Συντάκτης: panoskazakos

Εφαρμογή του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής για να αποφύγουμε το Grexit

Δημοσιεύτηκε στη Huffington Post, 22/01/2016

Τους προηγούμενους μήνες μέχρι σήμερα η κυβέρνηση διαπραγματεύεται με τους «θεσμούς» διάφορα τμήματα του Μνημονίου. Τι λοιπόν επιχειρεί μετά τη συμφωνία για ένα τρίτο Μνημόνιο;

Μία απάντηση είναι ότι προσπαθεί να βελτιώσει κάποιους όρους και κυρίως τη δημοσιονομική πτυχή αλλά δεν απορρίπτει στην πράξη (παρά κάποιες ρητορικές εξάρσεις) το γενικό πλαίσιο της δανειακής σύμβασης και του νέου Μνημονίου. Αν πετύχει, αυτό θα είναι καλό για τη χώρα (αν και όχι οπωσδήποτε για τον ΣΥΡΙΖΑ).

Αν όμως επιχειρεί να αλλάξει το ίδιο το πλαίσιο και τη φιλοσοφία του γιατί το αμφισβητεί ιδεολογικά, τότε δύο τινά μπορεί να συμβούν: Ή θα αποτύχει όπως ακριβώς συνέβη το πρώτο εξάμηνο του 2015, οπότε κατέληξε σε κεφαλαιακούς ελέγχους και αποδοχή άνευ όρων της χειρότερης πρότασης των θεσμών, ή θα θέσει σε κίνδυνο την παραμονή της χώρας σε ΕΕ και ΕΖ. Αυτό δεν θα είναι απλά το τέλος του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και η αρχή μιας μακράς περιόδου στασιμότητας και περιθωριοποίησης της χώρας.

Υποθέτω ότι δεν υπάρχει πλέον πρόθεση για ρήξη όπως το α’ εξάμηνο του 2015. Αλλά, στον χώρο της αριστεράς και της άκρας δεξιάς επενεργεί ένας ισχυρός και τοξικός τρόπος σκέψης για την οικονομία και τον κόσμο που επηρεάζει πολιτικές αποφάσεις.

Δεν υποτιμούμε τις δυσκολίες της οικονομικής προσαρμογής που επιβάλλεται όχι τόσο από τα Μνημόνια όσο από την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας. Προς το παρόν ο κίνδυνος του Grexit και κατά προέκταση μιας νέας βαθιάς ύφεσης έχει μειωθεί δραστικά, καθώς η κυβέρνηση εκπληρώνει διάφορα δύσκολα προαπαιτούμενα, αλλά δεν έχει εξαλειφθεί. Οι «θεσμοί» άρχισαν να εξετάζουν την πορεία του προγράμματος. Εστιάζουν σε κρίσιμα θέματα όπως τη δημοσιονομική διαχείριση (« δημοσιονομικό κενό του 2016»), τις κυβερνητικές δεσμεύσεις για τη συνέχεια («Μεσοπρόθεσμο»), το ασφαλιστικό, τον εκσυγχρονισμό της Δημόσιας Διοίκησης, το άνοιγμα της ενεργειακής αγοράς την ολοκλήρωση της τραπεζικής μεταρρύθμισης. Κάθε ένα από τα πρώτα τρία θέματα είναι ικανό να ρίξει την κυβέρνηση. Από την αποτίμηση της προόδου θα εξαρτηθεί η πρώτη αξιολόγηση, η συνέχιση της χρηματοδοτικής συνδρομής του ΕΜΣ και βεβαίως η διευθέτηση του χρέους. Αν η αξιολόγηση είναι αρνητική τότε το πιθανότερο είναι ότι το ζήτημα του grexit θα επανέλθει στη δημόσια συζήτηση.

Τυχόν έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη και (με τα σημερινά δεδομένα) από την ΕΕ θα σήμαινε, πρώτον, πλήρη αλλαγή κατεύθυνσης της ελληνικής ευρωπαϊκής πολιτικής δεκαετιών. Οι ελληνικές κυβερνήσεις υποστήριζαν δύο πράγματα ταυτόχρονα – την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης προς μια ομοσπονδιακή κατεύθυνση και τη συμμετοχή της Ελλάδας στις σχετικές πρωτοβουλίες παρά τα προβλήματα προσαρμογής που αντιμετώπιζε η χώρα σε κάθε στάδιο της ενοποίησης. Ανέμεναν ότι μόνον έτσι θα ενισχύονταν η ασφάλεια της χώρας και οι μηχανισμοί μεταφοράς πόρων («αλληλεγγύης») από τις πλουσιότερες στις φτωχότερες χώρες, όπως ακριβώς συμβαίνει σε κλασικές ομοσπονδίες.

Η Αριστερά (ΣΥΡΙΖΑ) όμως εκλάμβανε, μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον, την ΕΕ ως νεοφιλελεύθερο μόρφωμα, που έπρεπε να αλλάξει. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί γίνονταν αντιληπτοί ως πηγές περιορισμού της εθνικής πολιτικής που εμποδίζουν την εφαρμογή ενός εκτεταμένου κρατικού παρεμβατισμού για να εξέλθει η χώρα από την κρίση. Από πολλές πλευρές το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ που εξαγγέλθηκε στη Θεσσαλονίκη τον Σεπτέμβριο 2014 και είχε έντονα λαϊκιστικά χαρακτηριστικά και η στάση της κυβέρνησης κατά την επτάμηνη διαπραγμάτευση με την τρόικα μέχρι τον Ιούλιο 2015 αποκάλυπταν αυτή τη θεμελιώδη απορριπτική στάση. Εξασθένισε μεν τώρα μετά το τρίτο Μνημόνιο, αλλά εξακολουθεί να αντικατοπτρίζεται σε διάφορες αποφάσεις ή εξαγγελίες.

Το σπουδαιότερο όμως είναι, δεύτερον, ότι η ρήξη δεν θα έλυνε τα προβλήματά μας. Με βάση τη διεθνή εμπειρία αλλά και τα ελληνικά δεδομένα σήμερα, η έξοδος από την Ευρωζώνη θα είχε σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις και θα προκαλούσε δυσβάστακτο κόστος σε οικονομία και κοινωνία. Πιθανόν, το νέο νόμισμα (η δραχμή;) θα υποτιμηθεί πολύ και θα μείνει ασταθές στη συνέχεια, καθώς η χώρα θα εμπλακεί σε ένα σπιράλ πληθωρισμού-υποτιμήσεων-πληθωρισμού, η ύφεση θα είναι βαθύτερη, οι εισαγωγές θα υπαχθούν σε καθεστώς διοικητικών ελέγχων, θα διακοπούν οι εισροές πόρων από την ΕΕ, τα δημοσιονομικά και τραπεζικά προβλήματα θα διογκωθούν και η χώρα θα συρθεί σε διαπραγματεύσεις για το χρέος σε συνθήκες χρεοκοπίας! Τη γενική κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής θα βαραίνουν αβεβαιότητες που θα εμποδίζουν την ανάκαμψη για πολύ καιρό. Στα προηγούμενα προσθέτουμε τις ευρύτερες αρνητικές επιπτώσεις σε πολιτική σταθερότητα και κοινωνική συνοχή.

Μια πρώτη εικόνα (και προειδοποίηση) για τις επιπτώσεις μιας εξόδου και πτώχευσης έδωσε η κρίση του Ιουνίου 2015. Τότε η Ελλάδα βρέθηκε εκτός (του προηγούμενου) προγράμματος προσαρμογής και εκτός χρηματοπιστωτικής ομπρέλας, διέκοψε την πληρωμή ληξιπρόθεσμης δόσης προς το ΔΝΤ, αναγκάσθηκε να κλείσει προσωρινά τις τράπεζες και να εισάγει μονιμότερους κεφαλαιακούς ελέγχους (συμπεριλαμβανομένων και των ορίων άντλησης μισθών και συντάξεων κάθε μέρα και εβδομάδα από τις τράπεζες), καθυστέρησε περισσότερο τις εξοφλήσεις οφειλών του Δημοσίου σε προμηθευτές, προκάλεσε προβλήματα στις εξαγωγές και τρόμαξε κάθε σοβαρό επενδυτή. Το αποτέλεσμα ήταν να ανατραπούν οι αισιόδοξες προβλέψεις για την οικονομία και η χώρα να περιέλθει εκ νέου σε στασιμότητα.

Επομένως, είναι προτιμότερη η εφαρμογή του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής εντός της Ευρωζώνης σε συνδυασμό με τη διευθέτηση του χρέους η οποία σχεδιάζεται να πραγματοποιηθεί μετά την πρώτη αξιολόγηση. Η έξοδος από το Ευρώ εμπεριέχει τον κίνδυνο να διαγράψουμε ένα κύκλο και να υποστούμε τεράστιο κόστος για να επιστρέψουμε με χειρότερες προϋποθέσεις κάτω από την ευρωπαϊκή ή διεθνή ομπρέλα.

Πολιτική αναξιοπιστία και «συσχετισμοί» κατά του Μνημονίου

Δημοσιεύθηκε στο Books’ Journal, τεύχος 60/ Νοέμβριος 2015.

Πολιτική αναξιοπιστία και «συσχετισμοί» κατά του Μνημονίου.  

Οι τρέχουσες διαπραγματεύσεις με τους «θεσμούς» καθ’ οδόν προς την πρώτη αξιολόγηση του νέου Μνημονίου ανέδειξαν άλλη μια φορά τις δυσκολίες εφαρμογής του. Υπενθυμίζω ότι τον Αύγουστο η ελληνική Βουλή ψήφισε με συντριπτική πλειοψηφία τον νόμο 4336/2015  με τον οποίο κυρώθηκε μια νέα δανειακή σύμβαση και ένα τριετές πρόγραμμα προσαρμογής («μνημόνιο ΙΙΙ»)  Ο κύριος στόχος της ελληνικής πλευράς ήταν να αποφευχθεί η χρεοκοπία. Για να τον πετύχει έπρεπε τελικά να ανακαλέσει διάφορα μέτρα που είχε λάβει μονομερώς το α’ εξάμηνο του 2015 ( «100 δόσεις», γενόσημα κ.α.), να εφαρμόσει όσες μεταρρυθμίσεις είχαν συμφωνηθεί με τις προηγούμενες κυβερνήσεις  (ασφαλιστικό 2010, ιδιωτικοποιήσεις κ.α.) και, λόγω της δραματικής επιδείνωσης της οικονομίας από τα τέλη του 2014 με αποκορύφωμα τους κεφαλαιακούς ελέγχους, να υιοθετήσει νέα επώδυνα μέτρα- αύξηση διαφόρων συντελεστών φόρου, περικοπές στις συντάξεις κ.α. Αλλά τι πιθανότητες υπάρχουν να υλοποιηθούν οι δεσμεύσεις;

Η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα που δυσκολεύεται να ισορροπήσει τη δημόσια οικονομία της και να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις. Αυτές οι δυσκολίες είναι τρόπον τινά αναπόφευκτες όχι μόνο σε περιόδους ύφεσης. Όμως την κατάσταση επιδεινώνει εδώ η εξασθένιση της αξιοπιστίας της πολιτικής  και, ειδικότερα, της εμπιστοσύνης ότι νόμοι και συμφωνίες δεσμεύουν πραγματικά τις κυβερνήσεις. Η αξιοπιστία είχε ήδη πληγεί μετά από χρόνια δημοσιονομικής κακοδιαχείρισης (ελλειμμάτων, φορολογικής αστάθειας) και κακής οικονομικής πολιτικής με χαρακτηριστικό της την έλλειψη σταθερού προσανατολισμού και την υπαγωγή της σε πελατειακές πρακτικές. Κλονίσθηκε πλήρως στα χρόνια της κρίσης.

Εκτός τούτου, οι προβλεπόμενες στο νέο Μνημόνιο αλλαγές σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο επηρεάζουν ευθέως τα εισοδήματα. Έχουν επομένως έντονο αναδιανεμητικό χαρακτήρα. Ευλόγως προκαλούν αντιδράσεις και θα τις προκαλούσαν ακόμα και σε ιδανικές συνθήκες. Εξίσου σημαντικό είναι όμως ότι  σε πολλές περιπτώσεις επιφέρουν ανακατανομή εξουσίας και ανατρέπουν τις περιβόητες δικτυώσεις επιρροής που στήριζαν πάσης φύσης κεκτημένα και προσόδους.

Σε κάθε τμήμα του κράτους έχουν εμπεδωθεί (α) τυπικοί κανόνες που ορίζουν αρμοδιότητες και εξουσίες, (β) τις σχέσεις του με άλλα τμήματα («συναρμοδιότητες») και (γ) άτυπες συμπεριφορές π.χ. στις εφορίες, στην Ανώτατη Παιδεία, στα νοσοκομεία, στις σχέσεις οικονομικών παραγόντων και πολιτικών. Συχνά, αξιωματούχοι εντός των διαφόρων ιεραρχιών, έχουν λόγω του τυπικού τους ρόλου, ευκαιρίες και δυνατότητες να αντλήσουν παράτυπα οφέλη. Το αποτέλεσμα είναι μηχανισμοί αναδιανομής εισοδημάτων, πέρα από τους επίσημους, (εντείνουν) που συχνά αντιστρατεύονται την επίσημη πολιτική αναδιανομής, όπως π.χ. στην περίπτωση  της διαφθοράς…..Θα μπορούσε κανείς να περιγράψει τις διάφορες ομάδες ή άτομα σε υπηρεσίες που με βάση τις θέσεις εξουσίας και τις άτυπες διασυνδέσεις («διαπλοκή») πετυχαίνουν αναδιανομές. Συνολικά πρόκειται για ομάδες  προσοδοθήρων (rent seeker). Προφανώς η δύναμή τους (και οι άτυπες πρόσοδοι) εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες, π.χ. από  αναποτελεσματικούς τυπικούς κανόνες λογοδοσίας και από βασικές αξίες της κοινωνίας…..

Σημασία έχει να τονίσουμε ότι  οι ειδικότερες εξουσίες συνδέονται με προνόμια και ευκαιρίες άντλησης πλούτου και εισοδημάτων χωρίς παραγωγικό αντίκρισμα. Επομένως η άσκηση της ειδικότερης εξουσίας (π.χ. ενός χειρούργου, εφοριακού, υπουργού κλπ) δεν είναι απλά και μόνο μέρος της ειδικότητας, της επαγγελματικής ηθικής και ικανότητας ούτε, σε άλλες περιπτώσεις, απλό παίγνιο εξουσίας (μολονότι και αυτό υπάρχει όπως μας βεβαιώνει η ψυχολογία). Οι  υπάρχουσες ή επικρατούσες κατανομές εξουσίας  ορίζουν την κατανομή των εισοδημάτων (και αντίτροφα). Αποφέρουν απτά οικονομικά οφέλη. Αυτό κάνει κατανοητό γιατί οποιαδήποτε σχετική αλλαγή στις δυνατότητες επιρροής προσκρούει σε ισχυρές αντιστάσεις.

Το νέο Μνημόνιο τροποποιεί δυνητικά ρουτίνες και συμπεριφορές σε ολόκληρο το φάσμα του πολυδαίδαλου κράτους και σε όσους είχαν προνομιακή πρόσβαση σε αυτό (π.χ. προμηθευτές) και προκαλεί τριγμούς ανάλογης έντασης. Τροποποιεί απότομα τα δεδομένα στα οποία βάσιζαν τα προγράμματά τους μισθωτοί του Δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, επιχειρηματίες, δημοσιογράφοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, ΟΤΑ κλπ.   Έπρεπε να αναμένεται ότι η εφαρμογή του θα είναι ηράκλειος άθλος που ακόμα και οραματικοί πολιτικοί και ειδικοί θα δυσκολεύονταν να διεκπεραιώσουν- ηράκλειος με την έννοια ότι μόνο μια κυβέρνηση που έχει ισχυρή νομιμοποίηση, βούληση και δύναμη να υπερβεί αντιστάσεις μπορεί να τον φέρουν εις πέρας.  Όμως, η εντελώς ασαφής συζήτηση για πάσης φύσης «ισοδύναμα» που θα αντικαθιστούσαν διάφορες δεσμεύσεις του Μνημονίου αποκαλύπτει μάλλον πολιτική αμηχανία παρά αποφασιστικότητα καθώς και τη δύναμη των συσχετισμών και αναδιανεμητικών συμμαχιών! Παρερμηνεύεται ως μήνυμα μη εφαρμογής της συμφωνίας. Και συνυφαίνεται με ιδεολογικές εμμονές που δοκιμάσθηκαν στο παρελθόν και απέτυχαν.

Μερικά παραδείγματα: Η διαφάνεια στις προμήθειες με την εφαρμογή των κανόνων της ΕΕ είναι δέσμευση των Μνημονίων και προφανώς περιορίζει τις δυνατότητες αλλοίωσης του ανταγωνισμού μέσω πελατειακών δικτυώσεων. Η  ανεξαρτησία της ΓΓ Δημοσίων Εσόδων περιορίζει την εξουσία της εκάστοτε πλειοψηφίας  να χειρίζεται τη δημόσια οικονομία κατά το δοκούν και επομένως εξυπηρετεί ευνοούμενους. Οι ιδιωτικοποιήσεις περιορίζουν τη δύναμη των συντεχνιών, δηλαδή την ικανότητά τους να αντιστρατεύονται οικονομικές επιταγές και να λειτουργούν τις επιχειρήσεις σε βάρος του συνόλου.  Στην Ανώτατη Παιδεία, ο θεσμός των Συμβουλίων έγινε στόχος των εσωτερικών παραγόντων σε Ιδρύματα που δεν επιθυμούσαν οικονομικό έλεγχο.  Η αξιολόγηση στη Δημόσια Διοίκηση επίσης θα περιορίσει τα κομματικά- συντεχνιακά δίκτυα προστασίας των ανεπαρκών και επομένως την ικανότητα συνδικαλιστών να πωλούν προστασία – κλασική περίπτωση επιλεκτικών κινήτρων τύπου Olson! Ένας συνδικαλιστικός νόμος, κατά τις καλύτερες πρακτικές της Ευρώπης, θα εμπόδιζε μειοψηφίες εντός του σώματος των εργαζομένων να αυθαιρετούν αντιδημοκρατικά και να συμβάλλουν με ένα επιθετικό διεκδικητισμό στο κλείσιμο επιχειρήσεων και στην ανεργία. Στα ιδιωτικοποιούμενα λιμάνια της χώρας μια ανεξάρτητη εποπτική αρχή  θα μπορούσε να ελέγξει ιδιοτελείς οικονομικές συμπεριφορές κλπ.

Συνοψίζω: Το νέο μνημόνιο (όπως και τα προηγούμενα) αφορά το μέλλον της χώρας και, φυσικά, την εξουσία. Αυτό το τελευταίο συχνά το παραβλέπουμε στη δημόσια συζήτηση. Και όμως είναι κρίσιμο για το τι τελικά θα επιτευχθεί. Με κάθε προβλεπόμενο βήμα αλλάζουν οι περιβόητοι «συσχετισμοί» και οι παγιωμένες δοσοληψίες. Μέσω της ανατροπής τους θα μπορούσε να παραμερισθεί ό,τι καθηλώνει τη χώρα και να απελευθερωθούν δημιουργικές δυνάμεις- ή , έστω, ό,τι απέμεινε από αυτές.

Υπάρχει εσωτερική δέσμευση για την εφαρμογή του νέου Μνημονίου;

Δημοσιεύτηκε στη Huffington Post, 27/10/2015

Στις τρέχουσες διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς αναδείχθηκαν οι δυσκολίες εφαρμογής του Μνημονίου, δηλαδή της τυπικής της δέσμευσης για ένα πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής. Μετά τη συμφωνία με τον ΕΜΣ το Μνημόνιο ψηφίσθηκε από τη Βουλή.

Εγείρονται βέβαια ευαίσθητα ζητήματα. Δεν συζητώ εδώ ποια πλευρά έχει δίκιο. Και βεβαίως υπάρχει θέμα ερμηνείας κάθε παραγράφου. Όμως επισημαίνω ότι το εύρος των διαφωνιών με τους εταίρους καθώς και διάφορες παράλληλες εκτός Μνημονίου αποφάσεις και δηλώσεις δείχνουν ότι το Μνημόνιο γίνεται αντιληπτό από την κυβέρνηση και ίσως από την πλειοψηφία των πολιτών ως ένας ανεπίτρεπτος εξωτερικός «κορσές». Αποστασιοποιούνται από αυτό με διάφορα τεχνάσματα. Με άλλα λόγια, για να χρησιμοποιήσω την αντισηπτική γλώσσα των Βρυξελλών και του ΔΝΤ, δεν το θεωρούν «ιδιοκτησία» μας. Ας προσθέσουμε ειδικότερα πως αν η κοινωνία δεν αισθανθεί ότι η προσαρμογή είναι και δική της υπόθεση, τότε καμιά πίεση από τα έξω δεν θα φέρει τις αναγκαίες αλλαγές.

Υπενθυμίζω όμως ότι έχουμε υπογράψει πανηγυρικά ότι:

«για την επιτυχία απαιτείται ο ενστερνισμός του προγράμματος μεταρρυθμίσεων από τις Ελληνικές αρχές. Επομένως η κυβέρνηση είναι έτοιμη να λάβει οποιαδήποτε μέτρα ενδέχεται να κριθούν κατάλληλα για τον σκοπό αυτόν, καθώς οι περιστάσεις μεταβάλλονται. Η κυβέρνηση δεσμεύεται να διαβουλεύεται με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό ταμείο για όλες τις ενέργειες που αφορούν την επίτευξη των στόχων του Μνημονίου Συνεννόησης, πριν από την οριστικοποίηση και τη νομική έγκρισή τους» (βλ. Σύμβαση χρηματοδοτικής διευκόλυνσης μεταξύ του ΕΜΣ και της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδας και του ΕΤΧΣ στο νόμο 4336/2015 ΦΕΚ 94/14.8.2015, σελ. 1014).

Τα μέτρα και η οικονομική φιλοσοφία από την οποία απορρέουν περιγράφονται αναλυτικά στο Μνημόνιο μαζί με τα επίσης δεσμευτικά χρονοδιαγράμματα. Αλλά εννοούμε ό,τι υπογράψαμε;

Τα προβλήματα εφαρμογής που καταγράφονται δείχνουν ότι η οικονομική φιλοσοφία του μνημονίου αμφισβητείται στην πράξη, πράγμα που τροφοδοτεί την αβεβαιότητα. Όμως, η ιστορική μας εμπειρία έχει δείξει ότι τα πράγματα μπορούν να πάνε καλύτερα με λιτότητα μεν αλλά με σαφή δέσμευση των κυβερνήσεων για δημοσιονομική εξυγίανση και τουλάχιστον κάποιες μεταρρυθμίσεις.

Την περίοδο 1993-1999 η χώρα αναπτύχθηκε πράγμα που διέψευσε την υπόθεση ότι η δημοσιονομική προσαρμογή οδηγεί οπωσδήποτε σε ύφεση. Σωρευτικά, σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, η ελληνική οικονομία αύξησε κατά 20% (!) περίπου το ΑΕΠ της κατά την περίοδο 1993- 2000, ενώ έγινε μεγάλης έκτασης δημοσιονομική προσαρμογή ακόμα και αν παραβλέψουμε κάποια «τεχνάσματα», π.χ. το δημοσιονομικό έλλειμμα από 13,6% του ΑΕΠ (1993) μειώθηκε στο 3,6% (1999) και επιτεύχθηκαν πρωτογενή πλεονάσματα.

Η διαφορά από την εμπειρία των μνημονίων είναι ότι τότε η κυβέρνηση είχε πεισθεί και πείσει ότι θα εφαρμόσει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να ικανοποιήσει τα κατά Μάαστριχτ κριτήρια ένταξης στην Ευρωζώνη. Σίγουρα, δεν ήταν ενθουσιασμένη καθώς είχε απέναντί της ένα εν πολλοίς εχθρικό κόμμα, αλλά ως το 2000 δεν άφησε την πυξίδα. Έτσι διαμορφώθηκαν θετικές προσδοκίες γύρω από την πορεία της ελληνικής οικονομίας που ευνόησαν την ανάπτυξη.

Πρακτικά, η μεταγενέστερη εμπειρία της εποχής των Μνημονίων (σε σύγκριση με εκείνη τη θετική εμπειρία 1993-1999) θα πρέπει γίνει ένα καλό μάθημα. Ας το διατυπώσουμε καθαρά: Το μνημόνιο δεν θα εφαρμοσθεί αν η μισή Ελλάδα το αντιστρατεύεται και οι κυβερνήσεις το αμφισβητούν ή, απλούστερα αν δεν εφαρμοσθεί σταθερά και με συνέπεια. Αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει ευρύτερες συναινέσεις για τις αρχές που θα πρέπει να διέπουν τη λειτουργία του κράτους και της αγοράς και θα ήταν στον πυρήνα μιας «κουλτούρας καλής διακυβέρνησης».

Δεν παραβλέπω πόσο δύσβατος είναι ο δρόμος της προσαρμογής. Πρώτον, το πρόγραμμα είναι πολύπλοκο, εμπροσθοβαρές και φιλόδοξο. Οι στόχοι δεν θα επιτευχθούν αν και η νέα κυβέρνηση το θεωρεί ανεπίτρεπτο «εξωτερικό κορσέ» και αν παίζει με μια κρυφή αντζέντα. Δεύτερον, οι μεταρρυθμίσεις θα εφαρμοστούν σε ένα περιβάλλον ύφεσης καθώς το δεύτερο εξάμηνο του έτους αναμένεται να είναι το χειρότερο σε σχέση με το πρώτο και η ύφεση θα συνεχισθεί το 2016. Η διεθνής εμπειρία μας δείχνει ότι η επιτυχής εφαρμογή μεταρρυθμίσεων είναι πολύ πιο δύσκολη σε περιβάλλον ύφεσης. Τρίτον, η σημερινή κυβέρνηση πρέπει να τα βγάλει πέρα με τις σωρευτικές συνέπειες των προηγούμενων αρνητικών εξελίξεων – των ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων, της αβεβαιότητας, της επενδυτικής άπνοιας κλπ.

Αλλά, όπως έδειξε η μάταιη αναζήτηση άλλων εξωτερικών (και εξωτικών) πόρων για να μη γίνουν οι αναγκαίες τομές, δεν υπάρχει άλλη λύση από την εφαρμογή του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής (λέγε: δημοσιονομικής εξυγίανσης και μεταρρυθμίσεων). Ας το πάρουμε απόφαση για να μη διολισθήσουμε σε μια βαθύτερη κρίση και μακρά στασιμότητα.

Από τον λαϊκισμό στο νέο Μνημόνιο. Μια σύντομη δημηγορία υπέρ των μεταρρυθμίσεων ενόψει εκλογών.

Δημοσιεύτηκε στο Books Journal, 15.09.2015

Όσο προχωρούμε,
Τόσο ο δρόμος μακραίνει.

            Ζυράννα Ζατέλη

Η προκήρυξη των εκλογών προκαλεί πολλά και δύσκολα ερωτήματα. Εδώ με απασχολεί το εξής: Ποιο είναι το μείζον διακύβευμα των εκλογών με κριτήριο τη γενική ευημερία;   Προκαταλαμβάνοντας συνοπτικά την απάντηση που εκθέτω πιο κάτω: Το διακύβευμα είναι η τιθάσευση του νεοελληνικού κρατισμού με την εφαρμογή (με κάποιες διορθώσεις) του νέου μνημονίου (= μεσοπρόθεσμου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής)[1].

Αν εφαρμοσθεί ( επαναλαμβάνω: Αν…) η χώρα θα επωφεληθεί από τους πόρους του ΕΣΠΑ, τη χρηματοδότηση μεγάλων ιδιωτικών επενδύσεων, τη δραματική μείωση της γενικής αβεβαιότητας, την ανακεφαλαίωση των τραπεζών ώστε να είναι σε θέση να χρηματοδοτούν την οικονομία και την οργανωμένη ελάφρυνση του χρέους (αντί της χαοτικής πτώχευσης). Το πιθανότερο είναι να  απογειωθεί γιατί διαθέτει (ακόμα) το απαραίτητο ανθρώπινο δυναμικό και «ρικαρντιανά»  συγκριτικά πλεονεκτήματα.[2] Αυτά ως προς τα απτά αποτελέσματα. Μακροπρόθεσμα, το οικονομικό κυρίως όφελος θα επέλθει γιατί το μνημόνιο

  • σηματοδοτεί δραματική αλλαγή του παραδείγματος οικονομικής πολιτικής καθώς οικοδομεί πάνω σε ένα φιλελεύθερο υπόβαθρο,
  • εχθρεύεται τον λαϊκισμό και
  • (μπορεί να) κάνει τους θεσμούς μας να ταιριάζουν με τα διεθνή και ευρωπαϊκά δεδομένα.

Αν το μνημόνιο δεν εφαρμοσθεί η χώρα θα εισέλθει σε μια μακρά περίοδο θεσμικής αστάθειας, οικονομικής παρακμής, περαιτέρω αποδιάρθρωσης κρατικών μηχανισμών και κοινωνικών και κοινωνικής διάβρωσης με τη μετανάστευση των δυναμικότερων τμημάτων της.

Ο αντικρατισμός του μνημονίου….

Όσον αφορά στο παράδειγμα οικονομικής πολιτικής, υποστηρίζω, ότι το νέο μνημόνιο (όπως και τα προηγούμενα δύο)  βασίζεται σε μια σαφή αντικρατικιστική (ή εκσυγχρονιστική- φιλελεύθερη για όσους δεν έχουν δυσκολίες με τις λέξεις) αντίληψη την οποία χρειάζεται επειγόντως η χώρα. Πηγάζει από αντιλήψεις για τον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας που βρίσκονται σε ευθεία αντίθεση με τον άναρχο κρατικό παρεμβατισμό στην Ελλάδα και τη λαϊκιστική εκτροπή του: Η αντίληψη αυτή αποτυπώνεται καθαρά σε όλες τις εισαγωγικές προτάσεις του μνημονίου.  Ενδεικτικά, σταχυολογώ τα εξής:

«για την επιτυχία απαιτείται ο ενστερνισμός του προγράμματος μεταρρυθμίσεων από τις ελληνικές αρχές[…] Η Ελλάδα Θα σχεδιάσει και θα εφαρμόσει ευρύ φάσμα μεταρρυθμίσεων  στις αγορές εργασίας και τις αγορές προϊόντων (συμπεριλαμβανομένης και της ενέργειας) […] Οι περισσότερο ανοιχτές αγορές είναι ουσιώδους σημασίας για να δημιουργηθούν οικονομικές ευκαιρίες και να ενισχυθεί η κοινωνική δικαιοσύνη με περιορισμό της προσοδοθηρίας και της μονοπωλιακής συμπεριφοράς […] Θα καταρτιστεί φιλόδοξο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων καθώς και πολιτικές για τη στήριξη των επενδύσεων [….]Η ιδιωτικοποίηση μπορεί να συμβάλει στο να καταστεί αποδοτικότερη η οικονομία […] Ιδιαίτερη προσοχή θα δοθεί στην ενίσχυση της αποδοτικότητας του δημόσιου τομέα κατά την παροχή ουσιωδών δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών…».

Το πρόγραμμα, αν εφαρμοσθεί, και σε συνδυασμό με τη συμμετοχή στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, θα αντικαταστήσει μυωπικές αποφάσεις χωρίς πυξίδα στην οικονομική πολιτική που ανταποκρίνονται ευκαιριακά σε ειδικά συμφέροντα σε μια λογική πελατειακών δοσοληψιών. Στο ιδεολογικό επίπεδο θα αποτελεί ανάχωμα κατά των  διαφόρων εκδοχών ήπιου ή σκληρού λαϊκισμού που επικράτησαν κατά το μεγαλύτερο διάστημα της μεταπολίτευσης. Ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας τόλμησε τη ρήξη με τη φιλοσοφία αυτή επιστρέφοντας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, υπογράφοντας το νέο μνημόνιο και εκπληρώνοντας σειρά προαπαιτούμενων. Αυτό πρέπει να του αναγνωρισθεί. Αλλά, δεν είναι ακόμα βέβαιο αν πρόκειται για έναν αναπροσανατολισμό διαρκείας ή αν θα αντέξει η πολιτική του βάση και ο κομματικός μηχανισμός που τον ακολουθεί μεν αλλά δείχνει ότι έχει άλλες στοχεύσεις.

Περιδιαβάζοντας στην πρόσφατη ιστορία εντοπίζω παρόμοιες περιπτώσεις προγραμματικής αλλαγής στην ευρωπαϊκή δημοκρατική αριστερά: Στην Ιταλία με την οργανωμένη μεταμόρφωση του παλαιού ΚΚΙ σε Δημοκρατικό Κόμμα, στην Αγγλία με τον τρίτο δρόμο του Τόνυ Μπλερ, στη Γερμανία με το «νέο κέντρο» του Γκέρχαρτ Σρέντερ και νωρίτερα στη δεκαετία του 80 με τον Φρανσουά Μιττεράν. Στην Ελλάδα καταγράφηκε το πείραμα του εκσυγχρονισμού (1996-2000), που βέβαια έμεινε ανολοκλήρωτο, αλλά πάντως απείχε από το εθνολαϊκιστικό παρελθόν του ΠΑΣΟΚ.[3]

Ο ΣΥΡΙΖΑ, βέβαια, ακόμα και μετά την αποχώρηση της αριστερής πλατφόρμας διαφέρει εν πολλοίς από τα ευρωπαϊκά κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας, τα οποία σπάνια υπέκυπταν στον λαϊκιστικό πειρασμό. Αυτό το παρελθόν παράγει αβεβαιότητες. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, έχοντας ως κοινωνική βάση τη βιομηχανική εργασία, άντλησαν έγκαιρα μαθήματα από την εμπειρία και τελική  κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων ως χάρτινων πύργων, αναγνώρισαν νωρίς την πολυπλοκότητα των σημερινών κοινωνιών και είχαν από καιρό αποδεχθεί τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας, υπόβαθρο της οποίας είναι η οικονομία της αγοράς (η «κότα που παράγει αυγά»)και το κοινωνικό κράτος (διανομή των αυγών).  Επομένως, είχε προηγηθεί ένα είδος ιδεολογικής ωρίμανσης.

Δεν συνέβη το ίδιο στον ΣΥΡΙΖΑ που μέχρι το βράδυ του δημοψηφίσματος  αυτοπροσδιοριζόταν ως αντιευρωπαϊκό και αντισυστημικό κόμμα, ταύτιζε την αριστερά με την απόρριψη της επιχειρηματικότητας και του ανταγωνισμού, καλλιεργούσε λαϊκιστικό λόγο (βλ. πιο κάτω) και, συναφώς, όπως παρατήρησε ο Γ. Σιακαντάρης, ήταν έκφραση μιας «κινηματικής» αριστεράς που αμφισβητούσε τους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Έβλεπε ως πρότυπα τους Τσάβες και  Κάστρο.  Αυτό το κόμμα και ο ηγέτης δεν ήταν σοσιαλδημοκράτες.[4] Θα γίνουν τώρα και μάλιστα σε συνθήκες κρίσης και χωρίς να προηγηθεί κριτική επεξεργασία του λαϊκιστικού παρελθόντος; Θα έχουμε σύντομα την απάντηση.

… και η υπέρβαση του λαϊκισμού.

Στην Ελλάδα, ο πολιτικός λόγος του λαϊκισμού  (στην «αριστερή» εκδοχή του που μας απασχολεί εδώ, γιατί η δεξιά των ΑΝΕΛ και της Χρυσής Αυγής είναι απλά πρωτόγονη) υπηρετούσε έναν ασαφή φαντασιακό στόχο που αν επιτυγχανόταν θα ικανοποιούσε αθροιστικά και αδιάκριτα όλες τις απαιτήσεις κοινωνικών ομάδων και συντεχνιών. Απέδιδε την κρίση απλοϊκά στην έλλειψη εθνικής ανεξαρτησίας (και στα μνημόνια) και απαιτούσε απαλλαγή από αυτά και από το πλέγμα κανόνων που ρυθμίζουν τις διακρατικές σχέσεις κυρίως στο πλαίσιο της ΕΕ. Ο «ξένος παράγοντας» ήταν ένας ανεπίτρεπτος περιορισμός στην ικανοποίηση των λαϊκών αιτημάτων και προσδοκιών.

Από οικονομική άποψη όλα αυτά μεταφράζονταν σε μια αντίληψη για την οικονομική πολιτική χωρίς εσωτερική συνοχή που καλλιεργεί την ψευδαίσθηση ότι ο καθένας μπορεί να πάρει ό,τι θέλει από το κράτος, το οποίο εμφανίζεται σαν ένα είδος «υπεραγοράς» καλοπροαίρετα προσφερόμενων δώρων. Η αντίληψη αυτή συνδέεται με τη βαθιά πεποίθηση ότι η κυβέρνηση μπορεί να κατευθύνει κατά το δοκούν την οικονομία τόσο σε μακρο- όσο και σε μικροεπίπεδο. Συνδέεται επίσης με την εμπιστοσύνη στις απέραντες αναδιανεμητικές ικανότητες μιας «καλοκάγαθης» κυβέρνησης. Ένα ενδιαφέρον πρότυπο τέτοιου οικονομικού λαϊκισμού εφαρμόσθηκε στην Αργεντινή του Περόν με το γνωστό αποτέλεσμα της μακροχρόνιας παρακμής.

Συναφώς, ο λαϊκισμός παραγνώριζε την πραγματική κατάσταση της οικονομίας και το πώς λειτουργεί η οικονομία γενικά. Κάθε επίκληση στην ρεαλισμό ήταν μάταιη και, στα μάτια του,  ύποπτη ότι εξυπηρετούσε «κάποια» συμφέροντα του εσωτερικού ή του εξωτερικού. Οι εκπρόσωποί του παρανοούσαν συστηματικά προειδοποιήσεις ή έστω αμφιβολίες από ανθρώπους της γνώσης.

Ας προσθέσουμε ότι τα στελέχη της ελληνικής αριστεράς δεν απασχολούσε ιδιαίτερα τι συνέβαινε στην Ευρώπη, πως εξελισσόταν εκεί το σύστημα συνεργασίας -οι θεσμοί και οι πολιτικές του-, τι επιπτώσεις είχαν για τους στόχους και τα μέσα της  εθνικής πολιτικής . Απλά  απέρριπταν την ΕΕ ως νεοφιλελεύθερη, μολονότι επιθυμούσαν να διαχειρισθούν τα προγράμματα βοήθειας τύπου ΕΣΠΑ!  Πίστευαν ότι θα άλλαζαν την ΕΕ ή, σιωπηρά, ότι οι εταίροι θα ανέχονταν τη  λογική του «λαθρεπιβάτη» (free rider) που δεν εφαρμόζει τους κοινούς κανόνες, ενώ απαιτεί βοήθεια.

Όλα αυτά συνυφαίνονταν φυσικά με ισχυρή δόση ανεδαφικότητας ως προς τις διαπραγματευτικές δυνατότητες της χώρας: Το δήλωσε καθαρά ο Γιάννης Δραγασάκης:  «Πιστεύαμε ότι αν απειλούσαμε με έξοδο θα υποχωρούσαν. Και εκπλαγήκαμε όταν οι εταίροι μας προσφέρθηκαν να μας διευκολύνουν για την έξοδο από το Ευρώ». Το αποτέλεσμα ήταν να διαπραγματευθούν στη συνέχεια από πολύ χειρότερη θέση καθώς η οικονομία είχε υποστεί υφεσιακή υποτροπή.  Ακολούθησαν οι επόμενες εκπλήξεις- το νέο μνημόνιο και οι όροι της δανειακής σύμβασης.

Η οικονομική και θεσμική προσαρμογή  επιβάλλεται από τα πράγματα.

Τώρα, η απότομη εγκατάλειψη του λαϊκισμού ανανεώνει προηγούμενες απόπειρες προσαρμογής στον κόσμο που ζούμε (1990, 1996, 2012) και ελπίζω να μη αποδειχθεί προσωρινή τη φορά τούτη. Η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, μετά την αποχώρηση της αριστερής πλατφόρμας  δείχνει αποφασισμένη να εφαρμόσει τη νέα συμφωνία με τους θεσμούς. Οι ηχηρές καταγγελίες ότι εγκατέλειψε αρχές και υποσχέσεις του παρελθόντος είναι εκτός θέματος.  Ως κυβέρνηση δεν είχε άλλη επιλογή και ας είχε απορρίψει νωρίτερα έναν ηπιότερο συμβιβασμό. Όσα συνέβησαν από την ώρα που διέκοψε τις διαπραγματεύσεις τον Ιούνιο, η ΕΚΤ πάγωσε την έκτακτη παροχή ρευστότητας, επιβλήθηκαν κεφαλαιακοί έλεγχοι και η οικονομία επιτάχυνε στον κατήφορο, ήταν μια σαφής προειδοποίηση. Η προειδοποίηση ισχύει ακόμα.

Δεύτερον, η στροφή ήταν αναγκαία όχι μόνο επειδή απέτρεψε μια χαοτική χρεοκοπία και θα επιτρέψει την εισροή νέας βοήθειας αλλά και για αλληλένδετους «περιβαλλοντικούς» (ή εξωτερικούς) και εσωτερικούς λόγους που μακροπρόθεσμα έχουν μεγαλύτερη σημασία αν το κριτήριο είναι η χώρα να σταθεί στα πόδια της χωρίς δεκανίκια. Οι εξωτερικοί περιλαμβάνουν τις διεργασίες στην παγκόσμια και ευρωπαϊκή οικονομία, τις νέες τεχνολογίες και τους υπερεθνικούς ή διακρατικούς θεσμούς διακυβέρνησης που ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ κρατών. Οι αγορές  επεκτείνονται και διαφοροποιούνται, η τεχνολογική εξέλιξη σε πληροφορική και επικοινωνίες κάνουν τον κόσμο διαφανέστερο και αυτό σημαίνει ότι οι οικονομικές πληροφορίες διαχέονται σήμερα ταχύτατα γύρω από τιμές, φόρους, υποδομές, μεταφορές, ποιότητα δημοσίων υπηρεσιών, εφαρμογή του νόμου και επηρεάζουν τις επιχειρηματικές αποφάσεις. Παρά τα προβλήματα ιδίως του χρηματοπιστωτικού τομέα που απαιτούν νέου τύπου ρυθμίσεις και παρά τις εισοδηματικές ανισότητες (που μπορούν να διορθωθούν), οι αγορές και ο ανταγωνισμός είναι σπουδαίοι παράγοντες για την ευημερία μιας χώρας ή και ηπείρου, για διεύρυνση των ευκαιριών ανάπτυξης και απασχόλησης. Ασκούν πίεση για προσαρμογές διαρκείας στο εσωτερικό της (κάθε) χώρας.

Οι εσωτερικοί λόγοι δείχνουν προς την ίδια κατεύθυνση: Πρέπει να αλλάξουν όλα όσα στο δεδομένο διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον,  οδήγησαν τη χώρα για τρίτη φορά στα πρόθυρα χρεοκοπίας (2010, 2012, 2015).[5]  Πρόκειται για ένα πλέγμα ασθενών τυπικών θεσμών, κυρίαρχων ιδεών, αξιών και παραδοσιακών πολιτικών πρακτικών. Πρέπει όμως να διευκρινίσουμε ότι αυτό ήταν κληρονομιά εν μέρει του λαϊκισμού της δεκαετίας του ’80 και εν μέρει της παραδοσιακής πρακτικής πελατειακών και συντεχνιακών διευθετήσεων – και της ιστορίας!  Το αποτέλεσμα συνοπτικά και συγκεκριμένα:  Διαρκής παραγωγή ελλειμμάτων και συσσώρευση χρεών, χαμηλή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, αναποτελεσματική παροχή βασικών κρατικών υπηρεσιών, μια εσωστρεφής επιχειρηματικότητα που επιβίωνε όχι μέσω της καινοτομίας αλλά μέσω της διαπλοκής με το κράτος.

Τα προηγούμενα μπορούσαν να συμβαίνουν χάρη στον θηριώδη εξωτερικό δανεισμό και την σχεδόν απρόσκοπτη εισροή βοήθειας από τα ευρωπαϊκά ταμεία. Όταν στέρευσε ο πακτωλός, η κρίση πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις και αναδείχθηκαν ευκρινώς όλες οι παθογένειες του μοντέλου μας. Η λύση όμως δεν ήταν, όπως σημειώσαμε,  ο αντιπολιτευτικός  λαϊκισμός που είχε στο μεταξύ θεριεύσει, αλλά ευρείας κλίμακας μεταρρυθμίσεις.

Συνοψίζω: Ο ΣΥΡΙΖΑ ως  κυβέρνηση έπρεπε να εγκαταλείψει τις λαϊκιστικές εκτροπές και να υπογράψει το νέο μνημόνιο, πρώτον, για να αποφύγει τα χειρότερα (τη χρεοκοπία και μια απότομη πτώση του βιοτικού επιπέδου) και, δεύτερον,  για να ανοίξει πάλι, μετά τις εκλογές είτε μόνος είτε σε συνασπισμό  με άλλους, τον δρόμο της προσαρμογής των θεσμών και δομών της χώρας στον σύγχρονο κόσμο. Ίσως ο αναπροσανατολισμός του ΣΥΡΙΖΑ αποδειχθεί πως ήταν ο μόνος τρόπος για να αποδεχθεί ο κόσμος τις αλλαγές του μνημονίου.

Θα δούμε αν  εσφαλμένα νόμιζα ότι ο δρόμος αυτός είχε κλείσει στις 25 Ιανουαρίου 2015.

[1] Βλ. Η σύμβαση με τον ΕΜΣ για χρηματοδοτική στήριξη και το «μνημόνιο συνεννόησης για τριετές πρόγραμμα του ΕΜΣ» (2015-2018) επικυρώθηκε με τον νόμο 4336 από 14. 8 . 2015 που ψηφίσθηκε από τη Βουλή με συντριπτική πλειοψηφία αλλά και με σοβαρές απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ. Το μνημόνιο περιλαμβάνει αυστηρή εποπτεία και  χρονοδιαγράμματα για τη δημοσιονομική εξυγίανση και την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων σε ένα ευρύ φάσμα πολιτικών.

[2] Άλλωστε, όπως αισιόδοξα μας υπενθύμισε ο Στάθης Καλύβας  η Ελλάδα έχει επιδείξει ικανότητα να ανακάμπτει θεαματικά μετά από κρίσεις. Βλ. Στάθης Καλύβας Καταστροφές και θρίαμβοι. Οι 7 κύκλοι της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, μετάφραση από την αγγλική  Νίκου Ρούσσου, εκδόσεις Παπαδόπουλος, Αθήνα 2015.

[3] Βλ. ανάμεσα σε πολλά άλλα κριτική του  Κώστα Σημίτη στο Ανάπτυξη και εκσυγχρονισμός της ελληνικής κοινωνίας, Γνώση, Αθήνα 1992, σελ. 38. Βλ. επίσης ανάλυση του Τάκη Παππά στο Λαϊκισμός και κρίση στην Ελλάδα, Ίκαρος, Αθήνα 2015 και  «τεχνοκρατική» προσέγγιση, που αποφεύγει πάντως τη λέξη λαϊκισμός αλλά αναδεικνύει και γενικότερες αποτυχίες των κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης στο Τάσος Γιαννίτσης Η Ελλάδα στην κρίση, Πόλις, Αθήνα 2013.  Για τη δεκαετία του ’80 βλ. Πάνος Καζάκος Ανάμεσα σε κράτος και αγορά, οικονομία και οικονομική πολιτική στη μεταπολεμική Ελλάδα 1944-2000, Πατάκης, Αθήνα 2001.

[4] Βλ. παρέμβαση του Γ. Σιακαντάρη στοhttp://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=731059   22.8.2015

[5] Είχαν προηγηθεί οι κρίσεις που προκάλεσε η  λαϊκιστική πολιτική το 1985 και το 1989.

Το στοίχημα των εκλογών.

Δημοσιεύτηκε στη Huffington Post, 01.09.2015

Το διακύβευμα αυτών των εκλογών (όπως και των προηγούμενων) είναι τυπικά μεν η εφαρμογή του νέου «μνημονίου συνεννόησης» για το τριετές πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής 2015-2018 που εγκρίθηκε από την ελληνική Βουλή με συντριπτική πλειοψηφία, ουσιαστικά όμως, με κριτήριο τη γενική ευημερία η τιθάσευση του νεοελληνικού κρατισμού. Με άλλα λόγια αλλάζει  πολιτικές προτεραιότητες, δομές, θεσμούς και πρακτικές που είχαν καθιερωθεί από καιρό και μας οδήγησαν στην κρίση – και την παρατείνουν. Οι λύσεις που προβλέπει ανταποκρίνονται στην αδήριτη ανάγκη για βαθιές θεσμικές αλλαγές στη χώρα και για επιστροφή στην ανάπτυξη.

Έχει σημασία να υπενθυμίσουμε εν τάχει τι προβλέπει: Ένα βιώσιμο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης ως το 2016, επανεκκίνηση των ιδιωτικοποιήσεων, αποτελεσματικότερη διαχείριση της δημόσιας οικονομίας (με ανεξάρτητες αρχές και σαφείς κανόνες), ευρύ φάσμα μεταρρυθμίσεων στις αγορές εργασίας και στην ενέργεια, αποτελεσματικότερο δικαστικό σύστημα κλπ. Ακόμα και στις «λεπτομέρειες» το μνημόνιο έχει νόημα: Κατάργηση των πρόωρων συντάξεων, αξιολογήσεις στο Δημόσιο, κίνητρα για γενόσημα, αυστηρότερο ορισμό του αγρότη κλπ.

Αν εφαρμοσθεί ( επαναλαμβάνω: Αν…) η χώρα θα επωφεληθεί από τους πόρους του ΕΣΠΑ, τη χρηματοδότηση μεγάλων ιδιωτικών επενδύσεων, τη δραματική μείωση της γενικής αβεβαιότητας, την ανακεφαλαίωση των τραπεζών ώστε να είναι σε θέση να χρηματοδοτούν την οικονομία και την οργανωμένη ελάφρυνση του χρέους (αντί της χαοτικής πτώχευσης). Το πιθανότερο είναι να  απογειωθεί γιατί διαθέτει (ακόμα) το απαραίτητο ανθρώπινο δυναμικό και «ρικαρντιανά»  συγκριτικά πλεονεκτήματα. Αυτά ως προς τα απτά αποτελέσματα.

Όμως το κείμενο που υπογράψαμε προειδοποιεί ότι «για την επιτυχία απαιτείται ο ενστερνισμός του προγράμματος μεταρρυθμίσεων από τις ελληνικές αρχές». Και εδώ αρχίζουν τα ερωτηματικά:   Θα εφαρμοσθεί αυτό το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής; Θα αναλάβει το πολιτικό μας σύστημα τις ευθύνες του; Ο κίνδυνος να μη συμβεί αυτό είναι υπαρκτός. Μη ξεχνάμε ότι έχουμε 5 εκλογικές αναμετρήσεις και ένα δημοψήφισμα στα έξι χρόνια μνημονίων.

Επιπλέον, στο μέτωπο της υπεράσπισης του μνημονίου η κατάσταση δεν είναι εντελώς ξεκάθαρη. Η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα και η άρνησή του να συνεργασθεί με άλλους και η προκήρυξη εκλογών αποτελούν κακό προμήνυμα. Οι εκλογές αναβάλλουν πάλι τις αποφάσεις. Και μετά; Αν και η επόμενη κυβέρνηση δεν τα καταφέρει, η χώρα  θα διολισθαίνει για καιρό σε βαθύτερη ύφεση, αποδιάρθρωση θεσμών και μακροχρόνια οικονομική παρακμή με σημαία τη δραχμή!

Επίσης, η κοινοβουλευτική συμμαχία που ενέκρινε τη συμφωνία με τους θεσμούς και αποδέχθηκε τα πρώτα «προαπαιτούμενα» δεν είναι συμπαγής και εν μέρει δεν έχει ενστερνισθεί το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Αυτό δείχνει κυρίως η αμφισημία των ηγετικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Υπονοούν ότι θα ανατρέψουν στην πράξη όσα έχουν ήδη υπογράψει. Τα λαϊκιστικά ένστικτα δεν ησυχάζουν εύκολα ούτε μετακόμισαν απλά στη ΛΑΕ μετά τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ. Παρά ταύτα, καλοπροαίρετα θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια διαδικασία δημιουργίας ενός νέου σοσιαλδημοκρατικού πόλου, δηλαδή μετακίνησης προς το κέντρο, που όμως δεν ομολογείται δημοσία.  Πολλοί από όσους  έμειναν στο κόμμα έχουν πάρει το μάθημά τους από την επτάμηνη διακυβέρνηση της χώρας.

Θετικό είναι επίσης ότι η Νέα Δημοκρατία σε ένα γενικό επίπεδο διακηρύσσει ότι υποστηρίζει την παραμονή της χώρας στον πυρήνα της ΕΕ, αποδέχεται σε επίπεδο αρχών τις ευρωπαϊκές  συναινέσεις, ψήφισε ως αξιωματική αντιπολίτευση το νέο μνημόνιο (πράγμα που πρέπει να της αναγνωρισθεί) και ανιχνεύει  συνεργασίες με άλλα κόμματα για να εφαρμοσθεί η νέα συμφωνία με τους θεσμούς.  Όλα αυτά είναι θετικά.  Αλλά θα δούμε σε ποιο βαθμό το κόμμα θα μπορέσει να ξεπεράσει τα πελατειακά αναχώματα σε κρίσιμα θέματα, φερ’ ειπείν ανανεώνοντας τους καταλόγους των υποψηφίων βουλευτών και, φυσικά, το πρόγραμμά του ώστε να σταθεροποιηθούν οι γέφυρες προς μικρότερα κόμματα.  Λογικά, αυτό θα πρέπει να κάνει ο κ. Μεϊμαράκης αφού δηλώνει ότι θα κινηθεί εντός του πλαισίου της νέας συμφωνίας με τους θεσμούς.

Όμως, ο υπερασπιστές της ευρωπαϊκής προοπτικής έχουν απέναντί τους ένα λαό οργισμένο και σε σύγχυση. Οργισμένο γιατί είδε το βιοτικό του επίπεδο να πέφτει απότομα και τρόπους ζωής να ανατρέπονται. Σε σύγχυση γιατί δεν μπορεί (και δεν έχει βοηθηθεί) να καταλάβει τι και γιατί συνέβη και, επομένως ποιες  αλλαγές χρειάζονται.  Ας προσθέσουμε, ότι τμήματα της κοινωνίας αισθάνθηκαν ότι ετεροκαθορίζονται. Επομένως, αντιλήφθηκαν τα μνημόνια ως μια ταπεινωτική διαδικασία πράγμα που φυσιολογικά ενεργοποίησε αμυντικά ανακλαστικά. Έτσι βαδίζουμε προς τις εκλογές με τον κίνδυνο, όπως θα έλεγε ο Πορτοκάλογλου, νικητές και νικημένοι, όλοι να χάσουμε μαζί – ψηφίζοντας οργισμένα.

Οι εκλογές και οι μεταρρυθμίσεις

Δημοσίευση στην εφημερίδα Τα Νέα, 31.08.2015

Το διακύβευμα αυτών των εκλογών (όπως και των προηγούμενων) είναι η εφαρμογή του νέου «μνημονίου συνεννόησης» για το τριετές πρόγραμμα 2015-2018 που εγκρίθηκε από την ελληνική Βουλή με συντριπτική πλειοψηφία.
Κατά τη γνώμη μου η χώρα δεν έχει άλλη επιλογή από την εφαρμογή του (έστω με κάποιες βελτιώσεις), ακριβώς γιατί οι εσωτερικές μας πολιτικές επιλογές, δομές, θεσμοί και πρακτικές που είχαν καθιερωθεί από καιρό μας οδήγησαν στην κρίση και την παρατείνουν.
Έχει σημασία να υπενθυμίσουμε εν τάχει τι προβλέπει το μνημόνιο, πέρα από διάφορες φορολογικές επιβαρύνσεις: Ένα βιώσιμο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης ως το 2016, επανεκκίνηση των ιδιωτικοποιήσεων, αποτελεσματικότερη διαχείριση της δημόσιας οικονομίας (με ανεξάρτητες αρχές και σαφείς κανόνες), ευρύ φάσμα μεταρρυθμίσεων στις αγορές εργασίας και στην ενέργεια, αποτελεσματικότερο δικαστικό σύστημα κ.λπ.
Ακόμα και στις περισσότερες «λεπτομέρειες» το μνημόνιο έχει νόημα: κατάργηση των πρόωρων συντάξεων, αξιολογήσεις στο Δημόσιο, κίνητρα για γενόσημα, αυστηρότερο ορισμό του αγρότη κ.λπ. Πρόκειται, ουσιαστικά, για αλλαγή του παραδείγματος πολιτικής με έμφαση στον θεσμικό εκσυγχρονισμό.
Αλλά θα εφαρμοσθεί αυτό το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής; Θα αναλάβει το πολιτικό μας σύστημα τις ευθύνες του; Ο πολιτικός κίνδυνος είναι υπαρκτός. Μη ξεχνάμε ότι έχουμε 5 εκλογικές αναμετρήσεις και ένα δημοψήφισμα στα έξι χρόνια μνημονίων.
Η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα, η άρνησή του να συνεργασθεί με άλλους και η προκήρυξη εκλογών είναι ένα κακό προμήνυμα. Οι εκλογές αναβάλλουν πάλι τις αποφάσεις. Και μετά; Ποιος θα συνεργασθεί με ποιον αν δεν υπάρξει σαφής εντολή των πολιτών;
Αν και η επόμενη κυβέρνηση δεν τα καταφέρει, η χώρα θα διολισθαίνει για καιρό σε βαθύτερη ύφεση, αποδιάρθρωση θεσμών και μακροχρόνια οικονομική παρακμή με σημαία τη δραχμή!
Επιπλέον, στο μέτωπο της υπεράσπισης του μνημονίου η κατάσταση δεν είναι ξεκάθαρη.
Η κοινοβουλευτική συμμαχία που ενέκρινε τη συμφωνία με τους θεσμούς και αποδέχθηκε τα πρώτα «προαπαιτούμενα» δεν είναι συμπαγής και δείχνει ότι δεν έχει ενστερνισθεί το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Αυτό δείχνει π.χ. η αμφισημία των ηγετικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Υπονοούν ότι θα ανατρέψουν στην πράξη όσα έχουν ήδη υπογράψει. Τα λαϊκιστικά ένστικτα δεν ησυχάζουν εύκολα.
Η Νέα Δημοκρατία από την άλλη πλευρά σε ένα γενικό επίπεδο διακηρύσσει μεν ότι υποστηρίζει την παραμονή της χώρας στον πυρήνα της ΕΕ, αποδέχεται σε επίπεδο αρχών τις ευρωπαϊκές συναινέσεις, ψήφισε ως αξιωματική αντιπολίτευση το νέο μνημόνιο (πράγμα που πρέπει να της αναγνωρισθεί), αλλά σε μερικά συγκεκριμένα θέματα το κόμμα υποχωρεί σε παραδοσιακά αναχώματα.
Τέλος, οι υπερασπιστές της ευρωπαϊκής προοπτικής έχουν απέναντί τους ένα λαό οργισμένο και σε σύγχυση. Οργισμένο γιατί είδε το βιοτικό του επίπεδο να πέφτει απότομα και τρόπους ζωής να ανατρέπονται. Σε σύγχυση γιατί δεν μπορεί (και δεν έχει βοηθηθεί) να καταλάβει τι και γιατί συνέβη και, επομένως ποιες αλλαγές χρειάζονται.
Ας προσθέσουμε, ότι τμήματα της κοινωνίας αισθάνθηκαν ότι ετεροκαθορίζονται. Επομένως, αντιλήφθηκαν τα μνημόνια ως μια ταπεινωτική διαδικασία πράγμα που φυσιολογικά ενεργοποίησε αμυντικά ανακλαστικά. Έτσι βαδίζουμε προς τις εκλογές με τον κίνδυνο, όπως θα έλεγε ο Πορτοκάλογλου, νικητές και νικημένοι, όλοι να χάσουμε μαζί…