Μήνας: Απρίλιος 2017

Η πολιτική της χρεοκοπίας

Πάνος Καζάκος και Δημήτρης Σκάλκος. Δημοσιεύτηκε 09/04/2017 στη Καθημερινή

Η ​​ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος προσαρμογής και, συναφώς, οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις καθυστερούν ανεπίτρεπτα, επιβαρύνοντας τη δοκιμαζόμενη οικονομία. Ο εφιάλτης μιας αποτυχίας του προγράμματος, πτώχευσης και επιστροφής στο εθνικό νόμισμα που ανεύθυνα αναπαράγεται στον δημόσιο λόγο με δηλώσεις αξιωματούχων προκαλούν αβεβαιότητα σε επενδυτές και καταναλωτές, ενώ ανομικά φαινόμενα επιτείνουν την ανασφάλεια των πολιτών.

Οι χρεοκοπίες κυρίαρχων κρατών δεν είναι ασυνήθιστες στη σύγχρονη ιστορία. Οι οικονομικές και πολιτικές συνέπειές τους ποικίλλουν, το ίδιο και τα κίνητρα και ο χρόνος που αποφασίζονται. Οι οικονομικές αποφάσεις δεν υπακούουν πάντοτε στην οικονομική λογική. Το πολιτικό παίγνιο, οι συσχετισμοί ισχύος και οι προσωπικοί υπολογισμοί των κυβερνώντων συχνά υπαγορεύουν τη στιγμή της απόφασης. Σε κάθε περίπτωση, οι κυβερνήσεις αποφεύγουν με κάθε τρόπο την κήρυξη χρεοκοπίας, λόγω των αρνητικών συνεπειών στην κοινωνική ευημερία (υποχώρησης ΑΕΠ, αποκλεισμού από τις διεθνείς αγορές, επιπτώσεων στο τραπεζικό σύστημα), αλλά και λόγω των πολιτικών επιπτώσεων. Ορισμένες φορές μάλιστα, η απόφαση καθυστερεί ακόμα και όταν όλα δείχνουν ότι η επίσημη πτώχευση είναι αναπόφευκτη, καθώς οι κυβερνήσεις αντιλαμβάνονται το υψηλό πολιτικό κόστος που θα κληθούν να καταβάλουν.

Οι οικονομολόγοι Eduardo Borensztein και Ugo Panizza μελέτησαν τα δεκαεννέα επεισόδια χρεοκοπίας δημοκρατικών καθεστώτων που κατεγράφησαν τη χρονική περίοδο 1980-2003 («The Costs of Sovereign Default», IMF working paper, October 2008). Η ανάλυσή τους κατέδειξε ότι, σε όλες τις περιπτώσεις πλην μιας, οι κυβερνητικοί συνασπισμοί έχασαν σημαντικό μέρος της εκλογικής τους δύναμης (κατά μέσον όρο 16%). Στις μισές από τις παραπάνω περιπτώσεις, τα κυβερνητικά κόμματα απώλεσαν την εξουσία τους κατά την ίδια ή την αμέσως επόμενη χρονιά της χρεοκοπίας.

Η στάση του κοινωνικού σώματος απέναντι στη χρεοκοπία καθορίζεται από το αν αυτή συνιστά «στρατηγική» επιλογή ή μια «αναπόφευκτη» κατάληξη, αν δηλαδή η απόφαση της χρεοκοπίας θεωρείται ότι αποτέλεσε μέρος του πολιτικού σχεδίου της κυβέρνησης ή, αντίθετα, αν αυτή προσπάθησε ανεπιτυχώς να την αποτρέψει. Δεν είναι άγνωστες εκείνες οι περιπτώσεις όπου οι «κυβερνήσεις της χρεοκοπίας» κατάφεραν να επανεκλεγούν έχοντας κατορθώσει να πείσουν το εκλογικό σώμα ότι δεν υπήρχαν περιθώρια ελιγμών, και από αυτή τη θέση να ηγηθούν της επόμενης ημέρας.

Αντίθετα, η στάση των δανειστών απέναντι στα κράτη που χρεοκοπούν καθορίζεται από την εκτίμηση που κάνουν αν το κράτος είναι «ανίκανο» να καλύψει τις υποχρεώσεις του ή απλώς «απρόθυμο» να το πράξει (και ακόμα λιγότερο πρόθυμο να αποτρέψει την πτώχευση). Στη δεύτερη περίπτωση, το τίμημα για τη «φήμη» (reputation) του κακοπληρωτή είναι βαρύ και το κόστος για την οικονομία μεγαλύτερο.

Στην περίπτωση της χώρας μας, μια πιθανή απόφαση αθέτησης πληρωμής των χρεών στο επόμενο διάστημα θα έχει σημαντικά δυσμενέστερες συνέπειες, καθώς οι αντοχές της οικονομίας είναι μικρότερες συγκριτικά με μερικούς μήνες πριν (και ακόμη περισσότερο στις αρχές του 2015, όταν η οικονομία φαινόταν να εξέρχεται της κρίσης). Οι δείκτες της πραγματικής οικονομίας χειροτερεύουν καθημερινά. Και πιθανόν το ΑΕΠ θα κινηθεί σε αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης για δεύτερο συνεχόμενο τρίμηνο, γεγονός που αν επιβεβαιωθεί, θα σηματοδοτεί την επιστροφή της οικονομίας στην ύφεση.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ φαίνεται να ακολουθεί, για δεύτερη φορά μετά το καλοκαίρι του 2015, μια πολιτική που δεν είναι ασύμβατη με την υποψία πολλών δανειστών ότι δεν μπορεί και δεν επιθυμεί να αποτρέψει τελικά την πτώχευση: δεν έχει «ενστερνισθεί» το πρόγραμμα, θέτει «κόκκινες γραμμές» και κωλυσιεργεί εξαντλώντας κάθε διαπραγματευτικό περιθώριο. Εχει υιοθετήσει ένα «αντιστασιακό» αφήγημα, το οποίο έχει βέβαια την εξήγησή του: το πρόγραμμα προσαρμογής έρχεται σε αντίθεση με την οικονομική φιλοσοφία με την οποία είχαν γαλουχηθεί πολλά στελέχη και οργανωτικοί πυλώνες. Επομένως έχει πολιτικό κόστος.

Την ίδια στιγμή όμως, διακηρύττει ότι επιθυμεί να ολοκληρώσει την αξιολόγηση με κάθε τρόπο. Ελπίζει έτσι ότι ένα πιθανό οριστικό αδιέξοδο θα χρεωθεί στην αδιαλλαξία των δανειστών που δεν άφησαν άλλη επιλογή από μια «υπερήφανη ρήξη». Στους εταίρους βέβαια θα επικρατήσει μια διαφορετική ανάγνωση, αυτή που θέλει την Ελλάδα να αθετεί τις συμφωνίες που προσυπέγραψε η κυβέρνησή της.

Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο πολιτικές εξελίξεις άκρως επιζήμιες για το κοινωνικό σύνολο να αποβαίνουν θετικές για τους κυβερνώντες. Ελπίζουμε να μην επαναληφθεί στη χώρα μας. Αλλωστε το κόστος της χρεοκοπίας, ακόμα και στην περίπτωση που η κυβέρνηση πείθει πολλούς ότι «φταίνε οι άλλοι», θα είναι και για αυτή μεγαλύτερο από το κόστος της προσαρμογής.

Advertisement

Μια σύντομη υπεράσπιση των μεταρρυθμίσεων για υποψιασμένους

Δημοσιεύτηκε στο liberlal.gr Δευτέρα 03 Απριλίου 2017

Οι «μεταρρυθμίσεις» που προβλέπουν τα προγράμματα προσαρμογής τείνει να απαξιωθεί ως όρος στη δημόσια συζήτηση. Στόχος τους όμως είναι να βελτιώσουν την οικονομική αποτελεσματικότητα σε κράτος και οικονομία με καλύτερη χρήση των διαθέσιμων πόρων και αποτέλεσμα την υπέρβαση της κρίσης. Δεν αποτελούν «τεχνικό» ζήτημα, αλλά συνυφαίνονται με ευρύτερα, θεμελιώδη ζητήματα σχετικά με το μέγεθος και την ποιότητα του κράτους, την κατανομή βαρών μεταξύ των γενεών, την ατομική ευθύνη και λογοδοσία κλπ. Επομένως έρχονται σε πλήρη αντίθεση με διάχυτες «βολικές πεποιθήσεις» του παρελθόντος που συνοψίζαμε στον όρο «κρατισμός».

Τα επιμέρους σημεία του τελευταίου προγράμματος (Μνημόνιου ΙΙΙ) όπως επικαιροποιήθηκε τον Ιούνιο 2016 και έκτοτε έχει ουσιαστικά παγώσει επιδέχονται μεν βελτιώσεις μέσω διαπραγματεύσεων και ορθολογικότερης εφαρμογής, συνολικά όμως οι μεταρρυθμίσεις του αγγίζουν τις πηγές των «αποτυχιών του κράτους» μας: Διαφθορά και κακοδιαχείριση, διαπλοκή, εύθραυστη παραγωγική βάση, μη τήρηση του νόμου, όπου τα Εξάρχεια είναι μόνον η κορυφή του παγόβουνου της διαχεόμενης ανομίας κ.α. Αν αποτύχει και αυτό το Μνημόνιο η κατάληξη θα είναι η ανοιχτή χρεοκοπία, ένα χαοτικό καθεστώς δραχμής, νέα πτώση του βιοτικού επιπέδου και πολιτική αστάθεια.

Ειδικότερα (και για να άρουμε το ιδεολογικό πέπλο που επικρατεί) ο όρος «μεταρρυθμίσεις» υποδηλώνει σήμερα γενικά μέτρα που, μεταξύ άλλων,

(α) ανοίγουν τις αγορές στον ανταγωνισμό, καταργώντας μονοπώλια και άλλες μορφές προστασίας ευνοούμενων ομάδων,

(β) κάνουν αποτελεσματικότερη τη λειτουργία του κράτους (π.χ. με αξιολόγηση δομών και στελεχών),

(γ) στον δημοσιονομικό τομέα, περιορίζουν τη διακριτική ευχέρεια της εκάστοτε κυβέρνησης να δαπανά και φορολογεί ή να δημιουργεί ελλείμματα και χρέη (deficit bias) για να δώσει δώρα σε ευνοούμενους, και

(δ) εκλογικεύουν την κοινωνική πολιτική (π.χ. με την αντικατάσταση πάσης φύσης επιδομάτων με το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα ή Εισόδημα Κοινωνικής Αλληλεγγύης). Μεταρρύθμιση δεν σημαίνει κοινωνική αναλγησία, αλλά υπέρβαση του πελατειακού και αναποτελεσματικού «κράτους-παροχών».

Αυτό δεν σημαίνει ότι απορρίπτεται θεμελιωδώς η κρατική παρέμβαση στο πλαίσιό μιας γενναίας μεταρρυθμιστικής πολιτικής. Στο κράτος (σε διάφορα επίπεδα) αναγνωρίζεται ουσιαστικός ρόλος αρκεί να τον εκπληρώνει σωστά π.χ. να αξιοποιεί πραγματικά τις δυνατότητες για παραγωγή δημοσίων αγαθών (π.χ. «παιδεία»), να πετυχαίνει τους βασικούς του στόχους στην κοινωνική πολιτική και να ρυθμίζει τις οικονομικές δραστηριότητες ώστε να μειώνονται ή αποφεύγονται αρνητικές εξωτερικές επιπτώσεις (externalities).

Στην πράξη, η πραγματικά εναλλακτική αλλά μη ρεαλιστική πρόταση είναι η προάσπιση του status quo, ή και η ακόμα λιγότερο ρεαλιστική επιστροφή στο παρελθόν – σε δομές και συμπεριφορές που μας οδήγησαν στην κρίση.

Τώρα, απλοποιώντας κάπως, θεωρώ ότι υπάρχει ευρεία επιστημονική συναίνεση για τις θετικές επιπτώσεις των μεταρρυθμίσεων σε όρους γενικής ευημερίας. Ουσιαστικά αποτελούν το κλειδί για υπέρβαση της κρίσης και διατηρήσιμη ανάπτυξη. Σε ορισμένες περιπτώσεις ο υπολογισμός του γενικού οφέλους είναι σχεδόν παιδική άσκηση (Fraport, Ελληνικό κλπ) σε άλλες περιπτώσεις το γενικό όφελος είναι δυσδιάκριτο αλλά εξίσου υπαρκτό π.χ. αν εμπεδώνονται θεσμοί που λειτουργούν χωρίς αποκλεισμούς για να προσφύγω σε έναν όρο των Robinson και Acemoglou.

Όμως διαπιστώνουμε ότι ανεξάρτητα από το τι λέγει η οικονομική-πολιτική ανάλυση, στην πράξη οι μεταρρυθμίσεις καθυστερούν ή αλλοιώνονται. Έτσι φθάνουμε στο ερώτημα: Αν οι μεταρρυθμίσεις αποφέρουν καθαρά κέρδη ευημερίας για ολόκληρη την κοινωνία (όπως υποδεικνύει η επιστημονική έρευνα), τότε τι εμποδίζει πολλές από αυτές;

Παραθέτω επιλεκτικά έναν κατάλογο των εμποδίων: Ειδικά συμφέροντα που υπερασπίζονται το status quo και εμπλέκονται σε ένα πόλεμο φθοράς προκειμένου να αποφύγουν το κόστος ή να το μεταθέσουν σε άλλους, τον εκλογικό κύκλο (οι μεταρρυθμίσεις αποδίδουν κατά κανόνα μακροχρόνια, ενώ ο χρονικός ορίζοντας των πολιτικών δεν ξεπερνά τις επόμενες εκλογές), την αδιαφανή κατανομή βαρών, την ποιότητα της ηγεσίας, η οποία θα πρέπει να πιστεύει σε αυτό που κάνει, τις επικρατούσες ιδέες για το κράτος και την αγορά κ.α. Φυσικά, ο κατάλογος των παραγόντων που εμποδίζουν τις μεταρρυθμιστικές διαδικασίες δεν εξαντλείται σε αυτούς.

Στη συνέχεια στέκομαι σε δύο που επηρεάζουν το γενικότερο κλίμα: Ο πρώτος είναι η χαμηλή εμπιστοσύνη. Έχουμε σοβαρές εμπειρικές ενδείξεις ότι ένας υψηλός βαθμός εμπιστοσύνης σε θεσμούς και κυβέρνηση ευνοεί μεταρρυθμιστικά σχέδια και επηρεάζει θετικά τις οικονομικές επιδόσεις. Αυτό συμβαίνει διότι π.χ.

  • τα άτομα που εμπιστεύονται θεσμούς επενδύουν μακροπρόθεσμα,
  • δεν σπαταλούν χρόνο και πόρους για …προστασία ή βόλεμα και
  • είναι περισσότερο διατεθειμένα να δεχθούν μεταρρυθμίσεις, αν θέλετε, να συμπεριφέρονται αλτρουιστικά.

Οι διεθνείς συγκρίσεις δείχνουν ότι είμαστε μια χώρα χαμηλής εμπιστοσύνης (ΟΟΣΑ, 2017).

Δεύτερον, τα φανερά ειδικά συμφέροντα και οι αφανείς διαπλοκές στα ανώτερα κλιμάκια της κοινωνίας.

Απλοποιώντας κάπως και τελειώνοντας σημειώνω ότι βρισκόμαστε σε μια κατάσταση γενικευμένης δυσπιστίας όπου κάθε μια κοινωνική ομάδα ή κάθε ένας από τους παίκτες στη δημόσια σφαίρα (με εξαιρέσεις πάντως) διαμορφώνουν χωριστά και ανεξάρτητα τη δική τους άποψη για το τι πρέπει να γίνει σύμφωνα με τους δικούς τους ορισμούς συμφέροντος. Τότε, μας προειδοποιεί η θεωρία (βλ. δίλημμα των φυλακισμένων), θα καταλήξουν σε αποφάσεις που τελικά είναι χειρότερες για όλους (ή έστω για τους περισσότερους) από εκείνες οι οποίες θα μπορούσαν να προκύψουν αν συντονίζονταν και εκτιμούσαν σωστά και από κοινού τα οφέλη και κόστη των αλλαγών.

Ο ρόλος της ηγεσίας που εκπέμπει σαφή μηνύματα αλλαγής, αψηφά το βραχυχρόνιο πολιτικό κόστος και διεκδικεί την ψήφο των πολιτών με αυτήν ακριβώς την εντολή, είναι τότε κρίσιμος για την υπέρβαση της χειρότερης «λύσης», δηλαδή της ασταθούς στασιμότητας ή και αργόσυρτης διαδικασίας οικονομικής και κοινωνικής παρακμής. Στην περίπτωσή μας πολλά εξαρτώνται συγκεκριμένα από αυτό που οι διεθνείς θεσμοί αποκαλούν «οικειοποίηση» των μεταρρυθμίσεων (ownership), ότι δηλαδή οι κυβερνήσεις πρέπει να «ενστερνισθούν» και εφαρμόσουν αξιόπιστα ένα ευρύ μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα.

Γιατί η δραχμή δεν (θα) είναι η λύση

Δημοσιεύθηκε 19/03/2017 στη Huffington Post

Το ενδεχόμενο εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη (Grexit) ή και της εισαγωγής στη χώρα ενός παράλληλου νομίσματος εντός της Ευρωζώνηςσυζητήθηκε στο παρελθόν κάθε φορά που οι διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς για ένα πρόγραμμα διάσωσης βρίσκονταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης.

Οι αιτίες για αυτή την ανακυκλώμενη συζήτηση είναι πολλές. Η χώρα απέτυχε επανειλημμένα (2011-12, 2014-2015) να εφαρμόσει τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής, στα οποία είχε συμφωνήσει για να εξασφαλίσει χρηματοδοτική συνδρομή και να αποφύγει άτακτη χρεοκοπία, αλλά και για να απεξαρτηθεί από τη βοήθεια της ΕΕ, των κρατών μελών της και του ΔΝΤ. Η αποτυχία αυτή με τη σειρά της οφείλεται στη δυναμική του πολιτικού-οικονομικού συστήματος της χώρας. Όμως, άλλοι παράγοντες που εξηγούν την κρίση και την αποτυχία της προσαρμογής ήταν η ίδια η αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης (πριν από την κρίση) και κρίσιμα ελαττώματα των προγραμμάτων διάσωσης – ιδίως του πρώτου που δεν προέβλεψε έγκαιρη αναδιάρθρωση του συσσωρευμένου χρέους.

Σήμερα η έξοδος από την Ευρωζώνη εμφανίζεται μεν αποτρέψιμη αλλά, αλλά παραμένει πιθανή. Οι επιπτώσεις εξαρτώνται από πολλούς αστάθμητους παράγοντες και κυρίως από τη δυναμική του πολιτικού-οικονομικού συστήματος.

Μια πρώτη εικόνα (και προειδοποίηση) για τις επιπτώσεις μιας εξόδου και πτώχευσης έδωσε η κρίση του Ιουνίου 2015. Τότε η Ελλάδα βρέθηκε εκτός (του προηγούμενου) προγράμματος προσαρμογής και εκτός χρηματοπιστωτικής ομπρέλας, διέκοψε την πληρωμή ληξιπρόθεσμης δόσης προς το ΔΝΤ, αναγκάσθηκε να κλείσει προσωρινά τις τράπεζες και να εισάγει μονιμότερους κεφαλαιακούς ελέγχους (συμπεριλαμβανομένων και των ορίων άντλησης μισθών και συντάξεων κάθε μέρα και εβδομάδα από τις τράπεζες), ανέβαλε τις εξοφλήσεις νέων οφειλών του Δημοσίου σε προμηθευτές. Το αποτέλεσμα ήταν να ανατραπούν οι αισιόδοξες προβλέψεις για την οικονομία και η χώρα να περιέλθει εκ νέου σε ύφεση.

Με βάση τη διεθνή εμπειρία, αλλά και τα χαρακτηριστικά του ελληνικού πολιτικού-οικονομικού συστήματος σήμερα, εκτιμήσαμε τις πιθανές επιπτώσεις της εξόδου από την Ευρωζώνη ως εξής: Κατ’ αρχάς το νέο νόμισμα (η δραχμή) θα υποτιμηθεί πολύ και θα μείνει ασταθές στη συνέχεια. Σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες (π.χ. ένταση αναδιανεμητικών διεκδικήσεων) η χώρα θα βυθισθεί σε νέα βαθιά ύφεση, όπως δείχνουν όλες οι προβλέψεις και οι ελπίδες για επιστροφή στην ανάπτυξη θα μετατεθούν σε ένα απροσδιόριστο μέλλον. Η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα μπορεί να προκαλέσει έναν φαύλο κύκλο υποτιμήσεων-πληθωρισμού-υποτιμήσεων και να καταστήσει αδύνατο τον έλεγχο της δημόσιας οικονομίας λόγω της δυναμικής του πολιτικού οικονομικού συστήματος.

Οι εμπειρίες του 1953-1963, 1993-99 και 2012-2014 έδειξαν (και η θεωρία επιβεβαιώνει) ότι η καθιέρωση και υποτίμηση του (νέου) νομίσματος θα πρέπει να συνοδεύσει σφικτή εισοδηματική και δημοσιονομική πολιτική (και σοβαρές μεταρρυθμίσεις) προκειμένου να αποφευχθεί το σπιράλ πληθωρισμού και υποτιμήσεων που καταλήγει σε πλήρη αποδιοργάνωση της οικονομίας. Όμως αυτό ακριβώς δεν είναι βέβαιο στις σημερινές πολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Την έξοδο από την Ευρωζώνη (ή και την ΕΕ) θα ακολουθούσε μεγαλύτερη απόκλιση της οικονομικής πολιτικής από τις τάσεις στην Ευρώπη και ακόμα μεγαλύτερη (και παραλυτική) εσωστρέφεια του πολιτικού συστήματος. Οι δυνατότητες πρόσβασης σε δημόσιους πόρους θα περιορισθούν δραματικά: Χωρίς τις χρηματοδοτήσεις αυτές, χωρίς δυνατότητες δανεισμού από τις αγορές και με μια άστατη γενική οικονομική πολιτική, θα είναι αδύνατη η επιστροφή σε διατηρήσιμη ανάπτυξη ή η υπεσχημένη παραγωγική ανασυγκρότηση.

Κατά πάσα πιθανότητα επίσης θα διαψευσθούν οι υπερβολικές προσδοκίες για αύξηση των εξαγωγών με μια γενναία υποτίμηση, ενώ θα γίνουν δυσκολότερες και θα τροφοδοτούν τον πληθωρισμό οι εισαγωγές ζωτικών προϊόντων (και οι αναπόφευκτοι έλεγχοί τους), η ενέργεια δεν θα γίνει φθηνότερη, το τραπεζικό σύστημα θα αποσταθεροποιηθεί, η χώρα θα αδυνατεί να αντλήσει δάνεια από τις διεθνείς αγορές ή άλλα κράτη και θα επιχειρήσει τη διευθέτηση του χρέους σε συνθήκες χάους και νομικών εμπλοκών (βλέπε προηγούμενο Αργεντινής).

Η υποτίμηση του νέου νομίσματος θα δυσκόλευε περισσότερο την εξυπηρέτηση του χρέους. Η ήδη προβληματική σχέση ενός τμήματος της κοινωνίας και της πολιτικής με το κράτος δικαίου (rule of law) θα επιδεινωθεί. Mια νέα απότομη πτώση των εισοδημάτων μετά την έξοδο από την Ευρωζώνη και η αύξηση της ανεργίας και της αβεβαιότητας θα οδηγούσαν σε ένα νέο κύμα απεργιών, σκληρών διεκδικήσεων, αντιθεσμικών πρακτικών, ενδεχομένως σε έναν φαύλο κύκλο βίας και αντίμετρων της εξουσίας και, εν τέλει σε πολιτική αστάθεια. Το πολιτικό σύστημα τουλάχιστον για ένα διάστημα θα αδυνατεί να διαχειρισθεί την κρίση. Οι ευρύτερες αρνητικές επιπτώσεις αφορούν την κοινωνική ειρήνη και την πολιτική σταθερότητα.

Η έξοδος, όπως και να μεθοδευθεί, δεν θα δώσει λύση στις μεγάλες εκκρεμότητες της χώρας, δηλαδή δεν θα λύσει τα διαρθρωτικά της προβλήματα. Συναφώς, τη γενική κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής θα βαραίνουν αβεβαιότητες που θα εμποδίζουν την ανάκαμψη για πολύ καιρό. Το πιθανότερο είναι ότι η ελληνική πολιτική θα κινείται χωρίς πυξίδα και χωρίς τη δυνατότητα να επικαλείται τον περιορισμό του υπέρτερου στόχου της παραμονής στον πυρήνα της Ευρώπης, που λειτούργησε εν τινι μέτρω ως «εξωτερικός περιορισμός». Επομένως, θα προσκρούει σε ένα υψηλότερο τείχος αναξιοπιστίας. Όλα αυτά θα απειλήσουν πολλές από τις εναπομείνασες θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα και, κατά προέκταση, τη χρηματοδότηση του κοινωνικού κράτους.

Το πρακτικό συμπέρασμα της ανάλυσής μας συνοψίζεται ως εξής: Αντί του Grexit είναι προτιμότερο να εφαρμοσθεί το πρόγραμμα προσαρμογής εντός της Ευρωζώνης σε συνδυασμό με τη διευθέτηση του χρέους η οποία σχεδιάζεται να πραγματοποιηθεί καθώς θα προχωρεί η εφαρμογή του.

Εναλλακτικά, υπάρχει ο κίνδυνος με την έξοδο από το Ευρώ να κάνουμε έναν κύκλο με τεράστιο κόστος για να επιστρέψουμε με χειρότερες προϋποθέσεις κάτω από την ευρωπαϊκή ή διεθνή ομπρέλα.

Αποσπάσματα από το βιβλίο του Πάνου Καζάκου «Η δραχμή δεν (θα) είναι λύση. Οικονομικές και πολιτικές επιπτώσεις της εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη (Grexit)», εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2016.