψαν το κόμμα της ειρήνης  σε  κόμμα πολέμου αναμειγνύοντας και  μια γερή δόση «αφυπνισης» (wokism): Υποστήριζαν ηχηρά μεταξύ άλλων την αποστολή βαρέων όπλων στην Ουκρανία και  την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών με δάνεια.  Στη αποτυχία συνέβαλε και η ανικανότητα του συναρχηγού τους Χάμπεκ και αντιπροέδρου της Κυβέρνησης να κατανοήσει στοιχειώδη οικονομικά φαινόμενα όπως η χρεοκοπία επιχειρήσεων. Συνολικά, η πράσινη αντζέντα έγινε βαθμιαία αντιληπτή ως απειλή για το βιομηχανικό μέλλον της Γερμανίας.

Είναι η Εναλλακτική Ναζί;

Το επόμενο  φαινόμενο που πρέπει να εξηγηθεί είναι η άνοδος της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (Alternative für Deutschland). Οι εκλογές τους έδωσαν τη δεύτερη θέση με περίπου 20,8% των ψήφων ενώ στις προηγούμενες εκλογές είχε αποσπάσει μόλις 10,4 %. Είναι η αξιωματική αντιπολίτευση στην Ομοσπονδιακή Βουλή.  Κατά τη γνώμη μου η προαναγγελθείσα από τις δημοσκοπήσεις άνοδός τους οφείλεται εξίσου στις θέσεις τους για το μεταναστευτικό,  στην απόρριψη της πολεμικής εμπλοκής της Γερμανίας στην Ουκρανία αλλά και στο οικονομικό τους πρόγραμμα. Ζητούν  μείωση της γραφειοκρατίας την οποία, ενδεικτικά,  προκαλούν «πράσινες» οδηγίες προς τις επιχειρήσεις να παρακολουθούν αν οι προμηθευτές τους στην εφοδιαστική αλυσίδα τηρούν ελάχιστα στάνταρντ συνθηκών εργασίας.   Προεκλογικά  η  Χριστιανοδημοκρατία προσέγγισε τις θέσεις της Εναλλακτικής στο μεταναστευτικό. Το ζήτημα αυτό συνδέεται πάντως με την εγκληματικότητα ισλαμιστών  στις γερμανικές πόλεις και την αδυναμία του Σηματοδότη να εφαρμόσει τους νόμους για απελάσεις ποινικών  παραβατών.  Πολλοί γερμανοί (μαζί με  παλαιότερους και ενσωματωμένους στην κοινωνία μετανάστες!) άρχισαν να αισθάνονται ανασφαλείς ή και ξένοι στη χώρα τους.

Ας σημειωθεί ότι οι θέσεις της Εναλλακτικής για το μεταναστευτικό παραποιήθηκαν συστηματικά στη δημόσια συζήτηση με τη βοήθεια των  μεγάλων  ΜΜΕ. Τυπικό παράδειγμα η ψευδής «είδηση» ότι σε συνδιάσκεψη με επιχειρηματίες συζητήθηκε η επαναπροώθηση των ξένων (remigration). Βέβαια, στο κόμμα συρρέουν και ακροδεξιά στοιχεία, όμως η καταγγελία του ότι είναι ναζιστικό, στρέβλωσε κάθε συζήτηση ουσίας. Αρκεί μια απλή σύγκριση με τους Ναζί του Μεσοπολέμου:  Η Εναλλακτική δεν διαθέτει τάγματα εφόδου,  δεν οργανώνει πορείες γερμανικού μυστικισμού, δεν αμφισβητεί το Σύνταγμα της χώρας, επικρίνει τη γραφειοκρατία, αντιτίθεται στην εμπλοκή της Γερμανίας στην Ουκρανία, έχει πρόεδρο μία ευφυή λεσβία, προβάλλει θέσεις κοινωνικής οικονομίας της αγοράς   και υποστηρίζει το Ισραήλ! Υπενθυμίζω ότι Ναζί (NS) είναι η συντόμευση του εθνικού σοσιαλιστικού γερμανικού εργατικού κόμματος (NSDAP).  

Με τα δεδομένα που αναφέραμε, μία νέα κυβέρνηση συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών  δύσκολα θα καταλήξει σε κάποια συμφωνία για  την αντιμετώπιση όλων αυτών των προβλημάτων. Οι διαφορές τους ως προς τη χρηματοδότηση των στρατιωτικών δαπανών, το ύψος των φόρων και των συνεισφορών στην κοινωνική ασφάλιση, το μεταναστευτικό, το κοινωνικό κράτος και τη χαλάρωση του συνταγματικά  κατοχυρωμένου φρένου χρέους δεν είναι εύκολο να γεφυρωθούν. Προβλέπω νέες εκλογές σχετικά σύντομα. Αν λοιπόν σε μία χώρα όπου ιστορικά κόμματα με μακρά παράδοση συναινέσεων  και εμπεδωμένων θεσμών διαβούλευσης αδυνατούν να συνεννοηθούν  σκεφθείτε τι θα συμβεί σε άλλες χώρες αν συνεχισθεί ο κατακερματισμός του κομματικού τους τοπίου.

Η Γερμανία στο δυτικό πανόραμα.

Όμως οι εξελίξεις στη Γερμανία δεν πρέπει να αναλύονται ανεξάρτητα από όσα συμβαίνουν σε άλλες δυτικές χώρες συμπεριλαμβανομένων και των ΗΠΑ, όπου παρατηρούμε παρόμοιες τάσεις. Και εκεί σημειώνεται άνοδος της ευρύτερης δεξιάς και ιδιαίτερα του πιο ριζοσπαστικού της τμήματος. Στην Ιταλία  η δεξιά κυβέρνηση Μελόνι μάλλον θα ολοκληρώσει την τετραετή θητεία της- κάτι πρωτοφανές για τα δεδομένα της χώρας.  Στη Γαλλία η Λεπέν απειλεί τον Μακρόν. Ταυτόχρονα υποχωρεί σε ορισμένες κομβικές χώρες της Ευρώπης η Αριστερά όταν  κινείται αμήχανα όπως π.χ. το Εργατικό Κόμμα στο Ενωμένο Βασίλειο, που βλέπει να κατακρημνίζεται η αποδοχή του μέσα σε λίγους μήνες μετά τον εκλογικό του θρίαμβο. Η Αριστερά κερδίζει όμως στη Γαλλία προβάλλοντας αντικαπιταλιστικές θέσεις. Στην Ολλανδία έχουμε κυβέρνηση «τεχνοκρατών» με την ανοχή της υπερδεξιάς, η Ουγγαρία και Σλοβακία αποστασιοποιήθηκαν από τις Βρυξέλλες και στην Ελλάδα αναπτύχθηκε ένα κύμα θυμού με πρόσχημα την υπόθεση των Τεμπών. 

Κοινή πηγή  όλων αυτών των εξελίξεων είναι η επίκληση της εθνικής κυριαρχίας και η αμφισβήτηση της παγκοσμιοποίησης όπως προχωρούσε μέχρι πρόσφατα. Τηρουμένων των αναλογιών, η ατμόσφαιρα  θυμίζει τα χρόνια πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο   που  κατέληξαν στην ανατροπή  των διαδικασιών παγκοσμιοποίησης που είχαν προηγηθεί με τους πολιτικούς να λειτουργούν, κατά τον ευφυή χαρακτηρισμό βιβλίου, ως υπνοβάτες. 

Από την ‘ευρωπαϊκή εξαίρεση’ στον ‘υπεύθυνο πατριωτισμό’ ; – Η Ελλάδα 50 χρόνια μετά τη δικτατορία.

Δημοσιελυθηκε στο Books’ Journal , Ιανουάριος 2025

Οι πρωτοβουλίες της κυβέρνησης (αιφνίδια επίσκεψη και παροχή στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία, συμμετοχή στις κυρώσεις της ΕΕ κατά της Ρωσίας, ανανέωση διαλόγου με την Τουρκία, κλπ.) μας υπενθύμισαν εμφαντικά ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική  από το 2019 μέχρι σήμερα συμπλέει χωρίς αμφισημίες  σε όλα τα βασικά ζητήματα με τη Δύση και την ΕΕ. Κατά τούτο η χώρα αποκλίνει ουσιαστικά από το ιστορικό μονοπάτι της ελληνικής ιδιαιτερότητας (ή στο ιδιόλεκτο πολιτικών επιστημόνων του ελληνικού εξαιρετισμού εντός του δυτικού συστήματος) με τη χαρακτηριστική αμφισημία  του στις σχέσεις με τις ΗΠΑ και   την ΕΕ

Απόκλιση από το μονοπάτι του εθνικού εξαιρετισμού.

Η εναρμόνιση με τις υπερκείμενες  αντιλήψεις και πολιτικές επιλογές του δυτικού κατεστημένου εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως. Στην εξωτερική πολιτική η Ελλάδα συμμετέχει χωρίς αστερίσκους στους θεσμούς της Δύσης  όπου την πρωτοκαθεδρία έχουν οι ΗΠΑ.  Με το βλέμμα στραμμένο στην Τουρκία απορρίπτει τον ρωσικό αναθεωρητισμό ο οποίος πράγματι θα δημιουργούσε επικίνδυνο για εμάς προηγούμενο αν πετύχαινε στην Ουκρανία. Συμπληρώνει  τη συμπόρευση με την αναβάθμιση των στρατιωτικών ικανοτήτων της χώρας με μεγάλα εξοπλιστικά προγράμματα από Γαλλία και ΗΠΑ.

Κατά την κυβέρνηση η πολιτική αυτή ας πούμε της εναρμόνισης με τη Δύση  υπηρετεί τα συμφέροντα ασφαλείας της χώρας. Ο πρωθυπουργός την αποκαλεί υπεύθυνο πατριωτισμό όχι μόνο γιατί αποτρέπει ενδεχόμενους τυχοδιωκτισμούς  τμημάτων της τουρκικής πολιτικής-στρατιωτικής ελίτ, αλλά και διότι θέτει τη χώρα μας κάτω από μια ομπρέλα θεσμών και κανόνων (ο Robert Kagan  την ονόμασε Americanled liberal global order) που κανείς δεν μπορεί να παραβιάσει ανώδυνα. Επιτρέπει στην Ελλάδα να αξιοποιήσει ένα «μέρισμα ασφαλείας» υπό την αμερικανική (νατοϊκή) ομπρέλα και να αντλήσει ένα οικονομικά επωφελές   «επικοινωνιακό μέρισμα».

Ειρήσθω εν παρόδω ότι  από το 2019 η εξωτερική μας πολιτική παντρεύεται με την εσωτερική της  οικονομική πολιτική που, παρά τα ιστορικά της βαρίδια,  εμπιστεύεται περισσότερο από άλλοτε τους μηχανισμούς της αγοράς.[1] Η στενή σχέση εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής δεν πρέπει να υποτιμάται γιατί από αυτή εξαρτάται η αξιοπιστία και η αποτελεσματικότητα και των δύο. Κατά κανόνα όμως τη συσκοτίζει ο δημόσιος λόγος.  

Ο  εναλλακτικός δρόμος του εξαιρετισμού.

Στον αντίποδα της τωρινής πολιτικής  έχουμε τον ελληνικό εξαιρετισμό με τη μορφή του σιωπηλού ή θορυβώδους αντιδυτικισμού  που αντιλαμβάνεται ως απειλή κάθε ευρωπαϊκό κανονισμό και βήμα ολοκλήρωσης (εσωτερική αγορά, ΟΝΕ, μεταρρυθμίσεις) και απαιτεί περισσότερη ελευθερία κινήσεων για τη χώρα ώστε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα τις απειλές ασφαλείας.

Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα μέχρι το 2019 ουδέποτε συμβιβάσθηκε πλήρως με τη Δύση και τις επιλογές της δυτικής πολιτικής μολονότι είχε ενταχθεί στους οργανισμούς της. Ο εξαιρετισμός σημάδεψε το ιστορικό της μονοπάτι. Την περίοδο του ψυχρού πολέμου μαγνητιζόταν από τα πρότυπα της ΕΣΣΔ αλλά και των απελευθερωτικών κινημάτων στον τρίτο κόσμο. Π.χ. ο  Ανδρέας Παπανδρέου έβλεπε την Ελλάδα μέσα από το πρίσμα μητροπόλεων-περιφέρειας και την τοποθετούσε φυσικά στην περιφέρεια. Το σχετικό επίσημο «μνημόνιο» του 1982 αποτελεί μνημείο τους νεοελληνικού εξαιρετισμού.

Αυστηρά επιστημονικά, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε δίκιο λέγοντας διαπιστώνοντας ότι η Ελλάδα δεν ανήκε στον καπιταλιστικό πυρήνα. Αλλά αυτή ήταν η μισή αλήθεια. Εσφαλμένα ήταν επίσης τα πολιτικά συμπεράσματα για «απελευθέρωση» της χώρας κατά το πρότυπο των εθνικών απελευθερωτικών κινημάτων. Η ιστορική εμπειρία διέψευδε ήδη τότε τις σχετικές προσδοκίες καθώς η ΕΣΣΔ είχε ήδη περιέλθει σε παραλυτική στασιμότητα και οι χώρες του τρίτου κόσμου έβλεπαν να διολισθαίνει ο σοσιαλισμός τους σε  βαθιά κρίση χρέους και αυταρχισμό.

Το πείραμα εκείνου του εσωστρεφούς διφυούς εξαιρετισμού θα επαναληφθεί (μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου) πρώτα με τις αυτάρεσκες αδράνειες 2000-2009 και, στη συνέχεια, με τη σύντομη σύμπραξη των ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ το πρώτο εξάμηνο του 2015 που απείλησε να οδηγήσει τη χώρα εκτός ΕΕ. Μετριάσθηκε βαθμιαία, διστακτικά και αντιφατικά μετά το 2015 (βλ. τρίτο Μνημόνιο της κυβέρνησης ΣΘΡΙΖΑΝΕΛ) . Η νέα κατεύθυνση έγινε  σαφέστερη  μετά το 2019.

 Όμως ο  εξαιρετισμός  παραμένει  ακόμα ένα δυνατό ρεύμα  μέχρι σήμερα. Οι συζητήσεις στη Βουλή για κάθε «εθνικό» θέμα και κάθε μεταρρύθμιση προσφέρουν άφθονα παραδείγματα για τη λογική του. Σοβαροί μάλιστα διεθνολόγοι υποστηρίζουν ότι ο νέος ρόλος της χώρας στο διεθνές σύστημα συνεπάγεται περιορισμούς της εθνικής κυριαρχίας χωρίς  ανταλλάγματα. Ειδικά μάλιστα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ισοδυναμεί με μια αναποτελεσματική «πολιτική κατευνασμού»  έναντι της Τουρκίας..[2]  Λίγο ή πολύ, η άποψη αυτή συνιστά  έμμεσα την επιστροφή στην ιστορική τάση του ελληνικού εξαιρετισμού.

Οι υποστηρικτές της επιστροφής στο ιστορικό μονοπάτι υπό τη σημαία της εθνικής ανεξαρτησίας εμφορούνται από μια βαθιά δυσπιστία για τους διεθνείς θεσμούς και για την όποια  διαμεσολάβηση των μεγάλων της Δύσης. 

Αναμφίβολα η κριτική εγρήγορση είναι αναγκαία και σε διάφορα σημεία αιτιολογείται με βάση την ιστορική μας εμπειρία.  Όμως ποια είναι για εμάς η εναλλακτική πρόταση πέρα από νεφελώδη συνθήματα για περήφανη εξωτερική πολιτική; Θα είχε η Ελλάδα περισσότερα οφέλη  ασφαλείας και ανάπτυξης  αν αποστασιοποιούνταν από τις κυρίαρχες και αμερικανικής έμπνευσης επιλογές σε ΝΑΤΟ και ΕΕ; Ποιο δίδαγμα αντλούμε από την περίπτωση της Ουγγαρίας ή της Πολωνίας  που έκαναν ακριβώς αυτό; Θα είμαστε περισσότερο ασφαλείς στο περιθώριο της Δύσης ή, χειρότερα, σε ένα κόσμο που επιστρέφει σε εθνικούς ανταγωνισμούς, τοπικούς πολέμους για αναθεώρηση συνόρων και ζώνες επιρροής των μεγάλων; Η σταθερότητα του διεθνούς περιβάλλοντος στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και της ΕΕ (παρά τις αστοχίες των δυτικών ηγετικών κρατών ) στο οποίο έχουμε πλέον ενταχθεί όχι μόνο τυπικά, αλλά και ουσιαστικά δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του εθνικού συμφέροντος; 

Πάντως, για όλα τα θέματα που εγέρθηκαν στον (σοβαρό) δημόσιο διάλογο μπορούν να γραφούν πολλά. Εδώ  όμως  με απασχολεί το ερώτημα αν η φιλελεύθερη (με όλα της τα κουσούρια) πολιτική μας θα αντέξει στον χρόνο ή αν  θα αποδειχθεί πρόσκαιρη, ας πούμε μετά από κάποιες εκλογές αργότερα. Αν δηλαδή η Ελλάδα θα επιστρέψει στο ιστορικό μονοπάτι της «εξαίρεσης».

Μπορεί να επιστρέψουμε στον ελληνικό εξαιρετισμό;

Πράγματι, διακρίνω σαφείς κινδύνους  στον ορίζοντα που μπορεί να  ωθήσουν την Ελλάδα πάλι προς τα πίσω. Πρώτον, η αστάθεια της αμερικανικής πολιτικής. Σίγουρα θα μας επηρεάσει τυχόν επιστροφή του Ντόναλντ Τράμπ  στην προεδρία των ΗΠΑ με τη χαρακτηριστική απέχθειά του έναντι διεθνών θεσμών  και την ανεπιφύλακτη προτεραιότητα που δίνει στα εθνικά  συμφέροντα της χώρας  (“Amerika first”).

Δεύτερον ο αμερικανικός παρεμβατισμός είναι επιρρεπής σε λάθη και  αποτυχίες όπως συνέβη στο Αφγανιστάν,  το Ιράκ και τη  Λιβύη (στην τελευταία μέσω των συμμάχων Αγγλίας και Γαλλίας κυρίως). Είναι επίσης συνυπεύθυνος για την κρίση στην Ουκρανία.[3]   

Η κριτική  επισημαίνει ότι  οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ ανταποκρίνονται στις πιέσεις ισχυρών  «παικτών»,  παραβλέποντας τις μακροχρόνιες επιπτώσεις των επεμβάσεων. Κατά διαστήματα  καθοδηγούνται  από ιδεοληψίες.[4] Όλα αυτά εξασθενίζουν   εν τέλει τις εγγυήσεις ασφαλείας που δίνουν .

Τέλος ουδείς γνωρίζει πως ακριβώς διαμορφώνεται κάθε φορά η αμερικανική πολιτική, σε ποιες ακριβώς εσωτερικές ισορροπίες υπόκειται.  Παρατηρούμε πράγματι ότι μεταβάλλεται μετά από μείζονα γεγονότα.[5]  Επομένως, με δεδομένο το μητρώο του παρεμβατισμού, κάποιες  επιφυλάξεις απέναντί του (και απέναντι στην πλήρη συμπόρευση) είναι αναπόφευκτες: Πως θα στεριώσει τότε ο δικός μας «υπεύθυνος πατριωτισμός»;

Επίσης, ο δεύτερος πυλώνας του δυτικού συστήματος – η ΕΕ και τα κράτη μέλη της- αντιμετωπίζουν προβλήματα ηγεσίας, πολιτικού προσανατολισμού και διακυβέρνησης. Στη διατύπωση του Mario Monti η Ευρώπη «έχει όλα τα χαρακτηριστικά της ψυχολογικής διάλυσης».[6] Η αβεβαιότητα για την πολιτική της θα ενταθεί αν η οικονομία περιέλθει σε ύφεση  λόγω μυωπικών αποφάσεων  όπως μας προειδοποιεί η ύφεση  στη Γερμανία.

Εθνική παραδοσιακή ταυτότητα και δομές.

Όλα αυτά συνιστούν εξωγενείς παράγοντες που μπορεί  να ωθήσουν  τη χώρα να επιστρέψει στο ιστορικό μονοπάτι του εξαιρετισμού και της αμφισημίας απέναντι στη Δύση. Σε αυτούς πρέπει να προσθέσουμε τις εσωτερικές άκαμπτες δομές  και την πολιτική κουλτούρα που μπορεί να αποδειχθούν εξόχως ανθεκτικές, αποτρέποντας βαθιές μεταρρυθμίσεις, και να θολώσουν την εξωτερική πολιτική.[7] 

Νομίζω λοιπόν ότι ο πιο δυσδιάκριτος κίνδυνος είναι να θεωρηθεί η σημερινή πολιτική με τους δύο  αλληλένδετους άξονές της – σύμπλευση με τις ηγετικές δυνάμεις της Δύσης και εφαρμογή κατά βάση φιλελεύθερων  μεταρρυθμίσεων- ως απειλή για  την παραδοσιακή εθνική ταυτότητα από σημαντικά τμήματα της κοινωνίας.[8] Η  σημερινή πολιτική τείνει να την  περιορίσει  ή  επαναπροσδιορίσει (αν και όχι με ιδιαίτερη συνέπεια) π.χ. εισάγοντας κάποιους κανόνες για την αποτροπή διακρίσεων που παράγουν η πατρωνία, η οικογενειακοί δεσμοί και   η εκκλησιαστική παράδοση (βλέπε μεταξύ άλλων  γάμο ομοφυλοφίλων και ρήξη με την ορθόδοξη Ρωσία).  Κατά προέκταση, ο κίνδυνος είναι υπαρκτός να  προκληθεί  ένα  εκρηκτικό μείγμα ύφεσης, δομικής ακαμψίας και εθνικής ταυτοτικής ανασφάλειας που θα αποξένωνε εντονότερα τη χώρα από τη Δύση, θα επέτεινε την  πίεση για επιστροφή στο ιστορικό μας μονοπάτι, και θα απέτρεπε  αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και την αλλαγή πολιτικής κουλτούρας. Τι θα γίνει αν κλείσει το παράθυρο ευκαιρίας που έχει σήμερα η χώρα λόγω κυβερνητικής σταθερότητας, οικονομικής ανάκαμψης και ηρεμίας στο άμεσο περιβάλλον μας;

 Οι έρευνες γνώμης επισημαίνουν ήδη ότι αυξάνεται στην Ελλάδα (και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες) η δυσπιστία έναντι της ευρωπαϊκής πολιτικής και των δημοκρατικών θεσμών.[9] Παντού σχεδόν ανέρχονται κινήσεις που αμφισβητούν κεντρικές επιλογές των κυβερνήσεων  και των οργάνων της ΕΕ σε ζητήματα στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία, ενέργειας, μετανάστευσης, αγροτικής πολιτικής, εισοδηματικών ανισοτήτων και κοινωνικής συνοχής,   σχέσεων με Κίνα και Τουρκία, σύγκρουσης  Ισραήλ με Χαμάς, κουλτούρας (με την υφέρπουσα  διείσδυση της wokeness).  

Στην Ελλάδα και αλλού, η  έλλειψη εμπιστοσύνης θα αποσταθεροποιήσει  τον δυτικό προσανατολισμό της χώρας και να αποτρέψει τις  αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Το ερώτημα παραμένει: Έρχονται μέρες Σισύφου;


[1] Βλ. ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη στη συνεδρίαση του  Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος την  8.3.2024.

[2] Γιάννη Βαληνάκη «Ο διάλογος πρέπει να είναι και κερδοφόρος»,  στην εφημερίδα η Καθημερινή 14.09.2023. Τις απόψεις αυτές επαναλαμβάνει και σε άλλα κείμενα. Για την αντίθετη άποψη βλ. μεταξύ πολλών άλλων άρθρα των Άγγελου Συρίγου, Κωνσταντίνου Φίλη (του ΙΔΙΣ) στην ίδια εφημερίδα,  του Παναγιώτη Ιωακειμίδη στα Νέα και, στο ίδιο πνεύμα απόρριψης του εξαιρετισμού , του  Χρήστου Ροζάκη.

[3] Βλ. J. Mearsheimer “Γιατί η Δύση έχει την ευθύνη για την κρίση στην Ουκρανία», αναδημοσίευση στην Καθημερινή 20.3. 2022  του άρθρου του  καθηγητή Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου που δημοσιεύθηκε στο αμερικανικό Foreign Affairs. Βλ. επίσης  του ίδιου «Der Westen trägt eine Hauptverantwortung für das Ukraine- Desaster» in  Die Weltwoche, 14. Mai 2022. 

[4] Robert Kagan The Jungle grows back. America and our imperilled world,  Vintage Books- Penguin New York. 2018.  

[5] Βλ. σχετικά κείμενα  των διεθνολόγων Κωνσταντίνου  Αρβανιτόπουλου, Κώστα Υφαντή, Δημήτρη Ακριβούλη, Γεωργίου Ευαγγελόπουλου και Ρόζας Βασιλάκη στο  Ανδρέας Γκοφας  (επιμ.) Ο κόσμος και η απειλή της τρομοκρατίας  μετά την 11η Σεπτεμβρίου, εκδόσεις Πεδίο, Αθήνα 2023.

[6] Πιθανόν της λείπει και ένας ισχυρός ιστορικός μύθος πάνω στον οποίο θα οικοδομούσε την ταυτότητά της. Βλ. Π. Κ. Ιωακειμίδης « Η ευρωπαϊκή ταυτότητα σε αμφισβήτηση», Books’ Journal, τεύχος  150, Φεβρουάριος 2024.

[7] Ο Γιάννης Στουρνάρας πιστεύει ότι η Ελλάδα θα τα καταφέρει. Βλ. άρθρο του  «Είναι η Ελλάδα μεταρρυθμίσιμη;» στην εφημερίδα  η  Καθημερινή 10.3.2024 όπου όμως, παρά την αισιοδοξία του  δεν παραλείπει να αναφερθεί στα τεράστια προβλήματα της χώρας (χρέη, δημογραφία κλπ).

[8] Εξετάζουμε τα στοιχεία της παραδοσιακής εθνικής ταυτότητας στο Πάνος Καζάκος και Πάνος Κολιαστάσης  Αφανείς και ορατές αντιθέσεις . Παράδοση και νεωτερικότητα στην Ελλάδα μετά τη δικτατορία, εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2023.

[9]  Ευρεία περίληψη σχετικής  έρευνας   PEW δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή   29.2. 2024.

Θεσμοί  και ευημερία ή γιατί αποτυγχάνουν έθνη – Σκέψεις με αφορμή ένα βραβείο Νόμπελ. 

Δημοσιελυθηκε στο Books’ Journal,  τεύχος 159 , Δεκέμβριος 2024.

Με το βραβείο Νόμπελ οικονομίας του 2024 τιμήθηκαν οι  Daron Acemoglu, Simon Johnson και James A. Robinson. Στο έργο τους εξέτασαν γιατί ορισμένες χώρες κατέληξαν να είναι σήμερα πολύ πλουσιότερες από άλλες. Γιατί δηλαδή ορισμένες χώρες «πέτυχαν» ενώ άλλες «απέτυχαν» (failed);  Υποστηρίζουν ότι «η οικονομική επιτυχία των χωρών διαφέρει λόγω των διαφορετικών θεσμών τους».[1]  Όσα ακολουθούν βασίζονται κυρίως στο έργο των Daron Acemoglu και James A. Robinson (σε συντόμευση Α/Ρ). Στο τέλος θα δούμε αν και τι μας λέγει για την Ελλάδα.

Συμπεριληπτικοί και εκμεταλλευτικοί θεσμοί.

Στην αφετηρία της η έρευνα των Α/Ρ ξεχωρίζει δύο μεγάλες κατηγορίες θεσμών- τους «συμπεριληπτικούς» (inclusive) και «εκμεταλλευτικούς» ή «απομυζητικούς» (extractive) θεσμών.[2] Συμπεριληπτικοί είναι οι θεσμοί που επιτρέπουν στην πλειοψηφία του πληθυσμού να συμμετέχει στις οικονομικές δραστηριότητες και στα άτομα να κάνουν ελεύθερα τις επιλογές τους. Οι συμπεριληπτικές ελίτ εφαρμόζουν κανόνες γενικής ισχύος χωρίς αποκλεισμούς.

Στην κατηγορία των συμπεριληπτικών ανήκουν η προστασία της ιδιοκτησίας (!), το κράτος δικαίου (rule of law), οι κοινωνικές υπηρεσίες,  μια επαρκής κεντρική εξουσία και οι  πολιτικοί-δημοκρατικοί θεσμοί (εκλογές κλπ.) διασφαλίζουν τρία τινά: Πρώτον,   προστατεύουν την ιδιοκτησία (και τα οφέλη που απορρέουν από αυτή για τα άτομα), διαχέουν την ευημερία, μειώνουν τις ανισότητες,  φερ’ ειπείν  μέσω των υπηρεσιών του κοινωνικού κράτους και, τρίτον, περιορίζουν ή αποτρέπουν τυχόν αρπακτικές διαθέσεις και μη ελεγχόμενες αυθαιρεσίες λίγων.

Πρόκειται για φιλελεύθερους-δημοκρατικούς θεσμούς που, κατά τη γνώμη τους, αποτρέπουν αυθαίρετους αποκλεισμούς και κατάχρηση της εξουσίας των κυβερνώντων Οι Α/Ρ δεν υιοθετούν ακριβώς και ευθέως τον όρο φιλελεύθεροι-δημοκρατικοί θεσμοί, αλλά παραπέμπουν επιλεκτικά σε βασικά τους συστατικά.  Στην Ελλάδα ακόμα και σχολιαστές που αναγνωρίζουν τη σημασία των θεσμών και παραπέμπουν στους Α/Ρ γενικά, αποφεύγουν  τον επιθετικό προσδιορισμό φιλελεύθεροι θεσμοί όπως ο διάβολος το λιβάνι. [3]

Σε μια χώρα με συμπεριληπτικούς θεσμούς (δηλαδή φιλελεύθερους-δημοκρατικούς) οι πολίτες έχουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη σε θεσμούς και σε άλλα άτομα,  πράγμα που αποφέρει περαιτέρω οφέλη: Οι πολίτες τείνουν να πειθαρχούν στο νόμο, η ροπή  για επενδύσεις αυξάνεται (αφού δεν υπάρχει  φόβος για αυθαίρετες κατασχέσεις περιουσίας) κλπ. Το ίδιο ισχύει για  τις  διαπροσωπικές σχέσεις και τη διάθεση για συνεργασία των ανθρώπων  με άλλους εκτός στου στενού οικογενειακού κύκλου). Κατά συνέπεια, γράφουν οι Α/Ρ, οι συμπεριληπτικοί θεσμοί  επιφέρουν μεγαλύτερη οικονομική ευημερία, που με τη σειρά της και μέσω του δημοκρατικού παιγνίου επιτρέπει τη δημιουργία του κοινωνικού κράτους και τη διάχυση της ευημερίας.

Αντίθετα, όπου  οι ελίτ καθίδρυσαν απομυζητικούς θεσμούς,  αποκλείουν τους πολλούς. από τα οφέλη της όποιας οικονομικής δραστηριότητας και, τελικά, μακροχρόνια προκαλούν    αναπτυξιακή υστέρηση. Οι «θεσμοί» δεν είναι από τη φύση τους ουδέτεροι. Οι απομυζητικές ελίτ κλίνουν περισσότερο στην εφαρμογή δημοσιονομικών πολιτικών που προκαλούν ελλείμματα, χρέη και διαφθορά.  Υπάρχει, επομένως, σχέση αιτίας-αιτιατού ανάμεσα σε ανάπτυξη και στον «χαρακτήρα» των ελίτ και των θεσμών τους.

Οι  Α/Ρ τεκμηρίωσαντην άποψή τους συγκρίνοντας κυρίως τις διαφορετικές  επιπτώσεις  των ευρωπαϊκών αποικιακών καθεστώτων  στις τύχες των αποικιών. Έτσι έδωσαν μία εξήγηση γιατί π.χ. η εξέλιξη σε ΗΠΑ, Αυστραλία και αλλού διέφερε από την εξέλιξη στη Λατινική Αμερική ή στην Υποσαχάρια Αφρική. Διαπίστωσαν ότι υπάρχει τεράστια απόσταση στο επίπεδο ευημερίας μεταξύ των δυο ομάδων χωρών, την ιστορική πορεία των οποίων άλλωστε έχουν τεκμηριώσει πολλές ιστορικές έρευνες. Στην Υποσαχάρια Αφρική και στη Λατινική Αμερική οι αποικιοκρατικές δυνάμεις εκμεταλλεύθηκαν ευθέως και απροκαλύπτως τους γηγενείς πληθυσμούς  και απέσπασαν φυσικούς πόρους  ή  καθίδρυσαν  «απομυζητικά» (εκμεταλλευτικά)  πολιτικά και οικονομικά συστήματα που απέκλειαν τους γηγενείς από κάθε επιρροή. Αντίθετα  στις αγγλοσαξονικές κυρίως αποικίες της Βόρειας Αμερικής, στην Αυστραλία κ.α. καθιδρύθηκαν τελικά συμπεριληπτικοί θεσμοί.

Οι Α/Ρ υποστηρίζουν επίσης ότι οικονομικοί και πολιτικοί θεσμοί αλληλοτροφοδοτούνται προκαλώντας ενάρετους (αν είναι συμπεριληπτικοί) ή φαύλους κύκλους (αν είναι απομυζητικοί). 

Περί ελίτ και μεταρρυθμίσεων.

Οι απομυζητικές  ελίτ,  γράφουν οι Α/Ρ, ανθίστανται σε θεσμικές μεταρρυθμίσεις.. Στη γλαφυρή γλώσσα τους

«η ανάπτυξη και τεχνολογική αλλαγή αντικαθιστούν το παλιό με το νέο. Νέοι τομείς προσελκύουν πόρους  από τους παλαιούς. Οι νέες τεχνολογίες καθιστούν υπάρχουσες δεξιότητες και μηχανές  απαρχαιωμένες. Η διαδικασία της οικονομικής μεγέθυνσης και οι συμπεριληπτικοί θεσμοί  στους οποίους στηρίζεται  γεννούν τόσο κερδισμένους όσο και χαμένους στην πολιτική αρένα και στην οικονομική  αγορά. Ο φόβος για δημιουργική καταστροφή βρίσκεται συχνά στη ρίζα  της αντίθεσης σε συμπεριληπτικούς οικονομικούς και πολιτικούς θεσμούς».[4]

«Το μάθημα είναι σαφές:  πανίσχυρες ομάδες αντιστέκονται στην οικονομική πρόοδο  και στις μηχανές της προόδου […] Η ανάπτυξη προχωρά  μόνον αν δεν μπλοκαριστεί  από αυτούς που χάνουν και αναμένουν ότι θα χάσουν τα οικονομικά προνόμιά τους  και από αυτούς που χάνουν σε πολιτική δύναμη  καθώς φοβούνται  ότι η πολιτική τους δύναμη θα διαβρωθεί» Daron Acemoglu and J.A. Robinson. [5]

Με τον τρόπο αυτόν οι Α/Ρ αντλούν κάποια στοιχεία από την δημόσια επιλογή (public choice) μολονότι όπως θα δούμε πιο κάτω εστιάζουν περιοριστικά στις απομυζητικές ελίτ και στους συμμάχους γραφειοκράτες τους.

Οι σύμμαχοι των απομυζητικών ελιτ.

Πως όμως καταφέρνουν ολιγάριθμες ελίτ να υπερισχύουν και να επιβάλλουν τη λογική τους;  Σε άλλο κείμενο οι Acemoglu, Ticchi and Vindigni  απαντούν  ότι οι απομυζητικές ελίτ απλά συγκροτούν «συμμαχίες»  με μεγάλα τμήματα του δημοσίου τομέα μέσω των πελατειακών πρακτικών.[6] Εννοείται ότι με τη μέθοδο αυτή επιδιώκουν να σταθεροποιήσουν  τη δική τους θέση και να διασφαλίσουν τα δικά τους οφέλη.

Στο μοντέλο των σ. οι ψηφοφόροι, γραφειοκράτες και ελίτ ενδιαφέρονται πρωτίστως για το προσωπικό τους όφελος, επομένως από τη σκοπιά αυτή το μοντέλο αυτό πολιτικής δοσοληψίας εντάσσεται άνετα στο θεωρητικό πλαίσιο της δημόσιας επιλογής. Το πολιτισμικό υπόβαθρο όλων είναι ο ατομικισμός

Πρέπει όμως να διευρύνουμε το οπτικό πεδίο για να συμπεριλάβουμε περισσότερους δυνητικούς συμμάχους που τελικά «απομυζούν»  την υπόλοιπη κοινωνία ή, έστω αποσπούν ιδιαίτερα οφέλη. Στην κατηγορία αυτή θα πρέπει να περιληφθούν τουλάχιστον  στελέχη του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού συστήματος που περιλαμβάνει τις τράπεζες, τα funds κλπ.  κατά τον βαθμό που διασφαλίζουν ειδική μεταχείριση σε περιόδους κρίσεων, μέσω φερ΄ ειπείν  ανακεφαλοποιήσεων με δημόσιο χρήμα ή απεριόριστης ρευστότητας από την ΕΚΤ,  και  πετυχαίνουν ακόμα και σε συνθήκες ύφεσης εντυπωσιακά εισοδήματα και κέρδη. Εκτός τούτου ειδικά η ηγεσία του χρηματοπιστωτικού χώρου έχει αυξημένη διαπραγματευτική δύναμη έναντι του κράτους, λειτουργώντας συχνά (ιδίως σε ολιγοπωλιακές  συνθήκες) ως πανίσχυρη ομάδα πίεσης. Η ευνοϊκή  μεταχείρισή τους νομιμοποιείται ιδεολογικά με το επιχείρημα ότι τα ιδρύματα είναι too big to fail πράγμα βέβαια που εμποδίζει τις απαραίτητες αναδιαρθρώσεις.  Το «μπλοκ εξουσίας» (ελίτ και σύμμαχοι) είναι ευρύτερο και πολύ περισσότερο διαφοροποιημένο στις περισσότερες κοινωνίες από τη στυγνή αποικιοκρατία.  Θα πρέπει να συμπεριλάβουμε στο μπλοκ εξουσίας επαγγελματικές ομάδες γιατρών, φαρμακευτικές εταιρείες κ.α.

 Διευρύνοντας λοιπόν το οπτικό πεδίο, κατανοούμε καλύτερα όσα συμβαίνουν σήμερα σε πρώην αποικίες και στις μητροπόλεις – τις έδρες των  φιλελεύθερων δημοκρατιών. Και εδώ  πελατειακές πρακτικές και συμμαχικές συναλλαγές  εμποδίζουν τους μηχανισμούς της αγοράς να λειτουργήσουν και  το κράτος να  εξυγιάνει παρωχημένες δομές. Οι  μεταρρυθμίσεις αναιρούν τις διακρίσεις και, επομένως, απειλούν την ευημερία ορισμένων κοινωνικών ομάδων.

Κριτική.

Το έργο των  Α/Ρ αποτελεί αξιοσημείωτη ιδεολογική συνεισφορά στην προάσπιση της φιλελεύθερης δημοκρατίας με τους εμβληματικούς της πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς – το κράτος δικαίου, τη διάκριση των εξουσιών, τις ανεξάρτητες αρχές, τους αναδιανεμητικούς μηχανισμούς του κοινωνικού κράτους κλπ.

Οι Α/Ρ αποδίδουν την υστέρηση των κοινωνιών μακροπρόθεσμα στην απουσία δημοκρατικών κανόνων, τις αβεβαιότητες που προκαλούν  ανεξέλεγκτες εξουσίες, την έλλειψη εμπιστοσύνης σε εκμεταλλευτικούς θεσμούς  (συμπεριλαμβανομένης  και της ελεγχόμενης από τις ελίτ και επομένως μεροληπτικής δικαιοσύνης),  τους αποκλεισμούς από τα οφέλη της ανάπτυξης κλπ.

Σε ένα γενικό επίπεδο ορθώς επανέφεραν στη συζήτηση τη σημασία των θεσμών για τη ευημερία. Όμως  το σχήμα «συμπεριληπτικοί έναντι απομυζητικών θεσμών» λειτουργεί ως Προκρούστης.

Η ανάλυσή τους  στηρίζεται εμπειρικά στις ακραίες περιπτώσεις καθεστώτων που συνυφάνθηκαν με την αποικιοκρατία. Κατά τη γνώμη μου η ταξινόμηση των θεσμών σε χονδρικά  δύο κατηγορίες, δίνει μια ασπρόμαυρη (και ατελή) εικόνα των θεσμικών καταστάσεων που συναντούμε σήμερα. Είναι λοιπόν απλουστευτική. Eπίσης, μετατρέπεται σε ιδεολογία εξιδανικεύονταςτην αγγλοσαξονική αποικιοκρατία: Πόσο συμπεριληπτικοί   ήταν   οι θεσμοί των  λευκών της Αυστραλίας και των ΗΠΑ που είτε εξάλειψαν τους αυτόχθονες είτε τους περιόρισαν σε ρεζερβάτα;  Στις χώρες αυτές οι συμπεριληπτικοί θεσμοί αφορούσαν τους λευκούς αποίκους, απέκλειαν τους μαύρους  και φυσικά δεν εμπόδισαν την εξόντωση των γηγενών. Όμως ναι, για τους λευκούς δεν ήταν εκμεταλλευτικοί  και, επομένως, συνέβαλαν στην ανάπτυξη των χωρών αυτών- και των λευκών.

Το θεωρητικό πλαίσιο των Α/Ρ  δεν ανταποκρίνεται στη σύνθετη πραγματικότητα των περισσοτέρων κρατών. Θεσμοί και πολιτικές διαφέρουν ποικιλοτρόπως από τους θεσμούς των ωμά εκμεταλλευτικών ελίτ σε πολλές  αποικίες και από τους κολοβούς συμπεριληπτικούς στις αγγλοσαξονικές (πρώην) αποικίες.

Επίσης, ειδικότερες υποθέσεις των Α/Ρ,  π.χ. ότι δημοκρατικοί και οικονομικοί θεσμοί αλληλοτροφοδοτούνται,  διαψεύδονται εύκολα από τις ιστορικές εμπειρίες.  Δημοκρατικοί θεσμοί όπως οι εκλογές, και ο κομματικός ανταγωνισμός σε πολλές περιπτώσεις  δεν απέφεραν συμπεριληπτικούς οικονομικούς θεσμούς αλλά έγιναν οχήματα  για εναλλαγή εκμεταλλευτικών ελίτ και συντήρηση απομυζητικών οικονομικών θεσμών. Συναφώς, το επιχείρημα ότι  η δημοκρατία προάγει την οικονομική ευημερία δεν εξηγεί την οικονομική επιτυχία της Κίνας, της Σιγκαπούρης, του Βιετνάμ (!)[7]. Ούτε βέβαια ορισμένες τάσεις (δυτικών) φιλελεύθερων-δημοκρατικών, στις οποίες οι αποκλεισμοί είναι εμφανείς παρά τους (συμπεριληπτικούς) δημοκρατικούς θεσμούς και το κοινωνικό κράτος τους. .

Την θεωρία των Α/Ρ συνοδεύουν λοιπόν ποικίλα  «παράδοξα» ακριβώς γιατί παραλείπουν πολλούς παράγοντες της σημερινής πολύπλοκης πραγματικότητας. Όπως ενδεικτικά υποστήριξε ο Bo Rothstein 

«η Κίνα έχει ένα μοναδικό κρατικό μηχανισμό, μία διοίκηση που καταφέρνει να συνδυάσει υψηλά επίπεδα επαγγελματισμού και αξιοκρατίας με   ισχυρό πολιτικό και ιδεολογικό έλεγχο […] Αυτός ο τύπος συστήματος  είναι εξαιρετικά αποτελεσματικός  αν και όχι ιδιαίτερα δημοκρατικός»[8].

Από την αποτελεσματικότητα όμως των διοικήσεων εξαρτάται η εφαρμογή και επιτυχία πολιτικών στόχων. Πιθανόν η δομή και η λειτουργία της δημόσιας διοίκησης συσχετίζεται με πολιτισμικούς παράγοντες.  

Οι Α/Ρ δεν εξηγούν ό,τι παρατηρούμε σε περισσότερο και λιγότερο αναπτυγμένες χώρες – την αδιάκοπη διελκυστίνδα ανάμεσα σε εκσυγχρονιστικές και παραδοσιακές ελίτ,  ούτε το δράμα, ας πούμε, μεικτών καθεστώτων, στα οποία εισάγονται μεν δημοκρατικοί και φιλελεύθεροι θεσμοί (και πολιτικές), η λειτουργία των οποίων όμως  δεν ανταποκρίνεται στα δεδομένα του φιλελεύθερου-δημοκρατικού ιδεότυπου. Πολιτισμικού τύπου προσεγγίσεις, σύμφωνα με τις οποίες η κουλτούρα, δηλαδή οι αξίες της κοινωνίας, αποτελούν θεμελιώδες χαρακτηριστικό των κοινωνιών,  εξηγούν καλύτερα και λιγότερο ιδεολογικά όσα συμβαίνουν σήμερα στον κόσμο, πιθανόν σε συνδυασμό με υποθέσεις της δημόσιας επιλογής (public choice). Οι Α/Ρ υποστηρίζουν αντίθετα ότι η θρησκεία, η εργασιακή ηθική, οι νοοτροπίες  όπως η ιβηρική manana κλπ. δεν εξηγούν πολλά πράγματα.[9]

Είναι η Ελλάδα «αποτυχημένο κράτος;

Φυσικά, το ζήτημα της αναπτυξιακής υστέρησης σε σύγκριση με τη Δύση και της ποιότητας των θεσμών απασχολεί διαρκώς τη δημόσια και επιστημονική συζήτηση  στην Ελλάδα. Αυτό δείχνει η ενασχόλησή τους με τις ανεξάρτητες αρχές, τις σχέσεις κυβέρνησης και  δικαιοσύνης (παρακολούθηση από την ΕΥΠ  πολιτικών  προσώπων, η κωλυσιεργία στην υποθέσεις των Τεμπών και της Μάνδρας,  η καταστροφή στο Μάτι, το ναυάγιο της Πύλου με θύματα εκατοντάδες μετανάστες, η υπόθεση Νοβάρτις, οι απόπειρες ελέγχου των ΜΜΕ την περίοδο 2015-2019 κλπ). Στην ημερήσια διάταξη βρίσκονται επίσης  καθημερινές  δυσλειτουργίες (βραδύτητα στην απονομή δικαιοσύνης, σύγχυση αρμοδιοτήτων, κακή νομοθέτηση  υποταγμένη συχνά σε πελατειακές λογικές, χωροταξική  ρευστότητα κλπ. ). Απέτυχε λοιπόν η Ελλάδα θεσμικά και αναπτυξιακά όπως πολλοί ισχυρίζονται ή υπονοούν; Σε ποιο βαθμό και γιατί;Σε ποια κατηγορία ανήκουν οι θεσμοί μας; Ας το θέσουμε ωμά: Είμαστε ένα αποτυχημένο κράτος;

 Η απάντησή μου είναι όχι.  Η Ελλάδα αγωνίσθηκε νωρίς για να μη εξελιχθεί σε αποικία και  εκ του αποτελέσματος δεν μπορεί να τοποθετηθεί στη χορεία των «αποτυχημένων εθνών» με κυρίαρχους απομυζητικούς θεσμούς όπως στις (πρώην) αποικίες της υποσαχάριας Αφρικής ή της Λατινικής Αμερικής,  καίτοι εκτέθηκε εξ αρχής στις επιρροές των μεγάλων δυνάμεων. Ιστορία και γεωγραφία συνωμότησαν για να απλωθεί στη χώρα  μια ιδιαίτερη δημοκρατική ιδεολογία. Η βασιλεία υποχρεώθηκε να κινηθεί στο πλαίσιο ενός συνταγματικού κοινοβουλευτισμού που εμπεριέχει την (έστω ανολοκλήρωτη) διάκριση των εξουσιών και, τουλάχιστον δυνητικά, λειτουργεί συμπεριληπτικά καθώς τείνει να διευρύνει το φάσμα των ωφελούμενων ομάδων και ατόμων. Σημειώνω ακόμα ότι η μεγάλη ιδιοκτησία της γης έχει καταργηθεί από τις αρχές του περασμένου αιώνα με τις αγροτικές μεταρρυθμίσεις, τη διανομή εκκλησιαστικής γης  και των μεγάλων κτημάτων των Οθωμανών  που εγκατέλειψαν τη χώρα στο πλαίσιο της ανταλλαγής των πληθυσμών. Οργανώθηκε βαθμιαία  συγκεντρωτικού τύπου κρατική διοίκηση  η οποία, παρά τα πελατειακά κουσούρια της, μείωσε ως ένα βαθμό τις τοπικές εξουσίες. Εισάχθηκε ένα νομικό σύστημα που προσιδιάζει  στο νομικό σύστημα της Δύσης,  Ο κοινοβουλευτισμός έθετε όρια στην ωμή εκμετάλλευση. Πλούτος συσσωρευόταν βέβαια κυρίως στην ελληνική διασπορά όπως μαρτυρούν τα ιδρύματα που χρηματοδότησε. Τον 20ό αιώνα σταθεροποιήθηκε το κοινωνικό κράτος. Κατά περιόδους η χώρα γνώρισε και «χρυσές εποχές» ανάπτυξης.     

Όμως ναι,   τη χώρα βαραίνουν  πολιτικά και θεσμικά προβλήματα που εξηγούν εν μέρει τουλάχιστον την αναπτυξιακή υστέρησή της στο δυτικοευρωπαϊκό πλαίσιο. [10] Οφείλονται στο γεγονός ότι  ταυτόχρονα με τις θεσμικές καινοτομίες, λειτούργησαν (και  λειτουργούν)  ικανά προνεωτερικά στοιχεία όπως  η οικογένεια και το πελατειακό σύστημα, παρόλο που και αυτά  εκτέθηκαν στις επιρροές της νεωτερικότητας. Αναπόφευκτα, οι θεσμοί και οι πολιτικές της χώρας δεν ευνοούν όλους το ίδιο, ούτε πετυχαίνουν τους επίσημους στόχους τους. Για να προσφύγουμε στον κατάλογο της Παγκόσμιας Τράπεζας,[11]  έχουμε εκκρεμότητες σε ζητήματα λογοδοσίας (μολονότι τα τελευταία  χρόνια γίνεται προσπάθεια να επιλυθούν (βλ. αξιολόγηση σε Δημόσιο και Εκπαίδευση), ρυθμιστικής ασάφειας και αντιφατικότητας μέσω της πολυνομίας, αδιαφάνειας, μολονότι και εδώ κάτι γίνεται π.χ.  με τη διαύγεια, τη δημόσια διαβούλευση πριν από την ψήφιση νομοσχεδίων,  τα μέτρα κατά της  διαφθοράς.

Γεγονός είναι ακόμα ότι η μάχη για την καλυτέρευση των θεσμών είναι διαρκής και προσανατολισμένη στα πρότυπα ορθολογισμού των πιο αναπτυγμένων κρατών της Δύσης! Όλα αυτά περιορίζουν την οικειοποίηση πόρων από λίγους σε βάρος του συνόλου και της ανάπτυξης. Δεν πρέπει να μηδενίζουμε ό,τι πετύχαμε. Αλλά οι αντιστάσεις σε μεταρρυθμίσεις που κάνουν τους θεσμούς πιο συμπεριληπτικούς  και αποτελεσματικούς  είναι ισχυρές. Τις εκθέσαμε διεξοδικά σε άλλη ευκαιρία [12]

Νομίζω λοιπόν ότι η ελληνική εμπειρία μαζί με παρόμοιες πολλών άλλων χωρών δείχνει τα όρια της ανάλυσης των Α/Ρ. Κατά τη γνώμη μου, καταλαβαίνουμε καλύτερα την πορεία της χώρας και την κατάσταση των θεσμών  της  με βάση (κατ΄ αρχάς) τη θεωρητική  οπτική του εκσυγχρονισμού που αναδεικνύει την αέναη ένταση μεταξύ προνεωτερικών και νεωτερικών αξιών,[13] δηλαδή τον  ρόλο της κουλτούρας,  σε συνδυασμό με τη θεωρία της δημόσιας επιλογής[14] που δείχνει, μεταξύ άλλων,  πως εγωιστικά  συμφέροντα εκδηλώνονται μέσω των οργανώσεων συμφερόντων.

————————-  //  ————————–


[1]  Daron Acemoglu and J.A. Robinson Why nations fail , The origins of power, prosperity and poverty, Crown Business, New York 2012όπως αλλού, σελ. 73.

[2] Το κύριο επιχείρημα ανέπτυξαν με εκτεταμένη τεκμηρίωση οι Daron Acemoglu and James A. Robinson στο πολυσυζητημένο βιβλίο τους Why nations fail. Όπως πριν. .

[3] Ενδεικτικά,  Νίκος Χριστοδουλάκης «Οι κακοί θεσμοί βλάπτουν σοβαρά την ευημερία», στην εφημερίδα η Καθημερινή 20.10.2024 και Κώστας  Μποτόπουλος «Η σημασία των θεσμών», εφημερίδα τα Νέα  19-20. 10.2024. 

[4]     Daron Acemoglu and J.A. Robinson  Why nations fail, όπως αλλού (σελ. 84.

[5]     Όπως πριν, σελ. 86.

[6] Daron Acemoglu, Davide Ticchi and Andrea Vindigni, “Emergence and persistence of inefficient states”, Journal of European Economic Association 9(2), Απρίλιος 2011, σελ. 177-288.

[7] Bo Bo  Rothstein   “Nobel prize in economic: Do democracy and prosperity really go hand in hand?”    Social Europe, 1.11.2024.

[8] Bo Bo Rothstein  “Nobel prize in economic: Do democracy and prosperity really go hand in hand;”    Social Europe, 1.11.2024.

[9]  Daron Acemoglu and J.A. Robinson  Why nations fail, όπως αλλού,  σελ. 5 και 60.

[10] Η σχετική βιβλιογραφία για ελλείματα,  αναιμία  και δυσλειτουργίες των θεσμών είναι απέραντη. Βλ. μεταξύ πολλών άλλων  Δημήτρης Σωτηρόπουλος Κράτος και μεταρρύθμιση στη σύγχρονη Νότια Ευρώπη, εκδόσεις Ποταμός 2017,  Χαρίδημος Τσούκας  Η τραγωδία των κοινών .Πολιτική φαυλότητα, απαξίωση θεσμών και χρεοκοπία, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2015. Νωρίτερα, Παναγιώτης Κονδύλης ΟΙ αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας . Η καχεξία του αστικού στοιχείου  τη νεοελληνική κοινωνία και ιδεολογία, β΄ έκδοση,   Θεμέλιο, Αθήνα 2011, Στο ίδιο πνεύμα και ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς Ταξίδι  στο λόγο και στην ιστορία, εκδόσεις Πλέθρον, 1996. Βλ. επίσης  το κείμενό του στον ίδιο τόμο « «Τζαμπατζήδες στη χώρα των θυμάτων, σελ. 143-182.

[11] World Bank   Governance Indicators 2023

[12] Βλ. Πάνος Καζάκος και Πάνος Κολιαστάσης  Αφανείς και ορατές αντιθέσεις. Παράδοση και νεωτερικότητα  στη μεταδικτατορική Ελλάδα 194-2022, εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2013.

[13] Βλ. μεταξύ πολλών άλλων  Νικηφόρος Διαμαντούρος  Πολιτισμικός δυισμός και πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2000, Nicolas Demertzis “Greece” in Roger Eatwell (ed) European political cultures Conflict or convergence?  Routledge, 1997, Αρίστος Δοξιάδης  Το αόρατο ρήγμα . Θεσμοί και συμπεριφορές  στην ελληνική οικονομία, Αθήνα 2013 κ.α. 

[14] Mancur Olson  Η άνοδος και η παρακμή των εθνών, μετάφραση Γιώργου Αδαμόπουλου, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2000. 

Η ιδιότυπη κριτική του Sandel στην «καθοδηγούμενη από την αγορά αξιοκρατική ηθική»! 

Η βιβλιοκριτική δημοσιεύθηκε στο The Books’ Journal,  τ. 136, Νοεμβρίου 2022 με τον τίτλο «Μανιφέστο κατά του κοινωνικού φιλελευθερισμού», είναι όμως κριτική στον Sandel.

Το ζήτημα της αξιοκρατίας ταλαιπωρεί τη δημόσια ζωή της χώρας ήδη από τις απαρχές του νεοελληνικού κράτους. Απασχολεί εντατικά τα ΜΜΕ κάθε φορά που οι αρχές της παραβιάζονται απροσχημάτιστα και επανέρχεται όποτε επιχειρούνται μεταρρυθμίσεις στον πυρήνα των οποίων ενυπάρχουν αξιοκρατικές αρχές. Αυτό συμβαίνει σήμερα στην παιδεία, και θα έπρεπε να επεκταθεί ή σχεδιάζεται σε δημόσια διοίκηση,  νοσοκομεία και ΕΣΥ,  δικαιοσύνη,  κρατικές επιχειρήσεις και τα δημόσια έργα.  Ήταν φυσικό λοιπόν ότι προσέλκυσε την προσοχή μου το βιβλίο του Michael J. Sandel με τον παράδοξο εκ πρώτης όψεως τίτλο   Η τυραννία της αξίας. Τι έχει απογίνει το γενικό καλό; Εκδόσεις Πόλις, 2022, σε βατή, όσο μπορώ να κρίνω, μετάφραση, του Μιχάλη Μητσού  και επιμέλεια του Γιάννη Μπαλαμπανίδη.  Το βιβλίο εξετάζει το αίτημα και την πράξη της αξιοκρατίας κυρίως στις ΗΠΑ και ευκαιριακά σε άλλες  προηγμένες χώρες της Δύσης, μας επιτρέπει όμως να εμβαθύνουμε στο θέμα πέρα από  την αδιάκοπη καταγραφή διαδοχικών επεισοδίων  αναξιοκρατίας σε Ελλάδα και αλλού και συμπληρώνει την ήδη διαθέσιμη βιβλιογραφία στη χώρα μας. 

Τώρα, για να παρακολουθήσουμε τα επιχειρήματα  και τους περιορισμούς της ανάλυσης του Sandel πρέπει να καταλάβουμε εξ αρχής τον δικό του ορισμό  της αξιοκρατίας: Δεν είναι ακριβώς ό,τι συνήθως αντιλαμβάνεται ο κοινός νους (και τα λεξικά), αλλά  η αέναη επιδίωξη (και θεσμική κατοχύρωση) της οικονομικής επιτυχίας συχνά σε συνθήκες ανταγωνισμού με βάση τα φυσικά ταλέντα, τις γνώσεις και την ευσυνείδητη  δουλειά. Αυτή η επιδίωξη εκτρέφει κατά τον  Sandel μια προβληματική ηθική – την πεποίθηση των πετυχημένων ότι «παίρνουν ό,τι αξίζουν» ή ότι σε μία ανταγωνιστική οικονομία της αγοράς οι κερδισμένοι αξίζουν από ηθική άποψη τα κέρδη τους. Οι πετυχημένοι  τείνουν να αντιστρατεύονται αναδιανεμητικές πολιτικές και συνακόλουθα  να βλέπουν αφ΄ υψηλού (αλαζονικά) όσους μένουν πίσω. Ο Sandel την ονομάζει «καθοδηγούμενη από την αγορά αξιοκρατική ηθική»! 

Ο Sandel δεν εξετάζει τις διαφορετικές διαδικασίες που συγκροτούν το πλαίσιο εντός του οποίου ξεδιπλώνεται (ή αποτρέπεται) η επιδίωξη της επιτυχίας, ούτε ενδιαφέρεται για τα μεθοδολογικά προβλήματα μέτρησης των προσόντων και ταλέντων. 

Ο  Sandel  εκτιμά ότι η  αξιοκρατία (όπως την ορίζει) με την ηθική της είναι τμήμα της κυρίαρχης ιδεολογίας στις ΗΠΑ ή αλλού και ότι συνυφαίνεται με προκαταλήψεις ως προς τα προσόντα  που θεωρείται ότι πρέπει να κατέχει κανείς στη δημόσια ζωή με  σπουδαιότερο την πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Πρόκειται, γράφει, για πεποιθήσεις που έχουν τεράστιες συνέπειες καθώς διαμορφώνουν π.χ. τον τρόπο  με τον οποίο οι παραδοσιακοί πολιτικοί  στις ΗΠΑ από όλο το πολιτικό φάσμα  αντιμετωπίζουν τη στασιμότητα των μισθών: Προτείνουν στους εργαζόμενους να αποκτήσουν πτυχίο Πανεπιστημίου. 

Εκτός τούτου  κυρίαρχη στις ΗΠΑ αντίληψη για την επιτυχία παρακινεί όσους έχουν πόρους και δύναμη να καταφεύγουν στην απάτη  ή δωροδοκία για να εξασφαλίσουν την εισαγωγή των παιδιών τους σε κορυφαία πανεπιστήμια.  Και, γενικότερα, ο  Sandel δέχεται ότι οι τεράστιες ανισότητες δεν αποτελούν γόνιμο έδαφος για ίσες ευκαιρίες για όλους: Οι πλούσιοι έχουν τη δυνατότητα να σπρώξουν τα παιδιά τους προς τα πάνω και να εξουδετερώσουν διαδικασίες αξιολόγησης για εισδοχή στα καλύτερα Πανεπιστήμια. 

Ο Sandel λοιπόν δεν αγνοεί ότι υπάρχει διάσταση ανάμεσα σε διακηρυγμένες αρχές και πραγματικότητα αλλά υποστηρίζει εμμέσως ότι η μη εφαρμογή διακηρυγμένων αξιοκρατικών αρχών σε αναπτυγμένες οικονομίες (κυρίως του αγγλοσαξονικού χώρου) είναι υποδεέστερο ζήτημα μπροστά στους κινδύνους που προκύπτουν από τη σύζευξή της με ένα αχαλίνωτο ατομικισμό, δηλαδή με μια νοοτροπία που  θέτει τον εαυτό μας πάνω από το «κοινό καλό». Κατά προέκταση τον ενδιαφέρουν περισσότερο η ηθική όσων πετυχαίνουν στη ζωή  και λιγότερο τα ερωτήματα αν  θεσμοί και διαδικασίες γενικά επιβραβεύουν τις προσπάθειές απόκτησης προσόντων, σε τι διαφέρουν από χώρα σε χώρα  και ποιες  οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες έχουν οι διαφορές – ας πούμε για την εθνική οικονομία. 

Παράλληλα,  στέκεται στην αντίληψη της νεοκλασικής οικονομικής για τις αμοιβές που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του επικρατούντος στις ΗΠΑ πολιτισμικού μείγματος. Παραπέμπει σχετικά στον  Gregory Mankiv που έγραφε ότι «οι άνθρωποι πρέπει  να παίρνουν αυτό που τους αξίζει. Κάποιος που συνεισφέρει περισσότερο στην κοινωνία αξίζει και το μεγαλύτερο εισόδημα, το οποίο αντανακλά και αυτή την συνεισφορά».  Αυτό συμβαίνει υπό τον όρο του ανόθευτου ανταγωνισμού στις αγορές. «Μπορεί κανείς εύκολα να συμπεράνει ότι, σε αυτές τις ιδανικές συνθήκες, κάθε άνθρωπος λαμβάνει τη σωστή ανταμοιβή».  Τότε, η αγοραία αξία καθενός (τι παίρνει δηλαδή) ταυτίζεται με την κοινωνική συνεισφορά του. Η όποια ανταμοιβή είναι  δίκαιη. Οι άνθρωποι παίρνουν ό,τι αξίζουν χάρις στο ταλέντο τους, την σκληρή δουλειά, τη μάθηση και τις γνώσεις.  Το επιχείρημα νομιμοποιεί ηθικά τις  μεγάλες εισοδηματικές διαφορές. 

Ο Sandel, αντίθετα, απορρίπτει την άποψη ότι οι άνθρωποι αμείβονται ή πρέπει να αμείβονται ανάλογα με τα προσόντα και ταλέντα τους. Προς τούτο    ανασκοπεί και ερμηνεύει την πλούσια σε ιδέες πολιτική φιλοσοφία γύρω από το ζήτημα της αμοιβής ανάλογα με τα προσόντα. Ενδεικτικά, υπενθυμίζει την άποψη εμβληματικών  φιλελεύθερων στοχαστών Friedrich Hayek,  Frank Knight, John Rawls κ.α. Κατά την ερμηνεία του Sandel,  o  Friedrich Hayek υποστήριζε ότι οι μισθοί και τα εισοδήματα  δεν ανταμείβουν το ταλέντο ή τα επιτεύγματά μας αλλά αντανακλούν συγκυριακά την οικονομική αξία των αγαθών και υπηρεσιών που προσφέρουν  όσοι συμμετέχουν στην αγορά.  Είναι προϊόν της «τύχης». Ο Frank Knight έγραφε   ότι  το να ανταποκρίνεσαι σε αυτά που ζητά η αγορά  δεν είναι αναγκαστικά το ίδιο πράγμα με το να συνεισφέρεις πραγματικά στην κοινωνία και ο John Rawls ότι οι προσωπικές επιδόσεις συχνά δεν οφείλονται στα  ταλέντα και τις προσωπικές προσπάθειες. Αυτοί οι παράγοντες παίζουν βέβαια κάποιο ρόλο, όμως λειτουργούν σε  δεδομένες συνθήκες: Π.χ. οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις που ευνοούν τη  επιτυχία. Και ακόμα: Ειδικά οι έμφυτες ικανότητες δεν δικαιολογούν υψηλότερες αμοιβές. Το πρακτικό συμπέρασμα είναι ότι τα κέρδη στον αγώνα για επιτυχία (τα υψηλά εισοδήματα) πρέπει να μοιράζονται  μέσω αναδιανεμητικών πολιτικών.

Τον  Sandel όμως δεν ικανοποιούν τα επιχειρήματα αυτά. Υποστηρίζει  ότι αυτοί οι φιλελεύθεροι απορρίπτουν μεν την ιδέα  ότι σε μία ανταγωνιστική οικονομία της αγοράς οι κερδισμένοι αξίζουν από ηθική άποψη τα κέρδη τους, αλλά δεν υπερασπίζονται το κοινό καλό αποφασιστικά καθώς παραβλέπουν τις ηθικές συνέπειες της καθοδηγούμενης από την αγορά αξιοκρατίας.  Η αέναη επιδίωξη  της ατομικής επιτυχίας κάθε ατόμου και ανάλογης αμοιβής, υποθάλπει ή συνυφαίνεται με ένα νοσηρό ατομικισμό: Εκτρέφει συμπεριφορές που αντιστρατεύονται το γενικό καλό, το οποίο υποτίθεται ότι υπηρετεί καθώς προκαλεί ένα τοξικό μείγμα αλαζονείας στους κερδισμένους και εξευτελισμού ή  δυσαρέσκειας σε όσους μένουν πίσω στην ανελέητη κούρσα επιτυχίας και κοινωνικής ανόδου. 

Αυτό δεν αλλάζει ακόμα και αν ξεπερασθούν οι ταξικοί φραγμοί και εφαρμοσθούν προγράμματα ίσων ευκαιριών, όπως προτείνουν οι φιλελεύθεροι που υποστηρίζουν το κοινωνικό κράτος, δηλαδή ακόμα και αν  όλοι έχουν τις ίδιες ευκαιρίες  να ανελιχθούν  και τα παιδιά της εργατικής τάξης να ανταγωνίζονται ισότιμα  τα παιδιά των προνομιούχων. Και τότε  πάλι, υποστηρίζει ο Sandel, επικαλούμενος προγενέστερες αναλύσεις, 

«θα προκαλούνταν αισθήματα αλαζονείας στους κερδισμένους και εξευτελισμού στους χαμένους. Οι κερδισμένοι θα θεωρούσαν την επιτυχία τους  ΄μια δίκαιη ανταμοιβή για τις δικές τους ικανότητες, τις δικές τους προσπάθειες , τις δικές τους αναμφισβήτητες επιτυχίες΄, και κατά συνέπεια θα κοιτούσαν αφ΄υψηλού  τους λιγότερο επιτυχημένους από αυτούς. Εκείνοι που δεν θα κατάφερναν   να ανελιχθούν  θα ένιωθαν    ότι δεν μπορούν να κατηγορήσουν παρά μόνο τον εαυτό τους». 

Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, γράφει ο Sandel, πρόσφερε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα  αλαζονείας : 

«Η ριψοκίνδυνη και άπληστη συμπεριφορά  των τραπεζών  της  Γουόλ Στριτ  έφερε την παγκόσμια οικονομία στο χείλος της κατάρρευσης, με αποτέλεσμα να χρειαστεί ένα μαζικό πακέτο βοήθειας  με χρήματα των φορολογούμενων. Την ώρα λοιπόν που οι ιδιοκτήτες  σπιτιών και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις  αγωνίζονταν να ανακάμψουν , οι μεγαλοτραπεζίτες  της Γουόλ Στριτ έσπευδαν να εισπράξουν μπόνους δεκάδων  δισεκατομμυρίων δολαρίων.»   

Και προσθέτει: 

« Η σημερινή κοσμική αξιοκρατική τάξη πραγμάτων ηθικοποιεί την επιτυχία με τρόπους που απηχούν  την παλιά πίστη στη θεία πρόνοια: παρόλο που οι επιτυχημένοι δεν χρωστούν τη δύναμη  και τον πλούτο τους στη θεία παρέμβαση – αλλά ανελίσσονται  χάρις στη δική τους προσπάθεια και τη δική τους σκληρή δουλειά- η επιτυχία τους είναι αποτέλεσμα της ανώτερης αρετής τους. Οι πλούσιοι είναι πλούσιοι επειδή αξίζουν περισσότερο  από τους φτωχούς. Αυτή η θριαμβολογική πλευρά της αξιοκρατιίας  είναι ένα είδος προνοιακής σκέψης  (providentialism) χωρίς Θεό […] Δεν έχει σχέση τόσο με την καλλιέργεια της αλληλεγγύης ή την εμβάθυνση  των δεσμών μεταξύ των πολιτών, όσο με την ικανοποίηση των καταναλωτικών τους προτιμήσεων με βάση το ΑΕΠ. Αυτό φτωχαίνει τον δημόσιο λόγο»  

Είμαστε πράγματι μακριά από τον αριστοτελική αγωνία για πολιτική αρετή και  φρόνηση με ανάλογη διαπαιδαγώγηση των πολιτών.  

Ένα ευφυές μανιφέστο κατά του κοινωνικού φιλελευθερισμού.

Κατά τη γνώμη μου η συνολική προσέγγισή του  Sandel εμπεριέχει πολλά θετικά στοιχεία: Μας παρακινεί να ξανασκεφθούμε τη διαταραγμένη ισορροπία μεταξύ του κοινού καλού και της αέναης επιδίωξης της ατομικής επιτυχίας όπως τη θέλει ο ανταγωνισμός. Υποδείχνει την ανάγκη για μια νέα ηθική σε πολιτική και κοινωνία. Απορρίπτει, επιστρατεύοντας την πολιτική φιλοσοφία, το δόγμα της πολιτικής οικονομίας ότι τελικά η αμοιβή του καθενός ανταποκρίνεται στην κοινωνική του συνεισφορά.  Πέραν τούτου ο Sandel εκθέτει την αναντιστοιχία μεταξύ αξιοκρατικών διακηρύξεων (του τύπου «ο καθένας λαμβάνει ό,τι αξίζει») και συμπεριφορών στην πράξη που τις ακυρώνουν.

Όμως η προσέγγισή του  πάσχει σε άλλα σημεία. Πρώτον, υπάρχει θέμα ορισμού. Η αξιοκρατία του Sandel δεν είναι ακριβώς ό,τι συνήθως αντιλαμβάνεται ο κοινός νους (και τα λεξικά), δηλαδή ουσιαστικά να μη γίνονται διακρίσεις σε βάρος των καλύτερων, αλλά στοιχείο ενός πολιτισμικού μείγματος που περιλαμβάνει, επαναλαμβάνω, την αέναη επιδίωξη της επαγγελματικής και οικονομικής επιτυχίας σε συνθήκες ανταγωνισμού, την ιδέα ότι οι πετυχημένοι «παίρνουν ό,τι αξίζουν» και  συνακόλουθα, την τάση τους να υποτιμούν του άλλους και να αντιστρατεύονται αλαζονικά αναδιανεμητικές πολιτικές. Κατά την αντίληψή του πρόκειται για ένα κυρίαρχο στις ΗΠΑ ιδίως πολιτισμικό στίγμα. 

Δεύτερον, ο Sandel  γενικεύει στο ζήτημα της κακής ηθικής των πετυχημένων μολονότι φυσικά δεν λείπουν εκδηλώσεις χαμηλής κοινωνικής ευθύνης και αναφέρεται απλουστευτικά στις κοινωνικές σχέσεις σε επιχειρήσεις και θεσμούς.  Το σπουδαιότερο ίσως είναι ότι δεν αναγνωρίζει διαφοροποιήσεις, που είναι  ιδιαίτερα χρήσιμες στη συγκριτική πολιτική, ούτε  στηρίζεται σε συστηματική σύγκριση διεθνών εμπειρικών. Συχνά επιχειρηματολογεί με δυαδικό τρόπο (binary). Στην πραγματικότητα όμως τα στοιχεία που περιέλαβε στο πολιτισμικό μείγμα διαφέρουν από χώρα σε χώρα, ακόμα και στο εσωτερικό κάθε χώρας, καθώς  και από αγορά σε αγορά. Στον ιδιωτικό τομέα λόγου χάριν  ο ανταγωνισμός  θέτει όρια στην πρόσληψη ανίκανων ή αδιάφορων, ανεπαρκών ή ανεκπαίδευτων για εργασίες που απαιτούν γνώσεις, αποτρέπει την ανάθεση έργων σε φιλικούς αλλά κακούς υπεργολάβους, την τοποθέτηση ανεπαρκών συγγενών σε διευθυντικές θέσεις  κ.α.   

Προτάσσοντας το ερώτημα αν η επιδίωξη της ατομικής επιτυχίας  είναι καλή ή κακή ηθικά, ο Sandel παρακάμπτει το ζήτημα ότι μπορεί να ισχύουν περισσότερο ή λιγότερο αξιοκρατικές διαδικασίες σε μία κοινωνία. Έτσι όμως αφαιρεί τη βάση για κάθε πρακτική συζήτηση σχετικά με τα πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα θεσμών όπως η αξιολογηση, η διαφάνεια και η καθιέρωση κινήτρων. Αυτό δε σε μια εποχή στην οποία αξιολογούνται σχεδόν τα πάντα – άνθρωποι, επιχειρήσεις, κράτη.  Κατά προέκταση παραβλέπει συγκεκριμένα πορίσματα συγκριτικών ερευνών σύμφωνα με τα οποία  κοινωνίες, στις οποίες  λειτουργούν καλύτερα οι κανόνες του υγιούς ανταγωνισμού και επιβραβεύονται όσοι αποκτούν περισσότερα προσόντα και εργάζονται ευσυνείδητα, αναπτύσσουν μεγαλύτερο δυναμισμό και επιτυγχάνουν υψηλότερα επίπεδα ευημερίας σε σύγκριση με άλλες όπου ο ανταγωνισμός νοθεύεται με πάσης φύσης μεθόδους. Συχνά μάλιστα ο υγιής ανταγωνισμός παντρεύεται με  υψηλά επίπεδα ευθύνης έναντι του συνόλου. Και η  φιλοσοφία του κοινωνικού κράτους ανταποκρίνεται, έστω εν μέρει,  στο αίτημα για ίσες ευκαιρίες. Μερικές φορές είχα την εντύπωση διαβάζοντας την Τυραννία της αξίας ότι είναι ένα επεξεργασμένο μανιφέστο κατά του σύγχρονου κοινωνικού φιλελευθερισμού. 

Συναφώς, η προσέγγιση Sandel φαινομενικά μόνο ικανοποιεί δήθεν προοδευτικές αντιλήψεις για την κοινωνία. Και αυτό γιατί, λογικά,  υποβάλλει το συμπέρασμα ότι δεν χρειάζονται πολιτικές που σκοπεύουν στη δημιουργία ίσων ευκαιριών για κοινωνική άνοδο στις ΗΠΑ κ.α. Εκεί (και αλλού) το κύριο όχημα είναι πράγματι η εκπαίδευση. Στη λογική του  Sandel όλα αυτά περιττεύουν γιατί ωθούν περισσότερους στο κυνήγι της επιτυχίας. Κατά προέκταση, ο Sandel  υποθάλπει  ένα κίβδηλο εν τέλει εξισωτισμό, τον οποίο παντρεύει με τη λαϊκιστική απόρριψη των ελίτ.

 Λογικά, το δίλημμα  που θέτει συνοψίζεται ως εξής : Αν ο σκοπός δεν αξίζει  γιατί να υποβληθούμε σε οποιονδήποτε κόπο; 

Τι κρατάμε από το έργο του Sandel για την ελληνική περίπτωση; 

Πολλά από τα ζητήματα που εγείρει ο  Sandel  τα συναντούμε και εδώ. Γεγονός είναι ότι εισοδηματικές ανισότητες συνεπάγονται άνισες ευκαιρίες κοινωνικής ανόδου υποσκάπτοντας έτσι την αρχή των ίσων ευκαιριών. Επίσης, διαπιστώνουμε υπερβολική έμφαση στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Οι οικογένειες  κάνουν ό,τι μπορούν για να στείλουν το παιδί τους στα Πανεπιστήμια προκειμένου να αποκτήσουν τυπικά προσόντα είτε για την είσοδο στο Δημόσιο, είτε σε ορισμένα καθ΄ υπόθεση προσοδοφόρα επαγγέλματα γιατρών, μηχανικών κ.α. Κοινωνία και πολιτική πίεζαν ακατάπαυστα για επέκταση («μαζικοποίηση») της πανεπιστημιακής παιδείας ώστε να επιτρέψει σε ολοένα και περισσότερους απόφοιτους των γυμνασίων (παλαιότερα) και των λυκείων (σήμερα) να εισέλθουν στα Πανεπιστήμια. Το μαζικό άνοιγμα των Πανεπιστημίων διευκόλυνε μεταξύ άλλων ο πολλαπλασιασμός των ΑΕΙ και των Τμημάτων τους, καθώς και η εισαγωγή σε πολλά από αυτά χωρίς επαρκείς γνώσεις όπως έδειχναν οι βαθμοί κάτω από τη βάση. Η επαγγελματική-τεχνική εκπαίδευση υποβαθμίσθηκε. Το τελευταίο βήμα έγινε με την ένταξη των ΤΕΙ  (υποτίθεται της κορυφής της επαγγελματικής – τεχνικής παιδείας) στα Πανεπιστήμια προκειμένου να ικανοποιηθούν προεκλογικά (πριν από το 2019) πάγια αιτήματα διδασκόντων και πιθανόν διδασκομένων. 

Σε αντίθεση με την ιεράρχηση του Sandel, στην Ελλάδα δεν ενδιαφέρει τόσο  η υποκειμενική επιδίωξη της επιτυχίας, αλλά προέχει αν θεσμοί και διαδικασίες γενικά επιβραβεύουν τις προσπάθειές των ανθρώπων  να αποκτήσουν προσόντα  και τι οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες έχει  η παράκαμψή τους για το σύνολο- ας πούμε την εθνική οικονομία. 

Γεγονός είναι επίσης ότι μέσω οικογενειακών και φιλικών διασυνδέσεων και πελατειακών σχέσεων παρακάμπτονται συστηματικά τυπικοί κανόνες (π.χ. προσλήψεις στο Δημόσιο μέσω ΑΣΕΠ) που εξασφαλίζουν ότι οι καλύτερα προετοιμασμένοι επιλέγονται για την είσοδο στο Δημόσιο. Εύκολα τεκμηριώνεται ότι  οι διορισμοί σε διάφορες θέσεις γίνονται συχνά (αν και όχι πάντοτε) με κριτήριο την κομματική νομιμοφροσύνη, δημόσια έργα κατατεμαχίζονται  για να ανατεθούν σε ημέτερους εργολάβους, κ.ο.κ.  και εφαρμόζονται συχνά ευφάνταστες μέθοδοι για την καταστρατήγηση κάθε έννοιας αξιοκρατίας. 

Πολυάριθμα  άρθρα και βιβλία  ων ουκ έστιν αριθμός εξετάζουν τον ρόλο του πελατειακού συστήματος και της οικογένειας στην Ελλάδα ως πηγών πολύμορφων διακρίσεων. Το βασικό μοτίβο τους είναι ότι οι οικογενειακές διασυνδέσεις και οι άτυπες πελατειακές διευθετήσεις  δεν υποτάσσονται σε οποιαδήποτε έννοια αξιοκρατίας ή «κοινού καλού»  και επηρεάζουν αρνητικά την ποιότητα των κρατικών υπηρεσιών, το μέγεθος της επιχειρηματικότητας, την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, ως ένα βαθμό τα χρέη και την εσωστρέφεια της κοινωνίας και την ποιότητα της πολιτικής καθαυτής.  Οι πρακτικές αυτές δεν χαρακτηρίζουν μία μόνο πολιτική παράταξη και έχουν δηλητηριάσει το πολιτικό κλίμα καθώς έχουν προκαλέσει γενικευμένη μη εμπιστοσύνη  σε θεσμούς και πρόσωπα.  

Σύμφωνα με  έρευνες γνώμης,  στη χώρα μας και οι πολίτες θεωρούν πως οι νόμοι δεν εφαρμόζονται με τον ίδιο τρόπο για όλους (71% των ερωτώμενων), υπάρχει  μεροληψία στη Δικαιοσύνη (81%), και γενικά αναξιοκρατία  (80,5%). Επίσης, οι έρευνες γνώμης δείχνουν, όπως το θέτουν οι Μαρατζίδης και Σιάκας, ότι «ο θεσμός που εμπιστευόμαστε περισσότερο είναι η οικογένεια  και μάλιστα με τόσο μεγάλη διαφορά από τους υπόλοιπους»

Στο ιδεολογικό επίπεδο η αξιολόγηση προσόντων, ευσυνειδησίας, ειδίκευσης  έχει γίνει ανάθεμα.  Διάχυτα είναι «προοδευτικά» ιδεολογήματα  (του τύπου «η αριστεία είναι ρετσινιά») που υποθάλπουν υποκριτικά  έναν αντιπαραγωγικό εν τέλει εξισωτισμό,  παντρεύουν την κριτική τους με όλα τα χαρακτηριστικά του αβαθούς λαϊκισμού, ιδίως με τη γενικευμένη  απόρριψη των ελίτ και αντιστρατεύονται μέτρα όπως η αξιολόγηση γενικά στο Δημόσιο και ειδικά στην Παιδεία, η ανασύσταση των προτύπων και πειραματικών σχολείων κ.α.  

Σε πυκνή διατύπωση ο κόσμος μας διαφέρει από τον κόσμο που ανατέμνει ο Sandel στον οποίο  «η καθοδηγούμενη από την αγορά αξιοκρατία» έχει αναχθεί σε υπέρτατη αρχή. Το θεσμικό και ιδεολογικό κλίμα της Ελλάδας διαφέρει σε σύγκριση με το αμερικανικό. Σε αντίθεση με όσα περιγράφει ο Sandel για τις ΗΠΑ, η αξιοκρατία εδώ είναι το ζητούμενο. 

Ωστόσο δεν πρέπει να γενικεύουμε. Η ίδια η οικονομική εξέλιξη  και οι διεθνείς συνθήκες επέβαλαν διαδικασίες αξιοκρατικές ώστε να επιλέγονται  πολλοί που έχουν ταλέντο, εξειδικευμένες γνώσεις και εργάζονται ευσυνείδητα. Η ελληνική κοινωνία έχει αποδεχθεί ορισμένες μορφές αξιολόγησης π.χ. τις εισαγωγικές εξετάσεις στα Πανεπιστήμια, διορισμούς στο Δημόσιο μέσω του ΑΣΕΠ παρά τις απόπειρες παράκαμψής του, τις αξιολογήσεις της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς κ.α.  

Μετά τις εκλογές του 2019 και την ανάληψη της κυβέρνησης από τη ΝΔ, ένα κόμμα με βαθιές πελατειακές δικτυώσεις αλλά με μία ηγεσία σήμερα προσανατολισμένη σε  φιλελεύθερες αρχές, εντάθηκαν οι θεσμικές τομές που στόχευαν στην αποτίμηση γνώσεων και ικανοτήτων σε ορισμένες περιοχές πολιτικής κυρίως στην εκπαίδευση και στη Δημόσια Διοίκηση. 

Αυτή η αξιοκρατική επιτάχυνση, αιτιολογήθηκε και αιτιολογείται με διάφορα επιχειρήματα: Προάγει  την παραγωγικότητα και την καινοτομία, την της χώρας στον διεθνή  ανταγωνισμό, την ποιότητα τοι κοινωνικού κράτους. Επομένως υπηρετεί  το γενικό καλό. Με απλά λόγια η χώρα θα τα καταφέρει στο διεθνές και ευρωπαϊκό πεδίο αν αξιοποιεί και επιβραβεύει ταλέντα, ικανότητες και ευσυνείδητες προσπάθειες των ανθρώπων της. 

Τυπική είναι σήμερα η ηρωική προσπάθεια της υπουργού Παιδείας κ. Κεραμέως που προτείνει ή προωθεί εκ νέου την αυτοαξιολόγηση των σχολικών μονάδων  (ως πρώτου σταδίου μιας συνολικής διαδικασίας αξιολόγησης), τον θεσμό των πειραματικών και προτύπων σχολείων,  τις  μετρήσεις  PISA (Programme for International Student Assessment) του ΟΟΣΑ, την καθιέρωση πιστοποιητικού παιδαγωγικής επάρκειας  για υποψήφιους καθηγητές,  που θα αποκτάται μετά από παρακολούθηση  ειδικών προγραμμάτων στα Πανεπιστήμια, το σύστημα επιλογής εκπαιδευτικών για διοικητικές θέσεις, τον θεσμό των μεντόρων (συμβούλων νεοδιορισμένων από εμπειρότερους) κ.λ.π. 

Κατά τη γνώμη μου και ο Στέφανος Μάνος υπερασπίζεται χωρίς εάν και εφόσον (αλλά με κάποια ανεδαφικότητα) την ανάγκη για αξιοκρατία. Γράφει, ενδεικτικά, ότι  

«το σύστημα της αμοιβής και της διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού στο Δημόσιο είναι προβληματικό […] Στο Δημόσιο θα έπρεπε να χειριζόμαστε το ανθρώπινο δυναμικό λίγο ή πολύ όπως θα το έκανε μια ευνομούμενη πολιτεία. Σε αξιολογώ συστηματικά, προσπαθώ να σε βοηθήσω να γίνεις καλύτερος. Αν αποτύχεις επανειλημμένως σε διώχνω. Αν είσαι καλύτερος σε πληρώνω καλύτερα […] Είναι ανήθικο να πληρώνει ένας φορολογούμενος για κάποιον που είναι αποδεδειγμένα ακατάλληλος» […] Δεν θα φτιάξουμε κράτος αν δεν ενσωματώσουμε τη διαδικασία αξιολόγησης του προσωπικού». 

Υιοθετώ λοιπόν  ένα διαφορετικό πλαίσιο  προσέγγισης του ζητήματος της αξιοκρατίας από εκείνο του Sandel. Ίσως μάλιστα μπορούμε να αντιστρέψουμε το επιχείρημα του: Το κοινό καλό,  η αίσθηση της κοινότητας, η διάθεση για αλληλεγγύη, γενικά η εμπιστοσύνη στην κοινωνία και η ανάπτυξη έχουν μεταξύ άλλων ως  προϋπόθεση την αξιοκρατία με την έννοια της αποφυγής διακρίσεων που οφείλονται στην πελατειακή- κομματική και οικογενειακή λογική σε βάρος όσων έχουν ταλέντο και προσόντα ή είναι παραγωγικότεροι.  

Για το έργο αυτό η ανάλυσή του Sandel δεν μας χρησιμεύει ιδιαίτερα.  

Από το εγώ στο εμείς; – κοινωνία και κράτος στην κρίση του κορονοϊού.  

Books’  Journal,  Μάρτιος 2020

Η επιδημία του κορονοϊού είναι μια δοκιμασία για όλους – για την κοινωνία πάνω από όλα, την οικονομία και το κράτος. Διολισθαίνουμε στην καλύτερη περίπτωση προς μια νέα στασιμότητα[1] και στη χειρότερη προς μια νέα ύφεση και, επομένως, σε απώλειες εισοδημάτων για τους περισσότερους και θέσεων εργασίας για πολλούς.

Η κυβέρνηση εφαρμόζει σειρά αποφάσεων  που έχουν πολλούς ταυτόχρονα  στόχους – να επιβραδύνουν τη διάδοση του ιού, να συγκρατήσουν τις υφεσιακές επιπτώσεις να επισπεύσουν τεχνολογικές και αλλαγές (που  θα έπρεπε να είχαν γίνει από καιρό) και να διατηρήσουν την κοινωνική συνοχή στηρίζοντας κυρίως ευάλωτες στην ύφεση ομάδες.

Τους σκοπούς αυτούς υπηρετούν διαφορετικές δέσμες μέτρων: Η πρώτη περιλαμβάνει πρωτόγνωρες για τις μεταδικτατορικές γενιές παρεμβάσεις που περιορίζουν θεμελιώδεις ελευθερίες – κατακτήσεις της φιλελεύθερης Δημοκρατίας μας (βλ. πιο κάτω). Η δεύτερη «αντικυκλικά» μέτρα (εγκατάλειψη του πρωτογενούς πλεονάσματος κ.α.) που  επιτρέπει, τρίτον,  τη χρηματοδότηση της στήριξης όσων θίγονται από τους περιορισμούς με  έκτακτα επιδόματα, αναβολές πληρωμής φόρων και ασφαλιστικών εισφορών κ.α. Τέλος επιχειρείται η ανακατανομή δημόσιων και ευρωπαϊκών πόρων για την ενίσχυση δημόσιων υποδομών (ΕΣΥ,  εσπευσμένη εφαρμογή νέων τεχνολογιών σε παιδεία, δημόσια διοίκηση κ.α.). Όλα τα μέτρα μας υπενθύμισαν παλαιά ερωτήματα: Πόσο και κυρίως τι είδους κράτος χρειάζεται, πως πρέπει να διαμορφωθούν οι σχέσεις του με τον ιδιωτικό τομέα, πως προστατεύονται οι ελευθερίες, ποιες προσαρμογές της καθημερινότητας στις νέες συνθήκες επέρχονται;

Ελευθερίες έναντι κοινού σκοπού.

Πολιτικά και πολιτειακά κρίσιμη είναι η  δέσμη που περιορίζει τις ελευθερίες που θεωρούμε σήμερα αυτονόητες. Συνοψίζεται στο σύνθημα «μένουμε σπίτι».   Όλες σχεδόν οι ελευθερίες είναι υπό πίεση. Υπενθυμίζω τους περιορισμούς στις διαπροσωπικές επαφές («κοινωνική απόσταση») με κυρώσεις σε περιπτώσεις παραβιάσεών τους, μετακινήσεις των ανθρώπων, στις συγκεντρώσεις, στη διασκέδαση, στις μεταφορές, στην άσκηση ελευθέριων επαγγελμάτων, στις επιχειρήσεις, στις διασυνδέσεις με το εξωτερικό. Περιορίζουν ακόμα και τη δυνατότητα των πολιτών να διαμαρτυρηθούν.  Ουσιαστικά βιώνουμε στην κυριολεξία το δίλημμα ελευθερίες έναντι προσωρινών περιορισμών που επιβάλλει ο αποσαφηνισμένος κοινός  σκοπός: Να επιβραδυνθεί η διάδοση της ασθένειας και να αποτραπούν ανθρώπινες απώλειες. Τον έλεγχο σκοπιμότητας και νομιμότητας και τη νομιμοποίηση των μέτρων διασφαλίζουν η διάκριση των εξουσιών, η ελευθερία γνώμης, η λειτουργία των ΜΜΕ, οι ενδιάμεσοι φορείς, η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης (για να μη ξεχνάμε τον Μοντεσκιέ).

Οι ελευθερίες μας δεν απειλούνται.

Μερικοί (ιδίως αυτοαποκαλούμενοι αριστεροί, αλλά ευτυχώς όχι οι επίσημοι φορείς της Αριστεράς) υποψιάζονται ιδεοληπτικά ότι η κυβέρνηση σχεδιάζει κρυφίως ή θα εκμεταλλευθεί την «ευκαιρία» να εκτρέψει μονίμως τη χώρα από τη φιλελεύθερη-δημοκρατική πορεία της, την  οποία οι ίδιοι, αντιφάσκοντας, εχθρεύονται. Αλλά, ο κίνδυνος  εκτροπής είναι σήμερα μηδαμινός: Η κυβέρνηση δεν επιχείρησε να αλώσει τον τύπο και τους τηλεοπτικούς σταθμούς αυτή την κρίσιμη περίοδο, ούτε να ακυρώσει το έργο της δικαιοσύνης  ή να την υποτάξει στην εκτελεστική εξουσία, ούτε να αναζητήσει φαντασιακούς εσωτερικούς πολιτικούς εχθρούς, ούτε ανέστειλε τη λειτουργία του Κοινοβουλίου, το οποίο επικυρώνει τακτικά τις έκτακτες ρυθμίσεις των Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου.  Κατά τούτο διαφέρει πράγματι από τις ανελεύθερες πρακτικές που δοκίμασε ο ΣΥΡΙΖΑ ένα διάστημα.[2] Επιπλέον συνεννοείται με την αντιπολίτευση, η οποία συνδράμει, ενημερώνει καθημερινά την κοινή γνώμη  με την παρουσία του καθηγητή  Σ. Τσιόδρα και την επιστημονική επιτροπή του ΕΟΠΥ και προσπαθεί να ορίσει την ημερομηνία λήξης πάντοτε σε συνάρτηση με την εξέλιξη της πανδημίας. Τα μέτρα είναι έκτακτα ακριβώς επειδή οι συνθήκες είναι έκτακτες. Σκεφθείτε πως θα δηλητηριαζόταν το πολιτικό κλίμα αν  είχαμε υπουργό υγείας τον κ. Πολάκη και Δημόσιας τάξης τον κ. Παπαγγελόπουλο!

Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, η κυβέρνηση  δεν σήκωσε μπαϊράκι και δεν ξεκίνησε  «σκληρή διαπραγμάτευση» στα τυφλά για να δικαιολογήσει κάποια απόκλιση από την πολιτική της ΕΕ. Ούτε αγνόησε το Eurogroup για να κλείσει  την Ελλάδα στον εαυτό της. Το ευτύχημα είναι βέβαια ότι και η ΕΕ δείχνει να αντιλαμβάνεται την έκταση του προβλήματος και προχωρεί σε κινήσεις που πριν από μερικούς μήνες θα ήταν αδιανόητες όπως το νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, η αναστολή των δημοσιονομικών περιορισμών του Συμφώνου Σταθερότητας και η αγνόηση των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα που είχαν συμφωνηθεί πριν από την επιδημία.

Ειδικά ως προς τους περιορισμούς, η κυβέρνηση είχε δύο αντιπάλους – την έλλειψη εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα  μετά από τόσες  αποτυχίες και την παράδοξη αντίληψη τμημάτων της κοινωνίας για τις ελευθερίες.

Την έλλειψη εμπιστοσύνης  κατέγραφαν όλες οι έρευνες γνώμης πριν από την έλευση της επιδημίας.  Σύμφωνα με  τις στατιστικές  του ΟΟΣΑ η χώρα μας είναι (ήταν) χώρα χαμηλής εμπιστοσύνης των πολιτών σε πολιτική και επίσημους θεσμούς. Άλλωστε  υπήρξαν και εκρηκτικά συμπτώματα δυσπιστίας στο παρελθόν. Οι δήθεν «αγανακτισμένοι» του 2011  ήθελαν να καεί η Βουλή, το παραλίγο μαζικό κίνημα «δεν πληρώνω» στρεφόταν κατά κάθε έννοιας νομοκρατίας. Είναι προφανές ότι μια κρίσιμη προϋπόθεση για να λειτουργήσει μια κοινωνία είναι ότι τα μέλη της εμπιστεύονται αρκετά τα άλλα, ότι έχουν συνείδηση των ευθυνών τους έναντι των άλλων. Αλλιώς καραδοκούν  κρίσεις. Όλα αυτά παραπέμπουν φυσικά στο ζήτημα της ηθικής βάσης, των αξιών της κοινωνίας.

Επίσης,  συχνά στο παρελθόν οι ελευθερίες παρεξηγήθηκαν, όπως είχε επισημάνει ο Γιώργος Παπανδρέου όταν αντιμετώπισε τις πρώτες δυσκολίες προσαρμογής μετά την κρίση του 2009-10 για να αποτραπεί μια ανοιχτή χρεοκοπία.

« Φτάσαμε πολλές φορές να ονομάζουμε ΄δικαιοσύνη΄ τη σκανδαλώδη εύνοια. Κεκτημένα τα προνόμια των λίγων και των συντεχνιών. Δικαίωμα τη  πρόκληση εις βάρος των υπολοίπων[…] Υγιή επιχείρηση, το κυνήγι του εύκολου πλουτισμού. Την ανταγωνιστική παραγωγή, την μετατρέψαμε σε ανταγωνισμό για μια κρατική ή ευρωπαϊκή επιδότηση. Τη φοροδιαφυγή, σε έκφραση προσωπικής μαγκιάς»[3].

Αυτή η παρεξήγηση διαρκείας μαζί με διάφορες άλλες «αυταπάτες» εξασθένισε ίσως μετά το δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015 και τη μετατροπή του ΟΧΙ σε ΝΑΙ, αλλά δυσκολεύει ακόμα το έργο της σημερινής κυβέρνησης.

Αντικυκλική πολιτική και κοινωνική συνοχή.

Τα περιοριστικά μέτρα είναι αιτία μιας νέας ύφεσης, η οποία  δεν ξέρουμε ακόμα πόσο βαθιά θα εξελιχθεί (η ΤτΕ προβλέπει μηδενική ανάπτυξη το 2020, ενώ άλλοι υπολογίζουν ύφεση της τάξης του 4%). Όπως σημειώσαμε όμως η κυβέρνηση, εκτός των πάσης φύσεως περιορισμών, αποφάσισε μέτρα που υπηρετούν την άμβλυνση της επερχόμενης ύφεσης, και την «αποζημίωση» εκείνων που πραγματικά χάνουν εισοδήματα και εργασία στον ιδιωτικό τομέα.

Είχαμε στο παρελθόν επισημάνει τα ελλείμματά της πολιτικής: Την πατρωνία, μεροληπτικές παρεμβάσεις υπέρ ατόμων ή οργανώσεων συμφερόντων που αποφέρουν πολιτικά οφέλη αλλά  έχουν αρνητικές  μακροχρόνιες επιπτώσεις στο σύνολο, (αυτό ονομάζεται «γνωσιακή ασυνέπεια»), συχνά την περιφρόνηση της επιστημονικής γνώσης, τη χαλαρή εφαρμογή του νόμου, κλπ. Κατά προέκταση απέφευγε ή ανέβαλε αποφάσεις που είχαν πολιτικό κόστος και ας ήταν αναγκαίες.

Η  πρόσφατη κρίση έδειξε ότι η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και, γενικά,  η αντιπολίτευση μπροστά σε μεγάλες απειλές λειτουργούν διαφορετικά και αυτό είναι μια πηγή αισιοδοξίας. H κυβέρνηση, που έχει θεσμικά το γενικό πρόσταγμα,

  • ακούει και επικαλείται την επιστήμη για τα μέτρα προστασίας από τον ιό,
  • προσπαθεί να στηρίξει όσους μισθωτούς και όσες επιχειρήσεις θίγονται από τα αναπόφευκτα μέτρα,
  • οργανώνει τις υποδομές και μετακινεί πόρους του ΕΣΠΑ για να ενισχύσει το ΕΣΥ,
  • προσπαθεί να αξιοποιήσει τις νέες τεχνολογίες, επιταχύνοντας βίαια τον ψηφιακό μετασχηματισμό   του κράτους,
  • ενημερώνει συνεχώς και αξιόπιστα τους πολίτες για την κατάσταση και την εξέλιξη της επιδημίας (μέσω του καθηγητή Τσιόδρα και της επιστημονικής ομάδας του ΕΟΠΥ, της πολιτικής προστασίας και λοιπών αξιωματούχων κλπ.

Θεωρητικό και πρακτικό ενδιαφέρον έχει η αναδιάταξη της δημοσιονομικής διαχείρισης: Η  κυβέρνηση αναθεώρησε τον προϋπολογισμό και ανασχεδιάζει το ΕΣΠΑ ύψους περίπου 10 δις. για την ενίσχυση των επιχειρήσεων. Επίσης, αποφάσισε την παροχή έκτακτου μισθού 800 ευρώ  στη μεγάλη πλειονότητα των εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα – μιθωτών και ελευθέρων επαγγελματιών που θίγονται από τα μέτρα.

Γενικά το κράτος, παρόλα τα κουσούρια του, αντέδρασε σχετικά γρήγορα και χωρίς «μνημόνια» σε αυτή την πρωτόγνωρη πρόκληση. Έκανε αυτό ακριβώς που παρέλειψε την εποχή των «μνημονίων», οικειοποιήθηκε δηλαδή σκοπό και μέσα.  Πιθανόν σε αυτό συντέλεσε η αποφασιστικότητα της ηγεσίας και η, ας πούμε, διαχιριστική επάρκεια πολλών στελεχών, τα οποία, επιπλέον, είναι εξοικειωμένα με τις νέες τεχνολογίες.

Και η κοινωνία;

Όπως  διαπίστωνε η νέα ΠτΔ κ. Σακελλαροπούλου, τα περιοριστικά μέτρα έρχονται σε αντίθεση με την ιδιοσυγκρασία μας.  Σε αυτό θα συμφωνούσαν και οι περισσότεροι ιστορικοί μας: Ο Θάνος Βερέμης  ανέδειξε την κληρονομιά του κοτζαμπασιδισμού και των κλεφταρματωλών,[4] ο Κώστας Κωστής μίλησε για το «κακομαθημένο παιδί της ιστορίας»[5] η Μαρία Ευθυμίου εξέθεσε σχεδόν λυρικά τις αντιφατικές πτυχές του χαρακτήρα του[6]      και ο Γιώργος Παγουλάτος ανέλυσε την ελληνική ιδιαιτερότητα (exceptionalism) που έχει πολιτισμικές ρίζες και αποτυπώθηκε  στη διαρκή απόκλιση της ελληνικής οικονομικής πολιτικής από τον ευρωπαϊκό κανόνα.[7]

 

Όμως σήμερα, μπροστά στην κοινή απειλή φαίνεται ότι η κοινωνία μας βγάζει προς τα έξω τον καλό της εαυτό. Με άλλα λόγια οι αγκυλώσεις , τις οποίες διεκτραγωδούν όλες σχεδόν οι επιστημονικές αναλύσεις και η λογοτεχνία μας, εμφανίζονται μεν και σήμερα περιστασιακά, αλλά δεν καθορίζουν τη συνολική εικόνα.

Σε γενικές γραμμές φαίνεται ότι η κοινωνία τιθασεύει τον άναρχο «αντισυστημισμό» της – με εξαιρέσεις πάντοτε: Επιχειρήσεις και πολίτες συμμορφώνονται με τις υποδείξεις της πολιτικής προστασίας, μολονότι οι απώλειες εισοδημάτων  ιδίως στον ιδιωτικό τομέα δεν είναι αμελητέες. Τα συνδικάτα δεν προβάλλουν ανεδαφικές απαιτήσεις.  Οι ιδιωτικές χορηγίες για τα νοσοκομεία (και την άμυνα) είναι εντυπωσιακές. Η προσαρμογή των μικρομεσαίων επίσης. Γενικά αναπτύσσονται ποικίλες μορφές αλληλεγγύης π.χ. σε επίπεδο γειτονιάς ή ευρύτερης οικογένειας. Ο εθελοντισμός δίνει το δικό του παρόν.  Με τον τρόπο αυτό τα άτομα ξεπερνούν τις συνέπειες της κοινωνικής απομόνωσης που συνιστούν οι γιατροί («μείνετε σπίτι»). Το κοινωνικό κλίμα  δεν χαρακτηρίζει μόνον ο φόβος, αλλά και μια διάθεση αλληλεγγύης. Τέτοια κινητοποίηση για ένα κοινό σκοπό μπορεί πράγματι μόνο το κράτος να πετύχει, όταν βεβαίως λειτουργεί αποτελεσματικά και εκπέμπει αξιοπιστία, δηλαδή υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Και πάντως, sine qua non για  την  υπέρβαση των δυσκολιών παραμένει η συνείδηση της κοινής μοίρας , η επίκληση των ριζών, η  αίσθηση της κοινής απειλής για την εθνική κοινότητα. Αυτά είναι τα πολιτισμικά μας αλεξίσφαιρα.

Βέβαια, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις διαταραγμένων ατόμων, περιθωριακών μικροομάδων, δυστυχώς ακόμα και μερικών ΜΚΟ,  καθώς και παραβατικές συμπεριφορές «ξύπνιων» επιχειρηματιών που συμπεριφέρονται ως λαθρεπιβάτες  στις κρίσιμες αυτές στιγμές. Σημειώστε τη λέξη λαθρεπιβάτες γιατί θα την χρειασθούμε και στο μέλλον! Είναι συνώνυμη του τζαμπατζή. Υποδηλώνει το άτομο που δεν τηρεί ένα γενικό κανόνα νομίζοντας ότι έτσι αντλεί κάποιο όφελος σε βάρος του συνόλου. Εμβληματικός σχετικά είναι ο «στρατηγικός κακοπληρωτής». Η απαξίωση των ευφάνταστων συμπεριφορών λαθρεπιβάτη, που μας ταλαιπώρησαν ιδιαίτερα στο παρελθόν και εξηγούν εν μέρει την κρίση, θα πρέπει να γίνει κεντρικό  στοιχείο μιας νέας ηθικής!

Όσα βιώνουμε  διαψεύδουν, έστω σε έκτακτες συνθήκες,  την υπόθεση ότι οι πολίτες γενικά δεν εμπιστεύονται το κράτος, την πολιτική, τους κεντρικούς θεσμούς. Σήμερα, η κοινωνία γενικά δείχνει ότι εμπιστεύεται την πολιτική και την επιστήμη. Ίσως σε αυτό συμβάλλουν, μεταξύ άλλων,  η αποφασιστικότητα και η διαχειριστική επάρκεια της κυβέρνησης αλλά και το γεγονός ότι επιστράτευσε την επιστήμη, η οποία με τη σειρά της  δεν εκπέμπει διαφορετικά μηνύματα.  Μέχρι τώρα. Η κυβέρνηση θα πρέπει πάντως στο μέλλον να αποφύγει οτιδήποτε θα κατέστρεφε την εμπιστοσύνη που  γεννιέται σε αυτή την κρίση, π.χ. αφήνοντας να παρεισδύσουν πελατειακές πρακτικές με τις χαρακτηριστικές τους  επιλεκτικές εύνοιες.

Αναμφίβολα, τα μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού έχουν επώδυνες συνέπειες για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Όμως, νομίζω ότι σημαντικότερες μπορεί να  αποδειχθούν οι συνέπειες για την κουλτούρα μας – τις αξίες, ιδέες, εθισμούς και συμπεριφορές. Είναι αναρίθμητες οι εκκλήσεις στους πολίτες να συμπεριφερθούν υπεύθυνα και  αλληλέγγυα, να αναλογισθούν το μερίδιο της ατομικής ευθύνης έναντι του κοινωνικού συνόλου, να συμμορφώνονται στις οδηγίες της Πολιτείας, να συνεργάζονται με τις αρχές όταν πρέπει να διεκπεραιώνουν υποθέσεις τους. Συναφώς τονίζεται η   κοινωνική ευθύνη των επιχειρήσεων.

Ποιος ξέρει; Μετά από μια μακρά περίοδο έξαρσης του ατομικισμού  ίσως ανανεώσουμε σε μόνιμη βάση τη σημασία της αλληλεγγύης, της καλώς εννοούμενης λιτότητας, της ηθικής του καθήκοντος. Αυτό θα ήταν μια βαθιά πολιτισμική αλλαγή. Αν  επέλθει,  τότε ναι, όπως θα έλεγε ο Νίκος Πορτοκάλογλου, «θα περάσει κι΄ αυτό!».

 

[1] Τράπεζα της Ελλάδος  Έκθεση του Διοικητή για το 2019. Αθήνα 2020

[2] Βλ. Πάνος Καζάκος  Ελεγχόμενες πτωχεύσεις, οικονομική κρίση και μνημόνια 2009-2019, εκδόσεις Καθημερινής, Αθήνα 2019

[3] Ομιλία του Γιώργου Παπανδρέου στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ, 2.3. 2010

[4] Θάνος Βερέμης Δόξα και αδιέξοδα, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2016

[5] Κώστας Κωστής Τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας, εκδόσεις  Πατάκη, Αθήνα 2018

[6] Μαρία Ευθυμίου Μόλις λίγα χιλιόμετρα . Ιστορίες για την ιστορία , εκδόσεις Πατάκη  Αθήνα 2019..

[7] Γιώργος Παγουλάτος  Το νησί που φεύγει, εκδόσεις Παπαδόπουλος, Αθήνα 2016.