Μήνας: Μαρτίου 2018

Κρίση ταυτότητας της ελληνικής αριστεράς

Δημοσιεύτηκε 25.2.2018 στη Καθημερινή

Καθώς η χώρα πέρασε στην τελική φάση εφαρμογής του τρίτου κατά σειράν «μνημονίου» (προγράμματος προσαρμογής) γίνεται ολοένα και εμφανέστερη η κρίση ταυτότητας της αριστεράς. Ως προς αυτό δεν πρέπει να μας παραπλανά η διαχείριση της υπόθεσης Novartis.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ή αυτοπροσδιοριζόταν ως αντισυστημικός, αντικαπιταλιστικός, αντι-νεοφιλελεύθερος, έμμεσα αντιευρωπαϊκός και, φυσικά, αντιμνημονιακός συνασπισμός. Ήδη πριν από την κρίση είχε αρχίσει να εγκαταλείπει τη μεταρρυθμιστική κληρονομιά της. Όμως, τα χρόνια της κρίσης  μεταλλάχθηκε πλήρως. Δεν εγκατέλειψε  μεν σε επίπεδο διακήρυξης προθέσεων ιδεολογικά στοιχεία που είχε υιοθετήσει όταν ήταν μικρό αντιπολιτευόμενο κόμμα  – μεταξύ άλλων  την ισονομία, την απαλλαγή του κράτους από τον κομματικό εναγκαλισμό, την υπεράσπιση των κοινωνικά αδύναμων – αλλά πρόσθεσε σε αυτά τη μεγάλη λαϊκιστική υπόσχεση ότι ήθελε και μπορούσε να ικανοποιήσει πάσης φύσης αιτήματα τα οποία, σωρευτικά, κατέτειναν στην προάσπιση των πιο αντιπαραγωγικών πτυχών του κρατικού παρεμβατισμού.

Η μεγάλη υπόσχεση του ΣΥΡΙΖΑ περιελάμβανε την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, την καταγγελία του (τότε δεύτερου) μνημονίου, την αποτροπή εμβληματικών ιδιωτικοποιήσεων (Ελληνικό, ΟΛΠ), την ανάκληση των περικοπών σε συντάξεις, μαζικές μονιμοποιήσεις στο Δημόσιο, διατήρηση του μονοπωλίου της ΔΕΗ κλπ. Επιπλέον ο ΣΥΡΙΖΑ ανταποκρινόταν στην ιστορικά διαμορφωμένη πεποίθηση των ιδεολόγων του κινήματος (και της κοινωνίας) ότι η λύση ήταν το κράτος. Το πρόγραμμα της Θεσσαλονικης (2014) επισφράγισε ακριβώς την μετάλλαξη της αριστεράς από  ιδεολογικό φορέα σε λαϊκιστικό κίνημα.

Μετά το δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015 άρχισε η αργή μετάβαση από  τη θεμελιώδη απόρριψη του «συστήματος» στη διαχείρισή των προβλημάτων του που υπαγόρευαν εν πολλοίς η οικονομική ορθοδοξία και τα μνημόνια.

Το πρώτο βήμα στη μεταριζοσπαστική πορεία έγινε ακριβώς με το τρίτο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής  («μνημόνιο») που ήταν όρος για να αποφευχθεί μια άτακτη χρεοκοπία. Πρόβλεπε συνέχιση της δημοσιονομικής σύνεσης και κατά βάση φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις. Χρειάσθηκαν όμως  δύο «επικαιροποιήσεις» το 2016 και 2017 υπό στενή επιτήρηση για να μη καταρρεύσει. Οι δυσκολίες προέκυπταν από τη φύση του προγράμματος που ήταν  ασύμβατη με την ιδεολογική κληρονομιά της πυρηνικής αριστεράς και την πελατειακή λογική του λαϊκισμού.

Στο μεταξύ ετοιμάζεται ένα νέο «πλαίσιο πολιτικής» (ευφημισμός ουσιαστικά του τέταρτου μνημονίου). Το περίγραμμα έχει ήδη χαραχθεί: Πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% ως το 2021, μείωση  ελλειμμάτων του ασφαλιστικού το 2019 και του αφορολόγητου το 2020. Στο ίδιο πλαίσιο οι τράπεζες π.χ. έχουν δεσμευθεί έναντι του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM).για 40.000 πλειστηριασμούς τον χρόνο την περίοδο 2019-2021. Ο προγραμματικός σκελετός θα εμπλουτισθεί κατά πάσα πιθανότητα με περαιτέρω στοιχεία τους επόμενους μήνες.

Ένα χάσμα χωρίζει το τρίτο μνημόνιο και το υπό κατασκευήν «πλαίσιο πολιτικής» για τα επόμενα χρόνια από τη λαϊκιστική υπόσχεση και αντιμνημονιακή λογική. Μια συνέπεια  είναι ότι o SYRIZA έχασε την εμπιστοσύνη μεγάλου μέρους των ψηφοφόρων και των ιδεολόγων της αριστεράς. Μετά το δημοψήφισμα και την στροφή του 2015 είδε την αριστερή του πτέρυγα να αποσπάται και να ιδρύει νέο σχήμα – τη ΛΑΕ. Αλλά η κρίση ταυτότητας δεν ξεπεράσθηκε.

Αυτό εξηγεί πολλά από τα φαινόμενα που μας κάνουν να απορούμε. Η κυβέρνηση επιχείρησε να γεφυρώσει το χάσμα με πολλούς τρόπους. Πρώτον, με τις αντιφάσεις της τρέχουσας πολιτικής. Όπως έδειξαν η μέχρι τώρα πρακτική  και τα διάφορα πολυνομοσχέδια η κυβέρνηση πρόσθεσε και προσθέτει σε κατά τα λοιπά σωστές διατάξεις πάσης φύσης ρυθμίσεις που απλά διευρύνουν τον κύκλο όσων στέκονται υπό την ομπρέλα του κράτους. Χρειάζονται παραδείγματα; Η πολιτική της πράξη μοιάζει ολοένα και περισσότερο με την παραδοσιακή πελατειακή πολιτική παροχών και άλλων ευνοιών.  Φυσιολογικά, δεύτερον και συναφώς, βλέπει πολλούς  θεσμούς της χώρας  – την Τράπεζα της Ελλάδος, τη Δικαιοσύνη, τις Ανεξάρτητες Αρχές – ως εμπόδιο στην πολιτική της. Και οξύνει τον καταγγελτικό λόγο κατά των αντιπάλων της. Διολισθαίνει προς τον αυταρχισμό.

Τρίτον, εκτόξευσε πρόσφατα το σύνθημα της «καθαρής εξόδου από το μνημόνιο»  υπονοώντας ή υποσχόμενη ότι τότε η κυβέρνηση, απαλλαγμένη από κάθε εποπτεία ή επιτήρηση, θα μπορέσει να ασκήσει «ταξική» οικονομική πολιτική εν πολλοίς αντίθετη προς όσα επέβαλε το μνημόνιο – συνοπτικά, να δώσει τέλος στη «λιτότητα»  και στις μεταρρυθμίσεις της τρόικας.  Ειρήσθω εν παρόδω, ότι υπάρχει ένα ιδεολογικό ζήτημα και μια εγγενής αντίφαση σε  μια αυτοπροσδιοριζόμενη ως αριστερή πολιτική που επιθυμεί να επιστρέψει στις χρηματοπιστωτικές αγορές για να δανείζεται από αυτές, ενώ στο εσωτερικό της χώρας οραματίζεται και ήδη  επιχειρεί συστηματικά να αναπαλαιώσει και προασπίσει τον κρατισμό.

Τέλος, η κυβέρνηση ανέχεται κινήσεις «ανυπακοής» π.χ. όσων οχυρώνονται στο Πολυτεχνείο για να ετοιμάζουν εξόδους με βόμβες και να  δημιουργούν άβατα στο κέντρο της Αθήνας όπου η αστυνομία δεν πλησιάζει. Κατανοεί τον «Ρουβίκωνα» στις εφόδους του σε υπουργεία, πρεσβείες, τράπεζες και Βουλή και τις αντιδράσεις μικροομάδων κατά των πλειστηριασμών. Επιχειρεί και με τον τρόπο αυτό να απλώσει ένα επίχρισμα αριστερού αντικρατισμού πάνω σε μια πολιτική … κρατισμού.

Όλα τούτα βέβαια δεν συγκαλύπτουν την κρίση ταυτότητας και τις αβεβαιότητες που προκαλεί σε οικονομία και κοινωνία.

Advertisement

Φαντασιοπληξίες και «καθαρή» έξοδος

Δημοσιεύτηκε στο Βήμα 18.2.2018

Των ΠΑΝΟΥ  ΚΑΖΑΚΟΥ  και ΔΗΜΗΤΡΗ  ΣΚΑΛΚΟΥ

Η χώρα πέρασε στην τελική φάση εφαρμογής του (τρίτου) μνημονίου που τελειώνει, αν όλα πάνε καλά, τον Αύγουστο τού 2018. Κατά την γνώμη μας, ήταν ευτύχημα για τον τόπο ότι η κυβέρνηση συμφώνησε με τους εταίρους ένα τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής και εγκατέλειψε στην πράξη, έστω με προχειρότητες και κουτοπόνηρες άμυνες, το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης και τον λαϊκισμό με το ψευδεπίγραφα αριστερό πρόσημο.

Απέτρεψε έτσι την άτακτη χρεοκοπία, το χάος μίας απότομης εξόδου από το ευρώ και μια νέα καθίζηση του εισοδήματος. Πιθανόν, μάλιστα, το αριστερό πρόσημο –που ακόμα προβάλλει σε επίπεδο ρητορικής και συμβολικών κινήσεων– διευκόλυνε την εφαρμογή του μνημονίου της. Η απόφαση ήταν λοιπόν γενικά ορθή σε όρους οικονομικής ορθοδοξίας και πολιτικού ρεαλισμού.

Τώρα πρέπει να διερωτηθούμε τί θα συμβεί μετά το 2018. Ουσιαστικά, η κυβέρνηση θα πρέπει να επιλέξει μεταξύ της συνέχισης των μεταρρυθμίσεων και της δημοσιονομικής ισορροπίας και μίας αντιφατικής «επιστροφής της πολιτικής».

Η επιλογή της συνέχειας συνεπάγεται ότι υλοποιούνται όσες εκκρεμότητες θα έχουν μείνει (και θα είναι πολλές, αν σκεφθεί κανείς μόνον τα ζητήματα του κράτους δικαίου) και βελτιώνονται ή διορθώνονται δραστικά τρέχουσες πολιτικές.

Αντίθετα, η επιστροφή της πολιτικής συνδέεται με την «καθαρή έξοδο στις αγορές», που μεταφράζεται παραπλανητικά σε απαλλαγή από κάθε εποπτεία. Ένα «ηρωικό ρεπερτόριο», αναμφίβολα, σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση του Νικόλα Σεβαστάκη («Φαντάσματα του καιρού μας», 2016).

Με βάση τις ως τώρα εμπειρίες και σκόρπιες δηλώσεις κυβερνητικών αξιωματούχων μπορούμε να εκμαιεύσουμε τρόπον τινα τί εννοούν πολλοί με την «καθαρή έξοδο». Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός φαίνεται ότι τώρα την εγκαταλείπει, και ορθώς.

Όσοι όμως την υιοθετούν ακόμα ελπίζουν ή υπονοούν ποικιλοτρόπως, κατ’ αρχάς, ότι θα ανακτήσουν βαθμούς ελευθερίας για χορήγηση πάσης φύσης επιδομάτων, αποδυνάμωση ανεξαρτήτων αρχών (συμπεριλαμβανομένης της Τράπεζας της Ελλάδος και της Δικαιοσύνης), σύσταση νέων κρατικών φορέων χωρίς εξωτερικές οχλήσεις, νέους διορισμούς, επαναφορά των εργασιακών σχέσεων στο πρότερο καθεστώς (κλαδικές συμβάσεις, κ.λπ.). Συνοπτικά, δηλαδή, να αναστρέψουν όσα ψήφισαν μέχρι σήμερα.

Πολλές προαιρέσεις θα φέρουν ανακατανομές εισοδήματος και τροποποιήσεις ισορροπιών προς όφελος κυρίως των «εντός των κρατικών τειχών», που όμως θα έχουν οδυνηρές παρενέργειες για τους «εκτός», καθώς θα προκαλέσουν πάλι μείωση της ανταγωνιστικότητας, υψηλότερη ανεργία, χρέη. Μακροχρόνια βέβαια δεν θα διασφαλίζουν ούτε τους «εντός».

Αυτό το συνονθύλευμα σκόρπιων, υπονοούμενων και ανεπεξέργαστων στοιχείων που υποκρύπτει ο όρος «καθαρή έξοδος» δεν είναι ρεαλιστικό ούτε εντός του θεσμικού συστήματος της Ευρώπης, ούτε εκτός. Προϊδεάζει για επιστροφή στην εύκολη ευημερία με δάνεια, παροχές και λοιπές κομματικές εύνοιες της περιόδου πριν από την κρίση με τους όρους του πελατειακού κρατισμού, καλλιεργώντας προσδοκίες για την παλινόρθωση θεσμών και πολιτικών που μάς οδήγησαν ακριβώς στην κρίση.

Δεν ανταποκρίνεται στα δεδομένα του διεθνούς περιβάλλοντος, ούτε της τεχνολογικής εξέλιξης, ούτε είναι προϊόν μάθησης από την ιστορική μας εμπειρία. Το σπουδαιότερο όλων, δεν επιλύει τα βαθειά διαρθρωτικά προβλήματα της χώρας. Είναι άλλωστε χαρακτηριστική η υποαπόδοση της ελληνικής οικονομίας, καθώς το παραγωγικό κενό (δηλαδή η διαφορά ανάμεσα στο πραγματικό και στο δυνητικό προϊόν) ανέρχεται στο -10,5% του ΑΕΠ και είναι το μεγαλύτερο ανάμεσα στα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ (OECD Economic Outlook, Ιούνιος 2017).

Τέλος, η οπτική της καθαρής εξόδου παραβλέπει ότι την εποπτεία της διακρατικής τρόικας (ΕΕ, ΕΚΤ/ΕΜΣ, ΔΝΤ) θα αντικαταστήσει ένα πολυπλοκότερο και δυσκολότερα αντιμετωπίσιμο σύστημα εποπτείας –κατ’ αρχάς από τις ίδιες τις αγορές. Οι αγορές θα αξιολογούν ευθέως την πολιτική της και θα επηρεάζουν τις απαιτήσεις των δανειστών για τυχόν χορήγηση νέων δανείων στην Ελλάδα, καθώς και τις συστάσεις του ΔΝΤ.

Θα είναι μία νέα κατάσταση χωρίς δυνατότητες άμεσης «πολιτικής διαπραγμάτευσης» με οποιονδήποτε, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε μέχρι σήμερα. Για τον λόγο αυτόν αναμένουμε ότι η έξοδος στις αγορές (και η επιστροφή της πολιτικής όπως την εννοούν) θα αφαιρέσει βαθμούς ελευθερίας από την ελληνική κυβέρνηση, δηλαδή ότι θα συμβεί το ακριβώς αντίθετο από αυτό που η ίδια προσδοκά!

Στην πολιτική οικονομία αναφέρεται συχνά ο όρος «voodoo politics», δηλαδή στην υποκριτική στάση όσων υπόσχονται μία «μαγική» προσαρμογή χωρίς τις απαιτούμενες θυσίες. Τέτοιες βολικές αυταπάτες αποτέλεσαν την βάση της ρητορικής των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μέχρι το 2015. Στις πολιτικές-βουντού φαίνεται σήμερα να επιστρέφει μέρος της κυβέρνησης με το νέο αφήγημα περί μίας καθαρής εξόδου στις αγορές. Δυστυχώς, η συνέχεια είναι προβλέψιμη.