Συντάκτης: panoskazakos

Συναινέσεις μακριά από την κοινωνία; Η «τέταρτη εξουσία» στη Γερμανία και οι κριτικοί της. Βιβλιοκριτική.   

Δημοσιεύθηκε στο Books΄ Journal, τεύχος 141  (Απρίλιος 2023).

Ποιος είναι ο ρόλος των έγκριτων ΜΜΕ στη Γερμανία; Ποιες είναι οι σχέσεις τους με την πολιτική; Σε αυτά είναι τα ερωτήματα απαντά το  βιβλίο  των  Richard Precht και Harald Welzer[1] εστιάζοντας στα ηγετικά ΜΜΕ (Leitmedien) ή ΜΜΕ σε υπηρεσία («amtierende Medien»).

Σίγουρα πολλά από τα ζητήματα που εξετάζουν οι σ. αναφέρονται πρωτίστως στις συνθήκες της Γερμανίας.[2]  Γιατί μας ενδιαφέρει τότε η ανάλυση και τεκμηρίωσή τους; Για τρεις τουλάχιστον λόγους: Πρώτον, γιατί είναι  ζητήματα που τίθενται γενικά στις φιλελεύθερες δημοκρατίες,[3] δεύτερον γιατί η εμπιστοσύνη σε ηγετικά μέσα και πολιτική υποχωρεί και, τρίτον, γιατί απομυθοποιεί έντυπα και τηλεοράσεις που συχνά «κατασκευάζουν αλήθειες» (όπως θα έλεγε ο Νόαμ Τσόμσκυ) αλλά παρ΄ ημίν ανάγονται σε πηγή εσχάτης αληθείας.  Τα πιο πρόσφατο επεισόδιο είναι η κατασκευασμένη ψευδής είδηση του der Spiegel, που έκανε τον γύρο των ηγετικών ΜΜΕ,  για την τύχη της  «μικρής Μαρίας» του Έβρου που υιοθέτησαν άκριτα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Το παρασκήνιο αποκάλυψε η έρευνα του Γιάννη Σουλιώτη που παρουσίασε  και το περιοδικό Books Journal.[4] Και το  περιοδικό αναγκάσθηκε να αναγνωρίσει το λάθος και να αποσύρει όλες τις αναρτήσεις του.  

Αναντιστοιχία με την κοινωνία και ομοιομορφία.

Αφετηρία της έρευνας  των Precht και Welzer είναι η σχεδόν ενιαία  και μονόπλευρη στάση των σχολιαστών, συγγραφέων κύριων άρθρων  και στηλών «ορθής» γνώμης  στα ηγετικά ΜΜΕ, π.χ. για την αποστολή βαρέων όπλων, πρωτίστως τεθωρακισμένων, στο καθεστώς Ζελένσκυ της Ουκρανίας (πράγμα που έγινε τελικά). Αυτή η περίεργη ομοφωνία τόσο μεταξύ των ηγετικών ΜΜΕ όσο και με τις ηγεσίες των  εναλλασσόμενων στην κυβέρνηση μεγάλων κομμάτων («πολιτική ελίτ») συνιστά κατά τη γνώμη των σ. ένα παράδοξο καθώς εμφανίζεται σε μία φιλελεύθερη δημοκρατία που κατοχυρώνει την ελευθερία έκφρασης και τον οικονομικό ανταγωνισμό!  Σίγουρα δεν ανταποκρίνεται στο ωραίο ιδεώδες της σοβαρής δημοσιογραφίας να συμβάλει στην οικοδόμηση μιας αναστοχαστικής δημοκρατίας και δημόσιας σφαίρας (deliberative Öffentlichkeit) όπως περίπου την σχεδίασε  (επί χάρτου)  ο Jürgen Habermas,[5]  Εκτός τούτου,  γράφουν, αυτή η ενιαία αντίληψη  βρίσκεται σε αντίθεση με τις τάσεις στην κοινή γνώμη της Γερμανίας που γινόταν ολοένα και πιο επιφυλακτική και στο τέλος εντελώς αρνητική για την εμπλοκή της χώρας στον πόλεμο Ουκρανίας-Ρωσίας

Η ομοιομορφία και η αναντιστοιχία  δεν εμφανίσθηκαν για πρώτη φορά. Τι συμβαίνει λοιπόν και γιατί; Τι δείχνει αυτό το ενιαίο μέτωπο για τις σχέσεις ηγετικών ΜΜΕ και πολιτικής;

Θεμελιώδης συναίνεση, θεσμικές δικτυώσεις και κομφορμισμός.

Οι σ. προτείνουν με βάση πλούσια τεκμηρίωση  μια σύνθετη απάντηση.  Περιλαμβάνει κατ΄ αρχάς την άτυπη συναίνεση των πολιτικών ελίτ σε θεμελιώδη ζητήματα που αντικαθρεφτίζεται  στη σύγκλιση των τεσσάρων μεγάλων κομμάτων προς το κέντρο. Ουσιαστικά τα κόμματα αυτά εγκατέλειψαν βασικές αρχές που κάποτε διακήρυσσαν  και συχνά κάθε κόμμα υιοθετούσε τις απόψεις του άλλου! Η πολιτική πέρασε στη φάση των «εύκαμπτων αρχών».

 Αυτή η συναίνεση μεταδίδεται στα ηγετικά ΜΜΕ, μεταξύ άλλων   (βλ. πιο κάτω) μέσω  των   στενών επαφών προβεβλημένων δημοσιογράφων και συντακτών με ηγετικούς πολιτικούς. Οι σ. σημειώνουν ότι σε κρίσιμα ζητήματα οι πρώτοι συνομιλούσαν πρωτίστως με τους ηγέτες της πολιτικής ελίτ. Π.χ. στην περίπτωση της μαζικής εισόδου οικονομικών μεταναστών και προσφύγων το 2015 δεν ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με  τον απέραντο στρατό των εθελοντών που ενεργοποιήθηκαν εθελοντικά για να βοηθήσουν τους πρόσφυγες – μέλη ΜΚΟ,  στελέχη κοινωνικών υπηρεσιών, γιατρούς, μεταφορείς, αστυνομικούς κλπ. Το αποτέλεσμα ήταν να επικρατήσει μια αδιαφοροποίητη  οπτική του ελικοπτέρου μακριά δηλαδή από τα συμβαίνοντα επί του εδάφους.[6] 

Η γενικότερη συναίνεση των ελίτ υποβαστάζεται ως ένα βαθμό και θεσμικά. Οι σ. παραπέμπουν μεταξύ άλλων  σε παλαιότερη έρευνα του Uwe Krüger  που έδειξε τη δικτύωση προβεβλημένων δημοσιογράφων, πολιτικών, ηγετικών στελεχών της οικονομίας, στρατιωτικών που συναντιούνται σε οργανώσεις κύρους όπως The German Marshall Fund of the USA,  die Atlantische Initiative, Atlantik –  Brücke,  Aspen Institute κλπ. Όπως σημειώνουν οι σ.  όλες αυτές τις οργανώσεις  έχουν σε ζητήματα πολιτικής ασφαλείας την ίδια κοινή απάντηση: Αύξηση των στρατιωτικών εξοπλισμών!  [7]

 Θα μπορούσε κανείς σε όλα αυτά να προσθέσει την είσοδο διεθνών  funds στην ιδιοκτησία εφημερίδων ή ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών και, φυσικά, τους καταναγκασμούς από την ανάγκη για  διαφημίσεις καθώς τα περισσότερα ΜΜΕ είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις. 

Όσον αφορά ειδικά τη δημοσιογραφική ελίτ  οι σ. χωρίς να υποτιμούν όλα αυτά, φαίνεται ότι αποδίδουν μεγάλη σημασία σε παράγοντες κοινωνικής ψυχολογίας. Επικαλούνται  έρευνες που δείχνουν ότι  η συμμετοχή σε ομάδες παράγει κομφορμισμό! Όσο περισσότερο ομοιογενείς είναι οι ομάδες τόσο ισχυρότερη η τάση για προσαρμογή των ατόμων στη λογική της ομάδας.[8] Είναι ο ορισμός του   Group think στην κοινωνική ψυχολογία. Οι ομάδες τείνουν κατά τους σ. «να συμφωνούν σε μια κοινή οπτική των πραγμάτων, που ενδυναμώνεται ιδίως σε περιπτώσεις κινδύνου και  στρες».[9] Τότε  διαμορφώνεται στο εσωτερικό της δημοσιογραφικής ελίτ  μια «συναίνεση» τρόπον τινά αυθόρμητα  λόγω του την αμοιβαίου προσανατολισμού στη γνώμη των άλλων, του άγχους μπροστά στο ενδεχόμενο αποκλίνουσας γνώμης από το πνεύμα της ομάδας και καιροσκοπισμού![10]  Τα μέλη μιας ομοιογενούς ομάδας τείνουν να αλληλοεπιβεβαιώνονται, ακόμα και αν η αντίληψή τους αποκλίνει από τις αντιλήψεις της πλειοψηφίας στην κοινωνία». Δημιουργούνται δημοσιογραφικές αλήθειες.

Συναίνεση και απαγορευμένες απόψεις (indexing).

Κατά ενδιαφέροντα τρόπο αυτή η συναίνεση  των ελίτ  σε βασικά ζητήματα  πολέμου και ειρήνης, μακροοικονομικής τάξης κλπ,  αποκλίνει των συμφερόντων ή έστω διαθέσεων μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού. Και είναι επικίνδυνη για τη Δημοκρατία όταν τη συνοδεύει η μέθοδος του indexing. Έτσι έχουν ονομάσει οι επικοινωνιολόγοι την ένταξη σε άτυπο κατάλογο αποκλεισμένων αντίθετων από τις επίσημες απόψεων, όπως περίπου κάνει ακόμα επίσημα η καθολική Εκκλησία επικαιροποιώντας  ένα κατάλογο βιβλίων, τον Index, που πρέπει να αποφεύγουν οι πιστοί. 

Τα επιχειρήματα των σ. συμπίπτουν αρκετά με την κριτική της Sahra Wagenknecht  από τα αριστερά: Ότι δηλαδή οι κατεστημένoι  αριστεροί φιλελεύθεροι (όπως τους ονομάζει, Linksliberlalen) σε πολιτική και ΜΜΕ ασχολούνται με στρεβλό τρόπο με τα προβλήματα ταυτότητας φύλου κάποιων ομάδων, π.χ.ομοφυλόφιλων, πρώιμης επιλογής φύλου των παιδιών (!), φεμινιστικής γραμματικής (!), κατανομής υπουργικών θώκων, ενδυματολογικών προτιμήσεων των πολιτικών, τακτικισμών αλλά όχι με τα σοβαρά και άλυτα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα – την άνοδο των επισφαλών μορφών εργασίας, των ανισοτήτων, του ρόλου των κερδοσκόπων, την παιδεία κλπ. [11]

Η aποξένωση από την κοινωνία προκαλεί  διλήμματα.

Αυτή η συναίνεση σε θεμελιώδη ζητήματα που αποξενώνει  ικανό μέρος της   κοινής γνώμης από τα ηγετικά ΜΜΕ, απειλεί  την αξιοπιστία τους και την οικονομική επιβίωσή τους καθώς η κυκλοφορία και η τηλεθέαση υποχωρούν. Για να διατηρήσουν τις θέσεις τους διαφοροποιούνται σε δευτερεύοντα ζητήματα, μεγαλοποιούν επουσιώδη θέματα και μερικές φορές υιοθετούν μεθόδους εντυπωσιασμού των λεγόμενων κουτσομπολίστικων εντύπων Boulevard ή κάποιων ιστοσελίδων.[12] Η αγορά άλλαξε  στα ΜΜΕ και την εσωτερική ισορροπία επιρροής από το δημοσιογραφικό  στο εμπορικό τμήμα τους![13]

Η κριτική των σ. είναι σκληρή, αλλά απαντά μόνον ακροθιγώς το ερώτημα γιατί συμβαίνουν όλα αυτά. Μια πληρέστερη απάντηση θα πρέπει να  λαβαίνει υπόψη την ιστορία της χώρας.

Πράγματι, για να εξηγήσουμε καλοπροαίρετα τη γερμανική κατάσταση σε πολιτική, κοινωνία και ΜΜΕ -την πολιτική συναίνεση και την ελαχιστοποίηση  των διαφορών στον άξονα αριστερά-δεξιά, ακόμα και τον κομφορμισμό – πρέπει να λάβουμε υπόψη πολλούς παράγοντες – τις συνέπειες των εγκλημάτων πολέμου κατά τη διάρκεια του  Β΄ ΠΠ, το Ολοκαύτωμα με τα 6 εκ. θύματα,  και την τελική συντριπτική ήττα. Στη μεταπολεμική Γερμανία πολλοί έχουν επισημάνει ότι υπέβοσκε μία αίσθηση ενοχής σε επίπεδο κοινωνίας.  Εξηγεί εν μέρει την άνοδο του κινήματος ειρήνης και των πρασίνων, τις μαζικές αντιδράσεις κατά του πολέμου στο Βιετνάμ και της εγκατάστασης πυραύλων Πέρσινγκ, την οικονομική και στρατιωτική στήριξη του Ισραήλ, την κατάργηση της υποχρεωτικής θητείας στο στρατό, την  αρχικά καλή υποδοχή μεταναστών το 2015 (Willkommen Kultur), την επίσημη αναγνώριση της ίδιας ευθύνης  για το εβραϊκό Ολοκαύτωμα,  ίσως και τη διάχυτη ηθικολογία.

Τη  γενικότερη τάση για συναινέσεις ευνόησε επίσης  το όντως εντυπωσιακό μεταπολεμικό οικονομικό θαύμα με την υιοθέτηση του μοντέλου της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς, δηλαδή του ανταγωνισμού και του κοινωνικού κράτους σε καθεστώς ασφάλειας των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων και με εμπεδωμένη προτεσταντική εργασιακή ηθική (Max Weber). Η κοινωνία επωφελήθηκε και από το  «μπόνους της ειρήνης», δηλαδή τις χαμηλές στρατιωτικές δαπάνες.

 Όμως,  φαίνεται ότι  σε ηγετικούς κύκλους του στρατού, της διπλωματίας και της πολιτικής ενδημεί  η ανομολόγητη επιθυμία  «να πάρουν το αίμα τους πίσω» μετά την ήττα από τη Ρωσία (και τους συμμάχους) στον Β΄ΠΠ. Αυτό δείχνουν τα πολεμοχαρή άρθρα πολιτικών και ηγετικών ΜΜΕ και η μεταστροφή των πρασίνων και της Σοσιαλδημοκρατίας, μόλις αναλάβουν υπουργικούς θώκους, από φιλειρηνικά κόμματα σε ενθουσιώδεις υποστηρικτές πολεμικών περιπετειών. Σήμερα οι ηγεσίες τους υποστηρίζουν την αποστολή βαρέων όπλων στην Ουκρανία) και μεγάλη αύξηση των στρατιωτικών δαπανών  με παράκαμψη μάλιστα συνταγματικών περιορισμών για δημοσιονομικά έλλείμματα. Χαρακτηριστικά, η  υπουργός Εξωτερικών «πράσινη» Baerbock θεωρεί ότι η Γερμανία είναι «σε πόλεμο με τη Ρωσία»(!) προκαλώντας ηχηρές αντιδράσεις σε εταίρους στο ΝΑΤΟ.  

Όμως  ένας ακόμα λόγος για τις συναινέσεις πολιτικής ηγεσίας και ηγετικών ΜΜΕ  έχει σχέση με το γεγονός ότι η πολιτική άμυνας και ασφαλείας αφέθηκε στα χέρια των ΗΠΑ Κάτω από την ομπρέλα ασφαλείας που έδωσαν έγιναν μαζικές αμερικανικές επενδύσεις.  Με άλλα λόγια ο «αμερικανικός παράγων» έχει επιρροή (και προσβάσεις) στη Γερμανία περιορίζοντας τα περιθώριά της για αυτόνομη πολιτική ασφαλείας και εξωτερικής πολιτικής ό,τι και αν νομίζουν οι πολίτες! 

Όμως τα ΜΜΕ που εναρμονίζονται με την πολιτική συναίνεση απειλεί η κατάρρευση της δικής τους αξιοπιστίας που επηρεάζει αρνητικά  την κυκλοφορία ή η τηλεθέασή τους. Το δίλημμα είναι προφανές. Έτσι,  για να διατηρήσουν τη θέση τους μιμούνται ολοένα και περισσότερο φαινόμενα  κάποιων ιστοδελίδων! Διογκώνουν ασήμαντα πράγματα, παραπληροφορούν, συγκαλύπτουν ουσιώδεις πτυχές των προβλημάτων, θέτουν λάθος ερωτήματα σε κρίσιμες στιγμές, καταφεύγουν σε επίπλαστη ηθικολογία   κλπ.

Κριτική.  

Οι σ. εστιάζουν στον κομφορμισμό μιας μικρής αλλά επιδραστικής ομάδας ηγετικών ΜΜΕ και στις σχέσεις της με την πολιτική. Πως δηλαδή τελικά υιοθετούν κυβερνητικά αφηγήματα. Αλλά έτσι δημιουργούνται λάθος εντυπώσεις για την κατάσταση της Δημοκρατίας στη Γερμανία. Γύρω από αυτά τα μέσα κινείται και αντιδρά ελεύθερα ένας ολόκληρος κόσμος, π.χ. της κουλτούρας. Στα ίδια τα κόμματα είναι φανερές αντίθετες «τάσεις» όπως η Ένωση Αξιών (Werteunion) στη Χριστιανοδημοκρατία και η Νεολαία της Σοσιαλδημοκρατίας (SPD). Πολλές κινήσεις πολιτών αντιδρούν σε κυβερνητικές αποφάσεις. Τα ηγετικά μέσα  δεν μονοπωλούν το πεδίο καθώς έχουν απέναντί τους ραδιοφωνικούς σταθμούς, Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης (ΜΚΔ)  και αντίθετα οικονομικά συμφέροντα. Κατά τη γνώμη μου μάλιστα, τα ΜΚΔ αποτελούν ένα ισχυρό αντίβαρο στην εκάστοτε άποψη των ηγετικών ΜΜΕ (και των κυβερνητικών κομμάτων): Σε αυτά καταφεύγουν όσοι θέλουν να ακούγεται η δική τους αποκλίνουσα άποψη  και οι σχετικές αλλά συχνά αποκλεισμένες πληροφορίες. Παρά τις υπερβολές  και στρεβλώσεις που συχνά παρατηρούνται συμβάλλουν στον αναστοχασμό!

Εκτός τούτου, ειδικά  η   σύγκλιση απόψεων στα ίδια τα ΜΜΕ δεν οφείλεται, όπως υποστηρίζουν οι σ. ,  μόνο σε μία αφηρημένη ψυχολογική ανάγκη δημοσιογράφων να μη αποκλίνουν από τους συναδέλφους του συναφιού τους, αλλά και στο φόβο  μήπως  τότε χάσουν θέση, προσβάσεις  και προνόμια.  Υπάρχει θέμα καριέρας.

Τέλος, πρέπει να λάβουμε υπόψη την ευρύτερη εικόνα. Η στάση των ηγετικών ΜΜΕ και πολιτικών είναι ένα από τα πολλά συμπτώματα μιας ευρύτερης τάσης της κοινωνίας στη Γερμανία (της πλειοψηφίας) να συμβιβάζεται, να αποφεύγει συγκρούσεις, να μη εκτίθεται για να έχει την ησυχία της, να μη κινδυνεύσει η ευημερία για την οποία εργάσθηκε όντως σκληρά και να βρίσκεται επιτέλους στη «σωστή πλευρά της ιστορίας».  Κατανοητή στάση βεβαίως  μετά τις τραυματικές εμπειρίες πριν και μετά τον Β΄ΠΠ. Έτσι εξηγούνται καλύτερα οι μεταπολεμικές συναινέσεις στη γερμανική πολιτική και οι πολυσυζητημένοι σχετικοί θεσμοί – το δίκαιο συναπόφασης των εργαζομένων στις μεγάλες επιχειρήσεις  χάλυβα και άνθρακα, «κοινωνικός διάλογος (κορπορατισμός)  σε ζητήματα μακροοικονομικής πολιτικής με συμμετοχή των κορυφαίων οργανώσεων εργαζομένων, των επιχειρηματιών και των κυβερνήσεων, το δίκαιο των απεργιών που εμποδίζει τη δράση μειοψηφιών  κ. α.

Η «ελληνική ιδιαιτερότητα».

Η τεκμηρίωση του βιβλίου παραμένει εντυπωσιακή. Και απομυθοποιεί την πολιτική και κάποια έγκριτα γερμανικά ΜΜΕ τα οποία επικαλούμαστε άκριτα στην Ελλάδα εντάσσοντας όσα γράφουν στις εσωτερικές μας πολιτικές αντιπαραθέσεις.

Κάποιες επισημάνσεις των σ. θα μπορούσαν να μεταφερθούν στα καθ΄ημάς: φαινόμενα προσωπικών επιθέσεων, εντυπωσιασμού κλπ. Όμως το γενικό πλαίσιο διαφέρει.  Στην Ελλάδα την «πολιτική» δεν χαρακτηρίζει συναίνεση των ηγετικών της ομάδων σε κρίσιμα θέματα π.χ. ασφαλείας, μετανάστευσης, οικονομικής πολιτικής, κράτους δικαίου, μεταρρυθμίσεων κλπ. Η σημασία των διαιρέσεων στον άξονα αριστερά – δεξιά δεν έχει εξαφανισθεί και, περιοδικά, το κλίμα είναι τοξικό. Το ακριβώς αντίθετο  συμβαίνει στη Γερμανία. Συναφώς, στην Ελλάδα τα  ηγετικά  ΜΜΕ (εφημερίδες, τηλεοπτικοί σταθμοί με υψηλή τηλεθέαση) σπάνια υιοθετούν ενιαία γραμμή. Για  να το διαπιστώσει, αρκεί κανείς να διαβάσει τα σχόλια και τις αναλύσεις προβεβλημένων δημοσιογράφων στις εφημερίδες τα Νέα, η Καθημερινή, η Εφημερίδα των Συντακτών, το Βήμα, ο Ελεύθερος Τύπος  ή να συγκρίνει τα σχόλια και την ειδησεογραφία των μεγάλων τηλεοπτικών σταθμών.

Εκτός τούτου η ομάδα των πολιτικών ηγετών και προβεβλημένων δημοσιογράφων είναι παντελώς ετερογενής από  άποψη  κοινωνικής καταγωγής, επαγγέλματος, ιδεολογίας (εξακολουθεί να ισχύει εδώ το σχήμα αριστερά- δεξιά), θεσμικών διασυνδέσεων και, φυσικά μόρφωσης και διεθνούς εμπειρίας. Χρειάζεται να αναφέρουμε ονόματα;

Επομένως οι ιδεολογικές και πολιτικές αντιθέσεις συνυφαίνονται εδώ με την ας πούμε ιδεολογική διαφοροποίηση των ΜΜΕ.

Όμως ναι υπάρχουν προβλήματα που οφείλονται είτε στον τρόπο λειτουργίας των ΜΜΕ, είτε στην οικονομική δομή της χώρας. Παραδείγματος χάριν, ο Νίκος Δεμερτζής διαπιστώνει ότι τα ΜΜΕ (όχι μόνο τα ηλεκτρονικά, αλλά κυρίως αυτά), υποτάσσονται στις αξιώσεις της «οικονομίας της προσοχής», κατασκευάζουν ειδησεογραφικά μηνύματα και δίνουν προσοχή σε θέματα μάλλον αναντίστοιχα  των ενδιαφερόντων του καθημερινού ανθρώπου. [14]  Προσθέτω  ότι η εκάστοτε κυβέρνηση έχει τα μέσα να προσφέρει σε δημοσιογράφους ευκαιρίες συμπληρωματικής απασχόλησης (σε γραφεία  κρατικών επιχειρήσεων κ.α.), επομένως να επηρεάζει έμμεσα γνώμες ή, απλούστερα να τακτοποιεί τους δικούς της.  Αλλά η υπόθεση ότι «το κράτος χειραγωγεί τα ΜΜΕ» κατά το πρότυπο αυταρχικών καθεστώτων, όπως υπονοούν κατά διαστήματα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ,  είναι  εσφαλμένη είτε αναφερόμαστε στην Ελλάδα, είτε στη Γερμανία. Αυτό  φάνηκε τόσο  την περίοδο 2015-2019 όσο και από το 2019 μέχρι σήμερα (2023). Βέβαια, στη χώρα μας πολλά ΜΜΕ συνδέονται με μεγάλες επιχειρήσεις, αθλητικές ομάδες, τράπεζες. Όμως όλα αυτά δεν έχουν εξαλείψει την πολυφωνία σε πολιτική και ΜΜΕ, όπως και στο εσωτερικό του κάθε μέσου με τυπικό παράδειγμα την αρθρογραφία στην εφημερίδα τα Νέα.

Οι  υποθέσεις ότι στην Ελλάδα (και τη Γερμανία)  «κυβερνούν τα ΜΜΕ» ή ότι το «κράτος ελέγχει τα ηγετικά ΜΜΕ» δείχνουν απλά έλλειψη κατανόησης της πολυπλοκότητας των  σημερινών κοινωνιών .  


[1] Richard Precht und Harald Welzer   Die vierte Gewalt. Wie Mehrheitsmeinung gemacht wird auch wenn sie keine ist. S. Fischer, Frankfurt am Main 2022.

[2]  Συγκεκριμένα οι ναυαρχίδες του έγκριτου τύπου Frankfurter Allgemeine Zeitung, Süddeutsche Zeitung, η άλλοτε κεντροαριστερή Frankfurter Rundschau,  die Welt, ακροθιγώς Der Spiegel, η ΤΑΖ και η επίφοβη Bild και οι μεγάλοι δημόσιοι τηλεοπτικοί σταθμοί  ARD  ZDF. Στα μέσα αυτά αναφέρονται συχνά έλληνες σχολιαστές.

[3] Στις ΗΠΑ απασχόλησε μεταξύ απειράριθμων διανοουμένων  τον αντισυμβατικό  Νόαμ Τσόμσκυ. Βλ. για να μη ξεχνιόμαστε Νόαμ Τσόμσκυ Πως λειτουργεί ο κόσμος, μετάφραση Αριάδνης Αλαβάνου, εκδόσεις Κέδρος 2013 και  Peter Wintonick and Mark Achbar Κατασκευάζοντας συναίνεση, ο Νόαμ Τσόμσκυ και τα ΜΜΕ, μετάφραση του Νίκου Βούλγαρη, εκδόσεις Παρατηρητή, Θεσσαλονίκη 1997. Βλ. συναφώς πολυσυζητημένο άρθρο της Hannah Arendt  “Lying in politics”, New York Review of Books , 18.11.1971 που έκτοτε αναδημοσιεύθηκε σε σοβαρά αμερικανικά και μεταφρασμένο  σε σοβαρά γερμανικά.

[4] Βλ. εκτενές κείμενο του  Κώστα Θ. Καλφόπουλου  με τον τίτλο « η ΄μικρή Μαρία΄  και οι μεγάλες συνέπειες στη Γερμανία».   στην ιστοσελίδα του  Books Journal, 26 Ιανουαρίου 2023.

[5] Βλ.  Ανανεωμένη εκδοχή απόψεων που διατυπώθηκαν νωρίτερα στο Jürgen Habermas  Ein neuer Strukturwandel der Öffentlichkeit  und die deliberative Politik, Suhrkamp,  Berlin 2022.

[6]  Richard Precht und Harald Welzer   Die vierte Gewalt, όπως αλλού. σελ. 82.

[7]  Όπως πριν, σελ. 102- 103 κ.α.

[8] Όπως πριν,  168

[9] Όπως πριν, σελ. 169-170

[10] Όπως πριν, σελ. 109.

[11] Βλ. Sahra Wagenknecht  Die Selbstgerechten, Campus Verlag, Frankfurt am Main  und New York, 2021. Στην Ελλάδα παρόμοιες ανησυχίες για όσα συμβαίνουν σε Γαλλία και ΗΠΑ διατυπώνει η θαρραλέα Σώτη Τρανταφύλλου σε άρθρα της στην εφημερίδα τα Νέα, Athens Voice κ.α.

[12] Όπως πριν, σελ. 145-6 κ.α.

[13] Όπως πριν σελ. 18.

[14] Η σχετική βιβλιογραφία είναι μγάλη. Βλ. όμως επίκαιρο  άρθρο του Νίκου Δεμερτζή με τον χαρακτηριστικό τίτλο «υπερπροβολή και υπερπολιτικοποίηση», στην εφημερίδα η Καθημερινή, 25.1.2023.

Advertisement

Η ιδιότυπη κριτική του Sandel στην «καθοδηγούμενη από την αγορά αξιοκρατική ηθική»! 

Η βιβλιοκριτική δημοσιεύθηκε στο The Books’ Journal,  τ. 136, Νοεμβρίου 2022 με τον τίτλο «Μανιφέστο κατά του κοινωνικού φιλελευθερισμού», είναι όμως κριτική στον Sandel.

Το ζήτημα της αξιοκρατίας ταλαιπωρεί τη δημόσια ζωή της χώρας ήδη από τις απαρχές του νεοελληνικού κράτους. Απασχολεί εντατικά τα ΜΜΕ κάθε φορά που οι αρχές της παραβιάζονται απροσχημάτιστα και επανέρχεται όποτε επιχειρούνται μεταρρυθμίσεις στον πυρήνα των οποίων ενυπάρχουν αξιοκρατικές αρχές. Αυτό συμβαίνει σήμερα στην παιδεία, και θα έπρεπε να επεκταθεί ή σχεδιάζεται σε δημόσια διοίκηση,  νοσοκομεία και ΕΣΥ,  δικαιοσύνη,  κρατικές επιχειρήσεις και τα δημόσια έργα.  Ήταν φυσικό λοιπόν ότι προσέλκυσε την προσοχή μου το βιβλίο του Michael J. Sandel με τον παράδοξο εκ πρώτης όψεως τίτλο   Η τυραννία της αξίας. Τι έχει απογίνει το γενικό καλό; Εκδόσεις Πόλις, 2022, σε βατή, όσο μπορώ να κρίνω, μετάφραση, του Μιχάλη Μητσού  και επιμέλεια του Γιάννη Μπαλαμπανίδη.  Το βιβλίο εξετάζει το αίτημα και την πράξη της αξιοκρατίας κυρίως στις ΗΠΑ και ευκαιριακά σε άλλες  προηγμένες χώρες της Δύσης, μας επιτρέπει όμως να εμβαθύνουμε στο θέμα πέρα από  την αδιάκοπη καταγραφή διαδοχικών επεισοδίων  αναξιοκρατίας σε Ελλάδα και αλλού και συμπληρώνει την ήδη διαθέσιμη βιβλιογραφία στη χώρα μας. 

Τώρα, για να παρακολουθήσουμε τα επιχειρήματα  και τους περιορισμούς της ανάλυσης του Sandel πρέπει να καταλάβουμε εξ αρχής τον δικό του ορισμό  της αξιοκρατίας: Δεν είναι ακριβώς ό,τι συνήθως αντιλαμβάνεται ο κοινός νους (και τα λεξικά), αλλά  η αέναη επιδίωξη (και θεσμική κατοχύρωση) της οικονομικής επιτυχίας συχνά σε συνθήκες ανταγωνισμού με βάση τα φυσικά ταλέντα, τις γνώσεις και την ευσυνείδητη  δουλειά. Αυτή η επιδίωξη εκτρέφει κατά τον  Sandel μια προβληματική ηθική – την πεποίθηση των πετυχημένων ότι «παίρνουν ό,τι αξίζουν» ή ότι σε μία ανταγωνιστική οικονομία της αγοράς οι κερδισμένοι αξίζουν από ηθική άποψη τα κέρδη τους. Οι πετυχημένοι  τείνουν να αντιστρατεύονται αναδιανεμητικές πολιτικές και συνακόλουθα  να βλέπουν αφ΄ υψηλού (αλαζονικά) όσους μένουν πίσω. Ο Sandel την ονομάζει «καθοδηγούμενη από την αγορά αξιοκρατική ηθική»! 

Ο Sandel δεν εξετάζει τις διαφορετικές διαδικασίες που συγκροτούν το πλαίσιο εντός του οποίου ξεδιπλώνεται (ή αποτρέπεται) η επιδίωξη της επιτυχίας, ούτε ενδιαφέρεται για τα μεθοδολογικά προβλήματα μέτρησης των προσόντων και ταλέντων. 

Ο  Sandel  εκτιμά ότι η  αξιοκρατία (όπως την ορίζει) με την ηθική της είναι τμήμα της κυρίαρχης ιδεολογίας στις ΗΠΑ ή αλλού και ότι συνυφαίνεται με προκαταλήψεις ως προς τα προσόντα  που θεωρείται ότι πρέπει να κατέχει κανείς στη δημόσια ζωή με  σπουδαιότερο την πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Πρόκειται, γράφει, για πεποιθήσεις που έχουν τεράστιες συνέπειες καθώς διαμορφώνουν π.χ. τον τρόπο  με τον οποίο οι παραδοσιακοί πολιτικοί  στις ΗΠΑ από όλο το πολιτικό φάσμα  αντιμετωπίζουν τη στασιμότητα των μισθών: Προτείνουν στους εργαζόμενους να αποκτήσουν πτυχίο Πανεπιστημίου. 

Εκτός τούτου  κυρίαρχη στις ΗΠΑ αντίληψη για την επιτυχία παρακινεί όσους έχουν πόρους και δύναμη να καταφεύγουν στην απάτη  ή δωροδοκία για να εξασφαλίσουν την εισαγωγή των παιδιών τους σε κορυφαία πανεπιστήμια.  Και, γενικότερα, ο  Sandel δέχεται ότι οι τεράστιες ανισότητες δεν αποτελούν γόνιμο έδαφος για ίσες ευκαιρίες για όλους: Οι πλούσιοι έχουν τη δυνατότητα να σπρώξουν τα παιδιά τους προς τα πάνω και να εξουδετερώσουν διαδικασίες αξιολόγησης για εισδοχή στα καλύτερα Πανεπιστήμια. 

Ο Sandel λοιπόν δεν αγνοεί ότι υπάρχει διάσταση ανάμεσα σε διακηρυγμένες αρχές και πραγματικότητα αλλά υποστηρίζει εμμέσως ότι η μη εφαρμογή διακηρυγμένων αξιοκρατικών αρχών σε αναπτυγμένες οικονομίες (κυρίως του αγγλοσαξονικού χώρου) είναι υποδεέστερο ζήτημα μπροστά στους κινδύνους που προκύπτουν από τη σύζευξή της με ένα αχαλίνωτο ατομικισμό, δηλαδή με μια νοοτροπία που  θέτει τον εαυτό μας πάνω από το «κοινό καλό». Κατά προέκταση τον ενδιαφέρουν περισσότερο η ηθική όσων πετυχαίνουν στη ζωή  και λιγότερο τα ερωτήματα αν  θεσμοί και διαδικασίες γενικά επιβραβεύουν τις προσπάθειές απόκτησης προσόντων, σε τι διαφέρουν από χώρα σε χώρα  και ποιες  οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες έχουν οι διαφορές – ας πούμε για την εθνική οικονομία. 

Παράλληλα,  στέκεται στην αντίληψη της νεοκλασικής οικονομικής για τις αμοιβές που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του επικρατούντος στις ΗΠΑ πολιτισμικού μείγματος. Παραπέμπει σχετικά στον  Gregory Mankiv που έγραφε ότι «οι άνθρωποι πρέπει  να παίρνουν αυτό που τους αξίζει. Κάποιος που συνεισφέρει περισσότερο στην κοινωνία αξίζει και το μεγαλύτερο εισόδημα, το οποίο αντανακλά και αυτή την συνεισφορά».  Αυτό συμβαίνει υπό τον όρο του ανόθευτου ανταγωνισμού στις αγορές. «Μπορεί κανείς εύκολα να συμπεράνει ότι, σε αυτές τις ιδανικές συνθήκες, κάθε άνθρωπος λαμβάνει τη σωστή ανταμοιβή».  Τότε, η αγοραία αξία καθενός (τι παίρνει δηλαδή) ταυτίζεται με την κοινωνική συνεισφορά του. Η όποια ανταμοιβή είναι  δίκαιη. Οι άνθρωποι παίρνουν ό,τι αξίζουν χάρις στο ταλέντο τους, την σκληρή δουλειά, τη μάθηση και τις γνώσεις.  Το επιχείρημα νομιμοποιεί ηθικά τις  μεγάλες εισοδηματικές διαφορές. 

Ο Sandel, αντίθετα, απορρίπτει την άποψη ότι οι άνθρωποι αμείβονται ή πρέπει να αμείβονται ανάλογα με τα προσόντα και ταλέντα τους. Προς τούτο    ανασκοπεί και ερμηνεύει την πλούσια σε ιδέες πολιτική φιλοσοφία γύρω από το ζήτημα της αμοιβής ανάλογα με τα προσόντα. Ενδεικτικά, υπενθυμίζει την άποψη εμβληματικών  φιλελεύθερων στοχαστών Friedrich Hayek,  Frank Knight, John Rawls κ.α. Κατά την ερμηνεία του Sandel,  o  Friedrich Hayek υποστήριζε ότι οι μισθοί και τα εισοδήματα  δεν ανταμείβουν το ταλέντο ή τα επιτεύγματά μας αλλά αντανακλούν συγκυριακά την οικονομική αξία των αγαθών και υπηρεσιών που προσφέρουν  όσοι συμμετέχουν στην αγορά.  Είναι προϊόν της «τύχης». Ο Frank Knight έγραφε   ότι  το να ανταποκρίνεσαι σε αυτά που ζητά η αγορά  δεν είναι αναγκαστικά το ίδιο πράγμα με το να συνεισφέρεις πραγματικά στην κοινωνία και ο John Rawls ότι οι προσωπικές επιδόσεις συχνά δεν οφείλονται στα  ταλέντα και τις προσωπικές προσπάθειες. Αυτοί οι παράγοντες παίζουν βέβαια κάποιο ρόλο, όμως λειτουργούν σε  δεδομένες συνθήκες: Π.χ. οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις που ευνοούν τη  επιτυχία. Και ακόμα: Ειδικά οι έμφυτες ικανότητες δεν δικαιολογούν υψηλότερες αμοιβές. Το πρακτικό συμπέρασμα είναι ότι τα κέρδη στον αγώνα για επιτυχία (τα υψηλά εισοδήματα) πρέπει να μοιράζονται  μέσω αναδιανεμητικών πολιτικών.

Τον  Sandel όμως δεν ικανοποιούν τα επιχειρήματα αυτά. Υποστηρίζει  ότι αυτοί οι φιλελεύθεροι απορρίπτουν μεν την ιδέα  ότι σε μία ανταγωνιστική οικονομία της αγοράς οι κερδισμένοι αξίζουν από ηθική άποψη τα κέρδη τους, αλλά δεν υπερασπίζονται το κοινό καλό αποφασιστικά καθώς παραβλέπουν τις ηθικές συνέπειες της καθοδηγούμενης από την αγορά αξιοκρατίας.  Η αέναη επιδίωξη  της ατομικής επιτυχίας κάθε ατόμου και ανάλογης αμοιβής, υποθάλπει ή συνυφαίνεται με ένα νοσηρό ατομικισμό: Εκτρέφει συμπεριφορές που αντιστρατεύονται το γενικό καλό, το οποίο υποτίθεται ότι υπηρετεί καθώς προκαλεί ένα τοξικό μείγμα αλαζονείας στους κερδισμένους και εξευτελισμού ή  δυσαρέσκειας σε όσους μένουν πίσω στην ανελέητη κούρσα επιτυχίας και κοινωνικής ανόδου. 

Αυτό δεν αλλάζει ακόμα και αν ξεπερασθούν οι ταξικοί φραγμοί και εφαρμοσθούν προγράμματα ίσων ευκαιριών, όπως προτείνουν οι φιλελεύθεροι που υποστηρίζουν το κοινωνικό κράτος, δηλαδή ακόμα και αν  όλοι έχουν τις ίδιες ευκαιρίες  να ανελιχθούν  και τα παιδιά της εργατικής τάξης να ανταγωνίζονται ισότιμα  τα παιδιά των προνομιούχων. Και τότε  πάλι, υποστηρίζει ο Sandel, επικαλούμενος προγενέστερες αναλύσεις, 

«θα προκαλούνταν αισθήματα αλαζονείας στους κερδισμένους και εξευτελισμού στους χαμένους. Οι κερδισμένοι θα θεωρούσαν την επιτυχία τους  ΄μια δίκαιη ανταμοιβή για τις δικές τους ικανότητες, τις δικές τους προσπάθειες , τις δικές τους αναμφισβήτητες επιτυχίες΄, και κατά συνέπεια θα κοιτούσαν αφ΄υψηλού  τους λιγότερο επιτυχημένους από αυτούς. Εκείνοι που δεν θα κατάφερναν   να ανελιχθούν  θα ένιωθαν    ότι δεν μπορούν να κατηγορήσουν παρά μόνο τον εαυτό τους». 

Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, γράφει ο Sandel, πρόσφερε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα  αλαζονείας : 

«Η ριψοκίνδυνη και άπληστη συμπεριφορά  των τραπεζών  της  Γουόλ Στριτ  έφερε την παγκόσμια οικονομία στο χείλος της κατάρρευσης, με αποτέλεσμα να χρειαστεί ένα μαζικό πακέτο βοήθειας  με χρήματα των φορολογούμενων. Την ώρα λοιπόν που οι ιδιοκτήτες  σπιτιών και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις  αγωνίζονταν να ανακάμψουν , οι μεγαλοτραπεζίτες  της Γουόλ Στριτ έσπευδαν να εισπράξουν μπόνους δεκάδων  δισεκατομμυρίων δολαρίων.»   

Και προσθέτει: 

« Η σημερινή κοσμική αξιοκρατική τάξη πραγμάτων ηθικοποιεί την επιτυχία με τρόπους που απηχούν  την παλιά πίστη στη θεία πρόνοια: παρόλο που οι επιτυχημένοι δεν χρωστούν τη δύναμη  και τον πλούτο τους στη θεία παρέμβαση – αλλά ανελίσσονται  χάρις στη δική τους προσπάθεια και τη δική τους σκληρή δουλειά- η επιτυχία τους είναι αποτέλεσμα της ανώτερης αρετής τους. Οι πλούσιοι είναι πλούσιοι επειδή αξίζουν περισσότερο  από τους φτωχούς. Αυτή η θριαμβολογική πλευρά της αξιοκρατιίας  είναι ένα είδος προνοιακής σκέψης  (providentialism) χωρίς Θεό […] Δεν έχει σχέση τόσο με την καλλιέργεια της αλληλεγγύης ή την εμβάθυνση  των δεσμών μεταξύ των πολιτών, όσο με την ικανοποίηση των καταναλωτικών τους προτιμήσεων με βάση το ΑΕΠ. Αυτό φτωχαίνει τον δημόσιο λόγο»  

Είμαστε πράγματι μακριά από τον αριστοτελική αγωνία για πολιτική αρετή και  φρόνηση με ανάλογη διαπαιδαγώγηση των πολιτών.  

Ένα ευφυές μανιφέστο κατά του κοινωνικού φιλελευθερισμού.

Κατά τη γνώμη μου η συνολική προσέγγισή του  Sandel εμπεριέχει πολλά θετικά στοιχεία: Μας παρακινεί να ξανασκεφθούμε τη διαταραγμένη ισορροπία μεταξύ του κοινού καλού και της αέναης επιδίωξης της ατομικής επιτυχίας όπως τη θέλει ο ανταγωνισμός. Υποδείχνει την ανάγκη για μια νέα ηθική σε πολιτική και κοινωνία. Απορρίπτει, επιστρατεύοντας την πολιτική φιλοσοφία, το δόγμα της πολιτικής οικονομίας ότι τελικά η αμοιβή του καθενός ανταποκρίνεται στην κοινωνική του συνεισφορά.  Πέραν τούτου ο Sandel εκθέτει την αναντιστοιχία μεταξύ αξιοκρατικών διακηρύξεων (του τύπου «ο καθένας λαμβάνει ό,τι αξίζει») και συμπεριφορών στην πράξη που τις ακυρώνουν.

Όμως η προσέγγισή του  πάσχει σε άλλα σημεία. Πρώτον, υπάρχει θέμα ορισμού. Η αξιοκρατία του Sandel δεν είναι ακριβώς ό,τι συνήθως αντιλαμβάνεται ο κοινός νους (και τα λεξικά), δηλαδή ουσιαστικά να μη γίνονται διακρίσεις σε βάρος των καλύτερων, αλλά στοιχείο ενός πολιτισμικού μείγματος που περιλαμβάνει, επαναλαμβάνω, την αέναη επιδίωξη της επαγγελματικής και οικονομικής επιτυχίας σε συνθήκες ανταγωνισμού, την ιδέα ότι οι πετυχημένοι «παίρνουν ό,τι αξίζουν» και  συνακόλουθα, την τάση τους να υποτιμούν του άλλους και να αντιστρατεύονται αλαζονικά αναδιανεμητικές πολιτικές. Κατά την αντίληψή του πρόκειται για ένα κυρίαρχο στις ΗΠΑ ιδίως πολιτισμικό στίγμα. 

Δεύτερον, ο Sandel  γενικεύει στο ζήτημα της κακής ηθικής των πετυχημένων μολονότι φυσικά δεν λείπουν εκδηλώσεις χαμηλής κοινωνικής ευθύνης και αναφέρεται απλουστευτικά στις κοινωνικές σχέσεις σε επιχειρήσεις και θεσμούς.  Το σπουδαιότερο ίσως είναι ότι δεν αναγνωρίζει διαφοροποιήσεις, που είναι  ιδιαίτερα χρήσιμες στη συγκριτική πολιτική, ούτε  στηρίζεται σε συστηματική σύγκριση διεθνών εμπειρικών. Συχνά επιχειρηματολογεί με δυαδικό τρόπο (binary). Στην πραγματικότητα όμως τα στοιχεία που περιέλαβε στο πολιτισμικό μείγμα διαφέρουν από χώρα σε χώρα, ακόμα και στο εσωτερικό κάθε χώρας, καθώς  και από αγορά σε αγορά. Στον ιδιωτικό τομέα λόγου χάριν  ο ανταγωνισμός  θέτει όρια στην πρόσληψη ανίκανων ή αδιάφορων, ανεπαρκών ή ανεκπαίδευτων για εργασίες που απαιτούν γνώσεις, αποτρέπει την ανάθεση έργων σε φιλικούς αλλά κακούς υπεργολάβους, την τοποθέτηση ανεπαρκών συγγενών σε διευθυντικές θέσεις  κ.α.   

Προτάσσοντας το ερώτημα αν η επιδίωξη της ατομικής επιτυχίας  είναι καλή ή κακή ηθικά, ο Sandel παρακάμπτει το ζήτημα ότι μπορεί να ισχύουν περισσότερο ή λιγότερο αξιοκρατικές διαδικασίες σε μία κοινωνία. Έτσι όμως αφαιρεί τη βάση για κάθε πρακτική συζήτηση σχετικά με τα πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα θεσμών όπως η αξιολογηση, η διαφάνεια και η καθιέρωση κινήτρων. Αυτό δε σε μια εποχή στην οποία αξιολογούνται σχεδόν τα πάντα – άνθρωποι, επιχειρήσεις, κράτη.  Κατά προέκταση παραβλέπει συγκεκριμένα πορίσματα συγκριτικών ερευνών σύμφωνα με τα οποία  κοινωνίες, στις οποίες  λειτουργούν καλύτερα οι κανόνες του υγιούς ανταγωνισμού και επιβραβεύονται όσοι αποκτούν περισσότερα προσόντα και εργάζονται ευσυνείδητα, αναπτύσσουν μεγαλύτερο δυναμισμό και επιτυγχάνουν υψηλότερα επίπεδα ευημερίας σε σύγκριση με άλλες όπου ο ανταγωνισμός νοθεύεται με πάσης φύσης μεθόδους. Συχνά μάλιστα ο υγιής ανταγωνισμός παντρεύεται με  υψηλά επίπεδα ευθύνης έναντι του συνόλου. Και η  φιλοσοφία του κοινωνικού κράτους ανταποκρίνεται, έστω εν μέρει,  στο αίτημα για ίσες ευκαιρίες. Μερικές φορές είχα την εντύπωση διαβάζοντας την Τυραννία της αξίας ότι είναι ένα επεξεργασμένο μανιφέστο κατά του σύγχρονου κοινωνικού φιλελευθερισμού. 

Συναφώς, η προσέγγιση Sandel φαινομενικά μόνο ικανοποιεί δήθεν προοδευτικές αντιλήψεις για την κοινωνία. Και αυτό γιατί, λογικά,  υποβάλλει το συμπέρασμα ότι δεν χρειάζονται πολιτικές που σκοπεύουν στη δημιουργία ίσων ευκαιριών για κοινωνική άνοδο στις ΗΠΑ κ.α. Εκεί (και αλλού) το κύριο όχημα είναι πράγματι η εκπαίδευση. Στη λογική του  Sandel όλα αυτά περιττεύουν γιατί ωθούν περισσότερους στο κυνήγι της επιτυχίας. Κατά προέκταση, ο Sandel  υποθάλπει  ένα κίβδηλο εν τέλει εξισωτισμό, τον οποίο παντρεύει με τη λαϊκιστική απόρριψη των ελίτ.

 Λογικά, το δίλημμα  που θέτει συνοψίζεται ως εξής : Αν ο σκοπός δεν αξίζει  γιατί να υποβληθούμε σε οποιονδήποτε κόπο; 

Τι κρατάμε από το έργο του Sandel για την ελληνική περίπτωση; 

Πολλά από τα ζητήματα που εγείρει ο  Sandel  τα συναντούμε και εδώ. Γεγονός είναι ότι εισοδηματικές ανισότητες συνεπάγονται άνισες ευκαιρίες κοινωνικής ανόδου υποσκάπτοντας έτσι την αρχή των ίσων ευκαιριών. Επίσης, διαπιστώνουμε υπερβολική έμφαση στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Οι οικογένειες  κάνουν ό,τι μπορούν για να στείλουν το παιδί τους στα Πανεπιστήμια προκειμένου να αποκτήσουν τυπικά προσόντα είτε για την είσοδο στο Δημόσιο, είτε σε ορισμένα καθ΄ υπόθεση προσοδοφόρα επαγγέλματα γιατρών, μηχανικών κ.α. Κοινωνία και πολιτική πίεζαν ακατάπαυστα για επέκταση («μαζικοποίηση») της πανεπιστημιακής παιδείας ώστε να επιτρέψει σε ολοένα και περισσότερους απόφοιτους των γυμνασίων (παλαιότερα) και των λυκείων (σήμερα) να εισέλθουν στα Πανεπιστήμια. Το μαζικό άνοιγμα των Πανεπιστημίων διευκόλυνε μεταξύ άλλων ο πολλαπλασιασμός των ΑΕΙ και των Τμημάτων τους, καθώς και η εισαγωγή σε πολλά από αυτά χωρίς επαρκείς γνώσεις όπως έδειχναν οι βαθμοί κάτω από τη βάση. Η επαγγελματική-τεχνική εκπαίδευση υποβαθμίσθηκε. Το τελευταίο βήμα έγινε με την ένταξη των ΤΕΙ  (υποτίθεται της κορυφής της επαγγελματικής – τεχνικής παιδείας) στα Πανεπιστήμια προκειμένου να ικανοποιηθούν προεκλογικά (πριν από το 2019) πάγια αιτήματα διδασκόντων και πιθανόν διδασκομένων. 

Σε αντίθεση με την ιεράρχηση του Sandel, στην Ελλάδα δεν ενδιαφέρει τόσο  η υποκειμενική επιδίωξη της επιτυχίας, αλλά προέχει αν θεσμοί και διαδικασίες γενικά επιβραβεύουν τις προσπάθειές των ανθρώπων  να αποκτήσουν προσόντα  και τι οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες έχει  η παράκαμψή τους για το σύνολο- ας πούμε την εθνική οικονομία. 

Γεγονός είναι επίσης ότι μέσω οικογενειακών και φιλικών διασυνδέσεων και πελατειακών σχέσεων παρακάμπτονται συστηματικά τυπικοί κανόνες (π.χ. προσλήψεις στο Δημόσιο μέσω ΑΣΕΠ) που εξασφαλίζουν ότι οι καλύτερα προετοιμασμένοι επιλέγονται για την είσοδο στο Δημόσιο. Εύκολα τεκμηριώνεται ότι  οι διορισμοί σε διάφορες θέσεις γίνονται συχνά (αν και όχι πάντοτε) με κριτήριο την κομματική νομιμοφροσύνη, δημόσια έργα κατατεμαχίζονται  για να ανατεθούν σε ημέτερους εργολάβους, κ.ο.κ.  και εφαρμόζονται συχνά ευφάνταστες μέθοδοι για την καταστρατήγηση κάθε έννοιας αξιοκρατίας. 

Πολυάριθμα  άρθρα και βιβλία  ων ουκ έστιν αριθμός εξετάζουν τον ρόλο του πελατειακού συστήματος και της οικογένειας στην Ελλάδα ως πηγών πολύμορφων διακρίσεων. Το βασικό μοτίβο τους είναι ότι οι οικογενειακές διασυνδέσεις και οι άτυπες πελατειακές διευθετήσεις  δεν υποτάσσονται σε οποιαδήποτε έννοια αξιοκρατίας ή «κοινού καλού»  και επηρεάζουν αρνητικά την ποιότητα των κρατικών υπηρεσιών, το μέγεθος της επιχειρηματικότητας, την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, ως ένα βαθμό τα χρέη και την εσωστρέφεια της κοινωνίας και την ποιότητα της πολιτικής καθαυτής.  Οι πρακτικές αυτές δεν χαρακτηρίζουν μία μόνο πολιτική παράταξη και έχουν δηλητηριάσει το πολιτικό κλίμα καθώς έχουν προκαλέσει γενικευμένη μη εμπιστοσύνη  σε θεσμούς και πρόσωπα.  

Σύμφωνα με  έρευνες γνώμης,  στη χώρα μας και οι πολίτες θεωρούν πως οι νόμοι δεν εφαρμόζονται με τον ίδιο τρόπο για όλους (71% των ερωτώμενων), υπάρχει  μεροληψία στη Δικαιοσύνη (81%), και γενικά αναξιοκρατία  (80,5%). Επίσης, οι έρευνες γνώμης δείχνουν, όπως το θέτουν οι Μαρατζίδης και Σιάκας, ότι «ο θεσμός που εμπιστευόμαστε περισσότερο είναι η οικογένεια  και μάλιστα με τόσο μεγάλη διαφορά από τους υπόλοιπους»

Στο ιδεολογικό επίπεδο η αξιολόγηση προσόντων, ευσυνειδησίας, ειδίκευσης  έχει γίνει ανάθεμα.  Διάχυτα είναι «προοδευτικά» ιδεολογήματα  (του τύπου «η αριστεία είναι ρετσινιά») που υποθάλπουν υποκριτικά  έναν αντιπαραγωγικό εν τέλει εξισωτισμό,  παντρεύουν την κριτική τους με όλα τα χαρακτηριστικά του αβαθούς λαϊκισμού, ιδίως με τη γενικευμένη  απόρριψη των ελίτ και αντιστρατεύονται μέτρα όπως η αξιολόγηση γενικά στο Δημόσιο και ειδικά στην Παιδεία, η ανασύσταση των προτύπων και πειραματικών σχολείων κ.α.  

Σε πυκνή διατύπωση ο κόσμος μας διαφέρει από τον κόσμο που ανατέμνει ο Sandel στον οποίο  «η καθοδηγούμενη από την αγορά αξιοκρατία» έχει αναχθεί σε υπέρτατη αρχή. Το θεσμικό και ιδεολογικό κλίμα της Ελλάδας διαφέρει σε σύγκριση με το αμερικανικό. Σε αντίθεση με όσα περιγράφει ο Sandel για τις ΗΠΑ, η αξιοκρατία εδώ είναι το ζητούμενο. 

Ωστόσο δεν πρέπει να γενικεύουμε. Η ίδια η οικονομική εξέλιξη  και οι διεθνείς συνθήκες επέβαλαν διαδικασίες αξιοκρατικές ώστε να επιλέγονται  πολλοί που έχουν ταλέντο, εξειδικευμένες γνώσεις και εργάζονται ευσυνείδητα. Η ελληνική κοινωνία έχει αποδεχθεί ορισμένες μορφές αξιολόγησης π.χ. τις εισαγωγικές εξετάσεις στα Πανεπιστήμια, διορισμούς στο Δημόσιο μέσω του ΑΣΕΠ παρά τις απόπειρες παράκαμψής του, τις αξιολογήσεις της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς κ.α.  

Μετά τις εκλογές του 2019 και την ανάληψη της κυβέρνησης από τη ΝΔ, ένα κόμμα με βαθιές πελατειακές δικτυώσεις αλλά με μία ηγεσία σήμερα προσανατολισμένη σε  φιλελεύθερες αρχές, εντάθηκαν οι θεσμικές τομές που στόχευαν στην αποτίμηση γνώσεων και ικανοτήτων σε ορισμένες περιοχές πολιτικής κυρίως στην εκπαίδευση και στη Δημόσια Διοίκηση. 

Αυτή η αξιοκρατική επιτάχυνση, αιτιολογήθηκε και αιτιολογείται με διάφορα επιχειρήματα: Προάγει  την παραγωγικότητα και την καινοτομία, την της χώρας στον διεθνή  ανταγωνισμό, την ποιότητα τοι κοινωνικού κράτους. Επομένως υπηρετεί  το γενικό καλό. Με απλά λόγια η χώρα θα τα καταφέρει στο διεθνές και ευρωπαϊκό πεδίο αν αξιοποιεί και επιβραβεύει ταλέντα, ικανότητες και ευσυνείδητες προσπάθειες των ανθρώπων της. 

Τυπική είναι σήμερα η ηρωική προσπάθεια της υπουργού Παιδείας κ. Κεραμέως που προτείνει ή προωθεί εκ νέου την αυτοαξιολόγηση των σχολικών μονάδων  (ως πρώτου σταδίου μιας συνολικής διαδικασίας αξιολόγησης), τον θεσμό των πειραματικών και προτύπων σχολείων,  τις  μετρήσεις  PISA (Programme for International Student Assessment) του ΟΟΣΑ, την καθιέρωση πιστοποιητικού παιδαγωγικής επάρκειας  για υποψήφιους καθηγητές,  που θα αποκτάται μετά από παρακολούθηση  ειδικών προγραμμάτων στα Πανεπιστήμια, το σύστημα επιλογής εκπαιδευτικών για διοικητικές θέσεις, τον θεσμό των μεντόρων (συμβούλων νεοδιορισμένων από εμπειρότερους) κ.λ.π. 

Κατά τη γνώμη μου και ο Στέφανος Μάνος υπερασπίζεται χωρίς εάν και εφόσον (αλλά με κάποια ανεδαφικότητα) την ανάγκη για αξιοκρατία. Γράφει, ενδεικτικά, ότι  

«το σύστημα της αμοιβής και της διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού στο Δημόσιο είναι προβληματικό […] Στο Δημόσιο θα έπρεπε να χειριζόμαστε το ανθρώπινο δυναμικό λίγο ή πολύ όπως θα το έκανε μια ευνομούμενη πολιτεία. Σε αξιολογώ συστηματικά, προσπαθώ να σε βοηθήσω να γίνεις καλύτερος. Αν αποτύχεις επανειλημμένως σε διώχνω. Αν είσαι καλύτερος σε πληρώνω καλύτερα […] Είναι ανήθικο να πληρώνει ένας φορολογούμενος για κάποιον που είναι αποδεδειγμένα ακατάλληλος» […] Δεν θα φτιάξουμε κράτος αν δεν ενσωματώσουμε τη διαδικασία αξιολόγησης του προσωπικού». 

Υιοθετώ λοιπόν  ένα διαφορετικό πλαίσιο  προσέγγισης του ζητήματος της αξιοκρατίας από εκείνο του Sandel. Ίσως μάλιστα μπορούμε να αντιστρέψουμε το επιχείρημα του: Το κοινό καλό,  η αίσθηση της κοινότητας, η διάθεση για αλληλεγγύη, γενικά η εμπιστοσύνη στην κοινωνία και η ανάπτυξη έχουν μεταξύ άλλων ως  προϋπόθεση την αξιοκρατία με την έννοια της αποφυγής διακρίσεων που οφείλονται στην πελατειακή- κομματική και οικογενειακή λογική σε βάρος όσων έχουν ταλέντο και προσόντα ή είναι παραγωγικότεροι.  

Για το έργο αυτό η ανάλυσή του Sandel δεν μας χρησιμεύει ιδιαίτερα.  

Υπό έκδοση: Φανερές και αφανείς αντιθέσεις – Παράδοση και νεωτερικότητα στη μεταδικτατορική Ελλάδα, 1974-2022. Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2023

Πάνος Καζάκος και Πάνος Κολιαστάσης

Η μελέτη αυτή αναδεικνύει τη σημασία πολιτισμικών παραμέτρων για την κατανόηση των εξελίξεων σε θεσμούς και πολιτική από την πτώση της Δικτατορίας μέχρι σήμερα. Απαντά στα ερωτήματα: ποιοι πραγματικά είμαστε (όχι ποιοι θα έπρεπε  να είμαστε), από ποιες αξίες και ιδέες εμφορούμαστε, πως αυτές σημάδεψαν πολιτικές αποφάσεις, συλλογικές και ατομικές συμπεριφορές αλλά και πως επηρεάσθηκαν από τις παγκόσμιες και ευρωπαϊκές εξελίξεις. Το θεμελιώδες ερώτημα λοιπόν είναι, γιατί κάνουμε ό,τι κάνουμε.

Καταλύτης για το ανά χείρας κείμενο ήταν η ελληνική κρίση που σοβούσε από καιρό αλλά ξέσπασε το 2009-2010 και διήρκεσε μια ολόκληρη δεκαετία (2009-2019). Οι επόμενες εξωγενείς  αναταράξεις (2020-2022) βρήκαν μια κλονισμένη οικονομία και κοινωνία. Η κρίση γενικά επέβαλε να επανεξετάσουμε ολόκληρη τη μεταδικτατορική περίοδο (λέγε Μεταπολίτευση) και συγκεκριμένα τα πολιτισμικά θεμέλια του αναπτυξιακού μοντέλου. 

Η βασική μας θέση είναι ότι κατά τη Μεταπολίτευση, σε ελληνική πολιτική και κοινωνία, σε συμπεριφορές ατόμων και ομάδων επικράτησε ένας  πολιτισμικός πλουραλισμός – ένα μείγμα -εν μέρειαντίθετων μεταξύ τους αξιών και ιδεών  της παράδοσης, κυμάτων της νεωτερικότητας και της μετανεωτερικότητας.  Το μείγμα ήταν ρευστό με την έννοια ότι εμπλουτιζόταν με νέα στοιχεία σε μεταβαλλόμενη ισορροπία με τα υπόλοιπα. Συχνά τα ίδια τα άτομα εμφορούνταν από πολλαπλές και εν μέρει ασύμβατες μεταξύ τους αξίες.

Αναπόφευκτα, αναδύθηκαν ποικίλα αξιακά διλήμματα αλλά και συμβιβασμοί  (υβριδικές λύσεις). Κάθε περιοχή πολιτικής εμφανίζει βέβαια ιδιαιτερότητες. Για παράδειγμα, στη Δημόσια Διοίκηση  αντιπαλεύουν η εκπλήρωση του καθήκοντος με την πελατειακή νομιμοφροσύνη, η συναδελφική αλληλεγγύη με τη λογοδοσία, η επετηρίδα με την αξιολόγηση. Στη χωροταξία αντιπαλεύει η διάσωση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος με τις κυρίαρχες αντιλήψεις για την ιδιοκτησία. Στην κοινωνική πολιτική η γενική οργάνωση της αλληλεγγύης μέσω του κοινωνικού κράτους με προνομιακές ρυθμίσεις.

Η εργασία αυτή, αφού  εξετάσει  τις θεωρητικές προσεγγίσεις της κουλτούρας που έχουν προταθεί κατά καιρούς (θεωρία κοινωνικού κεφαλαίου, θεωρία του εκσυγχρονισμού κλπ.), συγκεκριμενοποιεί τις υποθέσεις μας για το πολιτισμικό τοπίο της χώρας, και αναλύει την ένταση ανάμεσα σε παράδοση, (αντιφατικές) νεωτερικές αξίες (ελευθερία έναντι ισότητας ή δικαιοσύνης) και μετανεωτερικά φαινόμενα (ταυτοτικά κινήματα) σε επιλεγμένες περιοχές πολιτικής. Συναφώς, υπεισέρχεται και σε θέματα που συζητήθηκαν κατά καιρούς ευρύτατα – πως  προβεβλημένοι διανοούμενοί μας αντιλήφθηκαν τις αξιακές εντάσεις ( Π. Κονδύλης, Κ.Τσουκαλάς, Δ. Χατζής, Γιάννης Μπαλαμπανίδης  κ.α.), τι μας δίνει η θέση του πολιτισμικού δυισμού,  αν η χώρα διαθέτει κάποιον ηγεμονικό πυρήνα ιδεών και αξιών (Δ. Τζιόβας, Ευκλείδης Τσακαλώτος, Πέτρος Παπασαραντόπουλος, Ανδρέας  Πανταζόπουλος, κ.α.), σε πιο βαθμό έγινε νεωτερική, αν και πως επηρέασε την κουλτούρα μας ο ευρωπαϊκός ιδεότυπος, ποιες συνθέσεις αξιών και ιδεών επιχείρησαν συντεταγμένες πολιτικές δυνάμεις.   

Βιβλιοκριτική: Πάνος Κολιαστάσης Πρωθυπουργοί σε διαρκή εκλογική εκστρατεία: Κ. Σημίτης, Κ. Καραμανλής, Γ. Παπανδρέου,  εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2021.

The Books’ Journal 2021

Το βιβλίο του Πάνου Κολιαστάση μας βοηθά να κατανοήσουμε τις αλλαγές στην επικοινωνιακή (και όχι μόνο) πολιτική που συνέβησαν στη χώρα ιδίως μετά το 1990. Η έρευνα του είναι χρήσιμη πηγή και για τους ειδικούς επικοινωνιολόγους, ο κύκλος των οποίων έχει διευρυνθεί    στον ακαδημαϊκό χώρο και πολύ περισσότερο στο πεδίο της μάχιμης πολιτικής.

Ο συγγραφέας κατέχει τις αναγκαίες για το εγχείρημα ακαδημαϊκές περγαμηνές: Έχει σπουδάσει πολιτική επιστήμη στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, έλαβε το πρώτο μεταπτυχιακό  (Msc στη δημόσια πολιτική)  στο Queen Mary University of London  και είναι διδάκτωρ πολιτικής επιστήμης στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζουν σε θέματα πολιτικής επικοινωνίας, εκλογικής συμπεριφοράς και συγκριτικής πολιτικής.

Στην εργασία αυτή επεξεργάσθηκε την επικοινωνιακή στρατηγική  των τριών Ελλήνων πρωθυπουργών που αναφέρονται στον τίτλο από τη θεωρητική σκοπιά της «διαρκούς εκλογικής εκστρατείας» ( permanent campaign).

               Με τον όρο αυτό η σχετική βιβλιογραφία εννοεί ότι ο πολιτικός αρχηγός που κερδίζει εκλογές και αναλαμβάνει την πρωθυπουργία δεν σταματά την εκλογική εκστρατεία μόλις κερδίσει εκλογές, αλλά τη συνεχίζει καθ΄ όλη τη διάρκεια  της θητείας του έως τις επόμενες εκλογές. Στόχος του είναι η διατήρηση της δημοτικότητάς του και κατά συνέπεια της δημοτικότητας του κυβερνώντος κόμματος.

Φυσικά η επανεκλογή δεν είναι ο μόνος στόχος των ηγετών, που ενδιαφέρονται επίσης για την ιστορική τους δικαίωση (υστεροφημία), την αξιοπιστία και τις πεποιθήσεις τους. Αλλά υπάρχει θέμα στάθμισης των διαφόρων στόχων. Αναμφίβολα σε αρκετές περιπτώσεις η επανεκλογή υποσκελίζει τους άλλους στόχους, έχει ειδικό βάρος και συνέπειες. 

Η μεθοδολογία του συγγραφέα μπορεί άνετα να επεκταθεί και σε άλλους πρωθυπουργούς, τον Αλέξη Τσίπρα και Κυριάκο Μητσοτάκη. Η έρευνα καλύπτει ένα ερευνητικό κενό.

               Το φαινόμενο, πρόεδροι ή πρωθυπουργοί να βρίσκονται σε μόνιμη εκλογική εκστρατεία με διάφορα μέσα  που περιέχει η εργαλειοθήκη της επικοινωνιακής πολιτικής  εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ, αλλά επεκτάθηκε και στις περισσότερες φιλελεύθερες δημοκρατίες.  Η συμπεριφορά αυτή ευνοήθηκε από τις νέες θεσμικές, και τεχνολογικές συνθήκες και, ίσως, τους επιβλήθηκε:    Αν οι πρόεδροι ή πρωθυπουργοί στις νέες συνθήκες δεν εκστρατεύουν διαρκώς για επανεκλογή, θα βρουν απέναντί τους ανταγωνιστές που αυτό ακριβώς κάνουν.

               Ο Πάνος Κολιαστάσης εξετάζει το φαινόμενο της διαρκούς εκλογικής εκστρατείας στην Ελλάδα για την περίοδο μετά το 1990. Όμως και νωρίτερα, τη δεκαετία του ’80, η χαρισματική προσωπικότητα του Ανδρέα Παπανδρέου  ενεργούσε σαν να βρισκόταν σε μόνιμη σχεδόν εκλογική εκστρατεία μετά το 1981 και το 1985. Δεν διέθετε ιδιαίτερες υποδομές, αλλά πολλές αποφάσεις του μπορούν να γίνουν κατανοητές μόνον ως στοιχεία μιας διαρκούς εκλογικής εκστρατείας μοναδικός σχεδόν φορέας της οποίας ήταν ο ίδιος: αλλεπάλληλοι ανασχηματισμοί των κυβερνήσεων του, απότομες αλλαγές της οικονομικής πολιτικής (1985, 1987),  αιφνιδιασμοί της κοινής γνώμης όπως ήταν η διάσπαση της ΓΣΕΕ, η επιλογή του Σαρτζετάκη στην Προεδρία της Δημοκρατίας αντί του Κωνσταντίνου Καραμανλή και η εξώθηση προβεβλημένων στελεχών σε παραίτηση (μεταξύ άλλων του Απόστολου Λάζαρη, του Γεράσιμου Αρσένη και του Κώστα Σημίτη). Επικοινωνιακούς στόχους είχαν και οι ευφάνταστες λεκτικές καινοτομίες («κοινωνικοποίηση» κρατικών επιχειρήσεων, «αναδόμηση» αντί ανασχηματισμού, ετεροχρονισμένη τιμαριθμική προσαρμογή κλπ.).

Τώρα, μετά το 1990 η στρατηγική της διαρκούς εκλογικής εκστρατείας αποκτά σαφέστερα χαρακτηριστικά και αποτελείται από πέντε συστατικά που αναλύονται στο πρώτο κεφάλαιο: τη δημιουργία και λειτουργία τομέων σχεδιασμού  και υλοποίησης της επικοινωνιακής πολιτικής στο μέγαρο Μαξίμου και στην κυβέρνηση,  τη συστηματική συνεργασία  με επαγγελματίες επικοινωνιολόγους και ειδικούς στα ΜΜΕ, τη ακατάπαυστη χρήση απόρρητων δημοσκοπήσεων  και τη διαμόρφωση  πολιτικών μηνυματων (σλόγκαν)  και τις δημόσιες εμφανίσεις. Από την ανάλυση δεν προκύπτει ευκρινώς τι τελικά είχε μεγαλύτερο βάρος  στις αποφάσεις η ουσιαστική πολιτική ή η επικοινωνία.

               Όμως η μελέτη του Π.Κ. δεν απαντά μόνο στα ερωτήματα  αν, με ποιον τρόπο και για ποιους λόγους οι πρωθυπουργοί της χώρας εφάρμοσαν  τη στρατηγική της διαρκούς προεκλογικής εκστρατείας, αλλά και στο κρίσιμο ερώτημα πόσο αποτελεσματική ήταν η στρατηγική αυτή. Η αποτελεσματικότητα μετριέται με τη δημοτικότητά  τους, την οποία καθ΄ υπόθεση υπηρετεί η στρατηγική της διαρκούς εκλογικής εκστρατείας

               Ενδιαφέρον  έχει από μεθοδολογική άποψη  η χρήση στατιστικών εργαλείων , π.χ.  η συσχέτιση  μεταξύ δύο μεταβλητών –  των δημοσίων εμφανίσεων των πρωθυπουργών και της δημοτικότητά τους, όπως αποτυπώνεται στους δείκτες των δημοσκοπήσεων.

               Αλλά το κύριο χαρακτηριστικό της έρευνας είναι ότι Ο Π.Κ. προσεγγίζει το θέμα με βάση πρωτογενή δεδομένα όπως κυβερνητικά έγγραφα  και συνεντεύξεις με κυβερνητικά στελέχη. Αναγνωρίζει βέβαια ότι  η υπερβολική εξάρτηση από συνεντεύξεις μπορεί να προκαλεί προβλήματα εγκυρότητας των αποτελεσμάτων λόγω της αναπόφευκτης μεροληψίας των ερωτώμενων, όμως θεωρεί ότι η μεροληπτικότητα μπορεί να περιορισθεί αισθητά με την προετοιμασία κατάλληλων ερωτηματολογίων και με ευρύτερες συγκρίσεις.

               Το συμπέρασμα της έρευνας είναι αντίθετο με ό,τι γενικά πιστεύουν πολλοί: «Η επίδραση της διαρκούς καμπάνιας στη δημοτικότητα των πρωθυπουργών  είναι ασθενής […]Με άλλα λόγια η περίπτωση της Ελλάδας παρέχει πρόσθετες εμπειρζικές αποδείξεις  για το επιχείρημα ότι η διαρκής εκλογική εκστρατεία ελάχιστα βελτιώνει τα ποσοστά δημοτικότητας των πολιτικών ηγετών.»  (σελ. 165). Αυτό επιβεβαιώνει τα πορίσματα παρόμοιων μελετών στις ΗΠΑ.

               Έτσι εγείρονται  νέα ερωτήματα: Πρώτον, πως εξηγείται η ελάχιστη επίδραση της διαρκούς καμπάνιας στη δημοτικότητα των ηγετών και μάλιστα σε μία εποχή διάδοσης των νέων τεχνολογιών επικοινωνίας;   Δεύτερον, Αν ισχύει η υπόθεση της αφλογιστίας του όπλου της διαρκούς καμπάνιας, τότε γιατί οι ηγέτες την εφαρμόζουν; 

                Η εξήγηση δεν είναι εύκολη: Τελικά, όπως τονίζει ο Π.Κ., η δημοτικότητα  και η επανεκλογή εξαρτώνται όχι μόνο από την ποιότητα και ένταση της διαρκούς εκλογικής εκστρατείας, αλλά και από ολόκληρη σειρά άλλων παραγόντων όπως η καλή ή κακή οικονομική συγκυρία, σκάνδαλα, εξωτερικές διαταραχές που συσπειρώνουν το κόσμο γύρω από την ηγεσία (όπως συμβαίνει σήμερα στη Γαλλία και συνέβη στην Ελλάδα το 2020 μετά την κρίση των συνόρων), η ίδια η ποιότητα της οικονομικής πολιτικής, η έλλειψη εμπιστοσύνης   κ.α.

Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, η παραπομπή στην άγνοια δεν ικανοποιεί δεδομένου ότι οι ηγέτες περιβάλλονται από έναν εσμό συμβούλων και οι πηγές πληροφόρησης είναι αναρίθμητες.  Μπορούμε να δεχθούμε ότι οι ηγέτες ακολουθούν ρουτίνες που δεν έχουν οι ίδιοι επιλέξει ή, εναλλακτικά ότι δεν αντιλαμβάνονται τη διαφορά μεταξύ προεκλογικής ρητορικής  και κυβερνητικής πολιτικής, ή, αν την αντιλαμβάνονται, ότι ελπίζουν πως θα συγκαλύπτουν την απόκλιση από προεκλογικές υποσχέσεις με επικοινωνιακά και άλλα τεχνάσματα; Η «διαρκής καμπάνια» δεν είναι αθώα πρακτική, όπως μας προειδοποιεί ο Πάνος Κολιαστάσης επιμένοντας στις λεπτομέρειές της. Χρειάζεται να αναφέρουμε παραδείγματα μετά από όσα ζήσαμε τις τελευταίες δεκαετίες;

Μένει τέλος να συζητηθούν οι πιθανές συνέπειες της πολιτικής που ασκείται υπό τους όρους μιας διαρκούς εκλογικής καμπάνιας, δηλαδή με το βλέμμα στις δημοσκοπήσεις. Σε άλλη διατύπωση: Τι συνέπειες για την ποιότητα της πολιτικής μπορεί να έχει αν ή όταν οι ηγεσίες  σκέφτονται την επανεκλογή αμέσως μετά την εκλογή τους και καθοδηγούνται από συνεχείς δημοσκοπήσεις; Μπορεί σε τέτοιες  συνθήκες να διαμορφωθεί  σταθερή και μακρόπνοη πολιτική; Να αντιμετωπισθούν πιεστικά προβλήματα  χωρίς να μετατεθεί το κόστος σε ένα αόριστο μέλλον (time inconsistency) ή να ελεγχθούν οι εξωτερικές επιπτώσεις (externalities) ατομικών και συλλογικών επιλογών, να προστατευθεί πραγματικά το περιβάλλον;

               Ο Τζέιμς Φρίμαν Κλαρκ  έλεγε ότι « ένας πολιτικός σκέφτεται τις επόμενες εκλογές. Ένας ηγέτης σκέφτεται την επόμενη γενιά». Διερωτώμαι, λοιπόν τι γίνεται όταν ο ηγέτης σκέφτεται πρωτίστως  τις επόμενες εκλογές όπως υπονοεί η  στρατηγική  της διαρκούς καμπάνιας;

Από την αναδιάρθρωση της ΑΤΕ στο άδοξο τέλος της. Α case study πολιτικής οικονομίας.

Πρόλογος στο βιβλίο του Δ. Μηλιάκου  Η κοινωνικοοικονομική πορεία και το βίαιο τέλος της Αγροτικής Τράπεζας, εκδόσεις Βασδέκης, Αθήνα 2021, σελ. 13-22.

  1. Ένα επίκαιρο και διδακτικό βιβλίο.

Το ανά χείρας βιβλίο του Δημήτρη Μηλιάκου έχει ως κύριο αντικείμενο τις τύχες της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΑΤΕ, αργότερα ΑΤΕ Bank). Παρακολουθεί τη διαδρομή της και αναζητά τις αιτίες  του άδοξου τέλους της το 2012  μετά από μια επιτυχημένη όπως φαίνεται περίοδο εκσυγχρονισμού της.  Το βιβλίο είναι επίκαιρο, γιατί οι ιδιωτικοποιήσεις και λοιπές αναδιαρθρώσεις στον τραπεζικό τομέα με εξαγορές και συγχωνεύσεις συνεχίζονται. Είναι επίσης  διδακτικό, γιατί προσφέρει μια συναρπαστική περιγραφή  «αφανών συμπαιγνιών» (Mancur Olson) και αντιθέσεων συμφερόντων μεταξύ πολλών εμπλεκομένων στις οικονομικές διαδικασίες – πολιτικών, τράπεζας, ανταγωνιστών του ιδιωτικού τομέα, συνεταιρισμών, ανεξαρτήτων αρχών, τοπικών παραγόντων και συνδικαλιστών.  Φωτίζει μερικές από τι δυσλειτουργίες όχι μόνο του κράτους, αλλά και του ιδιωτικού τομέα και των ανεξαρτήτων αρχών.  Επομένως, το βιβλίο μπορεί να διαβασθεί από περισσότερες οπτικές γωνίες- ως ιστορικό μιας πορείας, ως συνεισφορά στην πολιτική οικονομία (δηλαδή στις σχέσεις οικονομίας και πολιτικής) της χώρας και ως προσπάθεια ενός πρωταγωνιστή  να εργασθεί εκσυγχρονιστικά μαζί με άλλα στελέχη  εντός του θεσμού (2002-2009) και με ούριο άνεμο από την τότε κυβέρνηση ΝΔ. 

Το βιβλίο συνδυάζει τεχνοκρατική ανάλυση με μια πολιτικοκοινωνικά ευαίσθητη ματιά. Ο συγγραφέας  ενδιαφέρεται μεν για την τράπεζα, καθώς τον διαπερνά η αγωνία του για την επιβίωσή της σε ένα μεταβαλλόμενο εθνικό, διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον,  αλλά ο ίδιος διαπνέεται και από μια   ισχυρή αίσθηση ευθύνης για το δημόσιο συμφέρον. Είναι μια ειλικρινής και θαρραλέα απόπειρα να εμβαθύνει με κριτική διάθεση στην πορεία που κατέληξε στο κλείσιμο της ΑΤΕ. Ο τίτλος του βιβλίου «Η κοινωνικοοικονομική πορεία και το βίαιο τέλος της Αγροτικής Τράπεζας (Ντοκουμέντα, Μυθεύματα και Αναπάντητα Ερωτηματικά), Αθήνα, 2021» έχει προγραμματικό χαρακτήρα.

Μπορεί κανείς να έχει ενστάσεις για ορισμένες θέσεις του ή για παραλείψεις, αλλά ο σκληρός πυρήνας των πληροφοριών που παρέχει δικαιώνουν πολλές από τις εξηγήσεις των γεγονότων που δίνει.

2. Μία μαρτυρία εκ των έσω.  

Ο Δημήτρης Μηλιάκος είναι παιδί της ΑΤΕ.  Εκεί άρχισε την επαγγελματική του πορεία ως οικονομολόγος  στη Διεύθυνση Μελετών και Προγραμματισμού για να ορισθεί υποδιοικητής το 1991-3 και στη συνέχεια διοικητής του ιδρύματος το 2004-2009. Συνέδεσε το όνομά του με τις προσπάθειες εκσυγχρονισμού της τράπεζας.

Η Τράπεζα ήταν σημαντικός βραχίονας της αγροτικής πολιτικής μας και διατήρησε τους δεσμούς της με τους αγρότες μετά τη μετατροπή της σε κανονική τράπεζα (ΑΤΕbank).  Εκτός άλλων, η μελέτη μας υπενθυμίζει ότι η αγροτική οικονομία αποτελούσε (και αποτελεί) σημαντικό τομέα της ελληνικής οικονομίας, συμβάλλοντας στο ΑΕΠ και στις εξαγωγές.

Γνωρίζοντας την επιστημονική επάρκεια μέσω των συγγραμμάτων που έχει δημοσιεύσει και, το σπουδαιότερο,  την ακεραιότητα χαρακτήρα του συγγραφέα, εκτιμώ  ότι φωτίζει ικανοποιητικά ένα από τα πολλά δράματα που εκτυλίχθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες. Αξιοποιεί προς τούτο τις δικές του εμπειρίες ως στελέχους της ΑΤΕ και αργότερα Διοικητή της ΑΤΕbank. Σε όλη την περίοδο μέχρι την κρίση του 2009-10 και τη ελεγχόμενη πτώχευση της χώρας έζησε εκ των έσω τη ροή των γεγονότων, τους πολιτικούς στροβιλισμούς που είχαν προηγηθεί – την άνοδο του λαϊκισμού τη δεκαετία του 80, την απόπειρα αλλαγής παραδείγματος οικονομικής πολιτικής από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, που τελικά πρόσκρουσε σε ένα σκυροδερματικά θωρακισμένο κοινωνικό μέτωπο αποτροπής της,   τον διπρόσωπο εκσυγχρονισμό, την επαγγελία «επανίδρυσης του κράτους» που αποδείχθηκε ανέφικτη. Όλα αυτά τα χρόνια εναλλάσσονταν οι αντιλήψεις των κυβερνήσεων για τις κρατικές επιχειρήσεις.

Η μελέτη του Δημήτρη Μηλιάκου είναι μια case study που ξεκλειδώνει το εν πολλοίς «μαύρο κουτί» της νεοελληνικής πολιτικής οικονομίας και αναδείχνει τον κυρίαρχο ρόλο των πελατειακών πρακτικών στις οποίες οι ιστορικοί μας και οι κοινωνιολόγοι παραπέμπουν συνεχώς ως επιβίωση (και μετάλλαξη) προνεωτερικών θεσμών.

Δεν κατανοούμε πολλά από τα παράδοξα της ΑΤΕ αν δεν λάβουμε υπόψη αυτό το βασικό δομικό χαρακτηριστικό της χώρας. Επομένως είναι απαραίτητο, προτού αναφερθώ στο βιβλίο, να σταθώ για λίγο σε αυτό.

3. Το πελατειακό παίγνιο.

Στο πελατειακό σύστημα οι  κυβερνήσεις καθιδρύουν θεσμούς και εφαρμόζουν πολιτικές που αποκλείουν  άτομα και κοινωνικές ομάδες, ενώ ευνοούν  όσους νομίζουν ότι πρέπει να υποστηρίξουν. Εννοείται ότι αντλούν οφέλη από αυτούς. Δεν εφαρμόζουν γενικά ισχύοντες κανόνες χωρίς αποκλεισμούς.

Αντλώντας από μια εξαιρετική πρόσφατη μελέτη του Άρη Τραντίδη[1] δέχομαι συνοπτικά ότι  σε ένα δικομματικό σύστημα το πολιτικό παίγνιο βρίσκεται σε ισορροπία Nash, ή αν θέλετεσε  ισορροπία τρόμουΔηλαδή, οποιαδήποτε μονομερής κίνηση ενός κυβερνώντος κόμματος προς εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που μειώνουν το πεδίο των πελατειακών σχέσεων θα δώσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στο κόμμα της αντιπολίτευσης.  

Στη δημόσια συζήτηση οι πελατειακές πρακτικές γίνονταν συχνά και μάλλον υποκριτικά αντιληπτές σαν ζήτημα ηθικής, όμως είχαν βαθιές επιπτώσεις σε οικονομία και κράτος. Ενδεικτικά μόνον σημειώνω εδώ ότι συσχετίζονται καλά με την  αναποτελεσματικότητα του κράτους (του συστήματος διακυβέρνησης) και τη διαφθορά. Το αποτέλεσμα είναι η κακή χρήση των διαθέσιμων πόρων  π.χ. για διορισμούς και ευνοϊκές ρυθμίσεις για τους ημέτερους μάλλον παρά για την καλή παραγωγή δημοσίων αγαθών,  οικονομικές ανισορροπίες (ελλείμματα, χρέη), χαμηλή  εμπιστοσύνη στους τυπικούς θεσμούς (κυβέρνηση, πολιτικά κόμματα, Βουλή κ.α.),

Για να αποφύγω παρεξηγήσεις ξεκαθαρίζω εδώ το εξής: Δίπλα στην πελατειακή λογική λειτουργούσε στη χώρα και η   λογική (ή η αξία) του δημοσίου συμφέροντος. Αυτό εξηγεί και τις προόδους που επιτεύχθηκαν σε επίπεδο δημοκρατικών θεσμών, κράτους δικαίου, κοινωνικής πολιτικής (παρά τις αντιφάσεις της), εκπαίδευσης, υποδομών. Εξηγεί ακόμα και όσες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες αναλήφθηκαν κατά καιρούς. Επομένως η ισορροπία τρόμου που αναφέραμε δεν επικαλύπτει τα πάντα.

4. Η ΑΤΕ κρίκος της παρεμβατικής αλυσίδας στο περιβάλλον της ΕΕ.  

Η ΑΤΕ ήταν μέρος ενός ευρύτερου συστήματος κρατικής παρέμβασης που είχε διαμορφωθεί πριν από την ένταξη στην ΕΕ. Περιλάμβανε μηχανισμούς στήριξης των τιμών των αγροτικών προϊόντων, άμεσες εισοδηματικές ενισχύσεις, επιδοτήσεις των αγροτικών εισροών, μέτρα προστασίας από τις εισαγωγές (δασμούς και ποσοτικούς περιορισμούς κυρίως) και ευνοϊκή πιστωτική πολιτική μέσω της ΑΤΕ και των συνεταιρισμών. Για τη στήριξη του αγροτικού τομέα είχαν λοιπόν καθιδρυθεί ποικίλες διαδικασίες και θεσμοί με ισχυρή ιδεολογική νομιμοποίηση. Η ΑΤΕ ήταν κρίσιμος κρίκος  στη θεσμική αλυσίδα στην οποία ανήκαν διάφοροι «αυτόνομοι» ή κρατικοί οργανισμοί

 Δημήτρης Μηλιάκος εκθέτει εν συντομία το ιστορικό της ΑΤΕ κατά τη μεταπολεμική περίοδο, από την ανασυγκρότηση (1945-1954) μέχρι την κρίση της περασμένης δεκαετίας. 

Οι επίσημοι στόχοι της παρεμβατικής πολιτικής φαίνονταν καλοί: Να σταθεροποιηθούν τα εισοδήματα των αγροτών  και να αναπτυχθεί η εγχώρια παραγωγή προς την κατεύθυνση προϊόντων με καλή εσωτερική και εγχώρια ζήτηση.  Όμως, όπως λένε οι Γερμανοί, ο δρόμος προς την κόλαση είναι γεμάτος καλές προθέσεις. Ολόκληρο το σύστημα ήταν προφανώς  εκτεθειμένο  στην πελατειακή  λογική. Το βιβλίο του Δημήτρη Μηλιάκου προσφέρει ικανή τεκμηρίωση σχετικά. Σε αυτό το σύστημα είχαν επενδυθεί ατομικά και οικογενειακά,  πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα, προσδοκίες, ιδέες.

Έτσι, στην ιστορία της ΑΤΕ επαναλαμβάνονται γνώριμα μοτίβα: πολιτική εξουσία που ταλαντεύεται μεταξύ προσαρμογών στο διεθνές περιβάλλον και ιδιοτελών  κινήτρων, ιδέες που δικαιολογούν συστηματικές αντιστάσεις σε μέτρα εκλογίκευσης (εξορθολογισμού του θεσμού).  Η ΑΤΕ είχε  λοιπόν τα βαρίδια της, π.χ. κατά τον βαθμό που ήταν εργαλείο για πελατειακές χορηγήσεις δανείων ή για τη στελέχωσή της.

Από την άλλη πλευρά όμως δεν έλειψαν στο αντίξοο ιδεολογικό κλίμα της εποχής αξιοσημείωτες αποφάσεις εξορθολογισμού και μείωσης του εναγκαλισμού της με την πολιτική. Π.χ. το 1992 μετατράπηκε σε Ανώνυμη Εταιρεία, ενώ άλματα αναδιάρθρωσης και εξωστρέφειας έγιναν την περίοδο 2004-2009 (βλ. πιο κάτω).

Όμως, ολόκληρο το παρεμβατικό σύστημα στη γεωργία εκτέθηκε στη διαφορετική οικονομική λογική που υπηρετούσε η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ)  της ΕΕ (τότε ΕΚ). Η ΚΑΠ προστάτευε μεν τους κοινοτικούς παραγωγούς έναντι του ανταγωνισμού τρίτων χωρών ώστε φερ΄ ειπείν να κρατά σχετικά υψηλά τις τιμές των αγροτικών προϊόντων, ταυτόχρονα όμως άνοιγε τις εσωτερικές πόρτες στον ανταγωνισμό. Επίσης υποστήριζε ολοένα και περισσότερο διαρθρωτικές αλλαγές.[2]

Η ελληνική αγροτική πολιτική και οι βασικοί της θεσμοί (ΑΤΕ, Συνεταιρισμοί, Ασφαλιστικό σύστημα, λοιποί θεσμοί στήριξης του παραγωγού) όφειλαν να προσαρμοσθούν στα νέα θεσμικά δεδομένα της ΕΕ. Και φυσικά η ίδια η παραγωγή.

Η ένταξη επέφερε αλλαγές και στον τομέα της χρηματοδότησης. Τα επιτόκια των αγροτικών δανείων ήταν επιδοτούμενα  στην Ελλάδα. Με την ένταξη στην ΕΕ η βραχυχρόνια χρηματοδότηση δεν θα μπορούσε να ασκείται γενικά επιδοτούμενη με κεφάλαια της Τράπεζας της Ελλάδος.  Υπήρχαν πάντως φωνές που υποστήριζαν ότι αυτό ακριβώς δεν έπρεπε να συμβεί και ότι η ΑΤΕ θα έπρεπε να συνεχίσει τον κοινωνικό ρόλο που ασκούσε.

Συνολικά πρέπει να δούμε όσα συνέβησαν στην ΑΤΕ σε στενή σχέση τόσο με τις αλλαγές στο οικονομικό περιβάλλον που επέφερε η ένταξη στην ΕΕ, όσο και με τον τρόπο λειτουργίας της κοινωνίας και, οπωσδήποτε της πολιτικής.  

Οι συνήθειες αναλύσεις στην περίπτωση της ΑΤΕ περιέχουν μεν αρκετές τεχνικές λεπτομέρειες, αλλά δεν φωτίζουν τις επιπτώσεις της πελατειακής λογικής στην ίδια και στο ευρύτερο τραπεζικό σύστημα, ούτε συναφώς τις ανακολουθίες της επίσημης πολιτικής,  τα (ανταγωνιστικά) επιχειρηματικά συμφέροντα, τον ρόλο των οργανώσεων συμφερόντων εντός και εκτός της Τράπεζας και  των επίσημων θεσμών της χώρας (όπως η Τράπεζα της Ελλάδος) και των ευρωπαϊκών μηχανισμών. Γενικά, δεν φωτίζουν τις αφανείς συμπαιγνίες που επηρέαζαν τη λειτουργία της και σφράγισαν τελικά  τη μοίρα της. Τις φωτίζει όμως επαρκώς το ανά χείρας βιβλίο.

Στην περίπτωσή της ΑΤΕ παίχθηκε ένα δράμα, καθώς  της μεταβίβασης προηγήθηκε μια περίοδος (2004-2009) κατά τη διάρκεια της οποίας έγιναν σοβαρές προσπάθειες μέρους του στελεχιακού δυναμικού της Τράπεζας και του Διοικητή  της για την επιβίωσής της ως Ανώνυμης Εταιρείας με κύριο μέτοχο το κράτος, δηλαδή για τον εκσυγχρονισμό της.  Αυτές τις προσπάθειες και τα αποτελέσματά τους  περιγράφει γλαφυρά ο Δημήτρης Μηλιάκος.

5.  Αναδιάρθρωση και εξυγίανση. .

Τη σύντομη περίοδο της θητείας του ως υποδιοικητή  1992-1994 έγιναν μερικά  βήματα που άλλαξαν τη φυσιογνωμία της τράπεζας – η μετατροπή της σε ΑΕ, γεγονός που είχε επιπτώσεις στον τρόπο λειτουργίας της και, συναφώς, η έξοδος από την αποκλειστική άσκηση της αγροτικής πίστης εκτός αγροτικού τομέα, ώστε να μη αποτελεί ένα πολιτικά κατευθυνόμενο αναδιανεμητικό ταμείο, αλλά ένα κανονικό πιστωτικό ίδρυμα που προσφέρει πολλαπλές τραπεζικές υπηρεσίες.σ’ ένα ολοένα ανταγωνιστικό τραπεζικό περιβάλλον.

Όμως, η εξέλιξη της ΑΤΕ με κύριο μέτοχο το κράτος παρέμεινε  ως το 2004 αποκαρδιωτική. Η Διοίκηση Μηλιάκου την ανέλαβε τον Μάιο του 2004 με αρνητικά ίδια κεφάλαια και ζημιές που ξεπερνούσαν τα τέσσερα δισ. ευρώ. Κανονικά η Τράπεζα θα έπρεπε να είχε τεθεί υπό επιτήρηση από την Τράπεζα της Ελλάδος, αφού τα ίδια κεφάλαια είχαν εξανεμιστεί. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ήταν πολλά. Ενδεικτικά , ο Όμιλος Αλλαμανή όφειλε 210 εκατ. ευρώ και η Sex Form 65 εκατ. ευρώ. Επιπλέον, η ΑΤΕ παρείχε εγγυητικές  σε ιδιωτικές εταιρείες χωρίς ουσιαστικές διασφαλίσεις. Το βιβλίο περιέχει ολόκληρο κεφάλαιο (σελ. 69 και μετά) για τις εξίσου προβληματικές σχέσεις μεταξύ αγροτικών συνεταιρισμών, ΑΤΕ και πολιτικής.  Ο Δημήτρης Μηλιάκος γράφει:

«Οι ένοχοι δεσμοί στελεχών με τις αμφιλεγόμενες και ενίοτε χαριστικές δανειοδοτήσεις σε επιχειρηματίες, στο μεγαλύτερο μέρος των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, σχεδόν στο σύνολο των χρηματιστηριακών εταιρειών, στους συνεταιρισμούς, στις εταιρείες μετοχικού ενδιαφέροντος της ΑΤΕ, καθώς και οι κάθε μορφής πελατειακές σχέσεις με το κυβερνόν τότε κόμμα, ήταν τροχοπέδη στην πορεία της Τράπεζας» (σελ. 102).

Αυτές και άλλες συναφείς παρατηρήσεις με την ανάλογη τεκμηρίωση είναι η χαρά κάθε ερευνητή που υιοθετεί, έστω με κάποιες επιφυλάξεις, την οπτική της δημόσιας επιλογής.

Η νέα διοίκηση αποδύθηκε σε ένα αγώνα δρόμου για την εξυγίανση της ΑΤΕ. Έχει σημασία να σταθούμε λίγο σε αυτόν.

Ένα από τα δύο μεγάλα θέματα, που την απασχόλησαν ήταν τα θαλασσοδάνεια σε συγκεκριμένες εταιρείες και ομίλους που ξεπέρασαν  τα 700 εκ. ευρώ. Τα δάνεια αυτά, γράφει ο συγγραφέας,  χορηγήθηκαν με την λογική της διαπλοκής  χωρίς την τήρηση στοιχειωδών κριτηρίων χορήγησης δανείων που πρέπει να εφαρμόζουν οι τράπεζες. Έτσι

«η  Αγροτική είχε καταντήσει η «εύκολη» λύση όχι μόνο για τους δανειοδοτηθέντες αλλά και για τις άλλες τράπεζες, που την ήθελαν ως τον «σκουπιδοτενεκέ» του Τραπεζικού Συστήματος. Χαρακτηριστικό της κατάστασης αυτής ήταν ότι αρνούνταν τη χρηματοδότηση εταιρειών μετοχικού τους ενδιαφέροντος και πίεζαν υπουργούς για τη χρηματοδότηση τους από την ΑΤΕ, ποντάροντας στην κρατική μετοχική πλειοψηφία»( σελ. 33-44).

Η  Τράπεζα προχώρησε στη διασφάλιση, έστω και εκ των υστέρων, των συμφερόντων της με την εγγραφή υποθηκών και την είσπραξη των καθυστερημένων οφειλών αυτής της κατηγορίας.

Δεύτερον, πραγματοποιήθηκε το 2005 αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας κατά 1,2 δισ. ευρώ που της έδωσε τη δυνατότητα να κάνει άλματα εκσυγχρονισμού.

Τρίτον,  ρυθμίσθηκε το ασφαλιστικό των υπαλλήλων της βάσει του νόμου 3371/2005. Τα ταμεία οδηγούνταν στη χρεοκοπία λόγω των ελλειμάτων που διογκώνονταν και των επιβαρύνσεων από προγράμματα εθελουσίας εξόδου, της μείωσης των ορίων ηλικίας αλλά και των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων. Η λύση που συζητήθηκε τότε, όπως και σε άλλα Ταμεία εκτός ΑΤΕ, ήταν η ένταξή τους στο ΙΚΑ-ΕΤΕΑΜ με εφάπαξ καταβολή ενός σημαντικού ποσού κατά το προηγούμενο της ALPHA Bank κ.α.

Τέταρτον, επιταχύνθηκε η απεμπλοκή της από ζημιογόνες συμμετοχές σε επιχειρήσεις. Η ίδια όμως διατήρησε  τον δημόσιο χαρακτήρα της, πράγμα που αποδείχθηκε μοιραίο για την τύχη της όταν άλλαξε η κυβέρνηση το 2009 και ξέσπασε η οικονομική κρίση το 2010.

Πέμπτον, η τράπεζα έγινε πιο εξωστρεφής εξαγοράζοντας το 2006 μία ρουμανική και μσυμμετέχοντας στο κεφάλαιο μιας σερβικής τράπεζας. Τον ίδιο δρόμο είχαν νωρίτερα χαράξει οι άλλες μεγάλες τράπεζες της χώρας.

Έκτον, βελτίωσε δραστικά τις κτηριακές και τεχνολογικές υποδομές της, ολοκληρώνοντας το 2008 την κατασκευή του Μηχανογραφικού Κέντρου της Τράπεζας, ψηφιοποίησε to 2017 το Ιστορικό Αρχείο της  ATE Bank με τη συγχρηματοδότηση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης, ανάπλασε τους εξωτερικούς της χώρους κ.α.

Συνολικά, βεβαιώνει ο Δημήτρης Μηλιάκος, η ΑΤΕ βελτίωσε  τους βασικούς δείκτες και τα οικονομικά της αποτελέσματα και έγινε υπολογίσιμος παίκτης στην τραπεζική αγορά. Τα τελευταία χρόνια της ιστορίας της, η ΑΤΕbank πέτυχε να κατατάσσεται στην τέταρτη και πέμπτη θέση μεταξύ των μεγάλων τραπεζών στην Ελλάδα, ανάλογα με την κατηγορία της υπό εξέτασης τραπεζικής εργασίας.

Αλλά ακόμα και στις ευνοϊκές συνθήκες της περιόδου 2004-2009 δεν έλειψαν πολιτικές παρεμβάσεις που προκαλούσαν προβλήματα στην τράπεζα. Χαρακτηριστικά, όταν έκλεισε η ΚΥΔΕΠ,     η κυβέρνηση της ΝΔ με οικουμενική ομοφωνία επέβαλε την πρόσληψη των ασχέτων με τα τραπεζικά υπαλλήλων της ΚΥΔΕΠ στην Αγροτική Τράπεζα, την Αγροτική Ασφαλιστική και στο Υπουργείο Γεωργίας.  Η «λύση» αυτή θα εφαρμοσθεί συχνά και μετά το 2010 από άλλες κυβερνήσεις σε ιδεολογική σύγχυση, π.χ. μετατάσσοντας πλεονάζοντες υπαλλήλους του ΟΣΕ στα ΑΕΙ όπου μάλιστα  μερικοί μηχανοδηγοί έγιναν προϊστάμενοι… φοιτητικών εστιών! Το αποτέλεσμα ήταν να προκαλούνται προβλήματα λειτουργίας, βαθμολογικής ιεραρχίας, μισθολογικής «τακτοποίησης» και, φυσικά, ποιότητας των υπηρεσιών. 

6. Η οικονομική κρίση και το άδοξο τέλος της ΑΤΕ.  

Μετά το 2009 το τραπεζικό σύστημα κλονίσθηκε καθώς η χώρα βρέθηκε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, η εμπιστοσύνη των καταθετών μειώθηκε και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αυξάνονταν ραγδαία. Σε αυτή την κατάσταση οι τράπεζες υπέστησαν ένα ακόμα πλήγμα με το περιβόητο PSI (2012). Αναπόφευκτα η κρίση παρέσυρε και την ΑΤΕ Bank.

Γεγονός είναι ότι η αδιαφάνεια χαρακτήριζε πολλά από όσα συνέβησαν στη συνέχεια υπό τη σκιά των προγραμμάτων προσαρμογής («Μνημονίων») και της τρόικας.  Ο Δημήτρης Μηλιάκος, που δεν ήταν πλέον διοικητής,  υποστηρίζει ότι η ΑΤΕ Bank μπορούσε να επιβιώσει ως ανεξάρτητη τράπεζα.

Υπάρχουν δύο  σημαντικά θέματα εδώ. Το πρώτο: Πόσες τράπεζες μπορούσε να αντέξει η χώρα μας; Αυτό το θέμα  ήταν από καιρό επίκαιρο. Άλλωστε είχε προηγηθεί μια επώδυνη διαδικασία συγχωνεύσεων και εξαγορών στον τραπεζικό τομέα  που μείωσαν δραστικά τον αριθμό των τραπεζών. Το 1999 ηAlpha Bank  μεγεθύνθηκε αποκτώντας δύο παραδοσιακά ιδρύματα,  πρώτα την Ιονική και στη συνέχεια το 2013 την Εμπορική Τράπεζα από την Credit Agricole SA. Τα αναμενόμενα οφέλη κατά το επίσημο σκεπτικό  των συγχωνεύσεων αυτών ήταν ότι θα επιτύγχαναν  οικονομίες κλίμακας κυρίως μέσω της ενοποίησης του δικτύου υποκαταστημάτων, του εξορθολογισμού των δραστηριοτήτων  και της ενοποίησης της διοικητικής δομής. Ανάλογες εξελίξεις είχαμε με πρωταγωνιστή την Τράπεζα Πειραιώς. 

Στη δίνη των δραματικών εξελίξεων ιδίως μετά την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη σύρθηκε και η ΑΤΕ.

Έπρεπε όμως να μεταβιβάσει το κράτος ειδικά την ΑΤΕ Bank στην Πειραιώς εξαφανίζοντας την πρώτη  ως παίκτη από την τραπεζική αγορά. Την απόφαση αμφισβητεί ο Δημήτρης Μηλιάκος γιατί κατά τη γνώμη του έγινε με αδιαφανείς διαδικασίες και δυσμενείς για το κράτος  όρους.

Στο κεφάλαιο 9 του βιβλίου εκθέτει πως με την κυβερνητική αλλαγή του 2009-10 άρχισαν «πολιτικές μεθοδεύσεις» (π.χ. αναιτιολόγητες εγγραφές μεγάλων προβλέψεων στον ισολογισμό του 2009, με αποτέλεσμα η τράπεζα να εμφανίσει ζημίες και να μειωθεί ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας, απαξιωτικές δηλώσεις το 2010 του διαδόχου διοικητή της Τράπεζας στη Βουλή του τύπου «δεν αξίζει ούτε μία δραχμή»). Επίσης, η όλη διαδικασία ήταν αδιαφανής.  Χαρακτηριστικό σύμπτωμα της αδιαφάνειας ήταν ότι  τον Αύγουστο του 2011 η ΤτΕ ανέθεσε στον διεθνή οίκο BlackRock  Solutions  διαγνωστική μελέτη των δανειακών χαρτοφυλακίων των ελληνικών τραπεζών. Η μελέτη έμεινε ως το τέλος «εμπιστευτική» μολονότι σε αυτή βασίσθηκαν οι αποφάσεις που αφορούσαν στις τράπεζες.

Τέλος επιβλήθηκε πολιτικά η συμμετοχή της ΑΤΕbank  στα δύο προγράμματα κουρέματος τίτλων του δημοσίου PSI (Private Sector Involvement) που προκάλεσε τεράστια ζημιά στην τράπεζα (και στις λοιπές τράπεζες), την οποία  η τότε κυβέρνηση ΝΔ- ΠΑΣΟΚ αρνήθηκε να καλύψει παρά τις δεσμεύσεις της.

Τελικά ζημιώθηκε και το δημόσιο όταν η κυβέρνηση  μεταβίβασε την τράπεζα στην Πειραιώς έναντι ενός τιμήματος που ανταποκρινόταν στην απαξίωση που είχε η ίδια προκαλέσει! Ο εσωτερικός εκσυγχρονισμός αναιρέθηκε ουσιαστικά την περίοδο της κρίσης και κατέληξε στην πώλησή της  στην Τράπεζα Πειραιώς.

Γιατί λοιπόν μεταβιβάσθηκε η ΑΤΕ στην Πειραιώς με δυσμενείς όρους;  Η απάντηση που δίνει στο ερώτημα αυτό ο Δημήτρης Μηλιάκος είναι απλή – για να διασωθεί η Τράπεζα Πειραιώς. Τελικά απαντά στην απορία ποιος ωφελήθηκε από αυτή (η Τράπεζα Πειραιώς) και ποιος ζημιώθηκε (το κράτος και οι φορολογούμενοι) που συνήθως μένει αναπάντητη. Έμμεσα θεωρεί τη μεταβίβαση ως προϊόν της μεταλλαγμένης στην κρίση διαπλοκής. Με τον όρο εννοούμε συνήθως τις αδιαφανείς συναλλαγές ισχυρών θεσμικών, πολιτικών και οικονομικών παραγόντων σε ανώτατο επίπεδο.[3]

 Όμως σημειώνω, ότι ο Δημήτρης Μηλιάκος παραθέτει εντίμως και εν εκτάσει τις διαφορετικές απόψεις της ΕΚΤ, της ΤτΕ  και του ίδιου του ΔΝΤ για την τύχη της  ΑΤΕbank και τις πιθανές εναλλακτικές λύσεις. Παραθέτει συναφώς την τρόπον τινά επίσημη άποψη που συνόψισε τον Αύγουστο 2012 ο τότε διοικητής της ΤτΕ Γιώργος Προβόπουλος σε ομιλία του ομιλία του στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής. Εκεί υποστήριξε ότι με τη μεταβίβαση «αποφεύχθηκε η χειρότερη λύση, που  ήταν πρόταση της Τρόικας και αφορούσε το κλείσιμο της τράπεζας» και ότι η τράπεζα

« δεν ήταν βιώσιμη αφού εμφάνιζε χρόνια δομικά προβλήματα», και «εμφάνιζε ένα κακής ποιότητας ενεργητικό λόγω του κρατικού εναγκαλισμού και αδυναμιών στο πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων. Αυτά κατέληγαν συχνά σε μια δανειοδοτική πολιτική που παράβλεπε τα τραπεζικά κριτήρια…»(σελ. 2007-9).

Ένα δεύτερο θεμελιώδες ερώτημα που έπρεπε να απαντηθεί ήταν το εξής: θα μπορούσε μακροχρόνια να αντέξει στην αγορά η ΑΤΕbank ως κρατική τράπεζα.  Ο Δημήτρης Μηλιάκος  εκτιμά ότι ναι θα μπορούσε παραπέμποντας στα αποτελέσματα της πολιτικής εξυγίανσης που είχε εφαρμόσει.

Η επικρατούσα άποψη ήταν τότε διαφορετική με κύριο οικονομικό επιχείρημα  ότι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις είναι αποτελεσματικότερες από τις δημόσιες. Και η ΑΤΕ είχε μετατραπεί μεν σε ΑΕ, αλλά  κύριος μέτοχος παρέμενε το κράτος. Επομένως η αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας και η εμπέδωση θεσμών ανοιχτής οικονομίας δεν θα την άφηναν αλώβητη. Άλλωστε είχαν προηγηθεί δεκάδες άλλων ιδιωτικοποιήσεων που απέφεραν στο κράτος με τις πωλήσεις τους έσοδα.

Ο Δημήτρης Μηλιάκος δεν απορρίπτει γενικά τη λογική της αποκρατικοποίησης. Όμως διατυπώνει σειρά επιφυλάξεων για τον τρόπο που έγινε η ιδιωτικοποίηση της ΑΤΕ με τη μεταβίβασή της στην Τράπεζα Πειραιώς: Η μεταβίβαση ήταν αδιαφανής και επιζήμια για το κράτος.    

Το μελαγχολικό συμπέρασμά του: «Η Τράπεζα ερχόταν από πολύ μακριά, υπήρξε καταξιωμένος και ανεπανάληπτος θεσμός, ταυτισμένος με την κοινωνικοοικονομική πορεία της χώρας. Η Τράπεζα είχε όλες τις προϋποθέσεις να συνεχίσει αδιατάρακτα την κοινωνική και αναπτυξιακή της συμβολή στην πορεία της χώρας» (σελ. 228-9).

Πάνος Καζάκος

Ομότιμος καθηγητής 

του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.


[1] Aris Trantidis  Clientelism and economic policy. Greece and the crisis, Routledge, London and New York, 2016. Βλ. επίσης  Θ. Πελαγιδης και Μιχάλης Μητσόπουλος Ανάλυση της ελληνικής οικονομίας . Η προοδοθηρία και οι μεταρρυθμίσεις, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2006.Daron Acemoglou, Davide Ticchi and Andrea Vindigni  “Emergence and persistence of inefficient states”, in Journal of European Economic Association, 9(2), April 2011, pp 177-288. Βλ. επίσης αναρίθμητες ειδικές μελέτες των Δημήτρη Σωτηρόπουλου για την Δημόσια Διοίκηση, του Μάνου Ματσαγκάνη για τις κοινωνικές ασφαλίσεις κλπ.

[2] Βέβαια, η ΚΑΠ είχε τα προβλήματά της καθώς, μεταξύ άλλων,  ευνοούσε τα προϊόντα του ευρωπαϊκού Βορρά, προκαλούσε  προβλήματα σε τρίτες χώρες και είχε έντονα γραφειοκρατικά χαρακτηριστικά. Εν πολλοίς στην ΚΑΠ αντικατοπτρίζονταν οι περιβόητοι συσχετισμοί δύναμης στην ΕΕ μεταξύ κυβερνήσεων και  αγροτικών οργανώσεων, αλλά και γεωργίας και βιομηχανίας.

[3] Βλ. λεπτομέρειες για το θέμα της διαπλοκής σε Θοδωρής Πελαγίδης και Μιχάλης Μητσόπουλος  Ανάλυση της ελληνικής οικονομίας . Η προσοδοθηρία και οι μεταρρυθμίσεις, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2006. 

Έπειτα από τρία «μνημόνια»: Απολογισμός και προοπτικές της ελληνικής οικονομίας

Στο Εξάντας, Βερολίνο, 2/2020 

Το 2009, η οικονομική κρίση βρήκε την Ελλάδα και η οικονομία διολίσθησε στην ύφεση. Για την ελληνική κοινωνία προέκυψε μια κατάσταση «μεγάλης έκρηξης», που την έπιασε εντελώς απροετοίμαστη. Ήταν, εξάλλου, πραγματική έκπληξη και για την ευρωζώνη.

Την περίοδο 2008-2009, η κυβέρνηση προσπάθησε να αμβλύνει την κρίση μέσω επεκτατικών  δημοσιονομικών πολιτικών. Το 2009, το έλλειμμα άγγιξε το αστρονομικό ποσοστό του 15,5% επί του ΑΕΠ. Τα χρέη έφτασαν γρήγορα περί το 120% του ΑΕΠ και το έλλειμμα του τρέχοντος ισοζυγίου (Leistungsbillanz) στο 16% – το υψηλότερο στην Ευρωζώνη. Στις αρχές του 2010 η χώρα περιήλθε σε δυσμενή θέση στις χρηματιστηριακές αγορές και την Άνοιξη του ίδιου χρόνου σε μια ξαφνική και χαοτική πτώχευση.

Ακολούθησαν τρία προγράμματα στήριξης και προσαρμογής, δεμένα με τα λεγόμενα μνημόνια (2010, 2012, 2015). Τα πρώτα δύο διακόπηκαν πρόωρα, χωρίς να επιτύχουν τους στόχους τους.

Μερικές φορές σκέφτομαι, ότι αυτή η εξέλιξη μπορεί να ερμηνευτεί με το μύθο του Σίσυφου. Όπως είναι γνωστό, ο Σίσυφος καταδικάστηκε να ανεβάζει σ’ ένα βουνό έναν βαρύ βράχο, ο οποίος, ωστόσο, λίγο πριν την κορυφή κυλούσε προς τα κάτω. Έπρεπε έτσι να σπρώχνει τον βράχο πάλι από την αρχή- με το ίδιο πάντα αποτέλεσμα. Ποιο ήταν το λάθος του; Απ’ την οπτική των θεών, έπρεπε να πληρώσει για την παλιά αμαρτία του, όπως αυτοί την όριζαν. Και η εξουσία ήταν στα χέρια τους.

 

Οι αιτίες της κρίσης

Πώς φτάσαμε λοιπόν στην ελληνική κρίση; Και γιατί διήρκεσε η διαδικασία προσαρμογής περισσότερο σε σύγκριση με την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Κύπρο;

Όπως προσφάτως διαπίστωσε ο Claus Offe, υπήρξαν δυο αφηγήματα, που οδήγησαν σε σύγχυση τη δημόσια συζήτηση και εμπόδισαν δραστικούς συμβιβασμούς: το αφήγημα των νικητών της ενσωμάτωσης, σύμφωνα με το οποίο οι έχοντες εργασιακή αρετή και διαχειριζόμενοι συνετά τα του οίκου τους απολαμβάνουν επάξια τα προνόμιά τους, και το αφήγημα των ηττημένων, το οποίο φτάνει στο αποκορύφωμά της στην κατηγορία, ότι οι νικητές κέρδισαν σε βάρος αλλονών.

Και τα δύο αφηγήματα δεν είναι παρά χονδροειδείς απλοποιήσεις, που παραβλέπουν τις αλληλεξαρτήσεις του πολύπλοκου ευρωπαϊκού συστήματος. Όπως πάντα, οι αιτίες πρέπει να ιδωθούν σε ένα συνδυασμό εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων.

Οι εσωτερικές αιτίες της ελληνικής κρίσης μπορούν να συμπυκνωθούν στο εξής: επι δεκαετίες, εξαιτίας της αποτυχίας της οικονομικής πολιτικής, συσσωρεύτηκαν μεγάλα δομικά και θεσμικά προβλήματα καθώς και μακροοικονομικές και δομικές ανισορροπίες. Μπορούσε να τις δει κανείς σε δημοσιονομικά ελλείμματα, υψηλό δανεισμό και μειούμενη ανταγωνιστικότητα. Πολιτικοί αποκλεισμοί και παραδοσιακές πρακτικές (πχ. πελατειακό σύστημα) εμπόδισαν[1] αναγκαίες προσαρμογές. Όμως, η έλλειψη προόδου είχε και συγκεκριμένες ευρωπαϊκές παραμέτρους.

Στην αρχή η Ελλάδα, μετά την είσοδό της στην ευρωζώνη το 2001, μπορούσε να δανείζεται χρήματα σε πολύ χαμηλότερα επιτόκια από ό,τι πριν, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι δημόσιες δαπάνες και να τρέφεται  ένα τεχνητό κλίμα ευφορίας. Στο εξωτερικό οι τράπεζες, τα επενδυτικά φαντς και οι εξαγωγείς αγαθών πολυτελείας και σύγχρονων οπλικών συστημάτων χαίρονταν φυσικά γι’ αυτή την χρεοευθυμία του ελληνικού κράτους.

Πέρα από αυτό, τα λεγόμενα προγράμματα διάσωσης είχαν  σημαντικές ελλείψεις. Ιδίως το πρώτο πρόγραμμα (2010-2012) παρουσίασε σοβαρά λάθη σε εκτιμήσεις. Καθότι στόχευε στη γρήγορη μείωση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού, ενίσχυσε αναπόφευκτα την ήδη επερχόμενη ύφεση. Εξάλλου, οι τόκοι του πρώτου πακέτου είχαν τιμωρητικό χαρακτήρα και η οικονομική στήριξη δεν έσωσε την Ελλάδα αλλά τις ευρωπαϊκές τράπεζες.[2] Μόλις το 2012 αποφασίστηκε μια χρεοελάφρυνση για τους ιδιώτες, η οποία βεβαίως χτύπησε και ελληνικά ιδρύματα (πανεπιστήμια, φορείς κοινωνικής ασφάλισης, τράπεζες), που έχασαν μ’ αυτό τον τρόπο ένα μεγάλο μέρος των αποθεματικών τους.

Σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να σκέφτεται κανείς την ελληνική κρίση. Εννοώ, τα ελληνικά προβλήματα ίσως ήταν ακραία, αλλά υπεδείκνυαν γενικότερα προβλήματα της Ευρώπης. Η Ελλάδα αναπαριστά μια από τις ποικίλες πτυχές της ευρωπαϊκής κρίσης. Στο μεταξύ παρουσιάζονται νέες προκλήσεις στις μέρες μας, όπως η μετανάστευση και οι ήδη τρέχουσες πολιτικές διαμάχες περί του διεθνούς  εμπορίου.

 

Το μοντέλο προσαρμογής

Η οικονομική στήριξη ήταν προσδεμένη σε όρους (Konditionalität), οι οποίες ορίστηκαν στα λεγόμενα «μνημόνια κατανόησης». Περιόριζαν δραστικά και άμεσα τον διαθέσιμο χώρο για πελατειακές και/ή συντεχνειακές πολιτικές. Επρόκειτο να εισάγουν μια ευρεία διαδικασία σταθεροποίησης και αποκρατικοποίησης ή, με άλλα λόγια, επρόκειτο να δοθεί ένα τέλος στον παραδοσιακό κρατισμό.

Το μοντέλο προσαρμογής αφορούσε παραδοσιακές πολιτικές συμπεριφορές (πελατειακό σύστημα, καπιταλισμό των «ημετέρων» στο υψηλότερο επίπεδο της οικονομίας και της πολιτικής ή πολιτικοοικονομική διαπλοκή), αδύναμους θεσμούς σε σχέση με προϋπάρχοντες τρόπους σκέψης και ιδέες, με άλλα λόγια όλους εκείνους τους παράγοντες, που οδηγησαν στην κρίση. Ο συστηματικός χαρακτήρας εξηγεί πολλά: την έκταση των αντιστάσεων, τη θεσμική αδράνεια, αντιφάσεις, πολιτική αστάθεια, καθώς και την παραισθητική επιθυμία να τα αφήσουμε όλα όπως τα βρήκαμε.

Όπως σύντομα φάνηκε, δεν υπήρχε βέβαια μια σοβαρή και πολιτικά υπολογίσιμη εναλλακτική στην πολιτική των μνημονίων. Ενόψει της επαπειλούμενης κατάρρευσης της οικονομίας, η κυβέρνηση συνασπισμού ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ εγκατέλειψε το δρόμο της σύγκρουσης. Κόντρα στα ιδεολογικά της ένστικτα και τις λαϊκιστικές εκλογικές υποσχέσεις συνέχισε αναγκαστικά τον μακρύ και γεμάτο εμπόδια  δρόμο της προσαρμογής. Το τρίτο πρόγραμμα συμφωνήθηκε τον Αύγουστο του 2015 και συμπεριλάμβανε ένα δάνειο ύψους 86 δις ευρώ. Τέλειωσε τον Αύγουστο του 2018. Η εφαρμογή του υποβλήθηκε επίσης, όπως και τα προηγούμενα, σε μια στενή εποπτεία η οποία κατά τη γνώμη μου δεν ήταν τόσο αποτελεσματική όσο αναμενόταν.

Ένας μικρός απολογισμός

Κατά τη γνώμη μου ο απολογισμός είναι αμφίρροπος. Αν κάποιος συγκρίνει το σημερινό ΑΕΠ με το προ κρίσης, η Ελλάδα βρίσκεται με μείωση του 25% στην τελευταία θέση, ακολουθούμενη από την Ιταλία με μόνο μια μείωση του 5%. Συνεπώς, το κοινωνικό κόστος υπήρξε τεράστιο. Η ανεργία στο μεταξύ άγγιξε το αβάσταχτο ποσοστό του 27% (2013). Από τότε έχει υποχωρήσει στο 17%. Πρόκειται για την πιο βαθιά και μακρά  κρίση από τη δεκαετία του ’30 στον δυτικό κόσμο. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, οι επενδύσεις στην Ελλάδα βρίσκονται στο 12% του ΑΕΠ και είναι οι χαμηλότερες στην ευρωζώνη. Παρά τις τεράστιες περικοπές στα δημόσια έξοδα τα χρέη συνέχισαν να ανεβαίνουν και κινούνται σήμερα περίπου στο 180% του ΑΕΠ (στην αρχή της κρίσης ήταν, όπως είπαμε, στο 120%). Η οικονομική κρίση και η σκληρή προσαρμογή είχαν υψηλό τίμημα.

Από την άλλη πλευρά, η οικονομία ανέκαμψε . Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά (Eurostat)  από το 2017 υπάρχει μια συγκρατημένη ώθηση – 1,3% το 2017 και περίπου 2% το 2018 και το 2019. Με βάση τα προγνωστικά του ΔΝΤ, ωστόσο, ο ρυθμός ανάπτυξης θα παραμείνει σταθερά στο 1%, εάν δεν γίνουν γενναίες μεταρρυθμίσεις.[3]

Η έξαρση του τουρισμού κατάφερε να απαλύνει κάπως τη σκληρότητα της λιτότητας και της δομικής προσαρμογής. Ακόμη κι ο σχετικά μικρός βιομηχανικός κλάδος της μεταποίησης ενέτεινε κάπως την παραγωγή του. Οι μειώσεις μισθών και η εργασιακή αναδιάρθρωση πιθανότατα ωφέλησαν τον μικρό εξαγωγικό τομέα.

Η κατάσταση στην αγορά εργασίας βελτιώθηκε συνολικά. Κατά τις εκτιμήσεις της Eurostat το ποσοστό ανεργίας έπεσε από 23,5% το 2015 σε 20,5% το 2017 και σήμερα (2019) είναι κάτω από 17%. Πριν από τις τελευταίες αναταράξεις λόγω του ιού, η Eurostat ανέμενε ότι μέχρι το 2021 η ανεργία θα έπεφτε σταδιακά στο 15,5%. Ωστόσο οι θέσεις που έχουν δημιουργηθεί στον τομέα παροχής υπηρεσιών είναι κακοπληρωμένες και ορισμένου χρόνου. Κατά συνέπεια εκατοντάδες χιλιάδες, οι περισσότεροι καλά καταρτισμένοι, νέοι άνθρωποι αναζήτησαν και αναζητούν τη σωτηρία τους στη μετανάστευση. Αυτό το „brain drain“ δρα ενάντια σε μια υγιή ανάπτυξη.

Κάποια επιτεύγματα υπήρξαν στο πεδίο του κράτους. Μετά τη ριζοσπαστική θεραπεία των πρώτων χρόνων της κρίσης, η Ελλάδα κατάφερε από το 2016 και έπειτα ένα πρωτογενές πλεόνασμα στον προϋπολογισμό της που μάλιστα ξεπερνά και τους στόχους του τρέχοντος προγράμματος. Πράγμα που κράτησε μέχρι και το 2019. Υπάρχουν, όμως, ακόμη κάποια πράγματα να γίνουν, προκειμένου να επιτευχθεί  διαρκής σταθερότητα στα δημόσια οικονομικά. Για παράδειγμα, το ποσοστό φορολογίας επί του ΑΕΠ ανέρχεται στο 48% και είναι σήμερα ένα από τα υψηλότερα στην Ευρώπη. Όσοι παρακολουθούν κριτικά τα σχετικά ζητήματα επισημαίνουν ότι η υψηλή φορολόγηση εμποδίζει την ανάκαμψη να αποκτήσει διάρκεια.[4] Αυτό γίνεται ακόμη πιο ξεκάθαρο, αν σκεφτεί κανείς και τη συχνά αναποτελεσματική πολιτική εξόδων του κράτους, όπως επίσης και τις ακόμη ανολοκλήρωτες μεταρρυθμίσεις στο σύστημα υγείας και παιδείας, στη δημόσια διοίκηση και τη δικαιοσύνη.

Κατά τη γνώμη μου ο απολογισμός των μεταρρυθμίσεων είναι αμφίρροπος. Κάποιες μεταρρυθμίσεις όντως πραγματοποιήθηκαν, όπως πχ το συνταξιοδοτικό, η εν μέρει αντικατάσταση των παραδοσιακής πολιτικής βοηθημάτων με τον «κουβά», από ένα σύστημα ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, η συγκρότηση μιας ανεξάρτητης φοροεισπρακτικής αρχής, προκειμένου να περιοριστεί κάπως η άσκηση επιρροής από πολιτικούς.

Όμως:

  • Δεν έγιναν σημαντικές ιδιωτικοποιήσεις.
  • Κάποιες μεταρρυθμίσεις εκπλήρωσαν τις συμβατικές συμφωνίες μόνο κατά τη μορφή.

Τυπικό παράδειγμα είναι η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων και υπηρεσιών. Θα έδινε έναυσμα για καλύτερες υπηρεσίες και θα αναμόρφωνε τις κρατικές δομές. Πολεμήθηκε όμως με επιτυχία από τα συνδικάτα των δημοσίων υπαλλήλων.

  • Σε σημαντικούς τομείς της πολιτικής υπήρχαν ακόμη, μέχρι τον Ιούλιο του 2019, εκκρεμείς μεταρρυθμίσεις και ακόμη και ένα είδος αντιμεταρρύθμισης (παιδεία).
  • Η πολιτικοποίηση της δικαιοσύνης και η ανεκτικότητα, που επέδειξαν ιδεολογικά συγγενή μέλη των ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ σε αριστερές, βίαιες ομάδες συνέβαλε στην δικαιακή αβεβαιότητα.

Συνεπώς, τα προβλήματα της ελλιπούς ανταγωνιστικότητας δεν λύθηκαν, με αποτέλεσμα σε όλους σχεδόν τους δείκτες, που δηλώνουν την ποιότητα διακυβέρνησης, η θέση της Ελλάδας είτε να χειροτερεύει είτε να συνεχίσει να βρίσκεται στις τελευταίες της Ευρώπης.[5]

 

Βαχυπρόθεσμη προοπτική

Όπως ήδη αναφέρθηκε, το τρίτο πρόγραμμα έληξε τον Αύγουστο του 2018. Σε συμφωνία με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς καθορίστηκε ήδη ένα μεσοπρόθεσμο πολιτικό πλαίσιο για την επόμενη μέρα. Δεν υπάρχει κάτι καινούριο εκτός από το ότι δεν απαλύνεται με νέα δάνεια. Η πολιτικής της λιτότητας και των μεταρρυθμίσεων πρόκειται στο μέλλον να συνεχιστεί και  να επιτηρείται σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες της ΕΕ (ευρωπαϊκό εξάμηνο, ενισχυμένη επιτήρηση σύμφωνα με τις ρυθμίσεις (ΕΕ) 472/2013 κλπ). Μένει λοιπόν το μαστίγιο των χωρών-πιστωτών, χωρίς το καρότο των διακρατικών εγγυητικών δανείων.

Το 2008 το ελληνικό κοινοβούλιο υπό την πίεση της ΕΕ αποφάσισε μια βραχυπρόθεσμη οικονομική στρατηγική. Ο στόχος της είναι, μέχρι το 2022, να επιτύχει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% επί του ΑΕΠ, για το διάστημα μέχρι το 2022, και έπειτα 2% εώς το 2060. Διεθνείς συγκρίνεις δείχνουν, ωστόσο, ότι τέτοια πρωτογενή πλεονάσματα δεν είναι εφικτό να διατηρηθούν για πάνω από 5 χρόνια.[6]

Μεταρρυθμίσεις, που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ ΕΕ και ελληνικής κυβέρνησης για τη μετά το 2018 εποχή αφορούν το φορολογικό σύστημα, τη διαχείριση του κρατικού έναντι του ιδιωτικού χρέους, τη συνέχιση της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού, ένα πρόγραμμα για τον εκσυγχρονισμό του συστήματος υγείας, την ολοκληρωτική εφαρμογή του λεγόμενου κοινωνικού επιδόματος αλληλεγγύης (εγγύηση ελάχιστου εισοδήματος), τη λύση των ιδιωτικών μη εξυπηρετούμενων χρεών, την επιτάχυνση μέτρων για την χωρική τάξη (δασικοί χάρτες), βελτιώσεις στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης, ιδιωτικοποιήσεις, εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης, μεταρρύθμιση του ενεργειακού τομέα.[7]

Οι υπουργοί οικονομικών της Ευρωζώνης (Eurogroup), από την άλλη, αποφάσισαν μεταξύ άλλων την επιμήκυνση, κατά δέκα έτη, της διάρκειας αποπληρωμής των τόκων για τα δάνεια που έλαβε η Ελλάδα από τους ευρωπαίους εταίρους.[8]

Μετά τις εκλογές του 2019 κυβέρνηση σχημάτισε η φιλελεύθερη-συντηρητική Νέα Δημοκρατία. Αυτό άλλαξε το κλίμα των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα, γιατί το κόμμα δεν υποσχέθηκε νέα έξοδα, αλλά μια νέα αρχή στη μεταρρυθμιστική διαδικασία και έθεσε στον ορίζοντα φοροελαφρύνσεις. Ακόμη και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ενισχυμένη ετοιμότητα της κοινωνίας να δεχτεί τις μεταρρυθμίσεις. Εάν η τάση αυτή διαρκέσει, θα επιβεβαιωθεί η υπόθεση περί «καλής κρίσης». Ακόμη και η πολιτική σταθερότητα είναι προς το παρόν εξασφαλισμένη. Εκλογές προβλέπονται για το 2023.

Παρόλα αυτά συνεχίζουν να υπάρχουν και σ’ αυτή την πορεία ρίσκα. Πρώτον, όπως δείχνουν διεθνείς συγκρίσεις και ήδη αναφέρθηκε, ποτέ καμία χώρα δεν κατάφερε να διατηρήσει τόσο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για πάνω από πέντε χρόνια. Η λιτότητα που επιβάλλεται βρίσκεται σε αντίθεση με του αναπτυξιακούς στόχους.

Δεύτερον, η ερώτηση περί του χρέους παραμένει άλυτη, μια που οι πρόσφατοι συμβιβασμοί που επετεύχθηκαν (επιμήκυνση της ωρίμανσης μέρους των δανείων για δέκα χρόνια κλπ.) δεν αποτελούν πειστική λύση ενόψει του μεγάλου χρέους. Σήμερα το ποσοστό του χρέους ανέρχεται περίπου στο 180% του ΑΕΠ. Είναι δυνατόν να εξυπηρετηθούν με σταθερότητα αυτά τα χρέη (Sustainable) και μάλιστα από μια διαρκώς αποδυναμούμενη οικονομία, η οποία είναι εκτεθειμένη σε μια διαρκή λιτότητα; Επ’ αυτού υπάρχουν πολλά, αλληλεξαρτώμενα και πολύπλοκα τεχνικά, νομικά, οικονομικά, πολιτικά και ηθικά προβλήματα. Τα νομικά χαρακτηρίζονται από τον τίτλο pacta sund servanta,[9] αλλά πολύ σημαντικά είναι επίσης τα πολιτικοηθικά, όπως η κατανομή του κόστους μεταξύ  υπόχρεων και  πιστωτών.

Δεν θα ήθελα και δε μπορώ να αναφερθώ στις ποικίλες ειδικές γνώμες της προβληματικής του χρέους. Αλλά πολλοί οικονομολόγοι και πολιτικοί επιστήμονες (και το ΔΝΤ) είναι της γνώμης, ότι το βάρος του ελληνικού χρέους είναι αβάσταχτο και ένα μελλοντικό κούρεμα χρέους είναι αναπόφευκτο.

Τρίτον, απρόβλεπτες αναταράξεις στην παγκόσμια οικονομία, ο φόβος για έναν μαύρο κύκνο δηλαδή, μπορεί να συσκοτίσουν τις προοπτικές, όπως μας δείχνουν οι συνέπειες του κορονοϊού. Και χτυπούν ιδιαίτερα σκληρά  υπερχρεωμένες χώρες με εκκρεμείς μεταρρυθμίσεις.

 

[1] Βλ. συμβολή στο Klemm, Ulf-Dieter / Schultheiss, Wolfgang (Hg): Die Krise in Griechenland, Ursprünge, Verlauf, Folgen, Camus Verlag, Frankfurt am Main 2015.

[2] Süddeutsche Zeitung από 15.07.2013

[3] Βλ. ΔΝΤ, Request for stand-by arrangement, Country Report 17 229, Ιούλιος 2017

[4] Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Compliance Report. ESM Stability Programme for Greece. Third review, Ιανουάριος 2018, σ. 10-11.

[5] Μεταξύ άλλων INTERNATIONAL INSTITUTE FOR MANAGEMENT (EMD), Competitiveness Yearbook 2017.

[6] EICHENGREEN, Barry / PANIZZA, U.: Can large primary surpluses solve Europe’s dept problem? Von 30.07,2014

[7] EUROGROUP, Statement on Greece of 22 June 2018. Περισσότερα σχετικά περιέχει το λεγόμενο Komplementäre Memorandum of Understanding του Μαΐου 2018.

[8] EUROGROUP, Statement on Greece of 22 June 2018.

[9] Βλ. Athanassiou, P.: Of past measures and future plans for Europe’s exit from the sovereign debt crisis: What is legally possible and what is not, in: European Law Review 36 (2011), σ. 558-578.