The Books’ Journal 2021
Το βιβλίο του Πάνου Κολιαστάση μας βοηθά να κατανοήσουμε τις αλλαγές στην επικοινωνιακή (και όχι μόνο) πολιτική που συνέβησαν στη χώρα ιδίως μετά το 1990. Η έρευνα του είναι χρήσιμη πηγή και για τους ειδικούς επικοινωνιολόγους, ο κύκλος των οποίων έχει διευρυνθεί στον ακαδημαϊκό χώρο και πολύ περισσότερο στο πεδίο της μάχιμης πολιτικής.
Ο συγγραφέας κατέχει τις αναγκαίες για το εγχείρημα ακαδημαϊκές περγαμηνές: Έχει σπουδάσει πολιτική επιστήμη στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, έλαβε το πρώτο μεταπτυχιακό (Msc στη δημόσια πολιτική) στο Queen Mary University of London και είναι διδάκτωρ πολιτικής επιστήμης στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζουν σε θέματα πολιτικής επικοινωνίας, εκλογικής συμπεριφοράς και συγκριτικής πολιτικής.
Στην εργασία αυτή επεξεργάσθηκε την επικοινωνιακή στρατηγική των τριών Ελλήνων πρωθυπουργών που αναφέρονται στον τίτλο από τη θεωρητική σκοπιά της «διαρκούς εκλογικής εκστρατείας» ( permanent campaign).
Με τον όρο αυτό η σχετική βιβλιογραφία εννοεί ότι ο πολιτικός αρχηγός που κερδίζει εκλογές και αναλαμβάνει την πρωθυπουργία δεν σταματά την εκλογική εκστρατεία μόλις κερδίσει εκλογές, αλλά τη συνεχίζει καθ΄ όλη τη διάρκεια της θητείας του έως τις επόμενες εκλογές. Στόχος του είναι η διατήρηση της δημοτικότητάς του και κατά συνέπεια της δημοτικότητας του κυβερνώντος κόμματος.
Φυσικά η επανεκλογή δεν είναι ο μόνος στόχος των ηγετών, που ενδιαφέρονται επίσης για την ιστορική τους δικαίωση (υστεροφημία), την αξιοπιστία και τις πεποιθήσεις τους. Αλλά υπάρχει θέμα στάθμισης των διαφόρων στόχων. Αναμφίβολα σε αρκετές περιπτώσεις η επανεκλογή υποσκελίζει τους άλλους στόχους, έχει ειδικό βάρος και συνέπειες.
Η μεθοδολογία του συγγραφέα μπορεί άνετα να επεκταθεί και σε άλλους πρωθυπουργούς, τον Αλέξη Τσίπρα και Κυριάκο Μητσοτάκη. Η έρευνα καλύπτει ένα ερευνητικό κενό.
Το φαινόμενο, πρόεδροι ή πρωθυπουργοί να βρίσκονται σε μόνιμη εκλογική εκστρατεία με διάφορα μέσα που περιέχει η εργαλειοθήκη της επικοινωνιακής πολιτικής εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ, αλλά επεκτάθηκε και στις περισσότερες φιλελεύθερες δημοκρατίες. Η συμπεριφορά αυτή ευνοήθηκε από τις νέες θεσμικές, και τεχνολογικές συνθήκες και, ίσως, τους επιβλήθηκε: Αν οι πρόεδροι ή πρωθυπουργοί στις νέες συνθήκες δεν εκστρατεύουν διαρκώς για επανεκλογή, θα βρουν απέναντί τους ανταγωνιστές που αυτό ακριβώς κάνουν.
Ο Πάνος Κολιαστάσης εξετάζει το φαινόμενο της διαρκούς εκλογικής εκστρατείας στην Ελλάδα για την περίοδο μετά το 1990. Όμως και νωρίτερα, τη δεκαετία του ’80, η χαρισματική προσωπικότητα του Ανδρέα Παπανδρέου ενεργούσε σαν να βρισκόταν σε μόνιμη σχεδόν εκλογική εκστρατεία μετά το 1981 και το 1985. Δεν διέθετε ιδιαίτερες υποδομές, αλλά πολλές αποφάσεις του μπορούν να γίνουν κατανοητές μόνον ως στοιχεία μιας διαρκούς εκλογικής εκστρατείας μοναδικός σχεδόν φορέας της οποίας ήταν ο ίδιος: αλλεπάλληλοι ανασχηματισμοί των κυβερνήσεων του, απότομες αλλαγές της οικονομικής πολιτικής (1985, 1987), αιφνιδιασμοί της κοινής γνώμης όπως ήταν η διάσπαση της ΓΣΕΕ, η επιλογή του Σαρτζετάκη στην Προεδρία της Δημοκρατίας αντί του Κωνσταντίνου Καραμανλή και η εξώθηση προβεβλημένων στελεχών σε παραίτηση (μεταξύ άλλων του Απόστολου Λάζαρη, του Γεράσιμου Αρσένη και του Κώστα Σημίτη). Επικοινωνιακούς στόχους είχαν και οι ευφάνταστες λεκτικές καινοτομίες («κοινωνικοποίηση» κρατικών επιχειρήσεων, «αναδόμηση» αντί ανασχηματισμού, ετεροχρονισμένη τιμαριθμική προσαρμογή κλπ.).
Τώρα, μετά το 1990 η στρατηγική της διαρκούς εκλογικής εκστρατείας αποκτά σαφέστερα χαρακτηριστικά και αποτελείται από πέντε συστατικά που αναλύονται στο πρώτο κεφάλαιο: τη δημιουργία και λειτουργία τομέων σχεδιασμού και υλοποίησης της επικοινωνιακής πολιτικής στο μέγαρο Μαξίμου και στην κυβέρνηση, τη συστηματική συνεργασία με επαγγελματίες επικοινωνιολόγους και ειδικούς στα ΜΜΕ, τη ακατάπαυστη χρήση απόρρητων δημοσκοπήσεων και τη διαμόρφωση πολιτικών μηνυματων (σλόγκαν) και τις δημόσιες εμφανίσεις. Από την ανάλυση δεν προκύπτει ευκρινώς τι τελικά είχε μεγαλύτερο βάρος στις αποφάσεις η ουσιαστική πολιτική ή η επικοινωνία.
Όμως η μελέτη του Π.Κ. δεν απαντά μόνο στα ερωτήματα αν, με ποιον τρόπο και για ποιους λόγους οι πρωθυπουργοί της χώρας εφάρμοσαν τη στρατηγική της διαρκούς προεκλογικής εκστρατείας, αλλά και στο κρίσιμο ερώτημα πόσο αποτελεσματική ήταν η στρατηγική αυτή. Η αποτελεσματικότητα μετριέται με τη δημοτικότητά τους, την οποία καθ΄ υπόθεση υπηρετεί η στρατηγική της διαρκούς εκλογικής εκστρατείας
Ενδιαφέρον έχει από μεθοδολογική άποψη η χρήση στατιστικών εργαλείων , π.χ. η συσχέτιση μεταξύ δύο μεταβλητών – των δημοσίων εμφανίσεων των πρωθυπουργών και της δημοτικότητά τους, όπως αποτυπώνεται στους δείκτες των δημοσκοπήσεων.
Αλλά το κύριο χαρακτηριστικό της έρευνας είναι ότι Ο Π.Κ. προσεγγίζει το θέμα με βάση πρωτογενή δεδομένα όπως κυβερνητικά έγγραφα και συνεντεύξεις με κυβερνητικά στελέχη. Αναγνωρίζει βέβαια ότι η υπερβολική εξάρτηση από συνεντεύξεις μπορεί να προκαλεί προβλήματα εγκυρότητας των αποτελεσμάτων λόγω της αναπόφευκτης μεροληψίας των ερωτώμενων, όμως θεωρεί ότι η μεροληπτικότητα μπορεί να περιορισθεί αισθητά με την προετοιμασία κατάλληλων ερωτηματολογίων και με ευρύτερες συγκρίσεις.
Το συμπέρασμα της έρευνας είναι αντίθετο με ό,τι γενικά πιστεύουν πολλοί: «Η επίδραση της διαρκούς καμπάνιας στη δημοτικότητα των πρωθυπουργών είναι ασθενής […]Με άλλα λόγια η περίπτωση της Ελλάδας παρέχει πρόσθετες εμπειρζικές αποδείξεις για το επιχείρημα ότι η διαρκής εκλογική εκστρατεία ελάχιστα βελτιώνει τα ποσοστά δημοτικότητας των πολιτικών ηγετών.» (σελ. 165). Αυτό επιβεβαιώνει τα πορίσματα παρόμοιων μελετών στις ΗΠΑ.
Έτσι εγείρονται νέα ερωτήματα: Πρώτον, πως εξηγείται η ελάχιστη επίδραση της διαρκούς καμπάνιας στη δημοτικότητα των ηγετών και μάλιστα σε μία εποχή διάδοσης των νέων τεχνολογιών επικοινωνίας; Δεύτερον, Αν ισχύει η υπόθεση της αφλογιστίας του όπλου της διαρκούς καμπάνιας, τότε γιατί οι ηγέτες την εφαρμόζουν;
Η εξήγηση δεν είναι εύκολη: Τελικά, όπως τονίζει ο Π.Κ., η δημοτικότητα και η επανεκλογή εξαρτώνται όχι μόνο από την ποιότητα και ένταση της διαρκούς εκλογικής εκστρατείας, αλλά και από ολόκληρη σειρά άλλων παραγόντων όπως η καλή ή κακή οικονομική συγκυρία, σκάνδαλα, εξωτερικές διαταραχές που συσπειρώνουν το κόσμο γύρω από την ηγεσία (όπως συμβαίνει σήμερα στη Γαλλία και συνέβη στην Ελλάδα το 2020 μετά την κρίση των συνόρων), η ίδια η ποιότητα της οικονομικής πολιτικής, η έλλειψη εμπιστοσύνης κ.α.
Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, η παραπομπή στην άγνοια δεν ικανοποιεί δεδομένου ότι οι ηγέτες περιβάλλονται από έναν εσμό συμβούλων και οι πηγές πληροφόρησης είναι αναρίθμητες. Μπορούμε να δεχθούμε ότι οι ηγέτες ακολουθούν ρουτίνες που δεν έχουν οι ίδιοι επιλέξει ή, εναλλακτικά ότι δεν αντιλαμβάνονται τη διαφορά μεταξύ προεκλογικής ρητορικής και κυβερνητικής πολιτικής, ή, αν την αντιλαμβάνονται, ότι ελπίζουν πως θα συγκαλύπτουν την απόκλιση από προεκλογικές υποσχέσεις με επικοινωνιακά και άλλα τεχνάσματα; Η «διαρκής καμπάνια» δεν είναι αθώα πρακτική, όπως μας προειδοποιεί ο Πάνος Κολιαστάσης επιμένοντας στις λεπτομέρειές της. Χρειάζεται να αναφέρουμε παραδείγματα μετά από όσα ζήσαμε τις τελευταίες δεκαετίες;
Μένει τέλος να συζητηθούν οι πιθανές συνέπειες της πολιτικής που ασκείται υπό τους όρους μιας διαρκούς εκλογικής καμπάνιας, δηλαδή με το βλέμμα στις δημοσκοπήσεις. Σε άλλη διατύπωση: Τι συνέπειες για την ποιότητα της πολιτικής μπορεί να έχει αν ή όταν οι ηγεσίες σκέφτονται την επανεκλογή αμέσως μετά την εκλογή τους και καθοδηγούνται από συνεχείς δημοσκοπήσεις; Μπορεί σε τέτοιες συνθήκες να διαμορφωθεί σταθερή και μακρόπνοη πολιτική; Να αντιμετωπισθούν πιεστικά προβλήματα χωρίς να μετατεθεί το κόστος σε ένα αόριστο μέλλον (time inconsistency) ή να ελεγχθούν οι εξωτερικές επιπτώσεις (externalities) ατομικών και συλλογικών επιλογών, να προστατευθεί πραγματικά το περιβάλλον;
Ο Τζέιμς Φρίμαν Κλαρκ έλεγε ότι « ένας πολιτικός σκέφτεται τις επόμενες εκλογές. Ένας ηγέτης σκέφτεται την επόμενη γενιά». Διερωτώμαι, λοιπόν τι γίνεται όταν ο ηγέτης σκέφτεται πρωτίστως τις επόμενες εκλογές όπως υπονοεί η στρατηγική της διαρκούς καμπάνιας;