Μήνας: Μαΐου 2016

Μια φιλελεύθερη εισαγωγή στα ‘Μνημόνια’

«Μια φιλελεύθερη εισαγωγή στα ‘Μνημόνια’» Βιβλιοκριτική στο  Γ. Μπήτρου Ποτέ μια πτώχευση, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2015,  BooksJournal, τεύχος 65, Απρίλιος 2016.

Το βιβλίο του Γ. Μπήτρου προσεγγίζει τα ελληνικά προβλήματα από μια φιλελεύθερη σκοπιά. Mας υπενθυμίζει ότι πρέπει να θέτουμε τα προβλήματα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής σε ένα αποσαφηνισμένο θεωρητικό πλαίσιο, διαφορετικά η πολιτική καταλήγει να είναι ένα σύνολο περιστασιακών και συχνά μυωπικών αποφάσεων χωρίς καμμιά συνοχή που απλά επιτείνουν τα προβλήματα. Οι θεωρητικοί προβληματισμοί του βιβλίου αποκαλύπτουν, μεταξύ άλλων, πόσο ρηχή ήταν και παραμένει η δημόσια, πολιτική και ακαδημαϊκή συζήτηση για τις εξελίξεις που κατέληξαν στην κρίση της Ελλάδας και για τις δυσκολίες υπέρβασής της.

Tο βιβλίο θα μπορούσε να είναι μια εισαγωγή στα προγράμματα προσαρμογής (=μνημόνια) – στην οικονομική τους φιλοσοφία και στις προσδοκίες τους. Προσφέρει μια θεωρητική βάση για αυτά. Φυσικά, δεν παραβλέπω επίμαχα σημεία των προγραμμάτων (απότομη και μεγάλης κλίμακας δημοσιονομική προσαρμογή, αρχική υποτίμηση διαρθρωτικών υστερήσεων, απόρριψη της αναδιάρθρωσης του χρέους όταν έπρεπε κ.α.) αλλά αναφέρομαι στη γενική κατεύθυνση που υποδεικνύουν – τη  συστηματική αντιμετώπιση κυρίως των αποτυχιών του κράτους και, συναφώς, τη μετάβαση από μια κοινωνία προσοδούχων και προσοδοθήρων  (rent-seeking society) με εκτεταμένη διαφθορά μικρής και μεγάλης κλίμακας σε μια ανταγωνιστική οικονομία της αγοράς  στην οποία αποκαθίστανται διαμετρικά αντίθετες αξίες. Είναι ένας έξωθεν ωθούμενος φιλελεύθερος εκσυγχρονισμός.

Ειδικά στην Ελλάδα, χρειάζεται μεγάλη ιδεολογική-προγραμματική προσπάθεια για να ανατραπεί ένα πνευματικό κλίμα που έχει εξοβελίσει κάθε σοβαρή συζήτηση για τα οφέλη και το κόστος πολιτικών αποφάσεων. Ένας ακατέργαστος αντιφιλελευθερισμός επιστρατεύει θολά «κοινωνικά» κριτήρια και ηθικολογικά διφορούμενα για να αιτιολογήσει κρατικές παρεμβάσεις, απορρίπτει την οικονομική αποτελεσματικότητα ως κριτήριο για την αξιολόγηση μιας απόφασης ή επιλογής, εξιδανικεύει το κράτος- θεωρώντας το «καλοκάγαθο» αρκεί να είναι στα χέρια των «καλών».

Στις πηγές του αντιφιλελευθερισμού.

Στη χώρα, παρά κάποια εξωγενή σκιρτήματα, διαπιστώνουμε δύο διαφορετικές πηγές αντιφιλελεύθερης πολιτικής και εύνοιας υπέρ της κρατικής παρέμβασης  χωρίς αρχές: Η ελληνική αριστερά είχε προσχωρήσει σε μια ακατέργαστη κρατικο-παρεμβατική αντίληψη που κατέληξε να εναγκαλισθεί τον λαϊκισμό (ή, κατά Τάκη Παππά, «εθνολαϊκισμό[i]). Στην αριστερά, ήταν στο παρελθόν κυρίως η ουτοπική σκέψη και ένα καταστροφικό πρότυπο εφαρμογής της – το σταλινικό καθεστώς- που τροφοδότησε ένα σκληρό αντιφιλελευθερισμό[ii]. Κατά ενδιαφέροντα τρόπο το παλαιό σταλινικό πρότυπο αντικαταστάθηκε κατά διαστήματα από το λατινοαμερικανικό πρότυπο κινήματος, εξέγερσης και ερμηνείας του καπιταλισμού ακόμα και όταν έγινε φανερή η οικονομική αποτυχία τους, ο αναποτελεσματικός τρόπος αξιοποίησης του εθνικού πλούτου και, πολιτικά, ο αυταρχισμός   σε βαθμό αδιανόητο για τις φιλελεύθερες δημοκρατίες της Δύσης (με όλα τους τα κουσούρια). Βλέπε Βενεζουέλα από την οποία ανέμενε στήριξη μέρος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.

Στην κεντροδεξιά ναι μεν γίνονται αναφορές στον φιλελευθερισμό, παλαιότερα με την προσθήκη του επιθέτου «ριζοσπαστικός», σήμερα με το «κοινωνικός», αλλά στη βάση αναπτυγμένων και πολυσχιδών πελατειακών πρακτικών για την απόκτηση ή διατήρηση της εξουσίας – και τη νομή της. Οι πελατειακές πρακτικές τείνουν να παρακάμψουν ή διαστρέψουν τις οριζόντιες σχέσεις της αγοράς και του ανταγωνισμού με κάθετες (πελατειακές) σε ένα ευρύ μέτωπο. Γενικά υποστηρίζω, ότι το πελατειακό σύστημα προσδιόρισε τις σχέσεις κράτους και πολιτών και συρρίκνωσε απελπιστικά  το έδαφος για μια κοινωνία χειραφετημένη από το κράτος.

Περί των αποτυχιών του κράτους και των αγορών.

Θα σταθώ τώρα λίγο περισσότερο στη «φιλοσοφία της ελευθερίας»  του βιβλίου. Ουσιαστικά, η ανάλυση εδώ περιστρέφεται γύρω από τις έννοιες «αποτυχίες του κράτους» και «αποτυχίες της αγοράς», δηλαδή σε θέματα που απασχολούν την εν ευρεία εννοία φιλελεύθερη σκέψη και έχουν τεθεί στο νεοκλασικό πλαίσιο. Το ενδιαφέρον της σχετικής ανάλυσης είναι ότι αναζητεί ένα δρόμο αποφυγής των αποτυχιών και των δύο – της αγοράς και του κράτους-, άρα ένα μείγμα πολιτικής που ναι μεν θα αντιμετωπίζει τις αποτυχίες της αγοράς, αλλά θα σταθμίζει κάθε φορά τις εγγενείς τάσεις για αποτυχία του κράτους.

Για τις αποτυχίες του κράτους έχουν ειπωθεί πολλά: Απλοποιώντας κάπως και μεταφέροντας τα ευρήματα της σχετικής βιβλιογραφίας στην ελληνική πραγματικότητα σημειώνω ότι ειδικά στο κράτος που οικοδομήσαμε κρατικές υπηρεσίες και επιχειρήσεις υπηρετούσαν δικούς τους μάλλον σκοπούς  παρά αυτούς για τους οποίους ιδρύθηκαν, όντας ενταγμένες σε ένα τεράστιο πλέγμα πελατειακών δοσοληψιών,  οι πολιτικές αποφάσεις για κρατική παρέμβαση αγνοούσε  συχνά μακροχρόνιες συνέπειες, όπως έδειξε η τραγωδία του συνταξιοδοτικού μας συστήματος, το κόστος παραγωγής κρατικών υπηρεσιών είχε αποσυνδεθεί από τα έσοδα, ενώ  η κρατική δράση προκαλούσε  ανισοκατανομές δύναμης και εισοδημάτων.

Όμως ό Γ. Μπήτρος δεν αμφιβάλλει ότι και οι αγορές (μπορεί να) αποτυγχάνουν π.χ. όταν πρόκειται για δημόσια αγαθά ή για την ενσωμάτωση στους υπολογισμούς κέρδους των  «εξωτερικών επιπτώσεων» (σελ. 51-53 κ.α.).  Το συμπέρασμά του συνοπτικά:   «Η παρέμβαση του κράτους μπορεί να είναι δικαιολογημένη. Αλλά για να είναι δικαιολογημένη, εξυπακούεται ότι, με την παρέμβαση, τα αποτελέσματα θα είναι καλύτερα από τα δεύτερα, τρίτα ή οποιαδήποτε καλύτερα αποτελέσματα της αγοράς στην οποία αναφέρεται η διαρθρωτική ατέλεια.» (σελ. 53). Επισημαίνει δηλαδή ότι  η κρατική παρέμβαση μόνον υπό προϋποθέσεις μπορεί να δίνει λύσεις και να μη χειροτερεύει τα πράγματα.

Το  ενδιαφέρον του εστιάζεται στην πληροφόρηση. Ο Γ. Μπήτρος αμφιβάλλει γενικά αν οι δημόσιες υπηρεσίες μπορούν να έχουν καλύτερη πληροφόρηση από τους παράγοντες της αγοράς (αυτό αφορά τις πρώτες δύο προϋποθέσεις) αλλά και  φαίνεται ότι εκτιμά πως οι δημόσιοι διαχειριστικοί μηχανισμοί είναι κατώτεροι των ιδιωτικών (σελ. 54). Εν τούτοις αναγνωρίζει ότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές ως προς το επίπεδο αποτελεσματικότητας των δημοσίων υπηρεσιών ανάμεσα σε αναπτυγμένες και λιγότερο αναπτυγμένες χώρες (σελ. 54). Η παραδοχή αυτή κάνει λιγότερο ευκρινή τη σύγκριση δημόσιων και ιδιωτικών διαχειριστικών μηχανισμών.

Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο δύσκολη αν αναγνωρίσουμε ότι και οι ιδιωτικοί φορείς μπορεί να ενδιαφέρονται για απόκρυψη εκμετάλλευση πληροφοριών και πιέζουν τις κυβερνήσεις για ρυθμίσεις που τη διασφαλίζουν. Βλ. φορολογικούς παραδείσους. Γενικά θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει, μετά από όσα έχουμε ζήσει, ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις καλλιεργούν πολιτικές που καταλήγουν σε ασύμμετρη ή ατελή πληροφόρηση, αδιαφάνεια,  και στρέβλωση κινήτρων (όπως επεσήμανε ο Joseph Stiglitz αναφερόμενος στις χρηματοπιστωτικές αγορές[iii]) ή και καθαρή παραπληροφόρηση, όπως μας υπενθύμισε πρόσφατα η περίπτωση της Volkswagen και έρευνες για τις φαρμακευτικές έρευνες. Επομένως, το θέμα δεν είναι μόνον αν έχουν καλύτερη πληροφόρηση οι επιχειρήσεις, αλλά και πως τη χρησιμοποιούν!

Κριτική: Υπάρχουν και άλλες αρχές.

Η αρχή της ελευθερίας είναι αναμφίβολα σημαντική και ειδικά στη χώρα μας έχει είτε παρεξηγηθεί είτε υποτιμηθεί. Νομίζω όμως ότι η συζήτηση θα πρέπει να περιλάβει και άλλες αρχές που έχουν επίσης προϊστορία και κοινωνική αποδοχή. Π.χ. τις αρχές των ίσων ευκαιριών ή της συμμετοχής. Και πρέπει η συζήτηση να τις περιλάβει γιατί έτσι θα αναδείξει καλύτερα τις δύσκολες αποφάσεις τύπου trade-offs, δηλαδή στην πράξη να σταθμίζονται κάθε φορά οι αρχές αυτές και να αναζητείται μια λειτουργική ισορροπία. Αυτό συμβαίνει με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία στις διαφορετικές εκδοχές του λεγόμενου «καπιταλισμού της ευημερίας» (welfare capitalism) που αντανακλούν διαφορετικά μείγματα αξιών, θεσμών και συμπεριφορών.[iv] Η συζήτηση για τα μοντέλα του καπιταλισμού της ευημερίας έδειξε επίσης εναργέστερα και τα όρια του εφικτού. Ως ένα βαθμό οι συγκρίσεις επιτρέπουν μια καλύτερη διαδικασία μάθησης π.χ. στην αναζήτηση «άριστων πρακτικών» που έχουν δοκιμασθεί σε συγκεκριμένες συνθήκες και θα μπορούσαν ενδεχομένως να  προσαρμοσθούν σε διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα.

Το πολιτισμικό υπόβαθρο διαφέρει.

Επίσης,  διαπιστώνω ένα κενό στην ανάλυση: Το βιβλίο αναφέρεται ακροθιγώς και επιφανειακά στο πολιτισμικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο οικοδομούνται θεσμοί ή μεταφυτεύονται θεσμοί και πολιτικές διεργασίες. Περιορίζεται σε αναφορές στον χαρακτήρα των ελλήνων.  Εκτιμά ότι «ως άτομα και ως σύνολο χειροτερέψαμε» (σελ. 197).  Κατά τη γνώμη μου η ανάλυση θα πρέπει να προχωρήσει σε μεγαλύτερο βάθος.

Στη σύγχρονη συζήτηση έχει εισαχθεί, μεταξύ άλλων,  η έννοια της εμπιστοσύνης ή του κοινωνικού κεφαλαίου[v]  στην οποία συμπυκνώνονται πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Με τον όρο αυτόν εννοούμε την ικανότητα συνεργασίας έξω από το στενό κορσέ της οικογένειας και των κάθετων πελατειακών εξαρτήσεων (δικτυώσεων). Σε πολλές κατηγοριοποιήσεις η Ελλάδα ανήκει στην ομάδα των χωρών με χαμηλό κοινωνικό κεφάλαιο (non-trust societies). Ο όρος υποκρύπτει γενικότερα τις αξίες που κατευθύνουν τις πράξεις των ατόμων και ομάδων.

Είναι σημαντικό να λαβαίνουμε υπόψη το πολιτισμικό υπόβαθρο. Εξηγεί π.χ. γιατί πολλοί τυπικοί θεσμοί είναι ασθενείς ή δυσλειτουργικοί και γιατί είναι διάχυτες οι εξωθεσμικές πρακτικές  που περιβάλλουν τους θεσμούς δίκην  καρκινωμάτων. Εξηγεί επίσης  το μοντέλο επιχειρηματικότητας που επικρατεί (τις νανώδεις επιχειρήσεις και τον οικογενειακό χαρακτήρα ακόμα και μεγάλων επιχειρήσεων), τον τύπο της κρατικής παρέμβασης σε κοινωνίες μη εμπιστοσύνης και, ακόμα, φανερές πολιτικές αποτυχίες. Η ένταξη της  οικονομίας σε κοινωνία και πολιτισμό  (η embeddedness  του Karl Polanyi) ορίζει τις δυνατότητες της αγοράς, αλλά και τον τρόπο λειτουργίας παρόμοιων κρατικών θεσμών.

Η παρερμηνεία της σοσιαλδημοκρατίας.

Τέλος, θα ήθελα να σημειώσω ότι ο Γ. Μπήτρος αδικεί την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, παραβλέποντας τα διλήμματα και τις σύγχρονες αναζητήσεις στον χώρο αυτό.  Η κριτική του τρέφεται ουσιαστικά κατά της, ας πούμε, παλαιάς σοσιαλδημοκρατίας  και των προσανατολισμών της στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. «Οι υποστηρικτές της», γράφει, «προβάλλοντας το σαγηνευτικό όραμα μιας κοινωνικής κατάστασης στην οποία θα επικρατούν ισότητα στα μέσα δημιουργικής αυτοπραγμάτωσης των ατόμων και γενική αλληλεγγύη […] προσπαθούν να πείσουν τους πολίτες να συνεχίσουν να ανέχονται τη μεταφορά πολιτικής και οικονομικής δύναμης στους διαχειριστές του κράτους. Το μόνο που δεν τους αποκαλύπτουν είναι αυτό που θα τους απομείνει από τις ατομικές τους ελευθερίες, τα περιουσιακά τους δικαιώματα, την προσωπική τους αξιοπρέπεια κλπ» (σελ. 73).

Πρόκειται για μια καρικατούρα της σοσιαλδημοκρατίας που παραβλέπει τις επιτυχίες της – πρόσφατα π.χ. με την  ανάκαμψη της Γερμανίας λόγω της Agenda 2010 των Σοσιαλδημοκρατών.  Από την πρώτη δεκαετία μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο έχει κυλήσει πολύ νερό στο ιδεολογικό-προγραμματικό αυλάκι. Υπενθυμίζω επίσης ότι οι σύγχρονες αναζητήσεις για μια  «προοδευτική πολιτική» ή «διακυβέρνηση» στο χώρο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, πρόδρομος της οποίας ήταν ο τρίτος δρόμος,   εμπιστεύονται τις αγορές και, κατά προέκταση την παγκοσμιοποίηση και την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Έχει έντονα φιλελεύθερα χαρακτηριστικά. Αναγνωρίζουν τον ρόλο   της ατομικής ευθύνης, της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, της επιχειρηματικότητα κ.α. Ο ορισμός της προοδευτικής πολιτικής διαφέρει ριζικά από αυτόν που πρόβαλε στην Ελλάδα (και αλλού) ο αριστερός λαϊκισμός.

Όμως ο τρίτος δρόμος και οι σύγχρονες αναζητήσεις  εξακολουθούν να μοιράζονται με την παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία τη δέσμευση για κοινωνική δικαιοσύνη. Δέχονται ότι αυτή δεν επιτυγχάνεται εκ των υστέρων με διορθώσεις των αποτελεσμάτων της αγοράς, αλλά μέσω μιας πολιτικής που προλαμβάνει την περιθωριοποίηση και καθιστά τα άτομα ικανά να αναζητούν και αξιοποιούν καλύτερες ευκαιρίες. Σχετικές και τρομακτικές για τους κρατιστές  έννοιες–κλειδιά είναι welfare to work (βοήθεια για ένταξη στο σύστημα απασχόλησης), απασχολησιμότητα, ίσες ευκαιρίες.

Από την άλλη πλευρά, οι θεωρητικοί της σοσιαλδημοκρατίας επικρίνουν και τον νεοφιλελευθερισμό. Το σκεπτικό τους: Ο νεοφιλελευθερισμός στηρίζεται στην (εμπειρικά διαψεύσιμη) παραδοχή ότι ανισότητες και ειδικά υψηλά εισοδήματα και κέρδη τελικά διαχέονται προς τα κάτω (trickle down) και είναι εργαλείο ανάπτυξης, ενώ παραβλέπει ότι οι αγορές δεν αυτορυθμίζονται και ότι για να λειτουργήσουν καλά χρειάζονται ένα ισχυρό πλέγμα θεσμών ρύθμισης, π.χ. καλούς φορολογικούς νόμους. Εκτιμούν, ότι ο νεοφιλελευθερισμός ευνοεί αντικοινωνικές συμπεριφορές στις οικονομικές ελίτ που αρνούνται να πληρώνουν φόρους ή επηρεάζουν την πολιτική με στόχο  να μη συνεισφέρουν στην παραγωγή δημόσιων αγαθών!

Μια τελικά παρατήρηση: Οι συζητήσεις για προοδευτική πολιτική στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και οι κατά διαστήματα ανανεούμενη αντιλήψεις για κοινωνική οικονομία της αγοράς (ή κοινωνικό φιλελευθερισμό) θέτουν και απαντούν στα ίδια ερωτήματα: Πως θα συμβιβασθούν στην πράξη διαφορετικές αρχές ή πόση ατομική ευθύνη και συλλογικότητα είναι αναγκαία και εφικτή! Δεν απαντούν με τον ίδιο τρόπο, αλλά βλέπω, χωρίς δογματισμούς,  ότι υπάρχουν γέφυρες επικοινωνίας.

Ναι, πρέπει να αναζητούμε ένα δρόμο κάπου ανάμεσα σε ένα (καθ’ ημάς) καθαρό ιδεώδες και στο εφικτό.

[i] Βλ. Τάκη Παππά Λαϊκισμός και κρίση στην Ελλάδα, Ίκαρος, Αθήνα 2015.

[ii] Bλ. Ανάμεσα σε πολλά άλλα το κλασσικό έργο του Popper, Karl Die offene Gesellschaft und ihre Feinde, UTB ( J.C.B. Morh) Tübingen, 1992.

[iii] Joseph Stiglitz  Ο θρίαμβος της απληστίας. Η ελεύθερη αγορά και η κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας, μετάφραση Ν. Ρούσσου, εκδόσεις Παπαδόπουλος, 202 και μετά.

[iv] Τη σχετική συζήτηση ανανέωσε ο Costa Esping-Andersen  The three worlds of welfare capitalism, Princeton University Press, Princeton 1990.

[v] Βλ. μεταξύ άλλων   Edward Banfield  Η ηθική βάση της καθυστερημένης κοινωνίας, ελληνική μετάφραση Φ. Κακαβέση, Επίκεντρο, Αθήνα 2014, Robert Putnam et al Making democracy work: Civic traditions in modern Italy, Princeton University Press, Princeton 1993. Francis Fukuyama Εμπιστοσύνη. Οι κοινωνικές αρετές και η δημιουργία της ευημερίας, Νέα Σύνορα, Αθήνα 1998. Μια εφαρμογή την ελληνική περίπτωση επιχείρησα στο «Κοινωνικό κεφάλαιο και συλλογική δράση», Επιστήμη και Κοινωνία, τεύχος 16/2006, σελ. 107-138.

Advertisement

Είναι η κοινωνία μας «μπλοκαρισμένη»; Η θετική όψη των πραγμάτων και οι κίνδυνοι αποτυχίας των μεταρρυθμίσεων

BooksJournal, τεύχος 63 Φεβρ. 2016

Οι διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με τους «θεσμούς» (πρώην τρόικα, νυν τετραμερή) εισήλθαν σε μια κρίσιμη φάση. Από εδώ και πέρα θα πρέπει να συμφωνηθούν οι «λεπτομέρειες» εφαρμογής του νέου Μνημονίου[1]  σε ευαίσθητες περιοχές πολιτικής. Η επιτυχής ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων θα φέρει μεν επώδυνα μέτρα, αλλά είναι προτιμότερη από την αποτυχία τους, την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη και τη χρεοκοπία. Αν οι πολιτικές δυνάμεις ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του νέου Μνημονίου, θα γίνουν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις – δημοσιονομική εξυγίανση, σταθερό φορολογικό σύστημα, βιώσιμο ασφαλιστικό, αποκομματικοποιημένη Δημόσια Διοίκηση, σύγχρονο ρυθμιστικό σύστημα  κλπ. Τότε η χώρα  θα λειτουργεί με τρόπο συμβατό προς το ευρωπαϊκό θεσμικό περιβάλλον και τα δεδομένα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Η οικονομία θα ανακάμψει.

Το ερώτημα είναι βέβαια τι πιθανότητες έχει αυτό το αισιόδοξο σενάριο. Θα τα καταφέρουμε ή είναι η πολιτική και η κοινωνία  «μπλοκαρισμένες» (βλ. πιο κάτω) και αδυνατούν να λύσουν θεσμικά και δομικά προβλήματα; Κινδυνεύουμε τότε να μείνουμε για πολλά χρόνια ακόμα σε μια κατάσταση προϊούσης παρακμής, που θα χαρακτηρίζεται από πτώση της παραγωγής και των εισοδημάτων, μόνιμα μεγάλη ανεργία, έξοδο των νέων, ανασφάλεια και διάτρητα δίκτυα κοινωνικής ασφάλειας, πολιτική αστάθεια.  Αυτό ουσιαστικά δεν συνέβη από το 2009 μέχρι σήμερα; Έχουμε λόγους να ελπίζουμε ότι η τάση θα ανατραπεί; Υπενθυμίζω ότι το πρώτο (2010) και το δεύτερο (2012) πρόγραμμα προσαρμογής απέτυχαν. Δείχνει η εμπειρία εκείνη ότι, ανεξαρτήτως προθέσεων,  η αποτυχία είναι πάλι πιθανή;

Η θετική όψη των πραγμάτων.

Διαπιστώνω μερικούς σημαντικούς παράγοντες που ευνοούν το αισιόδοξο σενάριο. Κατ’ αρχάς, η κυβέρνηση (μετά την αποφασιστική κατ’ αρχάς αλλαγή πλεύσης του πρωθυπουργού) και οι περισσότερες δυνάμεις της αντιπολίτευσης (στην τελευταία ιδίως μετά την εκλογή του Κ. Μητσοτάκη στην προεδρία της Ν.Δ.)  έχουν πλέον, μετά την αλλαγή πλεύσης  του πρωθυπουργού, μια κοινή βάση – το νέο Μνημόνιο που υπερψήφισαν στη Βουλή. Την κοινή βάση συσκοτίζει βέβαια η ρητορική της πολιτικής αντιπαράθεσης, παρά ταύτα η μεγάλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία υπέρ του νέου (τρίτου κατά σειρά) Μνημονίου θα μπορούσε να συνιστά λόγο αισιοδοξίας.  Θεωρώ ότι ήταν ένα πρώτο βήμα για να αναιρεθεί ο διχασμός της πολιτικής και των πολιτών σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς και, το σπουδαιότερο, για να δημιουργηθεί ελάχιστη συναίνεση για τους «κανόνες του παιγνιδιού» σε οικονομία, κοινωνία και πολιτική. Θα δούμε αν θα αντέξει και έχει  συνέχεια.

Επίσης, η  κοινή γνώμη, παρά την ύφεση και την αποτυχία των προγραμμάτων, εξακολουθεί να υποστηρίζει το Ευρώ. Σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου Μακεδονίας[2] το 60,5% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι επιλέγουν την παραμονή της χώρας στο ευρώ, έστω και αν αυτό σημαίνει την εφαρμογή ενός νέου μνημονίου (με άλλα λόγια αν η κυβέρνηση αναγκαζόταν να εγκαταλείψει τις λεγόμενες «κόκκινες γραμμές» της). Αντίθετα, μόνο το 28% των ερωτηθέντων προτιμά έξοδο από την ευρωζώνη και επιστροφή στη δραχμή.

Ας προσθέσουμε ότι, αντικειμενικά, μια χώρα εσωστρεφής, υπερχρεωμένη, με ανεπίτρεπτα υψηλή ανεργία, αναποτελεσματική Δημόσια Διοίκηση, κάποιες διεφθαρμένες υπηρεσίες, αναξιόπιστους θεσμούς και δυσλειτουργικές αγορές  δεν έχει άλλη επιλογή. Το πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων του Μνημονίου στηρίζεται στην οικονομική λογική και εν πολλοίς έχουν αναπτυξιακή και κοινωνική διάσταση. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές ισορροπημένα εφαρμοζόμενες και με τις απαραίτητες διορθώσεις θα προετοιμάσουν το έδαφος για την επιστροφή σε συνθήκες διατηρήσιμης ανάπτυξης. Το ίδιο ισχύει για τη δημοσιονομική «πειθαρχία».  Γενικά και για να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα οικονομολόγων, επιζητούν λύσεις στις «αποτυχίες του κράτους». Δεν συμφωνώ με τον ισχυρισμό ότι, από τεχνική άποψη, το πρόγραμμα «δεν βγαίνει».

Αυτά, ως προς τη θετική όψη των πραγμάτων. Ωστόσο, μένει να αποδειχθεί αν η υποστήριξη του ευρώ θα αντέξει κατά την εφαρμογή της πολιτικής οικονομικής προσαρμογής και αν και σε ποιο βαθμό η τελευταία θα ολοκληρωθεί έστω με διορθώσεις.   Δεν πρέπει να υποτιμάται ο πολιτικός κίνδυνος, δηλαδή  το πρόγραμμα να μη βγει πολιτικά. Γεγονός είναι ότι πολλοί παράγοντες θολώνουν τις προοπτικές του.

Το πρόγραμμα μπορεί να μη βγει «πολιτικά».

Πρώτον λοιπόν και παρά τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων,  μεγάλα τμήματα της κοινωνίας μας, μετά από έξι χρόνια συνεχούς ύφεσης (με ένα μικρό διάλειμμα το 2014) δεν έχουν πεισθεί ότι είναι ορθή η επιλογή της εφαρμογής των Μνημονίων και της παραμονής στην Ευρωζώνη ή και στην ΕΕ. Δεν έχει εξηγηθεί επαρκώς ότι αυτή η επιλογή συμφέρει σε όρους σταθεροποίησης και ανάκαμψης της οικονομίας ή ότι οποιαδήποτε εναλλακτική λύση θα έφερνε χειρότερη δυσπραγία. Η διάχυτη δυσπιστία αποτυπώθηκε στις 5 Ιουλίου 2015  στο 61% υπέρ του ΌXI στο Δημοψήφισμα. Και βέβαια είχε τροφοδοτηθεί από τη ρητορική της απόρριψης που είχαν καλλιεργήσει ο ΣΥΡΙΖΑ και, νωρίτερα , μέχρι το 2012 η ΝΔ.

Την ίδια διάχυτη αμφισβήτηση τρέφουν διάφορες κινήσεις της κυβέρνησης – ο ανταρτοπόλεμος  σε ζητήματα ιδιωτικοποιήσεων (βλ. ΟΛΠ), η «σκληρή» πάλι διαπραγμάτευση για το ασφαλιστικό, η συστηματική υποβάθμιση θεσμών που είχαν συσταθεί είτε πριν είτε κατά τη διάρκεια των Μνημονίων (ΓΓ Δημοσίων Εσόδων, ΕΣΡ), οι περιστασιακές ρητορικές εκρήξεις αξιωματούχων κατά του ΔΝΤ, οι δηλώσεις αποστασιοποίησης από το πρόγραμμα.

Πιθανόν, κάποιες από τις κινήσεις αυτές θα μπορούσαν καλοπροαίρετα να ερμηνευθούν ως επικοινωνιακά τεχνάσματα που τελικά μειώνουν τις αντιστάσεις στις αλλαγές που έγιναν ή θα γίνουν. Όμως, έχουν βαθύτερες ρίζες:  Πηγάζουν από την βαριά ιδεολογική κληρονομιά της ελληνικής Αριστεράς (π.χ. εξιδανίκευση του μεγάλου κράτους, προτεραιότητα στις κρατικοποιήσεις, αγνόηση οικονομικών περιορισμών με υποσχέσεις προς όλους, ακατέργαστη αντιευρωπαϊκή ρητορική κ.λ.π.). Το χάσμα που τη χωρίζει από τη φιλοσοφία του Μνημονίου είναι μεγάλο και εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως. Το βάρος της ιδεολογικής κληρονομιάς μεγαλώνει καθώς συμμαχεί με τις πελατειακές και συντεχνιακές παραδόσεις της χώρας.

Σε αυτό το πλαίσιο μεγάλα τμήματα της πολιτικής και οικονομικής ηγεσίας του τόπου (και της κυβέρνησης) εφαρμόζουν το πρόγραμμα χωρίς να το πιστεύουν – στη διατύπωση του Μνημονίου (και του Ομήρου!): δεν το ενστερνίζονται- όπως δείχνουν διάφορες ιδέες για αναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου, «ισοδύναμα» ή «παράλληλο πρόγραμμα» κλπ. Ειδικά, η εντελώς νεφελώδης ως προς τις αναδιανεμητικές επιπτώσεις συζήτηση για πάσης φύσης «ισοδύναμα» που θα αντικαθιστούσαν διάφορες δεσμεύσεις του Μνημονίου αποκαλύπτει μάλλον πολιτική αμηχανία παρά αποφασιστικότητα καθώς και τη δύναμη των συσχετισμών και αναδιανεμητικών συμμαχιών! Και συνυφαίνεται με ιδεολογικές εμμονές και κομματικές συμμαχίες που δοκιμάσθηκαν στο παρελθόν και απέτυχαν.

Οι κοινωνικές αντοχές.

Δεύτερον, οι εγχώριες συνθήκες είναι δυσμενέστερες από εκείνες του 2010 ή του 2011-12. Τότε η χώρα είχε περισσότερες αντοχές, και λιγότερη απογοήτευση,  φτώχεια και αβεβαιότητα.

Από το 2008/9 μέχρι σήμερα το ΑΕΠ μειώθηκε περίπου κατά 30% και η ανεργία διατηρείται σε απαράδεκτα υψηλά επίπεδα. Πιθανόν, αυξάνεται ο αριθμός εκείνων που εκτιμούν ότι «δεν έχουν να χάσουν τίποτε» και εκείνων που κάνουν θυσίες χωρίς να διακρίνουν κάποια αξιόπιστη προοπτική. Ταυτόχρονα νέες προκλήσεις, όπως οι μαζικές εισροές οικονομικών μεταναστών και προσφύγων  δοκιμάζουν την ικανότητα των αρχών να τις διαχειριστούν, προκαλώντας πρόσθετες αβεβαιότητες. Τις αντοχές πολιτών και πολιτικών δοκιμάζουν και τα νέα μέτρα που εφαρμόζονται.  Επομένως, οι αντιδράσεις της κοινής γνώμης τα επόμενα χρόνια δεν είναι προβλέψιμες, ούτε η ανταπόκριση των κομμάτων στις διαθέσεις της. Και σημαντικά τμήματα του πληθυσμού αξιοποιούν τη δυνατότητα να εκφράσουν τη «διαφωνία» τους «αποχωρώντας» είτε από την επίσημη οικονομία είτε από τη χώρα![3]

Συναφώς, στην τρέχουσα συζήτηση διαπιστώνουμε μια μεγάλη αντίφαση ανάμεσα σε ευρεία υποστήριξη γενικά υπέρ της παραμονής στην Ευρωζώνη και στις συνεχείς δυσκολίες εφαρμογής των προβλεπόμενων σε αυτή μέτρων. Η αμφισημία των κομματικών δυνάμεων και οι ηχηρές αντιδράσεις των κοινωνικών ομάδων και συμφερόντων που θίγονται κάθε φορά από τα μέτρα προσαρμογής (επαναλαμβανόμενες απεργίες, γενικές απεργίες, πορείες) είναι ανησυχητικά συμπτώματα μιας «μπλοκαρισμένης κοινωνίας», όπως χαρακτηρίζει ο Anthony Giddens κοινωνίες όπου τα κατεστημένα συμφέροντα ή ο δομικός συντηρητισμός παρεμποδίζουν τις αναγκαίες αλλαγές.[4] Και, δεν υπάρχει μια τόσο  ισχυρή παραγωγική βάση σφυρηλατημένη στον διεθνή ανταγωνισμό που να είναι ικανή λόγω μεγέθους να στηρίζει αποτελεσματικά τις μεταρρυθμίσεις.

Γεγονός είναι ότι πολλά μέτρα του Μνημονίου συνεπάγονται μειώσεις εισοδημάτων, ενώ άλλα φέρνουν στην επιφάνεια ζητήματα κατανομής των βαρών της προσαρμογής.  Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στο συνταξιοδοτικό. Σε τέτοιες περιπτώσεις, πρέπει να βρεθεί μια ισορροπία μεταξύ διαφορετικών αρχών (δικαιοσύνη έναντι οικονομικής αποτελεσματικότητας). Πρέπει επίσης να αιτιολογείται πειστικά: Γιατί πρέπει να προστατευθούν οι σημερινοί συνταξιούχοι και όσοι έχουν «ώριμα» συνταξιοδοτικά δικαιώματα (π.χ. μέσω της «προσωπικής διαφοράς»)  σε βάρος των σημερινών εργαζομένων που τα χρηματοδοτούν;  Παρόμοια προβλήματα εμφανίζονται και σε άλλους τομείς: Φορολογία, ιδιωτικοποιήσεις κλπ.  Σε όλα αυτά η κυβέρνηση έχει μπροστά της ένα τείχος – τη διάχυτη δυσπιστία για τις προθέσεις της που εμποδίζει κάθε ορθολογική συζήτηση.

Ας προσθέσουμε ότι τις δυσκολίες πολλαπλασιάζουν η φύση και η  κλίμακα των αλλαγών που θίγουν  πολυάριθμες πηγές προσόδων (=εισοδημάτων χωρίς παραγωγικό αντίκρισμα) και θεσπίζουν θυσίες  κεκτημένων, ενώ διαταράσσουν ιστορικές ισορροπίες και συμπαιγνίες. Δεν συνιστούν παρέμβαση σε ένα μόνον ή λίγους τομείς της οικονομίας ή της πολιτικής π.χ. στην υγεία.

Τον Ιανουάριο 2016 διογκώθηκαν οι κοινωνικές αντιδράσεις με αφετηρία το ασφαλιστικό. Θα δούμε αν τελικά η εξέλιξη θα διαψεύσει (πάλι) ή θα επιβεβαιώσει την αισιόδοξη υπόθεση ότι μια κρίση μπορεί να προκαλέσει αλλαγές στα συστήματα αξιών  δημιουργώντας μια νέα ηθική σε πολίτες και πολιτικούς.[5] Σύμφωνα με την υπόθεση αυτή, σε μια κατάσταση κρίσης μπορεί να αναγνωριστεί η πίστη στη συλλογική δράση, η σημασία της λιτότητας (όπως περίπου την όριζε διορατικά ο Enrico Berlinguer τη δεκαετία του ’70),[6] της αλληλεγγύης και της θυσίας, και να ενδυναμωθεί το αίτημα για πολιτική που δρα για το σύνολο και όχι για να ικανοποιεί άναρχα, εγωιστικά και μυωπικά επιμέρους αιτήματα.

[1] To «Μνημόνιο συνεννόησης» περιλαμβάνεται στο νόμο 4336/14.8.2015.

[2] Την έρευνα διεξήγαγε το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο- Μονάδα Κοινής Γνώμης και Αγοράς του Πανεπιστημίου Μακεδονίας  υπό την επιστημονική ευθύνη του Ν. Μαρατζίδη. Τα πορίσματά της δημοσιεύθηκαν στις 20.7.2015. Σε παρόμοια αποτελέσματα κατέληξαν και άλλες έρευνες όπως της MRB το 2014 και της Alco.

[3] Δανείζομαι τους όρους «διαφωνία» και «αποχώρηση» από το  Albert O. Hirschman, Αποχώρηση, Διαφωνία και Αφοσίωση- Αντιδράσεις στην παρακμή επιχειρήσεων, οργανώσεων και κρατών, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2002, σελ. 31. Ο Hirschman εισήγαγε τις έννοιες της «διαφωνίας» (voice) και της «αποχώρησης» (exit) ως τις βασικές κατηγορίες εκδήλωσης δυσαρέσκειας πολιτών και καταναλωτών στην παρακμή οργανισμών και επιχειρήσεων. Αυτού του τύπου η αντίδραση δεν αλλάζει τα πράγματα.

[4] Βλ. Anthony Giddens, Europe in the Global Age, Polity Press, 2007.

[5] Federico Rampini Le dieci cosec he non sarano piu le stesse, Milano 2009.

[6] Βλ. μεταξύ πολλών άλλων την πρόσφατη μελέτη του  Γιάννη Μπαλαμπανίδη Ευρωκομμουνισμός : Από την κομμουνιστική στη ριζοσπαστική ευρωπαϊκή Αριστερά, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2015.

Μεταρρυθμίσεις σε μια ‘μπλοκαρισμένη κοινωνία’

Πρόλογος στο βιβλίο του Σκάλκου, Δ. Αλλάζει η Ελλάδα; Η πολιτική οικονομία των μεταρρυθμίσεων, εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2016, σελ.  11-27.

Στο ανά χείρας κείμενο ο Δημήτρης Σκάλκος προσεγγίζει συνοπτικά σειρά ερωτημάτων σχετικά με τις μεταρρυθμιστικές διαδικασίες. Εκκινεί από μια φιλελεύθερη οπτική. Αποδελτιώνει την ακαδημαϊκή έρευνα για να εξηγήσει ή κατανοήσει όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα της κρίσης και των Μνημονίων.

Ουσιαστικά, θα μπορούσε κανείς να διαπιστώσει ότι στη χώρα επιχειρείται  ένα είδος «έξωθεν ωθούμενου εκσυγχρονισμού»  θεσμών και δομών που όμως προσκρούει στους περιβόητους εσωτερικούς παράγοντες. Αυτούς αναδείχνει ο συγγραφέας (βλ. πιο κάτω).

Παραβλέποντας εν μέρει τις ιδιαιτερότητες διαφορετικών περιόδων, σημειώνω ότι ένας παρόμοιος και πάλι έξωθεν ωθούμενος εκσυγχρονισμός επιχειρήθηκε στο πλαίσιο της αμερικανικής βοήθειας προς την Ελλάδα από το 1947. Όπως έχω περιγράψει σε διάφορες ευκαιρίες, τότε όπως και σήμερα, δεν χορηγήθηκε απλά βοήθεια για να τη διαχειριστούν εν λευκώ οι έλληνες πολιτικοί, αλλά η βοήθεια συνδέθηκε με όρους και εποπτεία, πράγμα που προκάλεσε τριβές με τους  πολιτικούς και τμήματα της οικονομικής ελίτ και της γραφειοκρατίας. Οι όροι στόχευαν στην οικονομικά αποτελεσματική χρήση της βοήθειας και ειδικότερα στη δημιουργία τυπικών θεσμών μιας οικονομίας της αγοράς και όχι στην αναπαραγωγή του πελατειακού συστήματος που απασχολούσε μεγάλο μέρος του ελληνικού κατεστημένου.

Το ίδιο λοιπόν συμβαίνει και σήμερα: Η βοήθεια των θεσμών χορηγείται υπό την εποπτεία τους συνδέεται με όρους οικονομικής και θεσμικής πολιτικής («αιρεσιμότητα») που αφορούν σε ένα ευρύτατο φάσμα περιοχών πολιτικής – δημοσιονομική διαχείριση, συνταξιοδοτικό σύστημα, ιδιωτικοποιήσεις, φορολογικό σύστημα, δικαιοσύνη κλπ. Επομένως δεν πρόκειται για μεμονωμένες αλλαγές. Επιζητείται κατ’ ουσίαν  να επέλθει «καθεστωτική αλλαγή», δηλαδή μετάβαση από τον εσωστρεφή πελατειακό καπιταλισμό της μεταπολίτευσης σε μια  ανοιχτή οικονομία και κοινωνία που θωρακίζεται με  κατάλληλους θεσμούς.

Σε πιο τεχνική – οικονομική διατύπωση, οι μεταρρυθμίσεις των Μνημονίων επιχειρούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των «αποτυχιών του κράτους»: Σε αυτές εντοπίζουμε πράγματι τα μεγαλύτερα προβλήματα και όχι στις αποτυχίες των αγορών, που είναι βέβαια υπαρκτές, αλλά δεν μας αφορούν κατά τον βαθμό που οι αγορές προϊόντων (βλ. ενέργεια) και υπηρεσιών  ήταν κρατικά κηδεμονευόμενες ή, λιγότερο αιχμηρά, είχαν υπαχθεί στην πολιτική διαδικασία συναλλαγών.

Οι προσαρμογές που συνιστούν τα μνημόνια  έρχονται σε μετωπική σύγκρουση με παγιωμένες πρακτικές και συμπεριφορές, κληροδοτημένους τυπικούς θεσμούς και ιδεοληψίες. Το εύρος των αλλαγών εξηγεί εν πολλοίς και την ένταση των δυσκολιών στις οποίες προσκρούουν. Όπως είχε υποστηρίξει ο  Douglas North  και μας υπενθυμίζδει ο Δ. Σκάλκος, «όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των κανόνων που αλλάζουν, τόσο μεγαλύτερος ο αριθμός των χαμένων και συνεπώς των αντιτιθέμενων.» Επιμένω στον συστημικό ή καθεστωτικό χαρακτήρα της αλλαγής γιατί εξηγεί εν πολλοίς τα προβλήματα «μετάβασης» που αντιμετωπίζουμε – τα χαοτικά χαρακτηριστικά της δημόσιας πολιτικής.

Τηρουμένων των αναλογιών η ιστορική διαδικασία που βιώνουμε σήμερα έχει αρκετές ομοιότητες προς τις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού με τη χαρακτηριστική τους ακραία εκδοχή κρατικισμού. Ο ελληνικός κρατικισμός είναι βέβαια ηπιότερος σε σύγκριση με εκείνους για τον απλό λόγο ότι συνδυάσθηκε με δημοκρατικούς θεσμούς, την ένταξη στην ΕΕ και ικανά στοιχεία οικονομίας της αγοράς. Αλλά το κράτος με τους δαιδαλώδεις μηχανισμούς παρέμβασης και ρύθμισης βρισκόταν στο κέντρο της οικονομίας. Δεν σχεδίαζε «κεντρικά», αλλά προστάτευε συγκεκριμένες ομάδες, αναδιένειμε αδιαφανώς πόρους και δημιουργούσε στρεβλώσεις στις αγορές.  Επιπλέον, ο ελληνικός κρατισμός που συνυφάνθηκε με λαϊκιστικές πολιτικές και θηριώδη δανεισμό είχε ευρεία αποδοχή. Ουσιαστικά οι κύριες πολιτικές δυνάμεις πλειοδοτούσαν στην επέκταση των παροχών, των υπηρεσιών, των ευνοιών.

Βιβλία όπως αυτό προστίθενται σε πολλά άλλα που προηγήθηκαν (Αρίστος Δοξιάδης, Γιώργος Μπήτρος, Δημήτρης  Ιωάννου, Τάκης Παππάς κ.α.). Οι συγγραφείς, μολονότι ορμώμενοι από εν μέρει διαφορετικές θεωρητικές αφετηρίες και εμπειρίες  περιγράφουν και εξηγούν την ελληνική κρίση, υποστηρίζουν την ανάγκη για βαθιές μεταρρυθμίσεις και αντιτάσσονται στη λεγόμενη «προοδευτική» κριτική των κατά βάση φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων που ήταν ο πυρήνας της αντιμνημονιακής έξαρσης και ιδιαίτερα ηχηρή μέχρι την υπογραφή του τρίτου Μνημονίου από κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούλιο 2015.

Οι περισσότερες προοδευτικές κριτικές των οικονομικών μεταρρυθμίσεων που κωδικοποιήθηκαν εν πολλοίς στα Μνημόνια μάλλον υπερασπίζοταν και συνεχίζουν να υπερασπίζονται υφιστάμενες καταστάσεις, τις οποίες χαρακτηρίζει η προσοδοθηρία, η διαφθορά, η αδιαφάνεια και η αναποτελεσματική χρήση ανθρώπινων και υλικών πόρων, παρά ανταποκρίνονταν σε κάποιο αποσαφηνισμένο σοσιαλιστικό όραμα.  Τούτο ήταν εμφανέστερο όταν καταγγέλλονταν μέτρα πολιτικής ως νεοφιλελεύθερα ακόμα και όπου είχαμε απλώς εκλογίκευση της κρατικής παρέμβασης, π.χ. όταν αντικαταστάθηκε το επίδομα ανεργίας με επιδοτούμενη απασχόληση. Με τον τρόπο αυτόν εμποδίσθηκε μια πραγματιστική προσέγγιση των μεταρρυθμίσεων.

Τέλος, μεγάλο μέρος της «προοδευτικής» ανάλυσης επικεντρώθηκε στις αποτυχίες της αγοράς (ανισότητες, μονοπωλιακές τάσεις, αγνόηση εξωτερικών επιπτώσεων κτλ.), οι οποίες είναι υπαρκτές, ειδικά μάλιστα όταν οι αγορές είναι ασύδοτες, αλλά παραμένει τυφλό ή απλώς ηθικολογεί όταν πρόκειται για το κράτος και για τα δικά του εγγενή προβλήματα, τα οποία οδηγούν επίσης σε «αποτυχίες». Δεν αντιλαμβανόταν τη σημασία του υγιούς ανταγωνισμού για την ποσότητα και την ποιότητα των προσφερόμενων αγαθών και υπηρεσιών, δεν συζητά σοβαρά ζητήματα γραφειοκρατίας, πολιτικού καιροσκοπισμού, κρατικών μονοπωλίων και θεσμών προσοδοθηρίας σε βάρος του συνόλου κτλ.

3.

Ο Δημήτρης Σκάλκος διαπιστώνει ότι η Ελλάδα είναι μια «μπλοκαρισμένη κοινωνία», υιοθετώντας έναν όρο του  Άντονι Γκίντενς κατά τον οποίο «μπλοκαρισμένη» είναι μια κοινωνία όπου τα κατεστημένα συμφέροντα ή ο δομικός συντηρητισμός παρεμποδίζουν τις αναγκαίες αλλαγές. Η Ελλάδα, γράφει, είναι ένας τύπος κοινωνίας που αναγνωρίζει αλλά ταυτόχρονα αδυνατεί να υπερβεί τα δομικά της προβλήματα. Συμφωνώντας ο Δ. Σκάλκος παραπέμπει σχετικά σε πρόσφατη έρευνα του Ευρωβαρόμετρου (6.11.2015), σύμφωνα με την οποία το 74% των ερωτηθέντων ελλήνων πολιτών τοποθετείται θετικά απέναντι στις μεταρρυθμίσεις στην οικονομία (αντίστοιχα υψηλά ήταν τα ποσοστά σε προηγούμενες μετρήσεις).  Εν τούτοις, γράφει, σε όλη τη χρονική διάρκεια της κρίσης  είναι διάχυτη στο κοινωνικό σώμα η απόρριψη σχεδόν του συνόλου των προωθούμενων μεταρρυθμίσεων (και συμφωνηθέντων στα Μνημόνια), όπως εκφράστηκε με τα αποτελέσματα των τελευταίων εκλογικών αναμετρήσεων, το πλήθος των κινητοποιήσεων διαμαρτυρίας και κορυφώθηκε με το εκκωφαντικό ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του Σεπτεμβρίου 2015. Πως εξηγούνται όλα αυτά;

Στη δημόσια συζήτηση  οι ελληνικές εμπειρίες – τόσο η πορεία προς την κρίση, όσο και η σύγχυση που ακολούθησε μέχρι σήμερα- ανατέμνονται από διαφορετικές οπτικές γωνιές. Ξεχωρίζουμε κάπως σχηματικά τις θεσμικές, τις πολιτισμικές και τις πολιτικές. Οι τελευταίες είτε τονίζουν τον ρόλο των αξιωματούχων, είτε τις επιπτώσεις «κακών πολιτικών επιλογών» (ή της αδράνειας). Από καιρό προτείνονται και  συνθετικές προσεγγίσεις. Σε όλες τις κριτικές οι κρατικοί θεσμοί και τα ιδεολογήματα που κυριάρχησαν κατέχουν προνομιακή θέση.

Ο σ. απορρίπτει τις απλουστευτικές εν τέλει εξηγήσεις που αποδίδουν όσα συνέβησαν πριν από την κρίση και συμβαίνουν κατά τη διάρκειά της σε ανικανότητα, άγνοια ή «λάθη» των πολιτικών αξιωματούχων. Και, πράγματι, λάθη που επαναλαμβάνονται δεν είναι λάθη αλλά οφείλονται σε εμπεδωμένους τρόπους σκέψεις και στο θεσμικό περιβάλλον εντός του οποίου τα πρόσωπα δρουν.

Βασική θέση του Δημήτρη Σκάλκου είναι, λοιπόν, ότι η ελληνική κρίση και οι δυσκολίες αντιμετώπισής της οφείλονται σε θεσμική αποτυχία, αν και δεν παραγνωρίζει   τον ρόλο της κουλτούρας στην οικονομική διαδικασία (κάποια στιγμή παραπέμπει στην έννοια του «κοινωνικού κεφαλαίου») και των ιδεοληψιών. Όμως,  θεωρεί περισσότερο πειστικές τις ερμηνείες που εστιάζουν στη θεσμική αρχιτεκτονική ως καθοριστικού παράγοντα για την οικονομική ανάπτυξη. Σε μία από αυτές οι πολιτικοί οικονομολόγοι Daron Acemoglu και James Robinson, προτείνουν τη διάκριση των συστημάτων ανάμεσα σε αυτά που οργανώνονται γύρω από συμμετοχικούς (inclusive) και σε εκείνα που λειτουργούν με   «εκμεταλλευτικούς» (extractive) θεσμούς. Οι πρώτοι ενθαρρύνουν τον οικονομικό ανταγωνισμό και την συμμετοχή των πολιτών στην οικονομική ζωή. Οι δεύτεροι κατανέμουν οφέλη και κατευθύνουν προσόδους σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες. Οι συμμετοχικοί θεσμοί μεσοπρόθεσμα υπονομεύουν τις δοσμένες ισορροπίες ισχύος καθώς  επιτρέπουν τη μη-κατευθυνόμενη καινοτομική δράση ενθαρρύνοντας τις διαδικασίες «δημιουργικής καταστροφής». Αντίθετα, οι εκμεταλλευτικοί θεσμοί αναπαράγουν τις κυρίαρχες οικονομικές και πολιτικές δομές.

Συναφώς, ο Δ. Σκάλκος  εκτιμά ότι η σημερινή κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας συνιστά πρώτιστα ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα «θεσμικής αποτυχίας» (institutional failure). Πλήθος θεσμικών ελλειμμάτων της ελληνικής οικονομίας  έχουν καταγραφεί από διεθνείς οργανισμούς (ΟΟΣΑ, Παγκόσμια Τράπεζα, κ.ά.). Η ελληνική οικονομία, προσθέτει, εμφανίζεται να υστερεί στην παγκόσμια κατάταξη της οικονομικής ελευθερίας (πχ. στις ετήσιες εκθέσεις Index of Economic Freedom του Heritage Foundation), όπου καταγράφονται σημαντικές θεσμικές υστερήσεις στην ποιότητα της γραφειοκρατίας, την προστασία των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, κ.λπ.

Ενδιαφέρον έχει σχετικά η επισήμανση του σ. ότι οι πολίτες δεν είναι ανίσχυροι απέναντι σε αναποτελεσματικούς θεσμούς, αλλά συχνά οι βρίσκουν διάφορους τρόπους να παρακάμπτουν. Αντλεί σχετικά από τη θεωρία του Albert O. Hirschman.  Έτσι πχ., η χρόνια υποβάθμιση των υπηρεσιών δημόσιας υγείας δεν οδήγησε στην άσκηση πιέσεων για την αναβάθμισή τους. Αντίθετα, οι πολίτες κατευθύνθηκαν προς τις ιδιωτικές υπηρεσίες περίθαλψης και για τις οποίες σήμερα δαπανούν το μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους συγκριτικά με τις χώρες του ΟΟΣΑ. Αντίστοιχα, η υποβάθμιση του συστήματος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης δεν οδήγησε στην μεταρρύθμισή του αλλά στην αύξηση της ιδιωτικής δαπάνης για εξωσχολική/φροντιστηριακή υποστήριξη. Η «διαφωνία» των ελλήνων πολιτών για την αναποτελεσματικότητα των δημόσιων οργανισμών και υπηρεσιών ξεθύμαινε με την «αποχώρησή» τους (με την εξαίρεση βέβαια των,  στερούμενων της απαιτούμενης οικονομικής ή πολιτικής δύναμης, εγκλωβισμένων), ενώ οι δημόσιοι οργανισμοί μπορούσαν να συνεχίζουν ανεμπόδιστα την αναπαραγωγή τους χρηματοδοτούμενοι από τους ελλειμματικούς προϋπολογισμούς και το υψηλό δημόσιο χρέος.

Η κρίση έκλεισε παλαιές μορφές διαφωνίας και διαφυγής και άνοιξε καινούργιες, με σπουδαιότερες τη μετανάστευση ειδικευμένων (γιατρών, μηχανικών κλπ)  προς τις δυτικές χώρες και τη μεταφορά εδρών επιχειρήσεων σε γειτονικές. Αυτές μπορεί να λύνουν ατομικά ή οικογενειακά προβλήματα επιβίωσης, αλλά χειροτερεύουν την οικονομική κατάσταση.

Τώρα, ο συγγραφέας εξετάζει πολλά ειδικότερα ερωτήματα: τη σχέση κρίσης και μεταρρυθμίσεων, τον ρόλο των οργανωμένων συμφερόντων, τις κυρίαρχες ιδέες, τις ευθύνες της πολιτικής ηγεσίας, τη σημασία της εξωτερικής συνδρομής, την κατανομή του κόστους των μεταρρυθμίσεων και τις διαθέσιμες στρατηγικές.  Στη συνέχεια αναφέρομαι επιλεκτικά σε ορισμένα από αυτά παραπέμποντας για τα υπόλοιπα στο ίδιο το κείμενο.

Πρώτα στη σχέση κρίσης και μεταρρυθμίσεων. Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι γιατί να αποφασίσουν οι πολιτικοί να εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις που έχουν υψηλό πολιτικό κόστος, αν δεχτούμε όπως προτείνει η δημόσια επιλογή, ότι απλώς ενδιαφέρονται για την επανεκλογή τους και έχουν πεισθεί από τις εμπειρίες τους ως τώρα ότι οι πρακτικές που εφαρμόζουν αποδίδουν εκλογικά ή ανταποκρίνονται στις (ανομολόγητες) αξίες της πλειοψηφίας;

Στο ερώτημα αυτό μια απάντηση προσφέρει η θεωρία της κρίσης. Σύμφωνα με αυτή, οικονομικές κρίσεις είτε διευκολύνουν είτε προκαλούν ευθέως (οικονομικές) μεταρρυθμίσεις, ενώ δεν αναμένονται τολμηρές αποφάσεις σε περιόδους υψηλών ή και μέτριων ρυθμών μεγέθυνσης, που κάνουν δυνατή την ικανοποίηση πάσης φύσεως αιτημάτων.

Όσον αφορά τον μηχανισμό μέσω του οποίου μια κρίση οδηγεί σε μεταρρυθμίσεις (ή, απλούστερα, όσον αφορά το ερώτημα γιατί η κρίση προκαλεί μεταρρυθμίσεις), υπάρχουν διαφορετικές, εν μέρει επικαλυπτόμενες υποθέσεις. Μία είναι ότι σε συνθήκες κρίσης η πολιτική ηγεσία μπορεί να συνειδητοποιήσει ότι κάτι πρέπει να γίνει για να αποφευχθεί η καταστροφή. Η υπόθεση αυτή στηρίζεται στην παραδοχή ότι οι πολιτικοί μπορεί να ενδιαφερθούν για το γενικό καλό. Τα κίνητρά τους είναι μεικτά και δεν εξαντλούνται απλώς στο άμεσο προσωπικό (πολιτικό ή οικονομικό) συμφέρον. Οι περιστάσεις (αυξανόμενη ανεργία, υπερχρέωση και στασιμότητα) θα τους οδηγήσουν σε συνεργασία με τεχνοκρατικούς πόλους και θα τους πείσουν ότι οι αποτυχημένες πολιτικές δεν μπορούν να συνεχιστούν.

Η αφετηρία της δημόσιας επιλογής διαφέρει. Σύμφωνα με αυτή, οι κρίσεις προσφέρουν ένα παράθυρο ευκαιρίας για αλλαγές μακράς πνοής σε αρτηριοσκληρωτικές κοινωνίες, γιατί ο φόβος ή η εμφάνιση μιας κρίσης μπορεί να μετατοπίσει τις προτεραιότητες μιας αγχωμένης κοινής γνώμης, ιδιαίτερα στον «μεσαίο χώρο» και στον περίγυρό του, να αποδυναμώσει πανίσχυρες συντεχνίες και γενικότερα να εξασθενίσει την αντιπολίτευση σε μεταρρυθμίσεις. Μπορεί π.χ. να παρακινήσει οργανωμένα συμφέροντα να αναγνωρίσουν ότι «συμφέρει» να σταματήσουν τώρα τον «πόλεμο χαρακωμάτων» (war of attrition) και να δεχτούν ότι οι μεταρρυθμίσεις θα φέρουν σημαντικά οφέλη στο μέλλον.

Έχει διατυπωθεί ακόμα η υπόθεση ότι η κρίση επηρεάζει την πολιτική μέσω του πολιτισμικού κλίματος: Η κρίση αναδεικνύεται ως η ιστορική στιγμή, στην οποία αρχίζουν να αλλάζουν τα συστήματα αξιών και δημιουργείται μια νέα ηθική σε πολίτες και πολιτικούς. Αυτή είναι η υπόθεση του Federico Rampini. Σε μια κατάσταση κρίσης μπορεί να αναγνωριστεί η πίστη στη συλλογική δράση, η σημασία της λιτότητας (όπως περίπου την έβλεπε διορατικά ο Enrico Berlinguer τη δεκαετία του ’70), της αλληλεγγύης και της θυσίας, και να ενδυναμωθεί το αίτημα για ένα κράτος που οφείλει να δρα για το σύνολο και όχι για να ικανοποιεί άναρχα επιμέρους αιτήματα.

Η αντίθετη προς τις προηγούμενες υπόθεση είναι ότι μια κρίση δυσκολεύει μάλλον παρά ευνοεί το μεταρρυθμιστικό έργο. Στην a priori ανάλυση ένας λόγος είναι ότι περιορίζει τις δυνατότητες μιας κυβέρνησης να αποζημιώσει όσους θίγονται από τις μεταρρυθμίσεις, ένας άλλος ότι σκληραίνει η στάση αποφασιστικών παραγόντων της δημόσιας ζωής, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να μπλοκάρουν αποφάσεις (άτυποι veto players). Στην κρίση ενεργοποιούνται τα αμυντικά ανακλαστικά των διαφόρων παικτών που αναπτύσσουν μη αλληλέγγυες στρατηγικές και επιχειρούν να φορτώσουν το κόστος σε άλλους. Οι κοινωνικές διαιρέσεις εντείνονται (αύξηση των ανέργων, περιθωριοποίηση, φτώχεια) και επηρεάζουν την πολιτική σταθερότητα. το αποτέλεσμα μπορεί να είναι αλλεπάλληλες και απρόβλεπτες κρίσεις και επικίνδυνες πολιτειακές αλλοιώσεις.

Η εμπειρική έρευνα δεν βοηθά να επιλέξουμε με ασφάλεια και βεβαίως υπάρχουν παραδείγματα που επιβεβαιώνουν τη μια ή την άλλη υπόθεση. Κατά τη γνώμη μου τα ευρήματά της δεν επαρκούν για να μας οδηγήσουν στη βεβαιότητα ότι μετά από κρίσεις αναδύεται μια νέα θετική δυναμική. Πιθανόν οι αντιδράσεις στην κρίση εξαρτώνται από σειρά ολόκληρη πολιτικών «μεταβλητών» – από την πολιτειακή δομή, τους θεσμούς διευθέτησης συγκρούσεων συμφερόντων και την ιστορία τους σε σταθερές δημοκρατίες, τις πολιτικές παραδόσεις, τη «θεά τύχη» με τη μορφή μιας μεταρρυθμιστικής ηγεσίας κ.ά. Ο Δημήτρης Σκάλκος σημειώνει ότι η Ελλάδα διαψεύδει μέχρι σήμερα την υπόθεση της «καλής κρίσης» καθώς η σφοδρότητα της οικονομικής κρίσης δεν οδήγησε σε αποδοχή και υιοθέτηση των προωθούμενων μεταρρυθμίσεων. Κατά τη γνώμη του μάλιστα, στην αποτυχία συνέβαλαν και τα ελαττώματα των προγραμμάτων προσαρμογής που παραγνώρισαν τις εσωτερικές ισορροπίες και την κοινωνικο-οικονομική δομή της χώρας. Έτσι, στο μακρο-οικονομικό επίπεδο, η παρουσία λιγότερων «παικτών αρνησικυρίας» (veto players) επέτρεψε την εφαρμογή κυρίως δημοσιονομικών μέτρων. Αντίθετα, οι επιχειρούμενες αλλαγές στο επίπεδο της μικρο-οικονομίας αποδείχθηκαν σημαντικά δυσκολότερες καθώς οι «παίκτες» υπήρξαν περισσότεροι, πολιτικά οργανωμένοι και το κόστος γι’ αυτούς ήταν υψηλό.

Οι τελευταίες παρατηρήσεις επιτρέπουν τη μετάβαση στο επόμενο θέμα: Το συντεχνιακό φαινόμενο έχει κεντρική θέση σε όλες τις πολιτικές και πολιτικο-οικονομικές αναλύσεις.

Η κυριαρχία των οργανωμένων ομάδων συμφερόντων που επιζητούν τον προσπορισμό οικονομικών προσόδων οδηγεί συχνά στην «αιχμαλωσία του κράτους» (state capture), δηλαδή  στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους μέσα από την επιτυχή άσκηση επιρροής στη διαμόρφωση της κυβερνητικής πολιτικής και ειδικότερα του νομοθετικού και κανονιστικού πλαισίου). Όταν μάλιστα τα ειδικά συμφέροντα κυριαρχούν αδιάλειπτα και για μεγάλο χρονικό διάστημα προκαλούν «θεσμική σκλήρωση»: Παρεμποδίζουν κάθε αλλαγή που θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντά τους, αλλά επιβάλλεται λόγω της οικονομικής εξασθένισης ή αλλαγής του διεθνούς περιβάλλοντος.

Στην Ελλάδα, η δημόσια συζήτηση εστίασε στον ρόλο του παραδοσιακού πελατειακού συστήματος – στις σχέσεις ανταλλαγής δηλαδή μεταξύ μεμονωμένων πολιτών και οικογενειών με τους πολιτικούς. Ουσιαστικά εννοούμε εδώ εξατομικευμένες εκδουλεύσεις έναντι ψήφων που ευνοούνται από διάφορους κανόνες του πολιτικού παιγνίου («σταυρός», υπουργική ασυλία, κανόνες δημοσίων προμηθειών κλπ). Αυτό πράγματι συμβαίνει σε ευρεία κλίμακα. Αλλά, παράλληλα πολλαπλασιάστηκαν, εμπεδώθηκαν  και δραστηριοποιούνται στη χώρα ομάδες συμφερόντων που είναι σε θέση να επιζητούν προνομιακή μεταχείριση και να την πετυχαίνουν. Αυτές εννοούμε με τον όρο «συντεχνίες» που ήταν ιδιαίτερα ισχυρές σε κρατικά μονοπώλια και Δημόσια Διοίκηση. Στην περίπτωσή τους πράγματι αντιστρέφεται η σχέση μεταξύ πολιτών και πολιτικών, με τις συντεχνίες να έχουν το πάνω χέρι ή και να κρατούν τους πολιτικούς σε ομηρεία. Το έχει εξηγήσει καλά ο Χρυσάφης Ιορδάνογλου. Σε δυσμενείς οικονομικούς καιρούς, όπου το συνολικό επίπεδο της προσόδου μειώνεται, επιδίδονται σε έναν «πόλεμο φθοράς» (war of attrition) προκειμένου να αποτρέψουν επώδυνες για αυτές μεταρρυθμίσεις.

Όσον αφορά τις κυρίαρχες ιδέες, ο Δ. Σκάλκος  ανανεώνει την κριτική στην διανόηση και στα ΜΜΕ που συνέβαλαν γενικά στη δημιουργία ενός αντιφιλελεύθερου πνευματικού κλίματος. Οι διανοούμενοι, γράφει συνοψίζοντας μια απέραντη βιβλιογραφία και τις φιλελεύθερες ανησυχίες του Friedrich Ηayek,  Mancur Olson κ.α., είναι μεταφορείς απόψεων οι οποίοι απολαμβάνουν σεβασμού λόγω της αναγνώρισης της ειδικής γνώσης που κατέχουν και συνακόλουθα επηρεάζουν την διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Η σημασία του ρόλου τους πολλαπλασιάζεται από το γεγονός ότι ο μέσος πολίτης είναι «ορθολογικά αδαής», στο βαθμό που επιλέγει να μην αφιερώσει τον απαιτούμενο χρόνο στη μελέτη των δημόσιων υποθέσεων καθώς (και σε αντίθεση με τους επαγγελματίες των ιδεών) δεν θα βελτιώσει  κατ’ αυτόν τον τρόπο άμεσα το εισόδημά του. Επίσης, η εγχώρια «αγορά ιδεών» παρουσιάζει ακαμψίες και στρεβλώσεις λόγω της διαπλοκής των μέσων μαζικής επικοινωνίας με επιχειρηματικά συμφέροντα που συναλλάσσονται με το δημόσιο χρήμα.   

Όμως, κεντρικά στοιχεία της κυρίαρχης ιδεολογίας θα έπρεπε να αναλυθούν σε μεγαλύτερο βάθος. Δεν αρκεί η αναφορά στην «οικονομοφοβία» και στον ρόλο ενός μεγάλου τμήματος της διανόησης και των ΜΜΕ. Σήμερα διαθέτουμε πλειάδα εμπειρικών και ιστορικών ερευνών οι οποίες εξετάζουν πολλά από αυτά – τον αντιδυτικισμό, την προκατάληψη εναντίον του ανταγωνισμού και της διαφάνειας  κλπ. Τελευταία,  ο Στάθης Καλύβας πρόσθεσε με σαφήνεια τη σημασία της εξιδανίκευσης της αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού που έτεινε να νομιμοποιήσει έναν άναρχο και επεκτεινόμενο κρατικό παρεμβατισμό – και συνεχίζει να το κάνει σήμερα!

Το βιβλίο του Δ. Σκάλκου μας υπενθυμίζει τελικά ότι εκκρεμεί η απάντηση στο ερώτημα για το μέλλον του σύγχρονου φιλελευθερισμού στην Ελλάδα. Η κωδικοποίηση των προβλημάτων δείχνει πόσο πολύπλοκη είναι η σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα και αλλού. Τι πιθανότητες έχει ο φιλελευθερισμός απέναντι στην ιστορία, στην πολιτική κουλτούρα και τους θεσμούς της; Σίγουρα, δεν υπάρχει ένας φιλελευθερισμός (ούτε μια εκδοχή μεταρρυθμίσεων). Άκραίες εκδοχές δεν έχουν πολλές πιθανότητες και είναι άγονη η συζήτηση για το ποιος είναι ο «αυθεντικός» φιλελευθερισμός.

Οποιαδήποτε ρεαλιστική απάντηση (και μεταρρυθμιστική πρόταση συνολικά) δεν μπορεί παρά να στηρίζεται σε ένα συμβιβασμό ή «μίγμα» διαφορετικών αξιών ή αρχών. Για τον λόγο αυτόν άλλωστε προστίθενται διάφορα επίθετα στον όρο – κοινωνικός, ριζοσπαστικός, σύγχρονος, πραγματιστικός φιλελευθερισμός. Οι προσθήκες επιθέτων σε έναν «-ισμό» αντανακλούν την απάντηση της πραγματικής εξέλιξης σε δήθεν αιώνια καθαρά πρότυπα (που έχουν όμως άλλη χρησιμότητα) και αυξάνουν τις πιθανότητες για συγκλίσεις και εν τέλει για πρόοδο. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλες έννοιες. Υπενθυμίζω όρους όπως χριστιανικός σοσιαλισμός, σοσιαλ-δημοκρατία (ή κοινωνική δημοκρατία), δημοκρατικός σοσιαλισμός και ακόμα φιλελεύθερος σοσιαλισμός. Εδώ τα πράγματα δυσκολεύουν γιατί υπάρχουν δυσδιάκριτες «ανταλλακτικές σχέσεις» (trade-offs) μεταξύ τους. Ανακύπτουν τότε ζητήματα στάθμισης μάλλον διαφορετικών αρχών (π.χ. ελευθερίας και ίσων ευκαιριών, αποτελεσματικότητας και ασφάλειας) και διαμόρφωσης πρακτικής πολιτικής παρά ιδεολογικής καθαρότητας στο περιθώριο των εξελίξεων.  Το βιβλίο του Δημήτρη Σκάλκου δείχνει ακριβώς την πολυπλοκότητα της κατάστασης.