Μήνας: Φεβρουαρίου 2019

Αυξήσεις χωρίς μέλλον;

Δημοσιεύθηκε στα ΝΕΑ, 1.2.2019

Η κυβέρνηση αποφάσισε να επισπεύσει την εφαρμογή των διαδικασιών για  την αύξηση του κατώτατου μισθού την οποία η ίδια είχε καθυστερήσει. Τυπικά όμως διατήρησε τη διαδικασία για τον προσδιορισμό του όπως ίσχυε με τον νόμο 4172/2013. Ο νόμος εκείνος είχε ορίσει ότι οποιασδήποτε υπουργικής απόφασης θα έπρεπε προηγηθεί διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, κατάθεση γνώμης από ανεξάρτητους φορείς και να ληφθούν υπόψη η κατάσταση της οικονομίας, οι προοπτικές ανάπτυξης, η πορεία της παραγωγικότητας, η ανεργία κ.α.

Οι αποφάσεις  που ανακοινώθηκαν επίσημα στις 19 Φεβρουαρίου 2019 μετέτρεψαν τη διαδικασία διαβούλευσης σε τελετουργία χωρίς νόημα γιατί οι «κοινωνικοί  εταίροι» (ΓΣΕΕ, ΣΕΒ) δεν συμφώνησαν. Οι αποφάσεις συνοψίζονται ως εξής (βλ. λεπτομέρειες στην εφημερίδα τα Νέα 29.1.2019 κ.α.): Αύξηση του κατώτατου μισθού στον οποίο προστίθενται  τα επιδόματα τριετιών. Οι αυξήσεις αυτές παρασύρουν περαιτέρω επιδόματα (γάμου κλπ) που υπολογίζονται με βάση τον κατώτατο μισθό, ενώ επιβαρύνουν τους αυτοαπασχολούμενους και ελεύθερους επαγγελματίες μέσω των ασφαλιστικών εισφορών τους.  Για τις επιχειρήσεις οι δαπάνες εξαιτίας του νέου κατώτατου μισθού θα είναι μεγαλύτερες γιατί ανεβαίνει και το ύψος των εργοδοτικών εισφορών. Επίσης με την ίδια απόφαση καταργείται ο υποκατώτατος μισθός για νέους του νόμου 4093/2012, που θα δουν ως εκ τούτου  μεγαλύτερες αυξήσεις.

Τα άμεσα οφέλη για πολλούς εργαζόμενους που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό είναι προφανή. Θα δουν άμεσα σημαντική αύξηση των εισοδημάτων τους. Γεγονός είναι ότι η στήριξη των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων είναι αναγκαία.  Αλλά αυτό δεν πρέπει να μας εμποδίζει να εξετάσουμε  τις μεσο- ή μακροχρόνιες επιπτώσεις. Υπάρχει κίνδυνος τα οφέλη να εξανεμισθούν; Μπορούσε ο ίδιος στόχος να επιτευχθεί με άλλα μέσα ή να ενταχθεί σε μια φιλόδοξη στρατηγική ανάπτυξης;

Κατά τη γνώμη μου η κυβέρνηση, πρώτον, δεν εκτιμά σωστά πως λειτουργεί η πραγματική οικονομία. Η τελευταία μπορεί να λάβει αποφάσεις που εξουδετερώνουν το συνολικό όφελος για τους εργαζόμενους.  Για να ανταπεξέλθουν στις νέες επιβαρύνσεις οι μικρές ιδίως επιχειρήσεις,  που βρίσκονται ήδη σε οριακή κατάσταση και επιβιώνουν δύσκολα λόγω της γενικότερης κατάστασης και των φορολογικών βαρών, θα αναζητήσουν τρόπους διαφυγής, π.χ. αποφεύγοντας νέες προσλήψεις, περιορίζοντας την απασχόληση, επεκτείνοντας τη μερική και εκ περιτροπής απασχόληση ή καταφεύγοντας στην αδήλωτη («μαύρη») εργασία.  Ο κίνδυνος είναι λοιπόν να αυξηθεί η ανεργία και να χειροτερεύσουν οι συνθήκες εργασίας.

Δεύτερον, δεν εξετάσθηκαν σοβαρά εναλλακτικές δυνατότητες για τη βελτίωση των εισοδημάτων των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα π.χ. η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και των φορολογικών συντελεστών που θα αύξαινε το καθαρό εισόδημα χωρίς να προκαλεί προβλήματα επιβίωσης σε πολλές επιχειρήσεις.  Τέλος, επαναλαμβάνεται η προτίμηση φαινομενικά κοινωνικών μέτρων έναντι της οικονομικής λογικής, όπως είχε συμβεί αρκετές φορές στο παρελθόν. Π.χ. αποσυνδέει αυξήσεις μισθών από την παραγωγικότητα. Αυτό υπονομεύει ακόμη περισσότερο την ήδη χαμηλή εμπιστοσύνη στην ελληνική πολιτική και, επομένως, εξασθενίζει τις προοπτικές ανάπτυξης.

Η  απόφαση της κυβέρνησης (μαζί με άλλες) ήταν μάλλον προϊόν εκλογικών-πολιτικών εκτιμήσεων παρά σαφούς και τεκμηριωμένη ανάλυσης των πιθανών επιπτώσεών της στην απασχόληση των νέων, στο επίπεδο της ανεργίας και στις αντοχές της οικονομίας. Περιορίζει την ευελιξία των επιχειρήσεων. Εκ των πραγμάτων δίνει συνέχεια σε μια πολιτική που χειροτερεύει τις συνθήκες λειτουργίας του ιδιωτικού τομέα και στερεώνει ένα συγκεντρωτικό μοντέλο ρύθμισης όπου το κράτος έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο και απειλεί ουσιαστικά την ήδη ασθενική ανάκαμψη της οικονομίας.

Advertisement

Η κρίση στη διεθνή οικονομία – Η αποσύνδεση του δολλαρίου από τον χρυσό και η μετεξέλιξη του συστήματος του Bretton Woods

Δημοσιεύθηκε στη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ , 21.01.2019

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι νικήτριες δυνάμεις απέφυγαν τα καταστροφικά λάθη της Συνθήκης των Βερσαλλιών, που αποδιάρθρωσε την ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οικοδόμησαν ένα σύστημα πολυμερούς οικονομικής συνεργασίας μεταξύ κρατών, που είχε τον διπλό στόχο να ανταπεξέλθει στην πρόκληση του σοσιαλισμού και να αποτρέψει εμπορικούς πολέμους και ανταγωνιστικές υποτιμήσεις που είχαν σημαδέψει την παγκόσμια οικονομία κατά τη δεκαετία του 1930.

Η αρχή έγινε με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα, που ήταν οι δύο βασικοί θεσμοί τους οποίους διαπραγματεύθηκαν οι νικητές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έπειτα από παρατεταμένες διαπραγματεύσεις (1943-1945) και συμφώνησαν τελικά στο Bretton Woods. Η συμφωνία εκείνη στηριζόταν αρχικά στην οικονομική δύναμη των ΗΠΑ και στο νόμισμά τους. Στους δύο θεσμούς προστέθηκε σύντομα και η Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (GATT, 1948, την οποία διαδέχθηκε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου το 1994) που υπηρετούσε τη χαλάρωση των δασμών και την απαγόρευση εμπορικών διακρίσεων.

Σε συνδυασμό με περαιτέρω πρωτοβουλίες κυρίως των ΗΠΑ (σχέδιο Μάρσαλ, δημιουργία του Οργανισμού Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας, που ήταν πρόδρομος του ΟΟΣΑ), την παραίτηση από αποζημιώσεις για τις καταστροφές του πολέμου κ.ά., η Ευρώπη και η Ιαπωνία εντάχθηκαν στο νέο σύστημα και εισήλθαν σε μια περίοδο αυξανόμενης ευημερίας, που με τη σειρά της άμβλυνε τους εσωτερικούς κοινωνικούς κλυδωνισμούς.

Η μεταπολεμική οικονομική φιλοσοφία

Οι νομισματικοί κανόνες ήταν μια χαρακτηριστική πτυχή του συστήματος και της οικονομικής φιλοσοφίας. Κύριος στόχος τους ήταν να αποτρέψουν επιθετικές υποτιμήσεις που είχαν αποδιοργανώσει την παγκόσμια οικονομία στον Μεσοπόλεμο και ευνοούσαν έναν άναρχο παρεμβατισμό του τύπου «κάνε επαίτη τον γείτονα». Για να αποφευχθεί η επανάληψη τέτοιων φαινομένων, τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν σε μια σταθερή ισοτιμία του δολαρίου με τον χρυσό και, στη συνέχεια, των λοιπών εθνικών νομισμάτων ως προς το δολάριο. Οι ΗΠΑ, που εμφάνιζαν τότε μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα, από τη μία πλευρά τα «ανακύκλωναν» με επενδύσεις και βοήθεια στο εξωτερικό (τη διαδικασία ανακύκλωσης περιγράφει με πυκνές πινελιές ο Γιάνης Βαρουφάκης στο «Παγκόσμιος Μινώταυρος», 2012) και, από την άλλη, δεσμεύθηκαν να ικανοποιούν κάθε αίτημα μετατροπής δολαρίων σε χρυσό. Αυτή ήταν η «αρχή της μετατρεψιμότητας».

Τι σήμαιναν όλα αυτά πρακτικά; Με απλά λόγια, ότι οι χώρες δεσμεύθηκαν να μην υποτιμούν τα νομίσματά τους και να συγκρατούν τις ισοτιμίες εντός των προκαθορισμένων περιθωρίων διακύμανσης. Αν όμως μια χώρα εμφάνιζε «θεμελιώδη ανισορροπία» στις εξωτερικές συναλλαγές της, τότε μπορούσε να υποτιμήσει το νόμισμά της ύστερα από έγκριση του ΔΝΤ.

Συμπληρωματικά, τα συμβαλλόμενα μέρη προίκισαν το ΔΝΤ με πόρους μέσω δικών τους συνεισφορών (quotas) ώστε να έχει τη δυνατότητα να παρέχει δάνεια στις χώρες που αντιμετώπιζαν δυσκολίες, τα οποία όμως έπρεπε να αποπληρωθούν. Δεν ήταν βοήθεια με την κλασική σημασία του όρου. Τα δάνεια συνόδευαν όροι που έθετε το Ταμείο για την οικονομική πολιτική τους (αρχή της αιρεσιμότητας, conditionality). Οι αντιλήψεις γι’ αυτούς ήταν κατά βάση «ορθόδοξες» με την εξής έννοια: Επιδίωκαν να εξαλείψουν ή να μειώσουν τα εξωτερικά ελλείμματα μέσω περικοπών στην κατανάλωση και αύξησης των ξένων, κυρίως αμερικανικών τότε επενδύσεων! Γενικά, το βάρος της προσαρμογής έφεραν οι χώρες με ελλειμματικά ισοζύγια, πράγμα που προκαλούσε τεράστια προβλήματα στο εσωτερικό τους.

Απόπειρες μετασχηματισμού

Σημάδια μιας επερχόμενης νομισματικής κρίσης εμφανίστηκαν ήδη προς τα τέλη της δεκαετίας του ’60, γιατί απλά τα δεδομένα άλλαζαν. Τον Αύγουστο του 1971, η αμερικανική κυβέρνηση διέκοψε την ελεύθερη μετατροπή του δολαρίου σε χρυσό και επέβαλε δασμούς στις εισαγωγές της. Ταυτόχρονα, ζήτησε από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να εξαλείψουν ορισμένα εμπορικά εμπόδια που δυσκόλευαν τις εξαγωγές των ΗΠΑ, να συμμετάσχουν στις αμυντικές δαπάνες της Δύσης και να ανατιμήσουν τα νομίσματά τους. Το ίδιο έτος έγινε απόπειρα διάσωσης των σταθερών ισοτιμιών με τη λεγόμενη Smithsonian Agreement για μια γενική αναθεώρηση των ισοτιμιών (που περιέλαβε και υποτίμηση του δολαρίου) και διεύρυνση των περιθωρίων διακύμανσης των εθνικών νομισμάτων. Ομως και αυτή η συμφωνία κατέρρευσε μέσα σε ένα χρόνο. Στις 12 Δεκεμβρίου 1972, η κυβέρνηση των ΗΠΑ υποτίμησε εκ νέου το δολάριο ενώ η μία χώρα μετά την άλλη υιοθετούσε ένα σύστημα ελεγχόμενης διακύμανσης των ισοτιμιών (managed floating). Αυτό ήταν το τέλος των σταθερών ισοτιμιών, που κακώς ονομάστηκε τέλος του Bretton Woods.

Για να απαντήσουμε στο ερώτημα γιατί άλλαξε το σύστημα των ισοτιμιών, πρέπει να λάβουμε κατ’ αρχάς υπόψη τις αποκλίνουσες οικονομικές εξελίξεις των μεγάλων χωρών στο εσωτερικό των μεγάλων δυνάμεων: Οι ΗΠΑ έχαναν έδαφος στο παγκόσμιο εμπόριο, το Ηνωμένο Βασίλειο βρισκόταν σε πορεία αποβιομηχάνισης και οικονομικής εξασθένησης, ενώ αντίθετα η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Ιαπωνία αναπτύσσονταν γρήγορα και συσσώρευαν πλεονάσματα. Ολες δίσταζαν και καθυστερούσαν να αποφασίσουν τις προσαρμογές που τους αναλογούσαν.

Σε όλα αυτά πρέπει να προσθέσουμε τον ρόλο της κινητικότητας του κεφαλαίου και των πολυεθνικών εταιρειών στην εξασθένηση του συστήματος των σταθερών ισοτιμιών: Καθώς χαλάρωναν οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, τεράστια ποσά μπορούσαν να μετακινηθούν από ένα νόμισμα σε άλλο. Μόνη η υποψία ότι μια χώρα μπορεί να υποτιμήσει το νόμισμά της προκαλούσε έξοδο κεφαλαίων από αυτή για κερδοσκοπικούς λόγους. Από την άλλη πλευρά, οποιαδήποτε υποψία ή πρόταση για ανατίμηση του νομίσματος μιας χώρας λειτουργούσε ως καταλύτης για μαζικές εισροές κεφαλαίων σε αυτήν. Το υπέδαφος όλων αυτών ήταν, βέβαια, η αυξανόμενη απόκλιση των οικονομικών συνθηκών στις σπουδαιότερες χώρες του συστήματος.

Η εγκατάλειψη των σταθερών ισοτιμιών αφορούσε πρωτίστως μια πτυχή του συστήματος Bretton Woods, τις σταθερές ισοτιμίες. Οι υπόλοιπες πτυχές, συμπεριλαμβανομένων του ΔΝΤ, της GATT και της Παγκόσμιας Τράπεζας, θα επιβιώσουν, μολονότι θα υποστούν διάφορες προσαρμογές. Ενδεικτικά μόνο σημειώνω ότι στο πλαίσιο της GATT οργανώθηκε σειρά διαπραγματευτικών γύρων («γύρος Κένεντι», «γύρος Τόκιο» 1973-79 κ.ά.) για τη μείωση των δασμών και άλλων εμπορικών εμποδίων, ενώ το ΔΝΤ αναπροσανατόλισε τις δραστηριότητές του προς τις αναπτυσσόμενες χώρες και οι δυτικές, που είχαν θεσμικά το πάνω χέρι στις αποφάσεις του, ενέκριναν διαδοχικές αυξήσεις των πόρων του (quotas) ήδη στη δεκαετία του ’70.

Αμφισβήτηση των «ορθόδοξων» κανόνων

Τη δεκαετία του ’70 σημειώθηκαν αναταράξεις στην παγκόσμια οικονομία, που δοκίμασαν και το νέο σύστημα. Οι μεγάλες δυτικές οικονομίες περιήλθαν σε μια κατάσταση στασιμοπληθωρισμού, ενώ οι πετρελαϊκές κρίσεις και η ανάδυση των λεγόμενων νεο-εκβιομηχανιζομένων χωρών ανέτρεψαν προϋπάρχουσες ισορροπίες. Πολλές αναπτυσσόμενες χώρες περιήλθαν σε κρίση. Το αποτέλεσμα ήταν ότι επείθοντο ολοένα και λιγότερο ότι τα προβλήματά τους μπορούσαν να λυθούν με «ορθόδοξα» μέτρα και απαίτησαν αλλαγή της παγκόσμιας οικονομικής τάξης.

Ειδικά, ο ρόλος του ΔΝΤ έγινε αντικείμενο οξύτατης κριτικής τόσο στις αναπτυσσόμενες χώρες όσο και από την ευρωπαϊκή Αριστερά. Κύρια σημεία της κριτικής ήταν ότι ευνοούσε «ορθόδοξες» πολιτικές ανοιχτών αγορών, ενώ οι περιστάσεις απαιτούσαν διαρθρωτικές παρεμβάσεις, π.χ. υποκατάσταση εισαγωγών (που όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων απέτυχαν στις μικρού και μεσαίου μεγέθους χώρες) και εκβιομηχάνισης. Επίσης, σύμφωνα με τους επικριτές, το ΔΝΤ επέβαλε πολιτικές λιτότητας εκεί όπου θα έπρεπε να υποστηρίζει, ανάμεσα σε άλλα, μια παγκόσμια κεϊνσιανή πολιτική. Στην Ελλάδα την άποψη αυτή υποστήριξε ο Αγγελος Αγγελόπουλος («Ενα παγκόσμιο σχέδιο για την απασχόληση», 1983).

Η πρόκληση εκείνη για τους κυριότερους θεσμούς της παγκόσμιας διακυβέρνησης αποδείχθηκε πρόσκαιρη, μολονότι η κλίμακα των προβλημάτων επέβαλε τελικά σημαντικές προσαρμογές τους. Η συνέχεια αποδείχθηκε εξίσου απρόβλεπτη: Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 κατέρρευσαν τα σοσιαλιστικά καθεστώτα. Το ιδεολογικό κλίμα που επικράτησε στη Δύση αντανακλάται καλά στην πρόβλεψη του Francis Fukuyama («Το τέλος της ιστορίας», 1992) ότι ο κόσμος θα βίωνε τον θρίαμβο της φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Εντούτοις, η συζήτηση για αλλαγές στην παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση δεν σταμάτησε έκτοτε, γιατί άλλαξαν οι δομές της παγκόσμιας οικονομίας με την ιλιγγιώδη επέκταση των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων, οι οποίες μεταξύ άλλων διεύρυναν τις ευκαιρίες για φοροδιαφυγή ή φοροαποφυγή, συμβάλλουν στη διόγκωση των εισοδηματικών ανισοτήτων, προκαλούν αστάθεια και φορτώνουν το κόστος των αποτυχιών τους στα κράτη.

Ένα βήμα μπρος και δύο πίσω

Δημοσιέυθηκε στην εφημερίδα τα Νέα 22-23. 12. 2018

Των ΠΑΝΟΥ ΚΑΖΑΚΟΥ και ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΚΑΛΚΟΥ  

Η πορεία των κοινωνιών (και των οικονομιών) δεν είναι ποτέ γραμμική και φυσικά η ελληνική δεν αποτελεί εξαίρεση. Τα αναπτυξιακά άλματα συχνά διαδέχονται επώδυνες επιβραδύνσεις αλλά και τραγικά πισωγυρίσματα που έχουν σημαδέψει τη νεότερη πολιτική ιστορία του τόπου. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στα χρόνια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, τα δύο πρώτα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ και, συναφώς, οι βαριές (αν και άνισες) θυσίες των Ελλήνων πολιτών στα προηγούμενα χρόνια εξανεμίστηκαν μπροστά στη θύελλα του πρωτόγνωρου πολιτικού τυχοδιωκτισμού που σάρωσε τη χώρα με χρονικό αποκορύφωμα το πρώτο μισό του 2015. Στη συνέχεια βέβαια, η συντριβή των αυταπατών των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στη σύγχρονη πραγματικότητα οδήγησε στην περίφημη «κωλοτούμπα» (όπως εγγράφηκε στο διεθνές πολιτικό λεξιλόγιο) και στην υπογραφή ενός τρίτου μνημονίου που απέτρεψε την επερχόμενη καταστροφή μίας άτακτης χρεοκοπίας. Υπό αυτό και μόνο το πρίσμα, ότι δηλαδή απετράπη μια χαοτική πτώχευση, μπορεί να θεωρηθεί  θετική επιλογή.  Η εφαρμογή  όμως  άφησε πολλές εκκρεμότητες για την επόμενη κυβέρνηση.

Αυτή η διαρκής κίνηση του εκκρεμούς μεταξύ προσαρμογής και χρεοκοπίας δείχνει να συνεχίζεται σήμερα, ενώ γίνεται ολοένα και περισσότερο αντιληπτός ο κίνδυνος ενός νέου πισωγυρίσματος. Άπό τη μια πλευρά, η κυβέρνηση έχει δεσμευθεί να πετύχει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και να εφαρμόσει σειρά ολόκληρη μεταρρυθμίσεων (βλ.  μεταξύ άλλων Statement on Greece της Ευρωομάδας τον Ιούνιο 2018). Από την άλλη πελυρά όμως  έχοντας πλέον εισέλθει στην προεκλογική περίοδο, φαίνεται ότι υποκύπτει στις βουλές του μακροοικονομικού λαϊκισμού  που απειλούν να συμπαρασύρουν τους οικονομικούς δείκτες, υποσκάπτοντας έτσι την, έστω αργή, ανάκαμψη της οικονομίας. Μιλάμε για ετερόκλητες παροχές – μονιμοποιήσεις, εξαιρέσεις, αναδρομικά σε νέες κατηγορίες του Δημοσίου, συνολικά τακτοποιήσεις ημετέρων, αναδρομική απαλλαγή πανεπιστημιακών από χρέη, έμμεση προστασία αυθαιρέτων, απευθείας αναθέσεις έργων σε ημέτερους κλπ.

Καταγράφυμε ταυτόχρονα αναχρονισμούς στην παιδεία, υπονόμευση της ανεξάρτητης δικαιοσύνης, καθυστερήσεις στην προώθηση άλλων αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, μείωση των δημόσιων επενδύσεων, αύξηση των λοιπών δαπανών του δημόσιου τομέα χωρίς προτεραιότητα στη βελτίωση των κοινωνικών υπηρεσιών.  Φυσιολογικά επομένως, δεν έχουμε σχολεία, δεν έχουμε πυροσβεστικές υπηρεσίες, δεν έχουμε ικανοποιητικές υπηρεσίες υγείας, αλλά έχουμε αχρείαστα «υπερπλεονάσματα». Με τη σειρά τους τα τελευταία χτίζονται πάνω στη φορολογική αφαίμαξη κάθε οικονομικής αξίας, στραγγαλίζοντας τη διαθέσιμη ρευστότητα σε μία οικονομία που υπο-χρηματοδοτείται (σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, την περίοδο 2015-2017 η Ελλάδα κατέγραψε  τη μεγαλύτερη αύξηση φόρων ανάμεσα στα κράτη-μέλη του).

Η πρώτη Έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Νοέμβριος 2018) επισημαίνει ακόμα τις υψηλές αβεβαιότητες του εξωτερικού περιβάλλοντος (σε μια περίοδο που η ανάπτυξη στην Ευρωζώνη επιβραδύνεται).

Ο βασικός όμως κίνδυνος υπονόμευσης της πορείας της οικονομίας πηγάζει από την απουσία οποιασδήποτε αναπτυξιακής στρατηγικής. Ο Ρωμαίος στωικός φιλόσοφος Σενέκας έλεγε ότι, όταν δεν γνωρίζεις σε ποιο λιμάνι θέλεις να πας, κανένας άνεμος δεν είναι ούριος. Πραγματικά, η κυβέρνηση πορεύεται δίχως πυξίδα, με τις αποφάσεις της να αφορούν αποκλειστικά τον βραχύ ορίζοντα των μικρο-πολιτικών επιλογών της.

Όλα αυτά μπορούν να αλλάξουν με ένα γενναίο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που οι σοβαρές ακαδημαϊκές και πολιτικές αναλύσεις και η οικονομική-θεσμική λογική υποδεικνύουν από καιρό.  Η πορεία μιας οικονομίας σε καμία περίπτωση δεν είναι αναπόδραστη αλλά, αντίθετα, προκαθορίζεται από τις οικονομικές αποφάσεις που λαμβάνουμε σε κρίσιμες περιόδους. Όπως αυτές που σύντομα θα κληθούν να πάρουν οι Έλληνες ψηφοφόροι.

Το τεφτέρι των παροχών: Χαρακτήρας και συνέπειες

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα τα Νέα  30.11.2018

Πως να μιλήσεις για τις «παροχές» σήμερα μετά από οχτώ χρόνια κρίσης;   Και πως να αντιμετωπίσεις μια  ακατάσχετη  ηθικολογία  που  δέεται υπέρ των θυμάτων  της κρίσης, μεταμφιέζεται με  της αλληλεγγύης  και,  έτσι , συγκαλύπτει επιλεκτικές  εύνοιες αλλά  και ευθύνες για την κατάσταση των πολλών;

Ας πούμε εξ αρχής ότι πρόκειται για αποσπασματικές παροχές  που χορηγούνται με  τη λογική των ατάκτως μαζεμένων  ετερόκλητων στοιχείων (garbage can μοντέλο).  Συνιστούν μια ηθικά διαβλητή παραχώρηση σε πρακτικές του παρελθόντος που θα έπρεπε να είχαν εγκαταλειφθεί  μετά από οχτώ χρόνια κρίσης. Και δεν έχουν σχέση με μια καλώς εννοούμενη κοινωνική πολιτική που ασκείται με σαφείς προτεραιότητες, συνέπεια και αποτελεσματικότητα. Αυτή ήταν η διάκριση που επιχείρησε να εξηγήσει ο Κώστας Σημίτης  στους καρεκλοκένταυρους των συντεχνιών  (και του τότε κόμματος) για να εισπράξει τότε την κατηγορία του «νεοφιλελεύθερου»  και, σήμερα, ετεροχρονισμένα τρόπον τινά, την απόπειρα διαβολής του.  Παρόμοια εξυγίανση είχε επιχειρηθεί με το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα των κυβερνήσεων ΝΔ-ΠΑΣΟΚ που θα αντικαθιστούσε τον πίθο των Δαναΐδων των προνοιακών επιδομάτων.

Αναμφίβολα η τρέχουσα πολιτική παροχών υποτάσσεται στη λογική του λεγόμενου εκλογικού κύκλου όπως διαπιστώνει ευσχήμως ο κ. Κουτεντάκης, συντνιστής του  Γραφείου Προϋπολογισμού  δίνοντας συνέχεια στη δική μας  κριτική στάση απέναντι στην κυβερνητική «εξουσία».

Οι λεπτομέρειες της νέας πολιτικής παροχών είναι γνωστές. Περιλαμβάνουν το περιβόητο «κοινωνικό μέρισμα», δηλαδή  ενίσχυση χαμηλών εισοδημάτων, που  όμως πρωτοδιανεμήθηκε το 2014 και εφέτος θα ανέλθει σε  710 εκ. ευρώ,  επιδότηση ενοικίου, κάποια μικρή μείωση του ΕΝΦΙΑ, επίδομα θέρμανσης   κ.α. Δέχομαι ότι ένα μέρος αυτού του κοινωνικού μερίσματος είναι αναγκαίο και έχει ηθική θεμελίωση.  Όμως, το συνοδεύουν  αποφάσεις για διορισμούς από το παράθυρο στο δημόσιο,  εύνοιες σε μεγάλους φοροφυγάδες,  αναβολή μείωσης παλαιών συντάξεων, αυξήσεις  μισθών σε επιλεγμένα τμήματα του Δημοσίου, κλπ.

Επιπλέον, η κυβερνητική προπαγάνδα υποκρύπτει συστηματικά ότι όλα αυτά δεν χρηματοδοτούνται από τη θεία πρόνοια και ότι γίνονται δυνατά επειδή περικόπτονται  πάλι οι δημόσιες επενδύσεις,  καταργούνται προγράμματα  για δεκάδες χιλιάδες ανέργους, ενώ οι ασφαλιστικές εισφορές διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα .  Άλλες «παροχές» είναι απλά υποσχέσεις για την επόμενη τριετία.!  Το «μείγμα» δεν πείθει.

Πρέπει τώρα να σταθούμε συγκεκριμένα στις πιθανές επιπτώσεις αυτής της πολιτικής παροχών (και υποσχέσεων). Συνοπτικά,  υπονομεύει την εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομική πολιτική – στη σταθερότητα και στη συνέπειά της- επομένως  αποτρέπει σοβαρές επιχειρηματικές πρωτοβουλίες.

Καθώς οι παροχές χρηματοδοτούνται από φόρους και περικοπές αναπτυξιακών δαπανών  (των επενδύσεων κυρίως) συμπιέζουν τους ρυθμούς μεγέθυνσης προς τα κάτω. Ας το πούμε απλά: Το δεσμευτικό λόγω συμφωνίας με τους «θεσμούς» πρωτογενές πλεόνασμα  3,5% ΑΕΠ λειτουργεί υφεσιακά και πολύ περισσότερο το μη αναγκαίο υπερπλεόνασμα.  Με τη διανομή του μειώνονται  ή αναβάλλονται εν τέλει άλλες αναπτυξιακές  παρεμβάσεις  (π.χ. δραστική μείωση των ασφαλιστικών εισφορών) για τις οποίες δεν υπάρχουν περιθώρια . Η κυβέρνηση δεν υπολόγισε σωστά το κόστος ευκαιρίας των επί μέρους μέτρων.

Και ακόμα, οι παροχές και υποσχέσεις για τα χρόνια μετά τις εκλογές τροφοδοτούν προσδοκίες ή ενθαρρύνουν όσους αποκλείονται από  τις δέσμες παροχών  για ανάλογες διεκδικήσεις που εν τέλει θα αποσταθεροποιήσουν τη δημόσια  οικονομία.  Ευνοούν ένα «πόλεμο τριβής» των πάσης φύσης ειδικών συμφερόντων που προσπαθούν ήδη να φορτώσουν το κόστος της προσαρμογής … στους άλλους.  Διογκώνουν  πάλι το κράτος  και  υποβαστάζουν  ένα αναπτυξιακό μοντέλο» – αυτό ακριβώς που μας οδήγησε στην κρίση και, οπωσδήποτε δεν μπορεί να αποδώσει  στις σημερινές συνθήκες.  Φορτώνουν νέα βάρη κυρίως στις νεότερες γενιές.

Τέλος, η πολιτική παροχών ασκείται  συνολικά σε βάρος των μεταρρυθμίσεων. Με τις προσθαφαιρέσεις στο τεφτέρι των παροχών κινδυνεύουμε να ξεχάσουμε τι ακριβώς έχει προηγηθεί. Υπενθυμίζω λοιπόν ότι  τον Ιούνιο του 2018  στο  τέλος του μνημονίου  η κυβέρνηση δεσμεύθηκε επίσημα «να συνεχίσει και ολοκληρώσει τις μεταρρυθμίσεις που προγράμματος του ΕΜΣ» (Eurogroup Statement on Greece of 22 June 2018.  Annex). Στο σχετικό κείμενο αναφέρεται ειδικότερα ότι η Ελλάδα πρέπει να ενισχύσει τη φορολογική διοίκηση ώστε να μπορεί να εκπληρώνει αποτελεσματικά το έργο της, να αποπληρώνει έγκαιρα τις οφειλές του κράτους σε προμηθευτές και εξαγωγείς, να ολοκληρώσει την ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων ως το 2020, να επανεξετάσει το σύστημα επιδοτήσεων των δημοσίων συγκοινωνιών, να συμβάλει στην αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος, ιδίως με τη λύση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, να εφαρμόσει ορισμένες αλλαγές στη δικαιοσύνη, να απλοποιήσει τις διαδικασίες έγκρισης επενδύσεων, να ολοκληρώσει τις χωροταξικές παρεμβάσεις (κτηματολόγιο, δασικοί χάρτες), να επιταχύνει τις ιδιωτικοποιήσεις και να εκσυγχρονίσει τη διαχείριση του ανθρώπινου κεφαλαίου στο Δημόσιο. Κάθε μία από τις δεσμεύσεις αυτές συνεπάγεται σειρά ολόκληρη θεσμικών-νομικών αλλαγών και αποφάσεων, αλλά, όπως διαπίστωσε η Επιτροπή τον Νοέμβριο, έχουν σχεδόν ξεχασθεί. Στο μεταξύ χάνουμε έδαφος στο πεδίο της ανταγωνιστικότητας.

Μπροστά στο δίλημμα παροχές ή ανάπτυξη η κυβέρνηση προκρίνει τις παροχές.