Μήνας: Νοέμβριος 2015

Πολιτική αναξιοπιστία και «συσχετισμοί» κατά του Μνημονίου

Δημοσιεύθηκε στο Books’ Journal, τεύχος 60/ Νοέμβριος 2015.

Πολιτική αναξιοπιστία και «συσχετισμοί» κατά του Μνημονίου.  

Οι τρέχουσες διαπραγματεύσεις με τους «θεσμούς» καθ’ οδόν προς την πρώτη αξιολόγηση του νέου Μνημονίου ανέδειξαν άλλη μια φορά τις δυσκολίες εφαρμογής του. Υπενθυμίζω ότι τον Αύγουστο η ελληνική Βουλή ψήφισε με συντριπτική πλειοψηφία τον νόμο 4336/2015  με τον οποίο κυρώθηκε μια νέα δανειακή σύμβαση και ένα τριετές πρόγραμμα προσαρμογής («μνημόνιο ΙΙΙ»)  Ο κύριος στόχος της ελληνικής πλευράς ήταν να αποφευχθεί η χρεοκοπία. Για να τον πετύχει έπρεπε τελικά να ανακαλέσει διάφορα μέτρα που είχε λάβει μονομερώς το α’ εξάμηνο του 2015 ( «100 δόσεις», γενόσημα κ.α.), να εφαρμόσει όσες μεταρρυθμίσεις είχαν συμφωνηθεί με τις προηγούμενες κυβερνήσεις  (ασφαλιστικό 2010, ιδιωτικοποιήσεις κ.α.) και, λόγω της δραματικής επιδείνωσης της οικονομίας από τα τέλη του 2014 με αποκορύφωμα τους κεφαλαιακούς ελέγχους, να υιοθετήσει νέα επώδυνα μέτρα- αύξηση διαφόρων συντελεστών φόρου, περικοπές στις συντάξεις κ.α. Αλλά τι πιθανότητες υπάρχουν να υλοποιηθούν οι δεσμεύσεις;

Η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα που δυσκολεύεται να ισορροπήσει τη δημόσια οικονομία της και να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις. Αυτές οι δυσκολίες είναι τρόπον τινά αναπόφευκτες όχι μόνο σε περιόδους ύφεσης. Όμως την κατάσταση επιδεινώνει εδώ η εξασθένιση της αξιοπιστίας της πολιτικής  και, ειδικότερα, της εμπιστοσύνης ότι νόμοι και συμφωνίες δεσμεύουν πραγματικά τις κυβερνήσεις. Η αξιοπιστία είχε ήδη πληγεί μετά από χρόνια δημοσιονομικής κακοδιαχείρισης (ελλειμμάτων, φορολογικής αστάθειας) και κακής οικονομικής πολιτικής με χαρακτηριστικό της την έλλειψη σταθερού προσανατολισμού και την υπαγωγή της σε πελατειακές πρακτικές. Κλονίσθηκε πλήρως στα χρόνια της κρίσης.

Εκτός τούτου, οι προβλεπόμενες στο νέο Μνημόνιο αλλαγές σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο επηρεάζουν ευθέως τα εισοδήματα. Έχουν επομένως έντονο αναδιανεμητικό χαρακτήρα. Ευλόγως προκαλούν αντιδράσεις και θα τις προκαλούσαν ακόμα και σε ιδανικές συνθήκες. Εξίσου σημαντικό είναι όμως ότι  σε πολλές περιπτώσεις επιφέρουν ανακατανομή εξουσίας και ανατρέπουν τις περιβόητες δικτυώσεις επιρροής που στήριζαν πάσης φύσης κεκτημένα και προσόδους.

Σε κάθε τμήμα του κράτους έχουν εμπεδωθεί (α) τυπικοί κανόνες που ορίζουν αρμοδιότητες και εξουσίες, (β) τις σχέσεις του με άλλα τμήματα («συναρμοδιότητες») και (γ) άτυπες συμπεριφορές π.χ. στις εφορίες, στην Ανώτατη Παιδεία, στα νοσοκομεία, στις σχέσεις οικονομικών παραγόντων και πολιτικών. Συχνά, αξιωματούχοι εντός των διαφόρων ιεραρχιών, έχουν λόγω του τυπικού τους ρόλου, ευκαιρίες και δυνατότητες να αντλήσουν παράτυπα οφέλη. Το αποτέλεσμα είναι μηχανισμοί αναδιανομής εισοδημάτων, πέρα από τους επίσημους, (εντείνουν) που συχνά αντιστρατεύονται την επίσημη πολιτική αναδιανομής, όπως π.χ. στην περίπτωση  της διαφθοράς…..Θα μπορούσε κανείς να περιγράψει τις διάφορες ομάδες ή άτομα σε υπηρεσίες που με βάση τις θέσεις εξουσίας και τις άτυπες διασυνδέσεις («διαπλοκή») πετυχαίνουν αναδιανομές. Συνολικά πρόκειται για ομάδες  προσοδοθήρων (rent seeker). Προφανώς η δύναμή τους (και οι άτυπες πρόσοδοι) εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες, π.χ. από  αναποτελεσματικούς τυπικούς κανόνες λογοδοσίας και από βασικές αξίες της κοινωνίας…..

Σημασία έχει να τονίσουμε ότι  οι ειδικότερες εξουσίες συνδέονται με προνόμια και ευκαιρίες άντλησης πλούτου και εισοδημάτων χωρίς παραγωγικό αντίκρισμα. Επομένως η άσκηση της ειδικότερης εξουσίας (π.χ. ενός χειρούργου, εφοριακού, υπουργού κλπ) δεν είναι απλά και μόνο μέρος της ειδικότητας, της επαγγελματικής ηθικής και ικανότητας ούτε, σε άλλες περιπτώσεις, απλό παίγνιο εξουσίας (μολονότι και αυτό υπάρχει όπως μας βεβαιώνει η ψυχολογία). Οι  υπάρχουσες ή επικρατούσες κατανομές εξουσίας  ορίζουν την κατανομή των εισοδημάτων (και αντίτροφα). Αποφέρουν απτά οικονομικά οφέλη. Αυτό κάνει κατανοητό γιατί οποιαδήποτε σχετική αλλαγή στις δυνατότητες επιρροής προσκρούει σε ισχυρές αντιστάσεις.

Το νέο Μνημόνιο τροποποιεί δυνητικά ρουτίνες και συμπεριφορές σε ολόκληρο το φάσμα του πολυδαίδαλου κράτους και σε όσους είχαν προνομιακή πρόσβαση σε αυτό (π.χ. προμηθευτές) και προκαλεί τριγμούς ανάλογης έντασης. Τροποποιεί απότομα τα δεδομένα στα οποία βάσιζαν τα προγράμματά τους μισθωτοί του Δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, επιχειρηματίες, δημοσιογράφοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, ΟΤΑ κλπ.   Έπρεπε να αναμένεται ότι η εφαρμογή του θα είναι ηράκλειος άθλος που ακόμα και οραματικοί πολιτικοί και ειδικοί θα δυσκολεύονταν να διεκπεραιώσουν- ηράκλειος με την έννοια ότι μόνο μια κυβέρνηση που έχει ισχυρή νομιμοποίηση, βούληση και δύναμη να υπερβεί αντιστάσεις μπορεί να τον φέρουν εις πέρας.  Όμως, η εντελώς ασαφής συζήτηση για πάσης φύσης «ισοδύναμα» που θα αντικαθιστούσαν διάφορες δεσμεύσεις του Μνημονίου αποκαλύπτει μάλλον πολιτική αμηχανία παρά αποφασιστικότητα καθώς και τη δύναμη των συσχετισμών και αναδιανεμητικών συμμαχιών! Παρερμηνεύεται ως μήνυμα μη εφαρμογής της συμφωνίας. Και συνυφαίνεται με ιδεολογικές εμμονές που δοκιμάσθηκαν στο παρελθόν και απέτυχαν.

Μερικά παραδείγματα: Η διαφάνεια στις προμήθειες με την εφαρμογή των κανόνων της ΕΕ είναι δέσμευση των Μνημονίων και προφανώς περιορίζει τις δυνατότητες αλλοίωσης του ανταγωνισμού μέσω πελατειακών δικτυώσεων. Η  ανεξαρτησία της ΓΓ Δημοσίων Εσόδων περιορίζει την εξουσία της εκάστοτε πλειοψηφίας  να χειρίζεται τη δημόσια οικονομία κατά το δοκούν και επομένως εξυπηρετεί ευνοούμενους. Οι ιδιωτικοποιήσεις περιορίζουν τη δύναμη των συντεχνιών, δηλαδή την ικανότητά τους να αντιστρατεύονται οικονομικές επιταγές και να λειτουργούν τις επιχειρήσεις σε βάρος του συνόλου.  Στην Ανώτατη Παιδεία, ο θεσμός των Συμβουλίων έγινε στόχος των εσωτερικών παραγόντων σε Ιδρύματα που δεν επιθυμούσαν οικονομικό έλεγχο.  Η αξιολόγηση στη Δημόσια Διοίκηση επίσης θα περιορίσει τα κομματικά- συντεχνιακά δίκτυα προστασίας των ανεπαρκών και επομένως την ικανότητα συνδικαλιστών να πωλούν προστασία – κλασική περίπτωση επιλεκτικών κινήτρων τύπου Olson! Ένας συνδικαλιστικός νόμος, κατά τις καλύτερες πρακτικές της Ευρώπης, θα εμπόδιζε μειοψηφίες εντός του σώματος των εργαζομένων να αυθαιρετούν αντιδημοκρατικά και να συμβάλλουν με ένα επιθετικό διεκδικητισμό στο κλείσιμο επιχειρήσεων και στην ανεργία. Στα ιδιωτικοποιούμενα λιμάνια της χώρας μια ανεξάρτητη εποπτική αρχή  θα μπορούσε να ελέγξει ιδιοτελείς οικονομικές συμπεριφορές κλπ.

Συνοψίζω: Το νέο μνημόνιο (όπως και τα προηγούμενα) αφορά το μέλλον της χώρας και, φυσικά, την εξουσία. Αυτό το τελευταίο συχνά το παραβλέπουμε στη δημόσια συζήτηση. Και όμως είναι κρίσιμο για το τι τελικά θα επιτευχθεί. Με κάθε προβλεπόμενο βήμα αλλάζουν οι περιβόητοι «συσχετισμοί» και οι παγιωμένες δοσοληψίες. Μέσω της ανατροπής τους θα μπορούσε να παραμερισθεί ό,τι καθηλώνει τη χώρα και να απελευθερωθούν δημιουργικές δυνάμεις- ή , έστω, ό,τι απέμεινε από αυτές.

Advertisement

Υπάρχει εσωτερική δέσμευση για την εφαρμογή του νέου Μνημονίου;

Δημοσιεύτηκε στη Huffington Post, 27/10/2015

Στις τρέχουσες διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς αναδείχθηκαν οι δυσκολίες εφαρμογής του Μνημονίου, δηλαδή της τυπικής της δέσμευσης για ένα πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής. Μετά τη συμφωνία με τον ΕΜΣ το Μνημόνιο ψηφίσθηκε από τη Βουλή.

Εγείρονται βέβαια ευαίσθητα ζητήματα. Δεν συζητώ εδώ ποια πλευρά έχει δίκιο. Και βεβαίως υπάρχει θέμα ερμηνείας κάθε παραγράφου. Όμως επισημαίνω ότι το εύρος των διαφωνιών με τους εταίρους καθώς και διάφορες παράλληλες εκτός Μνημονίου αποφάσεις και δηλώσεις δείχνουν ότι το Μνημόνιο γίνεται αντιληπτό από την κυβέρνηση και ίσως από την πλειοψηφία των πολιτών ως ένας ανεπίτρεπτος εξωτερικός «κορσές». Αποστασιοποιούνται από αυτό με διάφορα τεχνάσματα. Με άλλα λόγια, για να χρησιμοποιήσω την αντισηπτική γλώσσα των Βρυξελλών και του ΔΝΤ, δεν το θεωρούν «ιδιοκτησία» μας. Ας προσθέσουμε ειδικότερα πως αν η κοινωνία δεν αισθανθεί ότι η προσαρμογή είναι και δική της υπόθεση, τότε καμιά πίεση από τα έξω δεν θα φέρει τις αναγκαίες αλλαγές.

Υπενθυμίζω όμως ότι έχουμε υπογράψει πανηγυρικά ότι:

«για την επιτυχία απαιτείται ο ενστερνισμός του προγράμματος μεταρρυθμίσεων από τις Ελληνικές αρχές. Επομένως η κυβέρνηση είναι έτοιμη να λάβει οποιαδήποτε μέτρα ενδέχεται να κριθούν κατάλληλα για τον σκοπό αυτόν, καθώς οι περιστάσεις μεταβάλλονται. Η κυβέρνηση δεσμεύεται να διαβουλεύεται με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό ταμείο για όλες τις ενέργειες που αφορούν την επίτευξη των στόχων του Μνημονίου Συνεννόησης, πριν από την οριστικοποίηση και τη νομική έγκρισή τους» (βλ. Σύμβαση χρηματοδοτικής διευκόλυνσης μεταξύ του ΕΜΣ και της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδας και του ΕΤΧΣ στο νόμο 4336/2015 ΦΕΚ 94/14.8.2015, σελ. 1014).

Τα μέτρα και η οικονομική φιλοσοφία από την οποία απορρέουν περιγράφονται αναλυτικά στο Μνημόνιο μαζί με τα επίσης δεσμευτικά χρονοδιαγράμματα. Αλλά εννοούμε ό,τι υπογράψαμε;

Τα προβλήματα εφαρμογής που καταγράφονται δείχνουν ότι η οικονομική φιλοσοφία του μνημονίου αμφισβητείται στην πράξη, πράγμα που τροφοδοτεί την αβεβαιότητα. Όμως, η ιστορική μας εμπειρία έχει δείξει ότι τα πράγματα μπορούν να πάνε καλύτερα με λιτότητα μεν αλλά με σαφή δέσμευση των κυβερνήσεων για δημοσιονομική εξυγίανση και τουλάχιστον κάποιες μεταρρυθμίσεις.

Την περίοδο 1993-1999 η χώρα αναπτύχθηκε πράγμα που διέψευσε την υπόθεση ότι η δημοσιονομική προσαρμογή οδηγεί οπωσδήποτε σε ύφεση. Σωρευτικά, σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, η ελληνική οικονομία αύξησε κατά 20% (!) περίπου το ΑΕΠ της κατά την περίοδο 1993- 2000, ενώ έγινε μεγάλης έκτασης δημοσιονομική προσαρμογή ακόμα και αν παραβλέψουμε κάποια «τεχνάσματα», π.χ. το δημοσιονομικό έλλειμμα από 13,6% του ΑΕΠ (1993) μειώθηκε στο 3,6% (1999) και επιτεύχθηκαν πρωτογενή πλεονάσματα.

Η διαφορά από την εμπειρία των μνημονίων είναι ότι τότε η κυβέρνηση είχε πεισθεί και πείσει ότι θα εφαρμόσει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να ικανοποιήσει τα κατά Μάαστριχτ κριτήρια ένταξης στην Ευρωζώνη. Σίγουρα, δεν ήταν ενθουσιασμένη καθώς είχε απέναντί της ένα εν πολλοίς εχθρικό κόμμα, αλλά ως το 2000 δεν άφησε την πυξίδα. Έτσι διαμορφώθηκαν θετικές προσδοκίες γύρω από την πορεία της ελληνικής οικονομίας που ευνόησαν την ανάπτυξη.

Πρακτικά, η μεταγενέστερη εμπειρία της εποχής των Μνημονίων (σε σύγκριση με εκείνη τη θετική εμπειρία 1993-1999) θα πρέπει γίνει ένα καλό μάθημα. Ας το διατυπώσουμε καθαρά: Το μνημόνιο δεν θα εφαρμοσθεί αν η μισή Ελλάδα το αντιστρατεύεται και οι κυβερνήσεις το αμφισβητούν ή, απλούστερα αν δεν εφαρμοσθεί σταθερά και με συνέπεια. Αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει ευρύτερες συναινέσεις για τις αρχές που θα πρέπει να διέπουν τη λειτουργία του κράτους και της αγοράς και θα ήταν στον πυρήνα μιας «κουλτούρας καλής διακυβέρνησης».

Δεν παραβλέπω πόσο δύσβατος είναι ο δρόμος της προσαρμογής. Πρώτον, το πρόγραμμα είναι πολύπλοκο, εμπροσθοβαρές και φιλόδοξο. Οι στόχοι δεν θα επιτευχθούν αν και η νέα κυβέρνηση το θεωρεί ανεπίτρεπτο «εξωτερικό κορσέ» και αν παίζει με μια κρυφή αντζέντα. Δεύτερον, οι μεταρρυθμίσεις θα εφαρμοστούν σε ένα περιβάλλον ύφεσης καθώς το δεύτερο εξάμηνο του έτους αναμένεται να είναι το χειρότερο σε σχέση με το πρώτο και η ύφεση θα συνεχισθεί το 2016. Η διεθνής εμπειρία μας δείχνει ότι η επιτυχής εφαρμογή μεταρρυθμίσεων είναι πολύ πιο δύσκολη σε περιβάλλον ύφεσης. Τρίτον, η σημερινή κυβέρνηση πρέπει να τα βγάλει πέρα με τις σωρευτικές συνέπειες των προηγούμενων αρνητικών εξελίξεων – των ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων, της αβεβαιότητας, της επενδυτικής άπνοιας κλπ.

Αλλά, όπως έδειξε η μάταιη αναζήτηση άλλων εξωτερικών (και εξωτικών) πόρων για να μη γίνουν οι αναγκαίες τομές, δεν υπάρχει άλλη λύση από την εφαρμογή του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής (λέγε: δημοσιονομικής εξυγίανσης και μεταρρυθμίσεων). Ας το πάρουμε απόφαση για να μη διολισθήσουμε σε μια βαθύτερη κρίση και μακρά στασιμότητα.