Συντάκτης: panoskazakos

Από το εγώ στο εμείς; – κοινωνία και κράτος στην κρίση του κορονοϊού.  

Books’  Journal,  Μάρτιος 2020

Η επιδημία του κορονοϊού είναι μια δοκιμασία για όλους – για την κοινωνία πάνω από όλα, την οικονομία και το κράτος. Διολισθαίνουμε στην καλύτερη περίπτωση προς μια νέα στασιμότητα[1] και στη χειρότερη προς μια νέα ύφεση και, επομένως, σε απώλειες εισοδημάτων για τους περισσότερους και θέσεων εργασίας για πολλούς.

Η κυβέρνηση εφαρμόζει σειρά αποφάσεων  που έχουν πολλούς ταυτόχρονα  στόχους – να επιβραδύνουν τη διάδοση του ιού, να συγκρατήσουν τις υφεσιακές επιπτώσεις να επισπεύσουν τεχνολογικές και αλλαγές (που  θα έπρεπε να είχαν γίνει από καιρό) και να διατηρήσουν την κοινωνική συνοχή στηρίζοντας κυρίως ευάλωτες στην ύφεση ομάδες.

Τους σκοπούς αυτούς υπηρετούν διαφορετικές δέσμες μέτρων: Η πρώτη περιλαμβάνει πρωτόγνωρες για τις μεταδικτατορικές γενιές παρεμβάσεις που περιορίζουν θεμελιώδεις ελευθερίες – κατακτήσεις της φιλελεύθερης Δημοκρατίας μας (βλ. πιο κάτω). Η δεύτερη «αντικυκλικά» μέτρα (εγκατάλειψη του πρωτογενούς πλεονάσματος κ.α.) που  επιτρέπει, τρίτον,  τη χρηματοδότηση της στήριξης όσων θίγονται από τους περιορισμούς με  έκτακτα επιδόματα, αναβολές πληρωμής φόρων και ασφαλιστικών εισφορών κ.α. Τέλος επιχειρείται η ανακατανομή δημόσιων και ευρωπαϊκών πόρων για την ενίσχυση δημόσιων υποδομών (ΕΣΥ,  εσπευσμένη εφαρμογή νέων τεχνολογιών σε παιδεία, δημόσια διοίκηση κ.α.). Όλα τα μέτρα μας υπενθύμισαν παλαιά ερωτήματα: Πόσο και κυρίως τι είδους κράτος χρειάζεται, πως πρέπει να διαμορφωθούν οι σχέσεις του με τον ιδιωτικό τομέα, πως προστατεύονται οι ελευθερίες, ποιες προσαρμογές της καθημερινότητας στις νέες συνθήκες επέρχονται;

Ελευθερίες έναντι κοινού σκοπού.

Πολιτικά και πολιτειακά κρίσιμη είναι η  δέσμη που περιορίζει τις ελευθερίες που θεωρούμε σήμερα αυτονόητες. Συνοψίζεται στο σύνθημα «μένουμε σπίτι».   Όλες σχεδόν οι ελευθερίες είναι υπό πίεση. Υπενθυμίζω τους περιορισμούς στις διαπροσωπικές επαφές («κοινωνική απόσταση») με κυρώσεις σε περιπτώσεις παραβιάσεών τους, μετακινήσεις των ανθρώπων, στις συγκεντρώσεις, στη διασκέδαση, στις μεταφορές, στην άσκηση ελευθέριων επαγγελμάτων, στις επιχειρήσεις, στις διασυνδέσεις με το εξωτερικό. Περιορίζουν ακόμα και τη δυνατότητα των πολιτών να διαμαρτυρηθούν.  Ουσιαστικά βιώνουμε στην κυριολεξία το δίλημμα ελευθερίες έναντι προσωρινών περιορισμών που επιβάλλει ο αποσαφηνισμένος κοινός  σκοπός: Να επιβραδυνθεί η διάδοση της ασθένειας και να αποτραπούν ανθρώπινες απώλειες. Τον έλεγχο σκοπιμότητας και νομιμότητας και τη νομιμοποίηση των μέτρων διασφαλίζουν η διάκριση των εξουσιών, η ελευθερία γνώμης, η λειτουργία των ΜΜΕ, οι ενδιάμεσοι φορείς, η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης (για να μη ξεχνάμε τον Μοντεσκιέ).

Οι ελευθερίες μας δεν απειλούνται.

Μερικοί (ιδίως αυτοαποκαλούμενοι αριστεροί, αλλά ευτυχώς όχι οι επίσημοι φορείς της Αριστεράς) υποψιάζονται ιδεοληπτικά ότι η κυβέρνηση σχεδιάζει κρυφίως ή θα εκμεταλλευθεί την «ευκαιρία» να εκτρέψει μονίμως τη χώρα από τη φιλελεύθερη-δημοκρατική πορεία της, την  οποία οι ίδιοι, αντιφάσκοντας, εχθρεύονται. Αλλά, ο κίνδυνος  εκτροπής είναι σήμερα μηδαμινός: Η κυβέρνηση δεν επιχείρησε να αλώσει τον τύπο και τους τηλεοπτικούς σταθμούς αυτή την κρίσιμη περίοδο, ούτε να ακυρώσει το έργο της δικαιοσύνης  ή να την υποτάξει στην εκτελεστική εξουσία, ούτε να αναζητήσει φαντασιακούς εσωτερικούς πολιτικούς εχθρούς, ούτε ανέστειλε τη λειτουργία του Κοινοβουλίου, το οποίο επικυρώνει τακτικά τις έκτακτες ρυθμίσεις των Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου.  Κατά τούτο διαφέρει πράγματι από τις ανελεύθερες πρακτικές που δοκίμασε ο ΣΥΡΙΖΑ ένα διάστημα.[2] Επιπλέον συνεννοείται με την αντιπολίτευση, η οποία συνδράμει, ενημερώνει καθημερινά την κοινή γνώμη  με την παρουσία του καθηγητή  Σ. Τσιόδρα και την επιστημονική επιτροπή του ΕΟΠΥ και προσπαθεί να ορίσει την ημερομηνία λήξης πάντοτε σε συνάρτηση με την εξέλιξη της πανδημίας. Τα μέτρα είναι έκτακτα ακριβώς επειδή οι συνθήκες είναι έκτακτες. Σκεφθείτε πως θα δηλητηριαζόταν το πολιτικό κλίμα αν  είχαμε υπουργό υγείας τον κ. Πολάκη και Δημόσιας τάξης τον κ. Παπαγγελόπουλο!

Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, η κυβέρνηση  δεν σήκωσε μπαϊράκι και δεν ξεκίνησε  «σκληρή διαπραγμάτευση» στα τυφλά για να δικαιολογήσει κάποια απόκλιση από την πολιτική της ΕΕ. Ούτε αγνόησε το Eurogroup για να κλείσει  την Ελλάδα στον εαυτό της. Το ευτύχημα είναι βέβαια ότι και η ΕΕ δείχνει να αντιλαμβάνεται την έκταση του προβλήματος και προχωρεί σε κινήσεις που πριν από μερικούς μήνες θα ήταν αδιανόητες όπως το νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, η αναστολή των δημοσιονομικών περιορισμών του Συμφώνου Σταθερότητας και η αγνόηση των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα που είχαν συμφωνηθεί πριν από την επιδημία.

Ειδικά ως προς τους περιορισμούς, η κυβέρνηση είχε δύο αντιπάλους – την έλλειψη εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα  μετά από τόσες  αποτυχίες και την παράδοξη αντίληψη τμημάτων της κοινωνίας για τις ελευθερίες.

Την έλλειψη εμπιστοσύνης  κατέγραφαν όλες οι έρευνες γνώμης πριν από την έλευση της επιδημίας.  Σύμφωνα με  τις στατιστικές  του ΟΟΣΑ η χώρα μας είναι (ήταν) χώρα χαμηλής εμπιστοσύνης των πολιτών σε πολιτική και επίσημους θεσμούς. Άλλωστε  υπήρξαν και εκρηκτικά συμπτώματα δυσπιστίας στο παρελθόν. Οι δήθεν «αγανακτισμένοι» του 2011  ήθελαν να καεί η Βουλή, το παραλίγο μαζικό κίνημα «δεν πληρώνω» στρεφόταν κατά κάθε έννοιας νομοκρατίας. Είναι προφανές ότι μια κρίσιμη προϋπόθεση για να λειτουργήσει μια κοινωνία είναι ότι τα μέλη της εμπιστεύονται αρκετά τα άλλα, ότι έχουν συνείδηση των ευθυνών τους έναντι των άλλων. Αλλιώς καραδοκούν  κρίσεις. Όλα αυτά παραπέμπουν φυσικά στο ζήτημα της ηθικής βάσης, των αξιών της κοινωνίας.

Επίσης,  συχνά στο παρελθόν οι ελευθερίες παρεξηγήθηκαν, όπως είχε επισημάνει ο Γιώργος Παπανδρέου όταν αντιμετώπισε τις πρώτες δυσκολίες προσαρμογής μετά την κρίση του 2009-10 για να αποτραπεί μια ανοιχτή χρεοκοπία.

« Φτάσαμε πολλές φορές να ονομάζουμε ΄δικαιοσύνη΄ τη σκανδαλώδη εύνοια. Κεκτημένα τα προνόμια των λίγων και των συντεχνιών. Δικαίωμα τη  πρόκληση εις βάρος των υπολοίπων[…] Υγιή επιχείρηση, το κυνήγι του εύκολου πλουτισμού. Την ανταγωνιστική παραγωγή, την μετατρέψαμε σε ανταγωνισμό για μια κρατική ή ευρωπαϊκή επιδότηση. Τη φοροδιαφυγή, σε έκφραση προσωπικής μαγκιάς»[3].

Αυτή η παρεξήγηση διαρκείας μαζί με διάφορες άλλες «αυταπάτες» εξασθένισε ίσως μετά το δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015 και τη μετατροπή του ΟΧΙ σε ΝΑΙ, αλλά δυσκολεύει ακόμα το έργο της σημερινής κυβέρνησης.

Αντικυκλική πολιτική και κοινωνική συνοχή.

Τα περιοριστικά μέτρα είναι αιτία μιας νέας ύφεσης, η οποία  δεν ξέρουμε ακόμα πόσο βαθιά θα εξελιχθεί (η ΤτΕ προβλέπει μηδενική ανάπτυξη το 2020, ενώ άλλοι υπολογίζουν ύφεση της τάξης του 4%). Όπως σημειώσαμε όμως η κυβέρνηση, εκτός των πάσης φύσεως περιορισμών, αποφάσισε μέτρα που υπηρετούν την άμβλυνση της επερχόμενης ύφεσης, και την «αποζημίωση» εκείνων που πραγματικά χάνουν εισοδήματα και εργασία στον ιδιωτικό τομέα.

Είχαμε στο παρελθόν επισημάνει τα ελλείμματά της πολιτικής: Την πατρωνία, μεροληπτικές παρεμβάσεις υπέρ ατόμων ή οργανώσεων συμφερόντων που αποφέρουν πολιτικά οφέλη αλλά  έχουν αρνητικές  μακροχρόνιες επιπτώσεις στο σύνολο, (αυτό ονομάζεται «γνωσιακή ασυνέπεια»), συχνά την περιφρόνηση της επιστημονικής γνώσης, τη χαλαρή εφαρμογή του νόμου, κλπ. Κατά προέκταση απέφευγε ή ανέβαλε αποφάσεις που είχαν πολιτικό κόστος και ας ήταν αναγκαίες.

Η  πρόσφατη κρίση έδειξε ότι η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και, γενικά,  η αντιπολίτευση μπροστά σε μεγάλες απειλές λειτουργούν διαφορετικά και αυτό είναι μια πηγή αισιοδοξίας. H κυβέρνηση, που έχει θεσμικά το γενικό πρόσταγμα,

  • ακούει και επικαλείται την επιστήμη για τα μέτρα προστασίας από τον ιό,
  • προσπαθεί να στηρίξει όσους μισθωτούς και όσες επιχειρήσεις θίγονται από τα αναπόφευκτα μέτρα,
  • οργανώνει τις υποδομές και μετακινεί πόρους του ΕΣΠΑ για να ενισχύσει το ΕΣΥ,
  • προσπαθεί να αξιοποιήσει τις νέες τεχνολογίες, επιταχύνοντας βίαια τον ψηφιακό μετασχηματισμό   του κράτους,
  • ενημερώνει συνεχώς και αξιόπιστα τους πολίτες για την κατάσταση και την εξέλιξη της επιδημίας (μέσω του καθηγητή Τσιόδρα και της επιστημονικής ομάδας του ΕΟΠΥ, της πολιτικής προστασίας και λοιπών αξιωματούχων κλπ.

Θεωρητικό και πρακτικό ενδιαφέρον έχει η αναδιάταξη της δημοσιονομικής διαχείρισης: Η  κυβέρνηση αναθεώρησε τον προϋπολογισμό και ανασχεδιάζει το ΕΣΠΑ ύψους περίπου 10 δις. για την ενίσχυση των επιχειρήσεων. Επίσης, αποφάσισε την παροχή έκτακτου μισθού 800 ευρώ  στη μεγάλη πλειονότητα των εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα – μιθωτών και ελευθέρων επαγγελματιών που θίγονται από τα μέτρα.

Γενικά το κράτος, παρόλα τα κουσούρια του, αντέδρασε σχετικά γρήγορα και χωρίς «μνημόνια» σε αυτή την πρωτόγνωρη πρόκληση. Έκανε αυτό ακριβώς που παρέλειψε την εποχή των «μνημονίων», οικειοποιήθηκε δηλαδή σκοπό και μέσα.  Πιθανόν σε αυτό συντέλεσε η αποφασιστικότητα της ηγεσίας και η, ας πούμε, διαχιριστική επάρκεια πολλών στελεχών, τα οποία, επιπλέον, είναι εξοικειωμένα με τις νέες τεχνολογίες.

Και η κοινωνία;

Όπως  διαπίστωνε η νέα ΠτΔ κ. Σακελλαροπούλου, τα περιοριστικά μέτρα έρχονται σε αντίθεση με την ιδιοσυγκρασία μας.  Σε αυτό θα συμφωνούσαν και οι περισσότεροι ιστορικοί μας: Ο Θάνος Βερέμης  ανέδειξε την κληρονομιά του κοτζαμπασιδισμού και των κλεφταρματωλών,[4] ο Κώστας Κωστής μίλησε για το «κακομαθημένο παιδί της ιστορίας»[5] η Μαρία Ευθυμίου εξέθεσε σχεδόν λυρικά τις αντιφατικές πτυχές του χαρακτήρα του[6]      και ο Γιώργος Παγουλάτος ανέλυσε την ελληνική ιδιαιτερότητα (exceptionalism) που έχει πολιτισμικές ρίζες και αποτυπώθηκε  στη διαρκή απόκλιση της ελληνικής οικονομικής πολιτικής από τον ευρωπαϊκό κανόνα.[7]

 

Όμως σήμερα, μπροστά στην κοινή απειλή φαίνεται ότι η κοινωνία μας βγάζει προς τα έξω τον καλό της εαυτό. Με άλλα λόγια οι αγκυλώσεις , τις οποίες διεκτραγωδούν όλες σχεδόν οι επιστημονικές αναλύσεις και η λογοτεχνία μας, εμφανίζονται μεν και σήμερα περιστασιακά, αλλά δεν καθορίζουν τη συνολική εικόνα.

Σε γενικές γραμμές φαίνεται ότι η κοινωνία τιθασεύει τον άναρχο «αντισυστημισμό» της – με εξαιρέσεις πάντοτε: Επιχειρήσεις και πολίτες συμμορφώνονται με τις υποδείξεις της πολιτικής προστασίας, μολονότι οι απώλειες εισοδημάτων  ιδίως στον ιδιωτικό τομέα δεν είναι αμελητέες. Τα συνδικάτα δεν προβάλλουν ανεδαφικές απαιτήσεις.  Οι ιδιωτικές χορηγίες για τα νοσοκομεία (και την άμυνα) είναι εντυπωσιακές. Η προσαρμογή των μικρομεσαίων επίσης. Γενικά αναπτύσσονται ποικίλες μορφές αλληλεγγύης π.χ. σε επίπεδο γειτονιάς ή ευρύτερης οικογένειας. Ο εθελοντισμός δίνει το δικό του παρόν.  Με τον τρόπο αυτό τα άτομα ξεπερνούν τις συνέπειες της κοινωνικής απομόνωσης που συνιστούν οι γιατροί («μείνετε σπίτι»). Το κοινωνικό κλίμα  δεν χαρακτηρίζει μόνον ο φόβος, αλλά και μια διάθεση αλληλεγγύης. Τέτοια κινητοποίηση για ένα κοινό σκοπό μπορεί πράγματι μόνο το κράτος να πετύχει, όταν βεβαίως λειτουργεί αποτελεσματικά και εκπέμπει αξιοπιστία, δηλαδή υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Και πάντως, sine qua non για  την  υπέρβαση των δυσκολιών παραμένει η συνείδηση της κοινής μοίρας , η επίκληση των ριζών, η  αίσθηση της κοινής απειλής για την εθνική κοινότητα. Αυτά είναι τα πολιτισμικά μας αλεξίσφαιρα.

Βέβαια, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις διαταραγμένων ατόμων, περιθωριακών μικροομάδων, δυστυχώς ακόμα και μερικών ΜΚΟ,  καθώς και παραβατικές συμπεριφορές «ξύπνιων» επιχειρηματιών που συμπεριφέρονται ως λαθρεπιβάτες  στις κρίσιμες αυτές στιγμές. Σημειώστε τη λέξη λαθρεπιβάτες γιατί θα την χρειασθούμε και στο μέλλον! Είναι συνώνυμη του τζαμπατζή. Υποδηλώνει το άτομο που δεν τηρεί ένα γενικό κανόνα νομίζοντας ότι έτσι αντλεί κάποιο όφελος σε βάρος του συνόλου. Εμβληματικός σχετικά είναι ο «στρατηγικός κακοπληρωτής». Η απαξίωση των ευφάνταστων συμπεριφορών λαθρεπιβάτη, που μας ταλαιπώρησαν ιδιαίτερα στο παρελθόν και εξηγούν εν μέρει την κρίση, θα πρέπει να γίνει κεντρικό  στοιχείο μιας νέας ηθικής!

Όσα βιώνουμε  διαψεύδουν, έστω σε έκτακτες συνθήκες,  την υπόθεση ότι οι πολίτες γενικά δεν εμπιστεύονται το κράτος, την πολιτική, τους κεντρικούς θεσμούς. Σήμερα, η κοινωνία γενικά δείχνει ότι εμπιστεύεται την πολιτική και την επιστήμη. Ίσως σε αυτό συμβάλλουν, μεταξύ άλλων,  η αποφασιστικότητα και η διαχειριστική επάρκεια της κυβέρνησης αλλά και το γεγονός ότι επιστράτευσε την επιστήμη, η οποία με τη σειρά της  δεν εκπέμπει διαφορετικά μηνύματα.  Μέχρι τώρα. Η κυβέρνηση θα πρέπει πάντως στο μέλλον να αποφύγει οτιδήποτε θα κατέστρεφε την εμπιστοσύνη που  γεννιέται σε αυτή την κρίση, π.χ. αφήνοντας να παρεισδύσουν πελατειακές πρακτικές με τις χαρακτηριστικές τους  επιλεκτικές εύνοιες.

Αναμφίβολα, τα μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού έχουν επώδυνες συνέπειες για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Όμως, νομίζω ότι σημαντικότερες μπορεί να  αποδειχθούν οι συνέπειες για την κουλτούρα μας – τις αξίες, ιδέες, εθισμούς και συμπεριφορές. Είναι αναρίθμητες οι εκκλήσεις στους πολίτες να συμπεριφερθούν υπεύθυνα και  αλληλέγγυα, να αναλογισθούν το μερίδιο της ατομικής ευθύνης έναντι του κοινωνικού συνόλου, να συμμορφώνονται στις οδηγίες της Πολιτείας, να συνεργάζονται με τις αρχές όταν πρέπει να διεκπεραιώνουν υποθέσεις τους. Συναφώς τονίζεται η   κοινωνική ευθύνη των επιχειρήσεων.

Ποιος ξέρει; Μετά από μια μακρά περίοδο έξαρσης του ατομικισμού  ίσως ανανεώσουμε σε μόνιμη βάση τη σημασία της αλληλεγγύης, της καλώς εννοούμενης λιτότητας, της ηθικής του καθήκοντος. Αυτό θα ήταν μια βαθιά πολιτισμική αλλαγή. Αν  επέλθει,  τότε ναι, όπως θα έλεγε ο Νίκος Πορτοκάλογλου, «θα περάσει κι΄ αυτό!».

 

[1] Τράπεζα της Ελλάδος  Έκθεση του Διοικητή για το 2019. Αθήνα 2020

[2] Βλ. Πάνος Καζάκος  Ελεγχόμενες πτωχεύσεις, οικονομική κρίση και μνημόνια 2009-2019, εκδόσεις Καθημερινής, Αθήνα 2019

[3] Ομιλία του Γιώργου Παπανδρέου στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ, 2.3. 2010

[4] Θάνος Βερέμης Δόξα και αδιέξοδα, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2016

[5] Κώστας Κωστής Τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας, εκδόσεις  Πατάκη, Αθήνα 2018

[6] Μαρία Ευθυμίου Μόλις λίγα χιλιόμετρα . Ιστορίες για την ιστορία , εκδόσεις Πατάκη  Αθήνα 2019..

[7] Γιώργος Παγουλάτος  Το νησί που φεύγει, εκδόσεις Παπαδόπουλος, Αθήνα 2016.

Advertisement

Συν Αθηνά και χείρα κίνει – μετά την επιδημία.

Εφημερίδα τα νέα, 18.05.2020

Η επιδημία του κορονοϊού βρήκε τη χώρα με  παραγωγική  βάση  ευάλωτη  σε  εξωτερικές διαταραχές. Κατά συνέπεια η ύφεση θα είναι μεγαλύτερη σε σύγκριση με άλλες χώρες.  Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μόλις πρόβλεψε ότι το ΑΕΠ θα υποχωρήσει το 2020 σε 9,6% ενώ μόλις μερικούς μήνες νωρίτερα περίμενε ασθενική μεγέθυνση. Εκεί που η αγορά εργασίας βελτιωνόταν αργά αλλά σταθερά το 2019, με την απότομη καραντίνα της οικονομίας χάθηκαν χιλιάδες θέσεις εργασίας . Η ανεργία το 2020 θα ανέλθει πάλι στο απαράδεκτο 20% και οι επενδύσεις θα καταρρεύσουν.

Πρόκειται αναμφίβολα για μια ψυχρολουσία της ελληνικής κοινωνίας που μόλις φαινόταν να συνέρχεται από την βαθιά κρίση της περασμένης δεκαετίας. Αλλά, τη φορά τούτη η δραματική χειροτέρευση της οικονομικής κατάστασης που θύμισε το 2010-11 δεν προκάλεσε κοινωνική αναταραχή και ακραία πόλωση, ούτε έξαρση του λαϊκισμού. Η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών θεώρησε ότι οι κυβερνητικοί χειρισμοί ήταν σωστοί και, παρά τις γνωστές εξαιρέσεις,  κατανόησε το πρόβλημα. Στην αποδοχή συνέβαλε και ο επαγγελματισμός με τον οποίο ο κυβερνητικός πυρήνας χειρίσθηκε τα προβλήματα.

Καθώς έχει αρχίσει η χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων, η δημόσια συζήτηση εστιάζει στην επόμενη μέρα. Αρωγός στην προσπάθεια είναι  η ΕΕ, με την αποδοχή τίτλων ως ενέχυρων από την ΕΚΤ, το πρόγραμμα SURE για τη στήριξη θέσεων εργασίας, ενίσχυση της δανειοδοτικής ικανότητας της ΕΤΕπ  κ.α. Φυσικά, η συζήτηση συνεχίζεται για την ίδρυση ενός επαρκούς Ταμείου Ανάκαμψης που όμως δεν θα καταλήγει σε αύξηση του χρέους των κρατών μελών.

Πράγματι η στήριξη χωρών όπως η Ελλάδα με τρόπο που δεν θα δημιουργεί νέα χρέη φαίνεται ότι πλησιάζει. Μπορεί φερ΄ ειπείν να είναι διαχειρίσιμο ένα χρέος που ανέρχεται σε περίπου 200% του ΑΕΠ της χώρας;  Ο δανεισμός  δεν αρκεί γιατί χειροτερεύει τις αυριανές συνθήκες.

Όμως, η εξωτερική βοήθεια δεν αρκεί και, άλλωστε, ουδέποτε άρκεσε.  Συν Αθηνά και χείρα κίνει λοιπόν. Στην Ελλάδα  πρέπει να επιταχυνθούν  μεταρρυθμίσεις που εκκρεμούν από καιρό και να λυθούν «δομικά» προβλήματα της οικονομίας. Ήδη στους μήνες της κρίσης δρομολογήθηκαν αλλαγές που προλειαίνουν το έδαφος για αυτές όπως η ενίσχυση του ΕΣΥ, οι ψηφιακές αλλαγές στο Δημόσιο και στην παιδεία, η απεμπλοκή εμβληματικών ιδιωτικοποιήσεων, ο νέος περιβαλλοντικός νόμος κ.α.

Ωστόσο η επόμενη μέρα εμπεριέχει κινδύνους ως προς τις μεταρρυθμίσεις. Η πολιτικο-οικονομική ανάλυση τους εντοπίζει στους συνήθεις υπόπτους- μυωπική συμπεριφορά πολιτικών εθισμένων σε πελατειακές διευθετήσεις, συντεχνιακό διεκδικητισμό,  ιδεολογικές ακαμψίες, ευφάνταστους μπαταχτσήδες του επιχειρηματικού κόσμου. Οι δυνάμεις του status quo είναι πράγματι ισχυρές και παρούσες.

Αναμφίβολα, κάθε νέο βήμα που πρέπει να γίνει θέτει ζητήματα ήθους, παιδείας και αντιλήψεων για τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των πολιτών.  Έτσι εξηγούνται και οι ηθικές εκκλήσεις κυβερνητικών αξιωματούχων και του πρωθυπουργού προς τους πολίτες να δείξουν υψηλό αίσθημα ευθύνης και έμπρακτη αλληλεγγύη, να αναλογισθούν τις επιπτώσεις της συμπεριφοράς τους σε τρίτους, να μη συμπεριφέρονται ως λαθρεπιβάτες (free rider) να μη παραβιάζουν  τους κανόνες που υποδεικνύει η επιστήμη. Την ίδια ρητορική υιοθέτησε ο Γιώργος Παπανδρέου, όταν   το 2011 διεκτραγωδούσε τη διαστροφή των εννοιών και ηθικών επιταγών: «Φθάσαμε πολλές φορές να ονομάζουμε ‘δικαιοσύνη’ τη σκανδαλώδη εύνοια. Κεκτημένα τα προνόμια λίγων  και των συντεχνιών […] Υγιή επιχείρηση, το κυνήγι του εύκολου πλουτισμού…» (ομιλία 2 Μαρτίου 2010). Ήταν φωνή βοώντος εν τη κομματική ερήμω.

Ελπίζω ότι αυτή τη φορά τα πράγματα θα είναι αλλιώς. Και μέχρι στιγμής είναι.

Μεταβαλλόμενη ταυτότητα και κρίση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.

Books’ Journal, 2019

Για το βιβλίο του  Γιώργου Σιακαντάρη Το Πρωτείο της Δημοκρατίας- η σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2019.

Το βιβλίο του Γιώργου Σιακαντάρη Το Πρωτείο της Δημοκρατίας- η σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία δημοσιεύεται σε μια δύσκολη εποχή για την (ευρωπαϊκή) σοσιαλδημοκρατία (και, γενικά για την πολιτική). Δεν είναι μια ακόμα ιστορία της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά μάλλον ένας προσωπικός αναστοχασμός σε ζητήματα θεωρίας και πολιτικής  που την απασχόλησαν. Ο σ.  πιστεύει ότι οι ιδέες μετρούν. Διαπιστώνει, επίσης, ότι η σοσιαλδημοκρατία βρίσκεται σε κρίση και προβλέπει, έμμεσα, σκοτεινό το μέλλον της αν δεν ανανεωθεί.

Η σοσιαλδημοκρατία δεν εδραιώθηκε στην Ευρώπη ως ένα κλειστό και άκαμπτο σύστημα. Εξαρχής σημαδεύθηκε από εσωτερικές εντάσεις  που κρατούν ως τις μέρες μας. Ο εσωτερικός κριτικός λόγος είναι εντυπωσιακός. Ορισμένοι εμβληματικοί εκπρόσωποί της τόνιζαν περισσότερο τις δημοκρατικές διαδικασίες, ενώ άλλοι, στην αρχή ιδίως και περίπου ως τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β΄ΠΠ, το σοσιαλιστικό στόχο σε διάφορες εκδοχές του. Διαφορές υπήρχαν και για τις σχέσεις με τη μαρξιστική θεωρία και για την αξιολόγηση του συγκεντρωτικού μοντέλου που επικράτησε στην ΕΣΣΔ. Οι σχετικές αντιπαραθέσεις δεν εκτυλίσσονταν μόνο σε ένα στενό κύκλο διανοουμένων, αλλά διαπερνούσαν τους κομματικούς μηχανισμούς και έδειχναν δρόμους στην πολιτική.

Αναμφίβολα, η σοσιαλδημοκρατία ήταν μια από τις μεγάλες και ελκυστικότερες  ιδέες της νεότερης ιστορίας.

Είναι αδύνατο να αποδώσουμε εδώ την tour d’ horizon του Γιώργου Σιακαντάρη στον κόσμο της – τις διαφορετικές πολιτικούς δρόμους της στις χώρες που άνθισε (Γερμανία, Γαλλία, Σουηδία, Ενωμένο Βασίλειο, Ιταλία), τις εμβληματικές προσωπικότητες του πνεύματος και της πολιτικής που καθόρισαν τον χαρακτήρα της, τις φιλοσοφικές πηγές της, τα σημερινά της προβλήματα και τις αναζητήσεις λύσεων.  Αυτά όλα τα εκθέτει ο Γ.Σ. στο βιβλίο του με τον χαρακτηριστικό υπότιτλο «η σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία» που απευθύνεται στους μυημένους. Περιορίζομαι στη συνέχεια να εξετάσω επιλεγμένες απόψεις για τον ρόλο του διαφωτισμού ως φιλοσοφικής πηγής της, τη μεγάλη αναθεωρητική συζήτηση που τη διαχώρισε από το κομμουνιστικό κίνημα και την ριζοσπαστική αριστερά, τις μεταγενέστερες αναζητήσεις στίγματος σε ένα μεταβαλλόμενο κόσμο και τις αιτίες της σοσιαλδημοκρατικής κρίσης (που όμως είναι και κρίση της πολιτικής εν γένει).

Βέβαια αυτά και πολλά άλλα είναι ξένα στην ελληνική συζήτηση που κινήθηκε σε ένα ιδιαίτερο πολιτικό κλίμα. Εδώ επικράτησε στην «αριστερά»  μετά τον πόλεμο η κομμουνιστική και σταλινική εκδοχή της. Οι έλληνες διανοούμενοι της αριστεράς είχαν μαγευτεί από το κομμουνιστικό μοντέλο. Υπήρξαν βέβαια και μεγάλες εξαιρέσεις  και μία από αυτές ήταν ο Νίκος Πουλαντζάς. Πάντως, σοσιαλδημοκρατικές ή σοσιαλιστικές κινήσεις είχαν μάλλον τον χαρακτήρα περιθωριακών λεσχών ή ήταν ψευδεπίγραφες (όπως το θνησιγενές σοσιαλιστικό κόμμα του Γεωργίου Παπανδρέου!) και, οπωσδήποτε, δεν είχαν σοβαρές προσβάσεις σε συνδικάτα και εργατική τάξη.

Αργότερα, στη μεταπολίτευση, ο πολιτικός ανταγωνισμός στους χώρους αυτούς ήταν μεταξύ ενός ΠΑΣΟΚ (του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος) που κατήγγειλε τους συμβιβασμούς της σοσιαλδημοκρατίας (και του ευρωκομμουνισμού) με πρωταγωνιστή τον Ανδρέα Παπανδρέου[1] και ενός δογματικού ΚΚΕ που έδωσε και κέρδισε μεν τη μάχη για τη «σφραγίδα» εναντίον των «αναθεωρητών» του ΚΚΕ Εσωτερικού, αλλά καθηλώθηκε σε χαμηλά εκλογικά ποσοστά. Το ΠΑΣΟΚ μετέτρεψε τη σοσιαλδημοκρατία σε ανάθεμα. Το ίδιο ήταν ένα λαϊκιστικό κόμμα με έντονα τριτοκοσμικά χαρακτηριτικά και όχι σοσιαλιστικό ή σοσιαλδημοκρατικό κόμμα δυτικοευρωπαϊκού τύπου.

Πρόσφατα βέβαια η ιδέα της σοσιαλδημοκρατίας φάνηκε να ανακάμπτει στην Ελλάδα. Οι σχετικές αναφορές είναι είτε ρητές, όπως στο βιβλίο του Γ.Σ. και μερικών ακόμα διανοουμένων,[2]  είτε έμμεσες και ντροπαλές με τη βοήθεια όρων όπως «προοδευτική συμμαχία» ή «δημοκρατική συμπαράταξη» και με την επιδίωξη αντίστοιχων φορέων να είναι μέλη της ευρύτερης οικογένειας της σοσιαλδημοκρατίας στην ΕΕ. Προς τα εκεί συγκλίνει ρητορικά και ο ΣΥΡΙΖΑ (ή τμήματά του) από την ώρα που εγκατέλειψε τον αριστερό ριζοσπαστισμό του. Βρίσκεται όμως σε σύγχυση και παραμένει εκτός της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατικής οικογένειας για πολλούς λόγους: Απέκτησε ιδίως την περίοδο της ελληνικής κρίσης έντονα λαϊκιστικά χαρακτηριστικά, διολίσθησε σε πρακτικές ανελευθερίας (με τις γνωστές απόπειρες ελέγχου των ΜΜΕ, της Δικαιοσύνης της ΤτΕ κλπ) σε συνδυασμό με την χωρίς αιδώ προσφυγή σε παλαιοκομματικές πρακτικές, υιοθέτησε ξεπερασμένες αντιλήψεις για τον ρόλο του κράτους παρόλο που υπέγραψε τρία προγράμματα προσαρμογής («μνημόνια»), ενώ δεν κρύβει τριτοκοσμικές συμπάθειες και διασυνδέσεις (π.χ. με την ηγεσία της Βενεζουέλας). Η ηγετική ομάδας και η αυλή της δεν είναι αξιόπιστος εταίρος της σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη, ούτε μάλιστα της ριζοσπαστικής αριστεράς!

Όταν λοιπόν στη συνέχεια  μιλάμε για τη σοσιαλδημοκρατία μιλάμε περί ευρωπαϊκών πραγμάτων, όχι ελληνικών. Και εκεί θα μείνουμε στη συνέχεια.

  1. Ο διαφωτισμός ως φιλοσοφική πηγή.

Ο Γ.Σ. αφιερώνει ένα κεφάλαιο στις φιλοσοφικές πηγές της σοσιαλδημοκρατίας. Ξεχωρίζω εδώ την κατά τη γνώμη μου σπουδαιότερη – τον διαφωτισμό.[3] Αφετηρία είναι η διαπίστωσή του ότι είναι αδύνατο να κατανοηθεί η σοσιαλδημοκρατία  αν δεν αποσαφηνισθούν οι σχέσεις της με τον διαφωτισμό.

Ο σ. είναι σαφής: Όχι όλη η αριστερά, αλλά η σοσιαλδημοκρατία αποτελεί απότοκο του διαφωτισμού. Και υπενθυμίζει ότι ο διαφωτισμός ανέδειξε τη λογική (και την εμπειρία) ως αποτελεσματικά όπλα κατά της άγνοιας και των προκαταλήψεων, αμφισβήτησε το ρόλο της αυθεντίας.  Ο σ. απορρίπτει την υπόθεση άλλων ότι ο διαφωτισμός  οδήγησε απευθείας στον ολοκληρωτισμό! Ορθώς υποστηρίζει ότι ο διαφωτισμός ενέπνευσε και θεμελίωσε θεωρητικά προσπάθειες για την ελευθεροτυπία, την παιδεία για όλους, την ανεκτικότητα απέναντι στις μειονότητες, την ελάφρυνση των ποινών κλπ. Οι φιλόσοφοι του διαφωτισμού έδωσαν αγώνα κατά του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας.

Η σοσιαλδημοκρατία, γράφει ο Γ.Σ. είναι ένα ζωντανό πολιτικό παράδειγμα του διαφωτισμού.[4] Αλλά, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι το μόνο. Ο φιλελευθερισμός και  ο ρεπουμπλικανισμός  επίσης αντλούν  από τον διαφωτισμό. Το ίδιο ισχύει και για τον εθνικισμό του 19ου αιώνα που συνυφάνθηκε με τον φιλελευθερισμό. Ούτε η συντήρηση έμεινε τελικά αν και ετεροχρονισμένα ανεπηρέαστη από τον διαφωτισμό (και τα ιστορικά παθήματα), όπως μπορεί κανείς εύκολα να δείξει με παράδειγμα τη γερμανική Χριστιανοδημοκρατία. Όλα αυτά τα ρεύματα αλληλοτροφοδοτήθηκαν, διατηρώντας πάντως μια σχετική αυτοτέλεια. Η κοινή πηγή και οι αλληλεπιδράσεις εξηγούν τη σημερινή ευρεία συναίνεση των δυνάμεων αυτών για το πρωτείο της φιλελεύθερης Δημοκρατίας (όχι απλά της Δημοκρατίας) και την κοινή απόρριψη του αριστερού ριζοσπαστισμού και του ακροδεξιού λαϊκισμού.

  1. Ρεβιζιονισμός έναντι μπολσεβικισμού και αριστερού ριζοσπαστισμού.

Όμως, την ιστορία της σοσιαλδημοκρατίας χαρακτηρίζουν ίσως εντονότερα από άλλα ρεύματα σκέψης και πολιτικής  βασανιστικές θεωρητικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις που είχαν ως αφετηρία κοσμογονικές αλλαγές σε οικονομία και πολιτική.

Στις αρχές του 20ου αιώνα τυπικές ήταν οι διαφορετικές αντιλήψεις που μπορούν να συνοψισθούν στον όρο «διένεξη για τον αναθεωρητισμό» (Revisionismusstreit). Ένα θέμα της ήταν η αποσαφήνιση της ιδέας της σοσιαλδημοκρατίας (της κατεύθυνσης που έπρεπε να ακολουθήσει ) και, κατά προέκταση, η οριοθέτησή της έναντι άλλων ρευμάτων σκέψης και πολιτικής που αναδύθηκαν στον χώρο της ευρύτερης αριστεράς  και κυρίως έναντι του μπολσεβικισμού, που αντλούσε από το 1917 από τις αντιλήψεις του Λένιν και τις (αρχικές) θέσεις του Τρότσκι, αλλά και έναντι του ριζοσπαστισμού που εκπροσωπούσε η Ρίζα Λούξεμπουργκ.

Ο μπολσεβικισμός εδραιώθηκε τελικά και επικράτησε με πραξικόπημα στην ημιφεουδαρχική τσαρική Ρωσία, όπου ο βιομηχανικός τομέας ήταν μικρός και η συντριπτική πλειοψηφία αμόρφωτες αγροτικές μάζες.

Αντίθετα, η σοσιαλδημοκρατία εξελίχθηκε στο περιβάλλον του εξελισσόμενου καπιταλισμού και των συνθηκών δημοκρατίας που βαθμιαία επιβάλλονταν ιδίως προς το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Ο αναθεωρητισμός (ρεβιζιονισμός), όπως αποκλήθηκε η αμφισβήτηση βασικών στοιχείων του μαρξισμού, επικράτησε. Ο αναθεωρητισμός (ρεβιζιονισμός) επεξεργαζόταν θεωρητικά και  πρότεινε λύσεις σε πρακτικά προβλήματα σε αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες που υπήρχαν εργατικά συνδικάτα, ελεύθερες εκλογές για το κοινοβούλιο, νόμιμα κόμματα, δυνατότητα ανάπτυξης συνεταιρισμών. Στην αρχή δεν εγκατέλειψε τη σοσιαλιστική προοπτική. Οι αναθεωρητές πίστευαν ότι μέσα από αυτούς τους θεσμούς όχι μόνο θα εκπαιδευόταν η εργατική τάξη και θα βελτιώνονταν οι συνθήκες εργασίας και ζωής αλλά και θα άνοιγε ο δρόμος για το βαθμιαίο πέρασμα στον σοσιαλισμό. Υποστήριζαν τη μόρφωση των εργαζομένων ώστε να κατανοήσουν τον ιστορικό τους ρόλο και τη συνδικαλιστική δράση ως ενεργό αλληλεγγύη. Επομένως, η  σοσιαλδημοκρατία ήταν μια απάντηση στο ερώτημα πως θα γίνει η μετάβαση στον σοσιαλισμό  σε αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες με κοινοβουλευτικούς θεσμούς! Και, πράγματι προς τα τέλη του 19ου αιώνα αναπτύχθηκαν μαζικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και συνδέθηκαν με ισχυρά εργατικά συνδικάτα σε Αγγλία,  Γερμανία, Γαλλία (λιγότερο) κ.α. [5] Τελικά ο αναθεωρητισμός καθόρισε τον χαρακτήρα της σοσιαλδημοκρατίας. Προβεβλημένος εκπρόσωπός του στη Γερμανία ήταν ο Eduard Bernstein, στη Γαλλία ο Jean Jaures και στην Ιταλία ο Carlo Rosselli με τις ιδέες για ένα φιλελεύθερο σοσιαλισμό.[6]

Η διένεξη εκείνη οδήγησε τελικά σε μια διαφορετική θεώρηση του μαρξισμού, που παρέμεινε πάντως για μεγάλο χρονικό διάστημα βασικό στοιχείο του ιδεολογικού εξοπλισμού της σοσιαλδημοκρατίας. Συνοψίσθηκε στην πυκνή διατύπωση του Bernstein: «για μένα αυτό που ονομάζει κανείς τελικό σκοπό του σοσιαλισμού είναι τίποτα. Η κίνηση είναι το παν».

Στο πλαίσιο της διένεξης μεταξύ  (κομμουνιστών) και σοσιαλδημοκρατών γίνεται κατανοητή η άποψη του Γ.Σ. ότι το πρωτείο της Δημοκρατίας είναι αυτό που χαρακτηρίζει τη σοσιαλδημοκρατία η οποία σε αυτό κατέληξε μέσα από διαδοχικές θεωρητικές και προγραμματικές επεξεργασίες. «Η δημοκρατία είναι η εγκάρσια γραμμή που διασχίζει όλες τις αξίες και αρχές της σοσιαλδημοκρατίας».[7]

Πρέπει όμως να τονίσω, ότι η έμφαση στο «πρωτείο της δημοκρατίας»  διαχωρίζει μεν τη σοσιαλδημοκρατία από πάσης φύσης ολοκληρωτισμούς, αλλά ταυτόχρονα ανοίγει δρόμους για συνεννοήσεις και συνεργασίες με φιλελεύθερους ακόμα και συντηρητικούς χώρους.  Κάνοντας ένα άλμα στην εποχή μας, σημειώνω ότι ήταν ο αστικός κόσμος κυρίως που αμέσως μετά τον πόλεμο έδωσε την ιδεολογική και πολιτική μάχη κατά των κομμουνιστικών κομμάτων που εμπνέονταν από τον σταλινισμό. Και σήμερα, η σοσιαλδημοκρατία, μαζί με την Χριστιανοδημοκρατία, τους φιλελεύθερους και άλλες μικρότερες πολιτικές ομάδες, συγκροτούν ένα συστημικό μπλοκ που, παρά τα κουσούρια του, αντιστέκεται στην άνοδο του ακροδεξιού λαϊκισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στα κράτη-μέλη της.  Συγκλίσεις υπήρξαν και γύρω από ένα πυρήνα αξιών. Σε αυτές (και στην ανάπτυξη που ακολούθησε) οφείλεται η σταθερότητα της μεταπολεμικής Ευρώπης και οι ενοποιητικές διαδικασίες της.  Ας σημειωθεί ότι ο όρος «κοινωνική οικονομία της αγοράς», που πρωτοπαρουσίασε η Χριστιανοδημοκρατία, πέρασε και στη Συνθήκη της Λισαβόνας με τη συμφωνία των φιλελευθέρων και των σοσιαλδημοκρατών.[8]

Όμως, τα προηγούμενα δεν αναιρούν τις ιδιαίτερες ταυτότητες των ιδεολογικών ρευμάτων που  προκύπτουν σε ένα γενικό επίπεδο από τη διαφορετική στάθμιση των αξιών που παντρεύουν, φερ΄ ειπείν της οικονομικής αποτελεσματικότητας και της δικαιοσύνης, της ελευθερίας και της ισότητας των ευκαιριών, των ανοιχτών αγορών και της ρύθμισής τους όπως φαίνεται καθαρά  σε ζητήματα προστασίας του περιβάλλοντος. Οι συμβιβασμοί αναζητούνται τότε λιγότερο σε επίπεδο αρχών και περισσότερο στη συγκεκριμένη πολιτική πράξη, όπου σταθμίζονται οφέλη και κόστη – όταν η διαδικασία κινείται ορθολογικά.

Μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο η σοσιαλιστική στόχευση, αντικαταστάθηκε βαθμιαία από τα σοσιαλδημοκρατικά μοντέλα κοινωνικού κράτους (Σουηδία, Ενωμένο Βασίλειο) που ανταγωνίζονταν, σύμφωνα με  την κατηγοριοποίηση του  Esping-Andersen τα «συντηρητικά» μοντέλα κοινωνικού κράτους («κοινωνικής οικονομίας της αγοράς») και τα φιλελεύθερα του αγγλοσαξωνικού χώρου. Τις διαφορές αναλύει ο Γ.Σ. [9]

  1. Ο τρίτος δρόμος.

Ο Γ.Σ.  αναγνωρίζει ότι σήμερα η σοσιαλδημοκρατία «οφείλει να καταθέσει νέες προτάσεις πολιτικής» λαβαίνοντας υπόψη τις τεκτονικές αλλαγές που έχουν στο μεταξύ συμβεί – την επιτάχυνση της παγκοσμιοποίησης, τη συνυφασμένη με αυτή δύναμη του χρηματοπιστωτικού συστήματος, την αλλαγή στα συστήματα παραγωγής μέσω των νέων τεχνολογιών και του ανταγωνισμού κλπ. Κατά τη γνώμη μου, αυτό ακριβώς επιχείρησε ο λεγόμενος «τρίτος δρόμος» και επιχειρούν σήμερα σοσιαλδημοκρατικοί φορείς προτάσσοντας έννοιες όπως προοδευτική πολιτική και «καλή κοινωνία».[10] Επιχειρούν δηλαδή να προσαρμόσουν την σοσιαλδημοκρατική θεωρία και πολιτική στις νέες συνθήκες.

Ειδικά ο τρίτος δρόμος ήταν μια από τις πιθανές απαντήσεις στο ίδιο πρόβλημα, το οποίο  ειρήσθω εν παρόδω αντιμετωπίζουν και οι συντηρητικοί και οι φιλελεύθεροι. Σε γενικές γραμμές ο τρίτος δρόμος  αποκρυσταλλώθηκε στις θεωρητικές  επεξεργασίες του Antony Giddens [11]και μετουσιώθηκε σε συγκεκριμένη πολιτική στο Ενωμένο Βασίλειο από τους εργατικούς του Tony Blair και στη Γερμανία από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα υπό τον Gerhard Schröder με την ετικέτα «νέο κέντρο».  Υπενθυμίζω ότι αφετηρία του τρίτου δρόμου  ήταν η παραδοχή ότι η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία είχε ξεπερασθεί από τις παγκόσμιες εξελίξεις- τις ανοιχτές αγορές, την τεχνολογία, τα μέσα επικοινωνίας, τις πολυεθνικές εταιρείες. Το πρόβλημα όμως είναι ότι η πολιτική του τρίτου δρόμου συνολικά ευνόησε ή έστω δεν απέτρεψε εξοργιστικές στρεβλώσεις του σύγχρονου καπιταλισμού, που εξελίχθηκε σε ένα «καπιταλισμό των μυημένων» στα χρηματοπιστωτικά.

Ο Γ.Σ. δεν παραβλέπει  φυσικά τον τρίτο δρόμο, αλλά  τελικά δεν του αποδίδει τη σημασία που νομίζω ότι είχε τόσο στο θεωρητικό όσο και στο πρακτικό επίπεδο. Οι  αναφορές του σε αυτόν δεν αρκούν για να αναδείξουν την πολυπλοκότητα των ζητημάτων που ανέδειξε και εξακολουθούν να απασχολούν τη σοσιαλδημοκρατία (και τις σημερινές κοινωνίες).

  1. Η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας.

Ο Γ.Σ. μοιράζεται την ίδια θέση με πολλούς άλλους αναλυτές ότι η σοσιαλδημοκρατία είναι σε κρίση. Πράγματι, η εκλογική της δύναμη μειώθηκε ακόμα και στη Γερμανία. Σε άλλες χώρες, μπορεί να συγκράτησε τις δυνάμεις της, αλλά δεν μπορεί να σχηματίσει αυτοδύναμα κυβέρνηση.

Πως εξηγείται αυτή η κρίση;

Οι απαντήσεις που δίνονται διαφέρουν. Πολλοί αποδίδουν την κρίση της σοσιαλδημοκρατίας στις αυξανόμενες ανισότητες – εισοδηματικές και προοπτικών ανέλιξης.  Οι ανισότητες υπονόμευσαν κατά την άποψη αυτή την  εμπιστοσύνη στη σοσιαλδημοκρατία που (συν)κυβερνούσε ότι ήταν σε θέση να ικανοποιήσει προσδοκίες που πάντοτε τη συνόδευαν για μια δικαιότερη κοινωνία.

Άλλοι υποστηρίζουν ότι η σοσιαλδημοκρατία υποτίμησε τις ανισότητες φύλου, φυλής, εθνότητας, μειονοτήτων,  και σεξουαλικότητας, δηλαδή στην ουσία τα ιδιαίτερα προβλήματα ορισμένων κοινωνικών ομάδων. Την άποψη αυτή φαίνεται να συμμερίζεται και ο σ. όταν  υποστηρίζει ότι η σοσιαλδημοκρατία αδυνατεί να ερμηνεύσει τα νέα κοινωνικά φαινόμενα  όπως είναι η ανασύνθεση των ταξικών και επαγγελματικών ταυτοτήτων, είναι ανίκανη να προωθήσει πολιτικές προάσπισης του γενικού καλού, όπως αυτό προβάλλεται στις νέες συνθήκες, τις οποίες δεν κατανοεί,   δείχνει αδιάφορη απέναντι στις προκλήσεις της κοινωνίας της γνώσης, αναδιπλώνεται σε ξεπερασμένες συνταγές! [12]

Η ανάλυση αυτή κατά τη γνώμη μου  δεν αποδίδει την πρέπουσα σημασία στα συγκεκριμένα διλήμματα της σοσιαλδημοκρατίας:  Πως να συνταιριάξει τις  προσδοκίες της βιομηχανικής εργασίας (κυρίως) που ήταν και η κοινωνική βάση της, με νέα, ας πούμε ταυτοτικά κινήματα; Στρεφόμενη προς τα τελευταία κινδυνεύει να αποξενωθεί ακόμα περισσότερο από τη βιομηχανική της βάση.  Στρεφόμενη προς τη βιομηχανική εργασία  που συρρικνώνεται περιορίζει την εκλογική της βάση.

Σπεύδω να προσθέσω ότι παρόμοια διλήμματα απασχολούν και τους των σύγχρονους συντηρητικούς: Αυτοί κινδυνεύουν επίσης να χάσουν τη στήριξη, ας πούμε, του αστικού κορμού τους – των νοικοκυραίων – αναθεωρώντας παραδοσιακές αντιλήψεις για την οικογένεια, το έθνος, το φύλλο, τις εθνοτικές μειονότητες  ή στρεφόμενοι απότομα στα δυναμικά και καινοτόμα τμήματα της κοινωνίας δίνοντας ταυτόχρονα την εντύπωση ότι εγκαταλείπουν  τα άλλα που διατηρούν τις παραδόσεις τους ή και επιζητούν την κρατική προστασία μπροστά στις δραματικές αλλαγές που τα απειλούν. Οι φιλελεύθεροι, βέβαια, δεν έχουν τέτοια προβλήματα και για αυτό έχουν πιο περιορισμένη επιρροή.

Κλείνοντας επαναλαμβάνω ότι το βιβλίο του Γ.Σ είναι μια φρέσκη κριτική αναδρομή σε φιλοσοφικές πηγές, ιδέες και  πολιτική πράξη της σοσιαλδημοκρατίας. Μας υπενθυμίζει μια ιστορία με πλούσια ερεθίσματα και μας αναγκάζει να σκεφτόμαστε με άλλους όρους τις τρέχουσες θεωρητικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις στην Ευρώπη, να βλέπουμε δηλαδή τη μεγάλη εικόνα και να μη χανόμαστε στον τακτικισμό της καθημερινής πολιτικής. Τέλος το βιβλίο δείχνει με τον τρόπο του πόσο ρηχή είναι η σχετική συζήτηση στην Ελλάδα για το περιεχόμενο της «προοδευτικότητας».

—————– // —————

[1] Βλ. Ανδρέας Παπανδρέου Μετάβαση στον σοσιαλισμό. Προβλήματα και στρατηγική για το ελληνικό κίνημα, εκδόσεις Αιχμή, Αθήνα 1977.

[2] Από τις πρόσφατες παρεμβάσεις για το θέμα ξεχωρίζω το βιβλίο του Ξενοφώντα Κοντιάδη  Η σοσιαλδημοκρατία σήμερα, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2017. Βλ. επίσης την παλαιότερη δημοσίευση  Ανδρέας Πανταζόπουλος Ο μαρασμός της σοσιαλδημοκρατίας, εκδόσεις το Πέρασμα, Αθήνα 2009. Ουσιαστικά την ίδια προβληματική αναπτύσσει ο Γιάννης  Μπαλαμπανίδης  Ευρωκομμουνισμός, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2016. Ειδικά το ιταλικό ΚΚ βρέθηκε σε μια επίπονη διαδικασία μετασχηματισμού του σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Σε ανύποπτο για τα ελληνικά πράγματα χρόνο συζήτησαν το ειδικό ζήτημα της σχέσης φιλελευθερισμού και σοσιαλδημοκρατίας ο Δημήτρης Σκάλκος και ο Τάκης Μίχας στο Φιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία, εκδόσεις Ελάτη, Αθήνα 2005.

[3] Βλ. Γιώργου Σιακαντάρη Το πρωτείο της σοσιαλδημοκρατίας, η σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία, εκδόσεις Αλεξένδρεια, Αθήνα 2019, σελ. 37 και μετά.

[4] Όπως πριν, σελ. 44.

[5] Βλ. Όπως πριν, σελ. 77- 163.

[6] Όπως πριν, 110 και μετά.

[7] Όπως πριν, σελ. 15.

[8] Βλ. Πάνος Καζάκος  Έτοιμη για το μέλλον; Η Ευρώπη μετά την αναθεώρηση των Συνθηκών, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2008, σελ. 47-48. Οι σοσιαλδημοκράτες προτιμούσαν πάντως νωρίτερα τον όρο «σοσιαλδημοκρατική συναίνεση» την οποία δεν θεωρούσαν συνώνυμο της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς».

[9] Γιώργου Σιακαντάρη Το πρωτείο της σοσιαλδημοκρατίας, όπως αλλού,  κεφάλαιο 6, σελ. 243-265.

[10] Βλ. ενδεικτικά Making progressive policies work. A handbook of ideas. Policy Network, London 2014.

[11] Βλ. μεταξύ πολλών άλλων Antony Giddens Ο τρίτος δρόμος , μετάφραση Ανδρέα Τάκη και Κατερίνας Γεωργοπούλου, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 1998.

[12] Γιώργου Σιακαντάρη Το πρωτείο της σοσιαλδημοκρατίας, όπως αλλού, σελ. 19-22.

Γιατί η  ΝΔ άντεξε στην κρίση; 

Δημοσιεύθηκε στη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 07.07.2019

Πάνος Καζάκος και Πάνος Κολιαστάσης (*)

Από το 2012 (δεύτερες εκλογές του Ιουνίου) γνωρίζουμε ότι η ΝΔ άντεξε και στο μεταξύ ανέκαμψε εκλογικά. Οι επόμενες εκλογές επιβεβαίωσαν τη ΝΔ ως ανθεκτικό πόλο του πολιτικού μας συστήματος. Σήμερα ιδίως μετά τις Ευρωεκλογές για το  διεκδικεί με αρκετές πιθανότητες επιτυχίας την αυτοδυναμία στη Βουλή.

Το ερώτημα που θέτουμε δεν είναι τι ακριβώς αναμένουμε να κάνει ως κυβέρνηση, αλλά γιατί η ΝΔ άντεξε διαχρονικά παρά την πίεση του λαϊκισμού και το γεγονός ότι ήταν συνυπεύθυνη για την ελεγχόμενη χρεοκοπία του 2009-10 και την κρίση στην οποία περιήλθε η χώρα.

Πολλές απαντήσεις παραπέμπουν στην απογοήτευση από τη συγκεκριμένη αριστερά  που μας κυβέρνησε, την απαξίωση του πολιτικού της λόγου, τα  salti in banco  του ΣΥΡΙΖΑ με αποκορύφωμα φυσικά το τρίτο μνημόνιο του 2015 αφού είχε ζητήσει από τον λαό να απορρίψει το προηγούμενο που ήταν συνολικά ηπιότερο και την  αναπόφευκτη πολιτική φθορά μετά από 4 χρόνια διακυβέρνησης ουσιαστικά χωρίς αναπτυξιακή πυξίδα. Αλλά, όλες αυτές δεν εξηγούν γιατί ήταν τελικά η ΝΔ που ωφελήθηκε και όχι το ΠΑΣΟΚ (τώρα ΚΙΝΑΛ) , που μαζί κράτησαν τη χώρα στην ΕΕ (και Ευρωζώνη) το 2012-2014, μείωσαν δραματικά τα δημοσιονομικά ελλείμματα  και επανάφεραν  την οικονομία μας σε τροχιά ανάπτυξης.

Σίγουρα κάθε γενίκευση είναι συζητήσιμη. Όμως νομίζουμε ότι ρόλο στην ανάκαμψη της ΝΔ έπαιξαν η προγραμματική της ανανέωσή με το κατά βάση φιλελεύθερο άνοιγμα που ανταποκρίθηκε στις ανάγκες κοινωνικών ομάδων εκτός της παραδοσιακής δεξιάς και η αλλαγή ηγεσίας με την άνοδο του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Η προγραμματική ανανέωση ανταποκρίθηκε στην επιθυμία πολλών (ιδίως των μεσαίων στρωμάτων) για προβλέψιμη  και σταθερή οικονομική πολιτική.  Ταυτόχρονα έφερε ένα καθαρότερο μήνυμα με έμφαση στη μείωση των φόρων, την εσωτερική ασφάλεια, τη μείωση της γραφειοκρατίας, την άνοδο μέσω καλής παιδείας και τις επενδύσεις. Τέλος, δεν περιφρόνησε τους ιστορικούς μύθους του έθνους (χωρίς τους οποίους κανένα έθνος δεν έχει συνοχή). Ίσως εδώ έχουμε την καλύτερη εξήγηση για την ανάκαμψη της κεντροδεξιάς στην Ελλάδα.

Βέβαια, δεν έχουν όλοι τις ίδιες προσδοκίες. Η ΝΔ κατάφερε να συγκεράσει τις ανησυχίες εκείνων που είναι εκτεθειμένοι σε δραματικές οικονομικές αλλαγές, ή είναι λιγότερο προετοιμασμένοι για αυτές, υπέφεραν ήδη στην κρίση μαζί με τις οικογένειες και τα παιδιά τους  και επιζητούν την προστασία του κράτους μέσω των ιστορικών πελατειακών δικτύων, με τις προσδοκίες νέων κοινωνικών ομάδων που θέλουν να δοκιμάσουν την τύχη τους χωρίς αδικαιολόγητα εμπόδια, με στοιχειώδη ασφάλεια και ανταπόδοση των φόρων με καλές κρατικές υπηρεσίες.

Ίσως η προγραμματική της ΝΔ  ευνοεί περισσότερο νέα δυναμικά στρώματα της κοινωνίας που έχουν επαφή με τις νέες τεχνολογίες και αξιοποιούν τη γνώση. Αλλά δεν τρόμαξε τα άλλα. Είναι άθλος το ότι κατάφερε να αποφύγει μέχρι σήμερα  τις παγίδες των αντιφατικών προσδοκιών. Αυτές πάντως παραμονεύουν και θα φανούν στην πράξη όταν γενικές κατευθύνσεις και μηνύματα θα πρέπει να μεταφρασθούν σε συγκεκριμένη πολιτική.

Από άλλη σκοπιά, η πολιτική στρατηγική της ΝΔ ήταν πραγματιστική. Επέμεινε σε συγκεκριμένες ρεαλιστικές λύσεις. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το ύφος και το ήθος της πολιτικής άλλαξε. Και αυτό θα την ωφελήσει μετά τις εκλογές γιατί δεν θα χρειάζεται  να ισορροπεί κάθε φορά πάνω από το ιλιγγιώδες χάσμα που ανοίγεται μεταξύ μεγάλων ψευδαισθήσεων και πραγματικών δυνατοτήτων με την κοινωνία να την παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα.

Τέλος, η ΝΔ ωφελήθηκε από ένα  ας πούμε ιστορικό μπόνους: Αναγνωρίσθηκε  ως ο κύριος εκφραστής της επιθυμίας του μέσου Έλληνα να μην αποκοπεί από την Ευρώπη.   Οι έρευνες γνώμης δείχνουν ότι οι πολίτες  προτιμούν ακόμα το ευρώ από τη δραχμή. Το ευρωπαϊκό “bonus” της ΝΔ αδικεί βέβαια το ΠΑΣΟΚ που όντως συνέβαλε τα χρόνια της κρίσης στη διάσωση της θέσης της χώρας στο ευρωπαϊκό σύστημα. Ίσως γιατί η συνεισφορά αυτή επισκιάσθηκε από την αρχική ευρωσκεπτικιστική ιδεολογική κληρονομιά του.

(*) Ο Πάνος Καζάκος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο Πάνος Κολιαστάσης είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης του Queen Mary University of London και μεταδιδακτορικός ερευνητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Αυξήσεις χωρίς μέλλον;

Δημοσιεύθηκε στα ΝΕΑ, 1.2.2019

Η κυβέρνηση αποφάσισε να επισπεύσει την εφαρμογή των διαδικασιών για  την αύξηση του κατώτατου μισθού την οποία η ίδια είχε καθυστερήσει. Τυπικά όμως διατήρησε τη διαδικασία για τον προσδιορισμό του όπως ίσχυε με τον νόμο 4172/2013. Ο νόμος εκείνος είχε ορίσει ότι οποιασδήποτε υπουργικής απόφασης θα έπρεπε προηγηθεί διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, κατάθεση γνώμης από ανεξάρτητους φορείς και να ληφθούν υπόψη η κατάσταση της οικονομίας, οι προοπτικές ανάπτυξης, η πορεία της παραγωγικότητας, η ανεργία κ.α.

Οι αποφάσεις  που ανακοινώθηκαν επίσημα στις 19 Φεβρουαρίου 2019 μετέτρεψαν τη διαδικασία διαβούλευσης σε τελετουργία χωρίς νόημα γιατί οι «κοινωνικοί  εταίροι» (ΓΣΕΕ, ΣΕΒ) δεν συμφώνησαν. Οι αποφάσεις συνοψίζονται ως εξής (βλ. λεπτομέρειες στην εφημερίδα τα Νέα 29.1.2019 κ.α.): Αύξηση του κατώτατου μισθού στον οποίο προστίθενται  τα επιδόματα τριετιών. Οι αυξήσεις αυτές παρασύρουν περαιτέρω επιδόματα (γάμου κλπ) που υπολογίζονται με βάση τον κατώτατο μισθό, ενώ επιβαρύνουν τους αυτοαπασχολούμενους και ελεύθερους επαγγελματίες μέσω των ασφαλιστικών εισφορών τους.  Για τις επιχειρήσεις οι δαπάνες εξαιτίας του νέου κατώτατου μισθού θα είναι μεγαλύτερες γιατί ανεβαίνει και το ύψος των εργοδοτικών εισφορών. Επίσης με την ίδια απόφαση καταργείται ο υποκατώτατος μισθός για νέους του νόμου 4093/2012, που θα δουν ως εκ τούτου  μεγαλύτερες αυξήσεις.

Τα άμεσα οφέλη για πολλούς εργαζόμενους που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό είναι προφανή. Θα δουν άμεσα σημαντική αύξηση των εισοδημάτων τους. Γεγονός είναι ότι η στήριξη των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων είναι αναγκαία.  Αλλά αυτό δεν πρέπει να μας εμποδίζει να εξετάσουμε  τις μεσο- ή μακροχρόνιες επιπτώσεις. Υπάρχει κίνδυνος τα οφέλη να εξανεμισθούν; Μπορούσε ο ίδιος στόχος να επιτευχθεί με άλλα μέσα ή να ενταχθεί σε μια φιλόδοξη στρατηγική ανάπτυξης;

Κατά τη γνώμη μου η κυβέρνηση, πρώτον, δεν εκτιμά σωστά πως λειτουργεί η πραγματική οικονομία. Η τελευταία μπορεί να λάβει αποφάσεις που εξουδετερώνουν το συνολικό όφελος για τους εργαζόμενους.  Για να ανταπεξέλθουν στις νέες επιβαρύνσεις οι μικρές ιδίως επιχειρήσεις,  που βρίσκονται ήδη σε οριακή κατάσταση και επιβιώνουν δύσκολα λόγω της γενικότερης κατάστασης και των φορολογικών βαρών, θα αναζητήσουν τρόπους διαφυγής, π.χ. αποφεύγοντας νέες προσλήψεις, περιορίζοντας την απασχόληση, επεκτείνοντας τη μερική και εκ περιτροπής απασχόληση ή καταφεύγοντας στην αδήλωτη («μαύρη») εργασία.  Ο κίνδυνος είναι λοιπόν να αυξηθεί η ανεργία και να χειροτερεύσουν οι συνθήκες εργασίας.

Δεύτερον, δεν εξετάσθηκαν σοβαρά εναλλακτικές δυνατότητες για τη βελτίωση των εισοδημάτων των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα π.χ. η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και των φορολογικών συντελεστών που θα αύξαινε το καθαρό εισόδημα χωρίς να προκαλεί προβλήματα επιβίωσης σε πολλές επιχειρήσεις.  Τέλος, επαναλαμβάνεται η προτίμηση φαινομενικά κοινωνικών μέτρων έναντι της οικονομικής λογικής, όπως είχε συμβεί αρκετές φορές στο παρελθόν. Π.χ. αποσυνδέει αυξήσεις μισθών από την παραγωγικότητα. Αυτό υπονομεύει ακόμη περισσότερο την ήδη χαμηλή εμπιστοσύνη στην ελληνική πολιτική και, επομένως, εξασθενίζει τις προοπτικές ανάπτυξης.

Η  απόφαση της κυβέρνησης (μαζί με άλλες) ήταν μάλλον προϊόν εκλογικών-πολιτικών εκτιμήσεων παρά σαφούς και τεκμηριωμένη ανάλυσης των πιθανών επιπτώσεών της στην απασχόληση των νέων, στο επίπεδο της ανεργίας και στις αντοχές της οικονομίας. Περιορίζει την ευελιξία των επιχειρήσεων. Εκ των πραγμάτων δίνει συνέχεια σε μια πολιτική που χειροτερεύει τις συνθήκες λειτουργίας του ιδιωτικού τομέα και στερεώνει ένα συγκεντρωτικό μοντέλο ρύθμισης όπου το κράτος έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο και απειλεί ουσιαστικά την ήδη ασθενική ανάκαμψη της οικονομίας.

Η κρίση στη διεθνή οικονομία – Η αποσύνδεση του δολλαρίου από τον χρυσό και η μετεξέλιξη του συστήματος του Bretton Woods

Δημοσιεύθηκε στη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ , 21.01.2019

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι νικήτριες δυνάμεις απέφυγαν τα καταστροφικά λάθη της Συνθήκης των Βερσαλλιών, που αποδιάρθρωσε την ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οικοδόμησαν ένα σύστημα πολυμερούς οικονομικής συνεργασίας μεταξύ κρατών, που είχε τον διπλό στόχο να ανταπεξέλθει στην πρόκληση του σοσιαλισμού και να αποτρέψει εμπορικούς πολέμους και ανταγωνιστικές υποτιμήσεις που είχαν σημαδέψει την παγκόσμια οικονομία κατά τη δεκαετία του 1930.

Η αρχή έγινε με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα, που ήταν οι δύο βασικοί θεσμοί τους οποίους διαπραγματεύθηκαν οι νικητές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έπειτα από παρατεταμένες διαπραγματεύσεις (1943-1945) και συμφώνησαν τελικά στο Bretton Woods. Η συμφωνία εκείνη στηριζόταν αρχικά στην οικονομική δύναμη των ΗΠΑ και στο νόμισμά τους. Στους δύο θεσμούς προστέθηκε σύντομα και η Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (GATT, 1948, την οποία διαδέχθηκε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου το 1994) που υπηρετούσε τη χαλάρωση των δασμών και την απαγόρευση εμπορικών διακρίσεων.

Σε συνδυασμό με περαιτέρω πρωτοβουλίες κυρίως των ΗΠΑ (σχέδιο Μάρσαλ, δημιουργία του Οργανισμού Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας, που ήταν πρόδρομος του ΟΟΣΑ), την παραίτηση από αποζημιώσεις για τις καταστροφές του πολέμου κ.ά., η Ευρώπη και η Ιαπωνία εντάχθηκαν στο νέο σύστημα και εισήλθαν σε μια περίοδο αυξανόμενης ευημερίας, που με τη σειρά της άμβλυνε τους εσωτερικούς κοινωνικούς κλυδωνισμούς.

Η μεταπολεμική οικονομική φιλοσοφία

Οι νομισματικοί κανόνες ήταν μια χαρακτηριστική πτυχή του συστήματος και της οικονομικής φιλοσοφίας. Κύριος στόχος τους ήταν να αποτρέψουν επιθετικές υποτιμήσεις που είχαν αποδιοργανώσει την παγκόσμια οικονομία στον Μεσοπόλεμο και ευνοούσαν έναν άναρχο παρεμβατισμό του τύπου «κάνε επαίτη τον γείτονα». Για να αποφευχθεί η επανάληψη τέτοιων φαινομένων, τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν σε μια σταθερή ισοτιμία του δολαρίου με τον χρυσό και, στη συνέχεια, των λοιπών εθνικών νομισμάτων ως προς το δολάριο. Οι ΗΠΑ, που εμφάνιζαν τότε μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα, από τη μία πλευρά τα «ανακύκλωναν» με επενδύσεις και βοήθεια στο εξωτερικό (τη διαδικασία ανακύκλωσης περιγράφει με πυκνές πινελιές ο Γιάνης Βαρουφάκης στο «Παγκόσμιος Μινώταυρος», 2012) και, από την άλλη, δεσμεύθηκαν να ικανοποιούν κάθε αίτημα μετατροπής δολαρίων σε χρυσό. Αυτή ήταν η «αρχή της μετατρεψιμότητας».

Τι σήμαιναν όλα αυτά πρακτικά; Με απλά λόγια, ότι οι χώρες δεσμεύθηκαν να μην υποτιμούν τα νομίσματά τους και να συγκρατούν τις ισοτιμίες εντός των προκαθορισμένων περιθωρίων διακύμανσης. Αν όμως μια χώρα εμφάνιζε «θεμελιώδη ανισορροπία» στις εξωτερικές συναλλαγές της, τότε μπορούσε να υποτιμήσει το νόμισμά της ύστερα από έγκριση του ΔΝΤ.

Συμπληρωματικά, τα συμβαλλόμενα μέρη προίκισαν το ΔΝΤ με πόρους μέσω δικών τους συνεισφορών (quotas) ώστε να έχει τη δυνατότητα να παρέχει δάνεια στις χώρες που αντιμετώπιζαν δυσκολίες, τα οποία όμως έπρεπε να αποπληρωθούν. Δεν ήταν βοήθεια με την κλασική σημασία του όρου. Τα δάνεια συνόδευαν όροι που έθετε το Ταμείο για την οικονομική πολιτική τους (αρχή της αιρεσιμότητας, conditionality). Οι αντιλήψεις γι’ αυτούς ήταν κατά βάση «ορθόδοξες» με την εξής έννοια: Επιδίωκαν να εξαλείψουν ή να μειώσουν τα εξωτερικά ελλείμματα μέσω περικοπών στην κατανάλωση και αύξησης των ξένων, κυρίως αμερικανικών τότε επενδύσεων! Γενικά, το βάρος της προσαρμογής έφεραν οι χώρες με ελλειμματικά ισοζύγια, πράγμα που προκαλούσε τεράστια προβλήματα στο εσωτερικό τους.

Απόπειρες μετασχηματισμού

Σημάδια μιας επερχόμενης νομισματικής κρίσης εμφανίστηκαν ήδη προς τα τέλη της δεκαετίας του ’60, γιατί απλά τα δεδομένα άλλαζαν. Τον Αύγουστο του 1971, η αμερικανική κυβέρνηση διέκοψε την ελεύθερη μετατροπή του δολαρίου σε χρυσό και επέβαλε δασμούς στις εισαγωγές της. Ταυτόχρονα, ζήτησε από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να εξαλείψουν ορισμένα εμπορικά εμπόδια που δυσκόλευαν τις εξαγωγές των ΗΠΑ, να συμμετάσχουν στις αμυντικές δαπάνες της Δύσης και να ανατιμήσουν τα νομίσματά τους. Το ίδιο έτος έγινε απόπειρα διάσωσης των σταθερών ισοτιμιών με τη λεγόμενη Smithsonian Agreement για μια γενική αναθεώρηση των ισοτιμιών (που περιέλαβε και υποτίμηση του δολαρίου) και διεύρυνση των περιθωρίων διακύμανσης των εθνικών νομισμάτων. Ομως και αυτή η συμφωνία κατέρρευσε μέσα σε ένα χρόνο. Στις 12 Δεκεμβρίου 1972, η κυβέρνηση των ΗΠΑ υποτίμησε εκ νέου το δολάριο ενώ η μία χώρα μετά την άλλη υιοθετούσε ένα σύστημα ελεγχόμενης διακύμανσης των ισοτιμιών (managed floating). Αυτό ήταν το τέλος των σταθερών ισοτιμιών, που κακώς ονομάστηκε τέλος του Bretton Woods.

Για να απαντήσουμε στο ερώτημα γιατί άλλαξε το σύστημα των ισοτιμιών, πρέπει να λάβουμε κατ’ αρχάς υπόψη τις αποκλίνουσες οικονομικές εξελίξεις των μεγάλων χωρών στο εσωτερικό των μεγάλων δυνάμεων: Οι ΗΠΑ έχαναν έδαφος στο παγκόσμιο εμπόριο, το Ηνωμένο Βασίλειο βρισκόταν σε πορεία αποβιομηχάνισης και οικονομικής εξασθένησης, ενώ αντίθετα η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Ιαπωνία αναπτύσσονταν γρήγορα και συσσώρευαν πλεονάσματα. Ολες δίσταζαν και καθυστερούσαν να αποφασίσουν τις προσαρμογές που τους αναλογούσαν.

Σε όλα αυτά πρέπει να προσθέσουμε τον ρόλο της κινητικότητας του κεφαλαίου και των πολυεθνικών εταιρειών στην εξασθένηση του συστήματος των σταθερών ισοτιμιών: Καθώς χαλάρωναν οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, τεράστια ποσά μπορούσαν να μετακινηθούν από ένα νόμισμα σε άλλο. Μόνη η υποψία ότι μια χώρα μπορεί να υποτιμήσει το νόμισμά της προκαλούσε έξοδο κεφαλαίων από αυτή για κερδοσκοπικούς λόγους. Από την άλλη πλευρά, οποιαδήποτε υποψία ή πρόταση για ανατίμηση του νομίσματος μιας χώρας λειτουργούσε ως καταλύτης για μαζικές εισροές κεφαλαίων σε αυτήν. Το υπέδαφος όλων αυτών ήταν, βέβαια, η αυξανόμενη απόκλιση των οικονομικών συνθηκών στις σπουδαιότερες χώρες του συστήματος.

Η εγκατάλειψη των σταθερών ισοτιμιών αφορούσε πρωτίστως μια πτυχή του συστήματος Bretton Woods, τις σταθερές ισοτιμίες. Οι υπόλοιπες πτυχές, συμπεριλαμβανομένων του ΔΝΤ, της GATT και της Παγκόσμιας Τράπεζας, θα επιβιώσουν, μολονότι θα υποστούν διάφορες προσαρμογές. Ενδεικτικά μόνο σημειώνω ότι στο πλαίσιο της GATT οργανώθηκε σειρά διαπραγματευτικών γύρων («γύρος Κένεντι», «γύρος Τόκιο» 1973-79 κ.ά.) για τη μείωση των δασμών και άλλων εμπορικών εμποδίων, ενώ το ΔΝΤ αναπροσανατόλισε τις δραστηριότητές του προς τις αναπτυσσόμενες χώρες και οι δυτικές, που είχαν θεσμικά το πάνω χέρι στις αποφάσεις του, ενέκριναν διαδοχικές αυξήσεις των πόρων του (quotas) ήδη στη δεκαετία του ’70.

Αμφισβήτηση των «ορθόδοξων» κανόνων

Τη δεκαετία του ’70 σημειώθηκαν αναταράξεις στην παγκόσμια οικονομία, που δοκίμασαν και το νέο σύστημα. Οι μεγάλες δυτικές οικονομίες περιήλθαν σε μια κατάσταση στασιμοπληθωρισμού, ενώ οι πετρελαϊκές κρίσεις και η ανάδυση των λεγόμενων νεο-εκβιομηχανιζομένων χωρών ανέτρεψαν προϋπάρχουσες ισορροπίες. Πολλές αναπτυσσόμενες χώρες περιήλθαν σε κρίση. Το αποτέλεσμα ήταν ότι επείθοντο ολοένα και λιγότερο ότι τα προβλήματά τους μπορούσαν να λυθούν με «ορθόδοξα» μέτρα και απαίτησαν αλλαγή της παγκόσμιας οικονομικής τάξης.

Ειδικά, ο ρόλος του ΔΝΤ έγινε αντικείμενο οξύτατης κριτικής τόσο στις αναπτυσσόμενες χώρες όσο και από την ευρωπαϊκή Αριστερά. Κύρια σημεία της κριτικής ήταν ότι ευνοούσε «ορθόδοξες» πολιτικές ανοιχτών αγορών, ενώ οι περιστάσεις απαιτούσαν διαρθρωτικές παρεμβάσεις, π.χ. υποκατάσταση εισαγωγών (που όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων απέτυχαν στις μικρού και μεσαίου μεγέθους χώρες) και εκβιομηχάνισης. Επίσης, σύμφωνα με τους επικριτές, το ΔΝΤ επέβαλε πολιτικές λιτότητας εκεί όπου θα έπρεπε να υποστηρίζει, ανάμεσα σε άλλα, μια παγκόσμια κεϊνσιανή πολιτική. Στην Ελλάδα την άποψη αυτή υποστήριξε ο Αγγελος Αγγελόπουλος («Ενα παγκόσμιο σχέδιο για την απασχόληση», 1983).

Η πρόκληση εκείνη για τους κυριότερους θεσμούς της παγκόσμιας διακυβέρνησης αποδείχθηκε πρόσκαιρη, μολονότι η κλίμακα των προβλημάτων επέβαλε τελικά σημαντικές προσαρμογές τους. Η συνέχεια αποδείχθηκε εξίσου απρόβλεπτη: Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 κατέρρευσαν τα σοσιαλιστικά καθεστώτα. Το ιδεολογικό κλίμα που επικράτησε στη Δύση αντανακλάται καλά στην πρόβλεψη του Francis Fukuyama («Το τέλος της ιστορίας», 1992) ότι ο κόσμος θα βίωνε τον θρίαμβο της φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Εντούτοις, η συζήτηση για αλλαγές στην παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση δεν σταμάτησε έκτοτε, γιατί άλλαξαν οι δομές της παγκόσμιας οικονομίας με την ιλιγγιώδη επέκταση των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων, οι οποίες μεταξύ άλλων διεύρυναν τις ευκαιρίες για φοροδιαφυγή ή φοροαποφυγή, συμβάλλουν στη διόγκωση των εισοδηματικών ανισοτήτων, προκαλούν αστάθεια και φορτώνουν το κόστος των αποτυχιών τους στα κράτη.