Συντάκτης: panoskazakos

[Υπό δημοσίευση] Το τέλος του ελληνικού «εξαιρετισμού»; Οι σχέσεις μας με τη Δύση  50 χρόνια μετά τη δικτατορία.  

               Αντιλήψεις για την ελληνική ιδιαιτερότητα από τη γενική κατεύθυνση της Δύσης έπαιξαν κατά κανόνα ρόλο σε πολιτική και κοινωνία ακόμα και μετά την ένταξη στον πυρήνα των δυτικών θεσμών (ΝΑΤΟ, ΕΕ, ΟΝΕ κλπ) Ήταν εδραιωμένη σε πολιτική και κοινωνία η πεποίθηση ότι οι κανόνες έπρεπε να τροποποιηθούν ώστε να ταιριάξουν με τις ιδιαίτερες συνθήκες της χώρας.  Η πεποίθηση αυτή ονομάσθηκε στο ιδιόλεκτο των πολιτικών επιστημόνων «ελληνικός εξαιρετισμός». Παραμένει  ακόμα ένα δυνατό ρεύμα  μέχρι σήμερα όπως δείχνουν οι συζητήσεις στη Βουλή για κάθε «εθνικό» θέμα».  

Ο ελληνικός εξαιρετισμός είχε πολιτισμικές ρίζες στην ιστορία μας και στην οικονομική υστέρηση. Το σχετικό επίσημο «μνημόνιο» του 1982 με το οποίο η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου απαιτούσε «ειδικό καθεστώς» εντός της ΕΕ, δηλαδή  εξαίρεση από τους κανόνες της «κοινής αγοράς», αποτελεί μνημείο του. Το επόμενο ήταν φυσικά το δημοψήφισμα του 2015. Το συνόδευε η  καλλιέργεια σχέσεων με  Βενεζουέλα και Κούβα από την  κυβέρνηση του συνασπισμού αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ)  και σκληρής δεξιάς (ΑΝΕΛ) υπό τον Αλέξη Τσίπρα, η σκληρή διαπραγμάτευση για ένα τρίτο μνημόνιο ως το 2017 κ.α..  Συνοψίζοντας, η  Ελλάδα μέχρι το 2019 ουδέποτε συμβιβάσθηκε πλήρως με τη Δύση και τις επιλογές της δυτικής πολιτικής μολονότι  είχε ενταχθεί στους οργανισμούς της. Ο εξαιρετισμός σε οικονομία και διεθνή πολιτική σημάδευε το ιστορικό της μονοπάτι.                

Όμως,  μετά το περιβόητο δημοψήφισμα του 2015 ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας άρχισε να προλειαίνει  το έδαφος για την εγκατάλειψη του ιστορικού μονοπατιού του εξαιρετισμού. Τα τελευταία χρόνια της κυβέρνησής του οι σχέσεις με τις ΗΠΑ και την ΕΕ εξομαλύνονται.  

Μετά τις εκλογές του 2019 η κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη υιοθέτησε μια πολιτική σύμπλευσης με τη Δύση (και σύγκλισης) χωρίς ιδεολογικές αμφισημίες. Η εναρμόνιση με τις υπερκείμενες  αντιλήψεις και πολιτικές επιλογές της Δύσης εκδηλώνεται πλέον ποικιλοτρόπως.  Στην εξωτερική πολιτική η χώρα παρέχει στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, μετέχοντας κιόλας στη μικρή  Ομάδα Επαφής για την Άμυνα της Ουκρανίας  που λειτουργεί υπό την αιγίδα των ΗΠΑ. Απορρίπτει τον ρωσικό αναθεωρητισμό και συμμετέχει επίσης χωρίς αστερίσκους στις κυρώσεις της ΕΕ κατά της Ρωσίας, ενώ ανανέωσε τον διάλογο με την Τουρκία,  στήριξε ανεπιφύλακτα το Ισραήλ  εν μέσω της κρίσης στη Γάζα και απέστειλε φρεγάτα στην Ερυθρά Θάλασσα. .    

 ¨όλα αυτά καθιστούν σαφές ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική  από το 2019 μέχρι σήμερα βρίσκεται σαφέστερα στον αντίποδα του εξαιρετισμού.  Κατά την κυβέρνηση η πολιτική της εναρμόνισης με τη Δύση  υπηρετεί τα συμφέροντα ασφαλείας της χώρας. Ο πρωθυπουργός την αποκαλεί υπεύθυνο πατριωτισμό γιατί αποτρέπει ενδεχόμενους τυχοδιωκτισμούς τμημάτων της τουρκικής πολιτικής-στρατιωτικής ελίτ και θέτει τη χώρα μας κάτω από μια ομπρέλα θεσμών και κανόνων που κανείς δεν μπορεί να παραβιάσει ανώδυνα. Επιτρέπει στην Ελλάδα να αξιοποιήσει ένα «μέρισμα ασφαλείας». Σε αυτό συμφωνούν όλοι οι ειδικοί των διεθνών σχέσεων  (Λ. Τσούκαλης, Π.Κ. Ιωακειμίδης, Χρ. Ροζάκης, Θάνος Ντόκος, Μαριλένα Κοππά, Γ. Φίλης κ.α.).

Παρά τη σύμπλευση η κυβέρνηση διαφοροποιείται προσεκτικά από το κύριο ρεύμα της Δύσης. Π.χ. η πρέσβειρα στη Μόσχα ήταν παρούσα  στην ορκωμοσία του προέδρου Πούτιν και η κυβέρνηση δηλώνει ότι θα ψηφίσει υπέρ της συμμετοχής (με ειδικά δικαιώματτα) της Παλαιστινιακής Αρχής στη ΓΣ του ΟΗΕ.

Ειρήσθω εν παρόδω ότι  από το 2019 η εξωτερική μας πολιτική παντρεύεται με την εσωτερική της  οικονομική πολιτική που, παρά τα ιστορικά της βαρίδια,  εμπιστεύεται περισσότερο από άλλοτε τους μηχανισμούς της αγοράς. Από την αντιστοιχία εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής εξαρτάται η αξιοπιστία και η αποτελεσματικότητα και των δύο.

Η αλήθεια είναι ότι η σύμπλευση με τη Δύση μπορεί  να επικριθεί  με βάση την ιστορική μας εμπειρία,  την κατάσταση στην ΕΕ και τις αμερικανικές αποτυχίες σε Ιράκ,  Αφγανιστάν κλπ.Αλλά, όσον αφορά τα καθ’ ημάς, η απόρριψη   της σύμπλευσης πάσχει από τρία  θεμελιώδη λάθη: Πρώτον αγνοεί τους διεθνείς και ευρωπαϊκούς συσχετισμούς δύναμης, δεύτερον, δεν εκτιμά  σωστά τις επιπτώσεις σε ευημερία   και ασφάλεια  αν μείνουμε εκτός της δυτικής συναίνεσης και τρίτον δεν προτείνει αξιόπιστη εναλλακτική πολιτική πέρα από νεφελώδη συνθήματα για περήφανη εξωτερική πολιτική. Ας το πούμε καθαρά:Με δεδομένη τη γεωγραφική μας θέση και τις δομικές αδυναμίες, η   Ελλάδα θα είχε λιγότερα ή καθόλου οφέλη  ασφαλείας και ανάπτυξης  αν αποστασιοποιούνταν από τις κυρίαρχες επιλογές σε ΝΑΤΟ και ΕΕ.

Το ερώτημα είναι όμως αν η πολιτική της σύμπλευσης  θα αντέξει στον χρόνο. Κατά τη γνώμη μου  ή απάντηση  θα εξαρτηθεί από την εξέλιξη της ίδιας της Δύσης (πρωτίστως των ΗΠΑ) και από τις εσωτερικές εξελίξεις: Οι άκαμπτες εσωτερικές δομές  και η πολιτική κουλτούρα σε συνδυασμό με παραδοσιακές αντιλήψεις για πολιτισμικές συγγένειες μπορεί να αποδειχθούν εξόχως ανθεκτικές και,  εν τέλει, να προκαλέσουν προβλήματα στις σχέσεις μας τη Δύση.

Από την ‘ευρωπαϊκή εξαίρεση’ στον ‘υπεύθυνο πατριωτισμό’; – Οι σχέσεις μας με τη Δύση  50 χρόνια μετά τη δικτατορία.  

Δημοσιεύθηκε στο Books’ Journal , t. 152, Απρίλιος 2024.

Η ελληνική εξωτερική πολιτική  από το 2019 μέχρι σήμερα συμπλέει χωρίς αμφισημίες  σε όλα τα βασικά ζητήματα με τη Δύση και την ΕΕ. Κατά τούτο η χώρα αποκλίνει ουσιαστικά από το ιστορικό μονοπάτι της ελληνικής ιδιαιτερότητας (ή στο ιδιόλεκτο πολιτικών επιστημόνων του ελληνικού εξαιρετισμού εντός του δυτικού συστήματος) με τη χαρακτηριστική αμφισημία  του στις σχέσεις με τις ΗΠΑ και   την ΕΕ.

Η εναρμόνιση με τις υπερκείμενες  αντιλήψεις και πολιτικές επιλογές του δυτικού κατεστημένου εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως. Στην εξωτερική πολιτική η Ελλάδα συμμετέχει χωρίς αστερίσκους στους θεσμούς της Δύσης  όπου την πρωτοκαθεδρία έχουν οι ΗΠΑ.  Με το βλέμμα στραμμένο στην Τουρκία απορρίπτει τον ρωσικό αναθεωρητισμό ο οποίος πράγματι θα δημιουργούσε επικίνδυνο για εμάς προηγούμενο αν πετύχαινε στην Ουκρανία. Συμπληρώνει  τη συμπόρευση με την αναβάθμιση των στρατιωτικών ικανοτήτων της χώρας με μεγάλα εξοπλιστικά προγράμματα από Γαλλία και ΗΠΑ.

Κατά την κυβέρνηση η πολιτική αυτή ας πούμε της εναρμόνισης με τη Δύση  υπηρετεί τα συμφέροντα ασφαλείας της χώρας. Ο πρωθυπουργός την αποκαλεί υπεύθυνο πατριωτισμό γιατί αποτρέπει ενδεχόμενους τυχοδιωκτισμούς  τμημάτων της τουρκικής πολιτικής-στρατιωτικής ελίτ, θέτει τη χώρα μας κάτω από μια ομπρέλα θεσμών και κανόνων που κανείς δεν μπορεί να παραβιάσει ανώδυνα. Επιτρέπει στην Ελλάδα να αξιοποιήσει ένα «μέρισμα ασφαλείας» και, σε συνδυασμό με τις ικανότητες του πρωθυπουργού, να κερδίσει συμμάχους για την προαγωγή συγκεκριμένων ελληνικών συμφερόντων όπως έδειξε η επίσκεψη στην Αίγυπτο με ισχυρή παρουσία της ΕΕ για τη συγκράτηση των μεταναστευτικών ροών, η ηρεμία στις ελληνοτουρκικές σχέσεις κλπ).

Ειρήσθω εν παρόδω ότι  από το 2019 η εξωτερική μας πολιτική παντρεύεται με την εσωτερική της  οικονομική πολιτική που, παρά τα ιστορικά της βαρίδια,  εμπιστεύεται περισσότερο από άλλοτε τους μηχανισμούς της αγοράς.[1] Η στενή σχέση εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής δεν πρέπει να υποτιμάται γιατί από αυτή εξαρτάται η αξιοπιστία και η αποτελεσματικότητα και των δύο. Κατά κανόνα όμως τη συσκοτίζει ο δημόσιος λόγος.  

Ο  εναλλακτικός δρόμος του εξαιρετισμού.

Στον αντίποδα της τωρινής πολιτικής  έχουμε τον ελληνικό εξαιρετισμό με τη μορφή του σιωπηλού ή θορυβώδους αντιδυτικισμού  που αντιλαμβάνεται ως απειλή κάθε ευρωπαϊκό κανονισμό και βήμα ολοκλήρωσης (εσωτερική αγορά, ΟΝΕ, μεταρρυθμίσεις) και απαιτεί περισσότερη ελευθερία κινήσεων για τη χώρα ώστε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα τις απειλές ασφαλείας.

Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα μέχρι το 2019 ουδέποτε συμβιβάσθηκε πλήρως και διαρκώς  με τη Δύση και τις επιλογές της δυτικής πολιτικής μολονότι είχε ενταχθεί στους οργανισμούς της. Ο εξαιρετισμός σημάδεψε το ιστορικό της μονοπάτι με αποκορύφωμα τη δικτατορία. Αλλά και μετά από αυτή ήλθε η τριτοκοσμική περίοδος 1981-84, η μεταρρυθμιστική αδράνεια 2007-9 που έκανε τους επιτηρητές της ΕΕ να απελπίζονται και, στο τέλος,  η σύμπραξη των ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ το πρώτο εξάμηνο του 2015 που  απείλησε να οδηγήσει τη χώρα εκτός ΕΕ.

 Έκτοτε, ο εξαιρετισμός μετριάσθηκε βαθμιαία, διστακτικά και αντιφατικά, παραμένει όμως  ακόμα ένα δυνατό ρεύμα  μέχρι σήμερα. Οι συζητήσεις στη Βουλή για κάθε «εθνικό» θέμα και κάθε μεταρρύθμιση προσφέρουν άφθονα παραδείγματα για τη λογική του εξαιρετισμού δεξιάς και αριστερής κοπής. Σοβαροί μάλιστα διεθνολόγοι υποστηρίζουν ότι ο νέος ρόλος της χώρας στο διεθνές σύστημα συνεπάγεται περιορισμούς της εθνικής κυριαρχίας χωρίς  ανταλλάγματα. Ειδικά μάλιστα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ισοδυναμεί με μια αναποτελεσματική «πολιτική κατευνασμού»  έναντι της Τουρκίας.[2]  Λίγο ή πολύ, η άποψη αυτή συνιστά  έμμεσα την επιστροφή στην ιστορική τάση του ελληνικού εξαιρετισμού. Το ίδιο ισχύει για πολλούς που απορρίπτουν τις μεταρρυθμίσεις.

Οι υποστηρικτές της επιστροφής στο ιστορικό μονοπάτι υπό τη σημαία της εθνικής ανεξαρτησίας εμφορούνται από μια βαθιά δυσπιστία για τους διεθνείς θεσμούς και για την όποια  διαμεσολάβηση των μεγάλων της Δύσης. 

            Αναμφίβολα η κριτική εγρήγορση είναι αναγκαία και σε διάφορα σημεία αιτιολογείται με βάση την ιστορική μας εμπειρία και, οπωσδήποτε, τους συσχετισμούς δύναμης που επηρεάζουν τους διεθνείς θεσμούς.  Όμως ποια είναι για εμάς η εναλλακτική πρόταση πέρα από νεφελώδη συνθήματα για περήφανη εξωτερική πολιτική; Θα είχε η Ελλάδα περισσότερα οφέλη  ασφαλείας και ανάπτυξης  αν αποστασιοποιούνταν από τις κυρίαρχες επιλογές σε ΝΑΤΟ και ΕΕ; Ποιο δίδαγμα αντλούμε από την περίπτωση της Ουγγαρίας ή της Πολωνίας  που έκαναν ακριβώς αυτό; Με δεδομένη τη γεωγραφική μας θέση, θα είμαστε περισσότερο ασφαλείς στο περιθώριο της Δύσης ή, χειρότερα, σε ένα κόσμο εθνικών ανταγωνισμών και τοπικών  πολέμων  για αναθεώρηση συνόρων; Η σταθερότητα του διεθνούς περιβάλλοντος στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και της ΕΕ (παρά τις αστοχίες των δυτικών ηγετικών κρατών) όπου έχουμε πλέον ενταχθεί όχι μόνο τυπικά, αλλά και ουσιαστικά δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του εθνικού συμφέροντος; 

Πάντως, για όλα τα θέματα που εγέρθηκαν στον (σοβαρό) δημόσιο διάλογο μπορούν να γραφούν πολλά. Εδώ  όμως  με απασχολεί το ερώτημα αν η φιλελεύθερη (με όλα της τα κουσούρια) πολιτική μας θα αντέξει στον χρόνο ή αν  θα αποδειχθεί πρόσκαιρη, ας πούμε μετά από κάποιες εκλογές αργότερα. Αν δηλαδή η Ελλάδα θα επιστρέψει στο ιστορικό μονοπάτι της «εξαίρεσης».

Μπορεί να επιστρέψουμε στον ελληνικό εξαιρετισμό;

            Πράγματι, διακρίνω σαφείς κινδύνους  στον ορίζοντα που μπορεί να  ωθήσουν την Ελλάδα πάλι προς τα πίσω. Πρώτον, η αστάθεια της αμερικανικής πολιτικής. Σίγουρα θα μας επηρεάσει τυχόν επιστροφή του Ντόναλντ Τράμπ  στην προεδρία των ΗΠΑ με τη χαρακτηριστική απέχθειά του έναντι διεθνών θεσμών  και την ανεπιφύλακτη προτεραιότητα που δίνει στα εθνικά  συμφέροντα της χώρας  (“Amerika first”).

Δεύτερον ο αμερικανικός παρεμβατισμός είναι επιρρεπής σε λάθη και  αποτυχίες όπως συνέβη στο Αφγανιστάν,  το Ιράκ και τη  Λιβύη (στην τελευταία μέσω των συμμάχων Αγγλίας και Γαλλίας κυρίως). Είναι επίσης συνυπεύθυνος για την κρίση στην Ουκρανία.[3]   

Η κριτική  επισημαίνει ότι  οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ ανταποκρίνονται στις πιέσεις ισχυρών  «παικτών»,  παραβλέποντας τις μακροχρόνιες αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις των επεμβάσεων. Κατά διαστήματα  καθοδηγούνται  από ιδεοληψίες.[4] Όλα αυτά εξασθενίζουν   εν τέλει τις εγγυήσεις ασφαλείας που δίνουν .

Τέλος ουδείς γνωρίζει πως ακριβώς διαμορφώνεται κάθε φορά η αμερικανική πολιτική, σε ποιες ακριβώς εσωτερικές ισορροπίες υπόκειται.  Παρατηρούμε πράγματι ότι μεταβάλλεται μετά από μείζονα γεγονότα.[5]  Επομένως, με δεδομένο το μητρώο του παρεμβατισμού, κάποιες  επιφυλάξεις απέναντί του (και απέναντι στην πλήρη συμπόρευση) είναι αναπόφευκτες: Πως θα στεριώσει τότε ο δικός μας «υπεύθυνος πατριωτισμός»;

Επίσης, ο δεύτερος πυλώνας του δυτικού συστήματος – η ΕΕ και τα κράτη μέλη της- αντιμετωπίζουν προβλήματα ηγεσίας, πολιτικού προσανατολισμού και διακυβέρνησης. Στη διατύπωση του Mario Monti η Ευρώπη «έχει όλα τα χαρακτηριστικά της ψυχολογικής διάλυσης».[6] Παρά τον ακτιβισμό των ευρωπαϊκών διαδικασιών και κάποιες  συμφωνίες, είναι ορατές οι διαφορές μεταξύ των κρατών μελών σε ζητήματα στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία, ενέργειας, μετανάστευσης, αγροτικής πολιτικής, εισοδηματικών ανισοτήτων και κοινωνικής συνοχής,   σχέσεων με Κίνα και Τουρκία, σύγκρουσης  Ισραήλ με Χαμάς κλπ. Η αβεβαιότητα για την πολιτική της ΕΕ θα ενταθεί αν η οικονομία περιέλθει σε ύφεση  λόγω μυωπικών αποφάσεων  όπως μας προειδοποιεί η ύφεση  στη Γερμανία.

Εθνική παραδοσιακή ταυτότητα και δομές.

Όλα αυτά συνιστούν εξωγενείς παράγοντες που μπορεί  να ωθήσουν  τη χώρα να επιστρέψει στο ιστορικό μονοπάτι του εξαιρετισμού και της αμφισημίας απέναντι στη Δύση. Σε αυτούς πρέπει να προσθέσουμε τις άκαμπτες εσωτερικές δομές  και την πολιτική κουλτούρα που μπορεί να αποδειχθούν εξόχως ανθεκτικές, να αποτρέψουν βαθιές μεταρρυθμίσεις, και να θολώσουν την εξωτερική πολιτική.[7] 

Νομίζω λοιπόν ότι ο πιο δυσδιάκριτος κίνδυνος είναι να θεωρηθεί η σημερινή πολιτική με τους δύο  αλληλένδετους άξονές της – σύμπλευση με τις ηγετικές δυνάμεις της Δύσης και εφαρμογή κατά βάση φιλελεύθερων  μεταρρυθμίσεων- ως απειλή για  την παραδοσιακή εθνική ταυτότητα από σημαντικά τμήματα της κοινωνίας.[8] Η  σημερινή πολιτική τείνει να  περιορίσει  ή  επαναπροσδιορίσει (αν και με συμβιβασμούς) την εθνική ταυτότητα. Εισάγει για παράδειγμα κάποιους «ευρωπαϊκούς» κανόνες για την αποτροπή διακρίσεων που παράγουν η πατρωνία, οι οικογενειακοί δεσμοί και  η εκκλησιαστική παράδοση (βλέπε μεταξύ άλλων  γάμο ομοφυλοφίλων που αποξένωσε κυβέρνηση και Εκκλησία  και ρήξη με την ορθόδοξη Ρωσία λόγω Ουκρανίας).  Κατά προέκταση, ο κίνδυνος είναι υπαρκτός να  προκληθεί  ένα  εκρηκτικό μείγμα ύφεσης, δομικής ακαμψίας και εθνικής ταυτοτικής ανασφάλειας που θα αφαιρούσε το έδαφος κάτω από τους πυλώνες του υπεύθυνου πατριωτισμού. Τι θα γίνει όμως αν δεν γίνουν οι αναγκαίες  αλλαγές πριν κλείσει το παράθυρο ευκαιρίας που έχει σήμερα η χώρα λόγω κυβερνητικής σταθερότητας, οικονομικής ανάκαμψης και ηρεμίας στις σχέσεις μας με την Τουρκία ;


[1] Βλ. ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη στη συνεδρίαση του  Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος την  8.3.2024.

[2] Γιάννη Βαληνάκη «Ο διάλογος πρέπει να είναι και κερδοφόρος»,  στην εφημερίδα η Καθημερινή 14.09.2023. Τις απόψεις αυτές επαναλαμβάνει και σε άλλα κείμενα. Για την αντίθετη άποψη βλ. μεταξύ πολλών άλλων άρθρα των Άγγελου Συρίγου, Κωνσταντίνου Φίλη (του ΙΔΙΣ) στην ίδια εφημερίδα,  του Παναγιώτη Ιωακειμίδη στα Νέα και, στο ίδιο πνεύμα απόρριψης του εξαιρετισμού , του  Χρήστου Ροζάκη.

[3] Βλ. J. Mearsheimer “Γιατί η Δύση έχει την ευθύνη για την κρίση στην Ουκρανία», αναδημοσίευση στην Καθημερινή 20.3. 2022  του άρθρου του  καθηγητή Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου που δημοσιεύθηκε στο αμερικανικό Foreign Affairs. Βλ. επίσης  του ίδιου «Der Westen trägt eine Hauptverantwortung für das Ukraine- Desaster» in  Die Weltwoche, 14. Mai 2022. 

[4] Robert Kagan The Jungle grows back. America and our imperilled world,  Vintage Books- Penguin New York. 2018.  

[5] Βλ. σχετικά κείμενα  των διεθνολόγων Κωνσταντίνου  Αρβανιτόπουλου, Κώστα Υφαντή, Δημήτρη Ακριβούλη, Γεωργίου Ευαγγελόπουλου και Ρόζας Βασιλάκη στο  Ανδρέας Γκοφας  (επιμ.) Ο κόσμος και η απειλή της τρομοκρατίας  μετά την 11η Σεπτεμβρίου, εκδόσεις Πεδίο, Αθήνα 2023.

[6] Πιθανόν της λείπει και ένας ισχυρός ιστορικός μύθος πάνω στον οποίο θα οικοδομούσε την ταυτότητά της. Βλ. Π. Κ. Ιωακειμίδης « Η ευρωπαϊκή ταυτότητα σε αμφισβήτηση», Books’ Journal, τεύχος  150, Φεβρουάριος 2024.

[7] Ο Γιάννης Στουρνάρας πιστεύει ότι η Ελλάδα θα τα καταφέρει. Βλ. άρθρο του  «Είναι η Ελλάδα μεταρρυθμίσιμη;» στην εφημερίδα  η  Καθημερινή 10.3.2024 όπου όμως, παρά την αισιοδοξία του  δεν παραλείπει να αναφερθεί στα τεράστια προβλήματα της χώρας (χρέη, δημογραφία κλπ).

[8] Εξετάζουμε τα στοιχεία της παραδοσιακής εθνικής ταυτότητας στο Πάνος Καζάκος και Πάνος Κολιαστάσης  Αφανείς και ορατές αντιθέσεις . Παράδοση και νεωτερικότητα στην Ελλάδα μετά τη δικτατορία, εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2023.

Από την ανάπτυξη στα χρέη και την αφύπνιση (wokeness) -Παράδοση  και πολιτισμικές αλλαγές από τη δικτατορία μέχρι σήμερα.

Books Journal, τεύχος  151, Mάρτιος 2024.

Από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο διαβάζαμε την  ιστορία μας μέσα από τις κομματικές ή παραταξιακές  αντιπαραθέσεις στον άξονα αριστερά-δεξιά. Το σχήμα αυτό, παρά τη χρησιμότητά του για τον προσανατολισμό των ατόμων ως πολιτών,  έτεινε να αγνοήσει το πολιτισμικό μας υπόβαθρο πάνω στο οποίο εκτυλίσσονταν οι κομματικές αντιπαραθέσεις και, εντέλει, οι προσωπικές επιλογές.

Μετά τη δικτατορία  το πολιτισμικό τοπίο έγινε  πολυπλοκότερο σε σύγκριση με ό,τι προϋπήρχε. Για τον λόγο αυτό (και προϊδεάζοντας για όσα ακολουθούν) προτιμώ ένα  διαφορετικό πλαίσιο όπου οι όροι παράδοση, νεωτερικότητα σε ποικίλες εκφάνσεις και μεταμορφώσεις και μετανεωτερικότητα  αποτελούν τις έννοιες -κλειδιά.[1] Κάθε μια από τις αφηρημένες αυτές έννοιες (παράδοση, νεωτερικότητα, μετανεωτερικότητα) παραπέμπει σε δέσμες αξιών που είναι το κλειδί για την κατανόηση όσων συμβαίνουν στην πολιτική σκηνή.  

Πολιτισμικός πλουραλισμός

Στην Ελλάδα ιδίως μετά τον Β ΠΠ και οπωσδήποτε μετά τη Δικτατορία, την πολιτισμική κατάσταση χαρακτηρίζει ένας συνεχώς μεταβαλλόμενος πολιτισμικός πλουραλισμός.[2]  Πρόκειται  για ένα φαινόμενο που χαρακτηρίζει γενικά τις κοινωνίες και, οπωσδήποτε, τις δυτικές λόγω των συνθηκών ελευθερίας που ισχύουν εκεί.  

Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα, συνυπάρχουν παραδοσιακές (οικογένεια κλπ)  οι «υλιστικές» αξίες  (στη διάλεκτο του Inglehart)  ανάπτυξη, απασχόληση, άνοδος του βιοτικού επιπέδου, οι αξίες του καταναλωτισμού και του «χρεωμένου ανθρώπου» (Bauman) και του μετανεωτερικού «δικαιωματισμού).[3] Εκτός τούτου, η νεωτερικότητα προσήλθε με πολλά πρόσωπα- περισσότερα από όσα είχε ο Ιανός. Επομένως, το αξιακό μας τοπίο διαφοροποιήθηκε πέρα από όσα μπορούν να συλλάβουν απλουστευτικά σχήματα άλλων εποχών.  

Οι αφανείς και ορατές αντιθέσεις ή εντάσεις δεν περιορίζονται πλέον στις σχέσεις παράδοσης και εκσυγχρονισμού, αλλά επεκτείνονται  στο εσωτερικό της παράδοσης (έθνος έναντι της αντίληψης για την οικουμενικότητα) της Ορθοδοξίας) και στο εσωτερικό της νεωτερικότητας (αριστερές και δεξιές αντιλήψεις έναντι wokeness). [4]

Παράδοση και νεωτερικότητα αρχικά.

Όπως σημειώσαμε, οι ιστορικοί μας είδαν εξ αρχής μια θεμελιώδη  αντίθεση μεταξύ  παράδοσης και νεωτερικότητας.[5] Όμως το περιεχόμενο της παράδοσης διέφερε από εκείνο της δυτικής. Η παράδοση στη Δύση ήταν συνυφασμένη με την απολυταρχία, τα  προνόμια των ευγενών και της καθολικής Εκκλησίας, την ελέω θεού μοναρχία. Όλα αυτά αμφισβητήθηκαν ριζικά  μετά τις επαναστάσεις του Cromwell, των ΗΠΑ, του γαλλικού διαφωτισμού, της επιστήμης και, φυσικά της οικονομίας με την επικράτηση του καπιταλισμού και της βιομηχανίας. Αντικαταστάθηκαν από νέους θεσμούς.      

Η Ελλάδα, δεν συμμετείχε εξ αρχής στις ιστορικές εκείνες επαναστάσεις, που τελικά ανέτρεψαν το «παλαιό καθεστώς». Η παράδοσή της  διαμορφώθηκε στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Π.χ. η ταυτότητα του έθνους ορίσθηκε διαφορετικά και εμπεριέχει την Ορθοδοξία και τοπικούς θεσμούς εξουσίας στους οποίους πρωτοστατούσαν οι προεστοί και οπλαρχηγοί. Το οθωμανικό δίκαιο είχε άλλωστε  επιβάλει τη συλλογική ευθύνη της κοινότητας για την απόδοση φόρων στις οθωμανικές αρχές. 

Γενικά, συνοψίζουμε την  παράδοση στο εξάπτυχο:

  •  έθνος, οικογένεια, θρησκεία (Ορθοδοξία).
  • πελατειακό σύστημα  – ένα σύνολο πρακτικών, άτυπων δικτυώσεων και συναλλαγών
  •  «τοπικισμός»   και ίσως
  •  «κοινοτικό μοντέλο» κοινωνικών σχέσεων (Ερατοσθένης  Καψωμενος).

Στο μεταπολεμικό πνευματικό σύμπαν αυτή η παράδοση υφίσταται οξεία κριτική από διαφορετικές θεωρητικές οπτικές γωνίες.  Γενικά η  δημόσια συζήτηση έκλινε προς την άποψη ότι στην αντιπαράθεση παράδοσης και νεωτερικότητας νικήτρια βγήκε η παράδοση. Η ανθεκτικότητά της παράδοσης  εξηγεί τις θεσμικές υστερήσεις και ειδικότερα τις δυσκολίες του εκσυγχρονισμού  στη ευρωπαϊκή  πορεία της χώρας. Όπως γράφει ο  Νίκος Δεμερτζής

« η εκσυγχρονιστική κουλτούρα δεν πατάει στην παράδοση  προκειμένου να ριζώσει  και να ανθήσει, αλλά η παράδοση ανανεώνεται και τρέφεται από τον εκσυγχρονισμό»[…] Η ηγεμονική κουλτούρα συνεχίζει να έλκει την καταγωγή της από τον λεγόμενο ελληνοχριστιανικό πολιτισμό».[6]

Επομένως, η παράδοση θριαμβεύει. Παρόμοια επιχειρηματολογεί και ο Γιώργος Τσιάκαλος που κατατάσσει την Ελλάδα στις «καθυστερημένες κοινωνίες», όπως τις ορίζει ο BanfieldΒλέποντας όμως στην παιδεία μια διέξοδο από τη στασιμότητα. [7]   Κατά τον  Νικηφόρο Διαμαντούρο, που ακολουθεί τα αχνάρια των ιστορικών μας,  στην Ελλάδα συγκρούονται η παρωχημένη κουλτούρα  και η μεταρρυθμιστική κουλτούρα. Κατά τη γνώμη του  επικρατεί η παρωχημένη που κατά προσέγγιση ταυτίζεται με την παράδοση. [8]

Αυτό το «διυστικό σχήμα»  απλουστεύει  τα πράγματα: Υποθέτει ότι   υπάρχει μία αιώνια εκδοχή (πρότυπο) του εκσυγχρονισμού, δηλαδή της προσαρμογής στη νεωτερικότητα. Επίσης, παράδοση και νεωτερικότητα συνυπάρχουν σε άτομα και ομάδες ως υβριδικά μορφώματα. Π.χ. οι μεταρρυθμιστές (ή όποιοι θεωρούνται μεταρρυθμιστές) μπορεί στην πραγματικότητα να ασκούν ευθέως ή εμμέσως πελατειακές πρακτικές και οι «νοικοκυραίοι» να επιζητούν τη μόρφωση των παιδιών τους και την οικονομική επιτυχία με σκληρή δουλειά.  Τέλος, η Ελλάδα  αναπτύχθηκε  στο πλαίσιο  της ΕΕ και της Ευρωζώνης που λειτούργησαν ως αυτοεπιλεγμένη εξωτερική δέσμευση (vincolo esterno)[9]  για εκσυγχρονισμό κατά την ευφυή διατύπωση του Kevin Featherstone. Ενδιαφέρον έχει εδώ να σημειώσουμε ότι οι νεωτερικοί στόχοι τη ανάπτυξης μέσω της εκβιομηχάνισης και η βαθμιαία ενσωμάτωση στην ΕΕ προάχθηκε από κόμματα που είχαν γερές βάσεις στην παράδοση.

Παράδοση και χαμηλή εμπιστοσύνη στους θεσμούς.

Όμως ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στην κριτική της παράδοσης που εδράζεται στις θεωρίες του κοινωνικού κεφαλαίου.  Στην οπτική τους, όσο περισσότερο οικογένεια και  στενή συγγένεια διέπουν δομές και  συμπεριφορές, τόσο χαμηλότερο είναι το επίπεδο εμπιστοσύνης σε τρίτους εκτός οικογένειας –άτομα, ομάδες και θεσμούς– ή και ανύπαρκτο (no trust ή low trust society).[10]

Ανάλογα περιορισμένη είναι η διάθεση και η ικανότητα των ατόμων να συνεργάζονται με τρίτους  για κοινούς σκοπούς σε ομάδες και οργανώσεις. Στην Ελλάδα,[11] όπως βεβαιώνουν διάφορες έρευνες, συναντούμε τον τύπο κοινωνίας χαμηλής εμπιστοσύνης. Μία  συνέπεια μεταξύ πολλών: Οικογένεια, στενή συγγένεια και πατρωνία   προλείαναν εξαρχής το έδαφος για τη διάβρωση τυπικών και εισηγμένων νεωτερικών θεσμών.

Ωστόσο η διείσδυση της νεωτερικότητας δεν αποτράπηκε.

Ειρήσθω εν παρόδω πάντως ότι είναι προβληματική η πλήρης απαξίωση της παραδοσιακής οικογένειας και γενικά της παράδοσης. Οι άνθρωποι έχουν έναν φυσικό τρόπο κοινωνικότητας που συνίσταται στο να ευνοούν ή να προτιμούν φίλους και συγγενείς (Francis Fukuyama), άτομα με τα οποία συνεννοούνται στην ίδια γλώσσα και με τα οποία μοιράζονται τα ίδια έθιμα και ιστορικά αφηγήματα. Η εξάλειψη ισοδυναμεί με προκρούστια περικοπή   της ανθρώπινης φύσης.

Επομένως το ζήτημα είναι πως η παράδοση θα ενταχθεί σε ένα νεωτερικό πλαίσιο κανόνων και θεσμών ώστε να συγκρατούνται οι αρνητικές επιπτώσεις της.  Αυτό ήδη επιχειρείται από το 1974 μέχρι σήμερα, προκαλώντας τριγμούς,

Οι εγγενείς αντιθέσεις της νεωτερικότητας (ή περί αριστεράς και δεξιάς) .

Όπως αναφέραμε, οι αξίες της νεωτερικότητας είναι αρχικά κατά την απλουστευτική άποψη του  Inglehart η ανάπτυξη, γενικά ταυτόσημη με την εκβιομηχάνιση, η απασχόληση και η άνοδος του βιοτικού επιπέδου.  Θα προσθέταμε την ευταξία, την πειθαρχημένη ζωή, την αποταμίευση, τη σταθερότητα και το κοινωνικό κράτος που δεν είναι διόλου «υλιστικές αξίες».

Μπορεί η ανάπτυξη και η άνοδος του βιοτικού επιπέδου να ήταν γενικά αποδεκτές αξίες, αλλά συγκρούονταν διαφορετικές αντιλήψεις για τα μέσα που έπρεπε να χρησιμοποιηθούν και ειδικά για τη θεσμική συγκρότηση της χώρας. Επομένως, αντιπαρατέθηκαν διαφορετικές αξιακές επιλογές πέραν των αναπτυξιακών ή καθ΄ υπόθεση «υλιστικών».  Εδώ υπεισέρχεται η διάκριση αριστερά-δεξιά.

Στην Ελλάδα οι κυβερνήσεις προσανατολίσθηκαν γενικά προς το φιλελεύθερο- δημοκρατικό πρότυπο.  Οι αξίες του οποίου  κωδικοποιήθηκαν  στη Συνθήκη ΕΕ.[12]

Όμως, η κριτική στον γενικό αυτό προσανατολισμό ήταν συνεχής. Η Αριστερά με πυρήνα το ΚΚΕ άσκησε μεν   ριζοσπαστική κριτική του και έθετε ως προτεραιότητα την ανάπτυξη και εκβιομηχάνιση,  προσκολλήθηκε όμως στο σοβιετικό μοντέλο κεντρικού σχεδιασμού, κρατικοποίησης των πάντων, πλήρως καθοδηγούμενης οικονομίας από το κράτος, και πολιτικού αυταρχισμού.  

 Επίσης, ξεχωριστοί διανοούμενοι επεσήμαναν νωρίς ότι η φιλελεύθερη-δημοκρατική εκδοχή στο ελληνικό παραδοσιακό περιβάλλον  στρεβλώθηκε εξ αρχής.  Έτσι, για τον Κώστα Αξελό «η Ελλάδα είναι και δεν είναι νεωτερική». [13] ενώ  ο  Παναγιώτης Γεννηματάς εκτίμησε ότι στην Ελλάδα έχει «αυτοτελή ριζώματα»  η βυζαντινοχριστιανική παράδοση του 11ου -15ου αιώνα.[14]

Γράφει ενδεικτικά ο Κων/νος Τσουκαλάς,

« Ιδέες όπως η εντιμότητα, η ευθύνη, η χρηστότητα και η πειθαρχία σχεδόν στερούνται του δεσμευτικού ηθικού αντικρίσματος το οποίο έχουν προσλάβει στη Δύση. Με αυτή την έννοια, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες για θεσμικό και οικονομικό «εκσυγχρονισμό» η Ελλάδα ουδέποτε έγινε μια καθ’ ολοκληρίαν σύγχρονη χώρα […] Η ελευθερία θεωρείται συνώνυμη της πλήρους ανευθυνότητας έναντι του συνόλου, του νόμου και των άλλων […][15]

 Όμως ο δυτικός ή ευρωπαϊκός προσανατολισμός, επηρέασε την Ελλάδα  βαθιά. Η χώρα ακολουθεί παρά τις δυσκολίες και υστερήσεις,   έστω  εν μέρει  αξίες και θεσμούς της  Δύσης μετά τον εμφύλιο και σαφέστερα μετά το 1974. Η διαδικασία κορυφώθηκε με την ένταξη στην ΕΕ (1981) και ΟΝΕ(2001) που δέσμευαν την εσωτερική πολιτική ολοένα και περισσότερο. Μετά το 2019 έγινε επανεκκίνηση του  εξευρωπαϊσμού.

Η μεταμόρφωση της νεωτερικότητας: Παγκοσμιοποιηση, η άνοδος του  Καταναλωτισμού, του χρεωμένου ανθώπου και του χ/π συστήματος. 

Και ενώ από τη δεκαετία του 1990 κυβερνήσεις και κοινωνία προσπαθούσαν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της νεωτερικότητας και να ανταπεξέλθουν στα προβλήματα που προκαλούσε η συντεχνιακή πολυδιάσπαση και η πελατειακή παράδοση, η ίδια η ευρωπαϊκή νεωτερικότητα περνούσε σε ένα ύστερο στάδιο.  Νέες αξίες έρχονταν στο προσκήνιο επηρεάζοντας και περιπλέκοντας τα πολιτισμικά πράγματα της χώρας. Μεταβαίνουμε στην «ύστερη νεωτερικότητα». Χαρακτηριστικά της είναι η έξαρση του καταναλωτισμού, η άνοδος του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η κερδοσκοπία και η συσσώρευση χρεών στα άτομα και στο κράτος, ένας (ακραίος) ατομικισμός και η ελευθεριότητα των ηθών.

Οι  «ύστερες αξίες», οι νέοι θεσμοί  που τις υποβάσταζαν («επενδυτικά ταμεία» (funds), τραπεζικές τεχνικές, φορολογικές οάσεις κ.α.)    δεν εξάλειψαν μεν τις προηγούμενες, αλλά τις εξασθένισαν. Το πολιτισμικό τοπίο έγινε  πολυπλοκότερο.

Από τη δεκαετία του 1990, ο καταναλωτισμός[16] εισήλθε ορμητικά στο πεδίο, επέτεινε την ανισορροπία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης και υπέσκαψε τις αξίες των «νοικοκυραίων» της πρότερης αναπτυξιακής περιόδου. Ενώ μέχρι τότε η έμφαση ήταν στην αύξηση της παραγωγής και την παραγωγικότητα, στη συνέχεια αποθεώθηκαν η κατανάλωση και ο δανεισμός. Αυτός ο καταναλωτισμός μπορούσε να ικανοποιηθεί με αιτήματα για υψηλότερα εισοδήματα και περισσότερο ελεύθερο χρόνο, χωρίς σύνδεση με την παραγωγικότητα. Οδήγησε έτσι σε αξιώσεις που ξεπέρασαν τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας και καλύφθηκαν με χρέη. Εκδηλώθηκε δε με πολλούς τρόπους, π.χ., επιθετικές ατομικές ή ομαδικές διεκδικήσεις προσοδοθηρικού χαρακτήρα (rent-seeking), εκτεταμένο δανεισμό των νοικοκυριών για καταναλωτικούς σκοπούς. Τον νέο καταναλωτισμό και την ανάληψη χρεών για την ικανοποίησή του προωθούσε χωρίς αναστολές το διογκούμενο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Δηλαδή, ενώ η ένταξη στο ευρωπαϊκό και διεθνές σύστημα απαιτούσε εξορθολογισμούς ευρείας κλίμακας στην παραγωγική – οικονομική βάση (όπως και συνέβη μερικώς υπό την πίεση των πραγμάτων), μέρος της κουλτούρας ακολουθούσε ένα δρόμο που παρήγαγε εμπόδια. Η αναντιστοιχία κουλτούρας και οικονομικών επιταγών εξηγεί τις δυσκολίες της μεταρρυθμιστικής πολιτικής πριν από την κρίση του 2009 και τις ανακολουθίες της προσαρμογής που ζητούσαν τα τρία Μνημόνια (2010-2018) για την υπέρβαση της κρίσης.

Όπως αναφέραμε ήδη οι αξιακές μεταλλάξεις έχουν πολλές πηγές (και  συνεχίσθηκαν  με το πέρασμα στη λεγόμενη μετανεωτερικότητα). Εδώ ξεχωρίζουμε τις εξωγενείς πολιτισμικές επιρροές και τα μεταβαλλόμενα ήθη και τις δομές επιρροής μιας υπερεθνικής κουλτούρας. ΜΜΕ, κινηματογράφος, νέες τεχνολογίες και λοιποί μηχανισμοί διάχυσής αξιών και ιδεών (μουσική, μόδα, best seller, διεθνή βραβεία), ιδεολογικές μόδες κλπ, που ανακάτευαν συνεχώς το εγχώριο αξιακό έδαφος. Αναμφίβολα, η Ελλάδα επηρεάσθηκε αξιακά και θεσμικά από την εξέλιξη αυτή.

Τα πολλά πρόσωπα της μετανεωτερικότητας.

Τέλος στη στροφή του αιώνα αναδύονται νέες αξίες  – η λεγόμενη μετανεωτερικότητα  (postmodernity). Σε αυτές περιλαμβάνονται (αν και όχι σε ένα ενιαίο πρόγραμμα), ο σεβασμός της διαφορετικότητας και η συμπεριληπτικότητα (inclusiveness) με επίκληση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η  αυτοεκτίμηση (ή αυτοπραγμάτωση), η ενεργός  συμμετοχή  σε δραστηριότητες εκτός επισήμων φορέων, η αμφισβήτηση των  συμβατικών προτύπων κοινωνικής και οικογενειακής ζωής, σεξουαλικότητας και σχέσεων ανδρών και γυναικών.

Πολλά ξεκίνησαν ή συνδέθηκαν με το κίνημα της   «πολιτικής ορθότητας»[17]κατά το οποίο οι διακρίσεις είναι ενσωματωμένες στη γλώσσα. Απαίτησε και  απαιτεί να καθορίσει τι και πως μπορεί να ειπωθεί κάτι στο δημόσιο χώρο και τι πρέπει να εξαλειφθεί. Φθάνει όμως σε ακρότητες και σε εφήμερη δημοσιότητα όταν απαιτεί να γραφούν «ορθώς» κλασικά κείμενα, να υπακούνε όλοι στη λογική gender  ή να εξαλειφθεί η (δυτική) κουλτούρα και ιστορία (υπό το σύνθημα cancel culture). Ισοδυναμεί με λογοκρισία.

Στην Ελλάδα είναι πιο αθώες από αλλού οι γλωσσικές »διορθώσεις»: Οι τσιγγάνοι μετονομάσθηκαν ρομά χωρίς  να αλλάξει ο,τιδήποτε στην κοινωνική τους θέση και η «υιοθεσία» σε τεκνοθεσία.  Η Άλκηστις Πρωτοψάλτη αφαίρεσε αθώα τη λέξη «χοντρή»  από το τραγούδι της «πάμε στον ΄Αδωνι για καφέ» κ.ο.κ. Αλλά δεν συγκρίνονται αυτές οι γλωσσικές προσαρμογές με τις λυσσώδεις μετωπικές αντιπαραθέσεις για τη γλώσσα  στις πυρηνικές χώρες της Δύσης και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ και στη Γερμανία.

Οι νέες αξίες που προστέθηκαν στο πολιτισμικό μας σύμπαν χωρίς όμως να εξαλείψουν τις αξίες της παράδοσης  και της νεωτερικότητας, ενσαρκώνονται τρόπον τινά στις ταυτοτικές ομάδες (identity groups), σε ορισμένες από τις οποίες εκφράζεται πράγματι ένας νέος ιδεαλισμός, σε άλλες όμως αντικοινωνικά αισθήματα και «φθηνά υποκατάστατα σοβαρής σκέψης». Το τοπίο τους είναι εξόχως κατακερματισμένο.

Για να κάνουμε ευκρινέστερη την εικόνα ξεχωρίζουμε διάφορες κατηγορίες ομάδων που συχνά λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία – ΜΚΟ στην υπηρεσία του περιβάλλοντος αλλά και «αντιεξουσιαστές», τρομοκρατικοί πυρήνες,  αθλητικοί σύνδεσμοι που καλλιεργούν τη βία  και ποικίλες μορφές αφύπνισης (wokeness)- με υποκατηγορίες τύπου  queer (=ισότητας των αντισυμβατικών σεξουαλικών συμπεριφορών με τις συμβατικές) που προβάλλουν ζητήματα σεξουαλικών ταυτοτήτων. Στην Ελλάδα συνώνυμο της αφύπνισης είναι ο »δικαιωματισμός».

Αξίζει να σταθούμε εν συντομία στην τελευταία κατηγορία.

Στις δυτικές κοινωνίες ιδιαίτερα τις αγγλοσαξωνικές και γερμανικές,  το κίνημα (ρεύμα) της αφύπνισης θεωρεί ότι η δυτική κοινωνία  συγκροτεί ένα πολυσχιδές σύστημα καταπίεσης  της υποκειμενικότητας.[18] Ειδικά σε ζητήματα σεξουαλικότητας υποστηρίζουν οι αφυπνισμένοι ότι ο  άνδρας και η γυναίκα είναι προϊόν εσωτερικοποιημένων κοινωνικών προδιαγραφών και προϊόντα εξουσιαστικών μηχανισμών.  Και οι δύο μπορούν να αλλάξουν φύλο απλά δηλώνοντάς το.   Από την ίδια θεωρητική βάση προκύπτει η ολική απόρριψη του δυτικού πολιτισμού που εκδηλώθηκε με το σύνθημα (και τους ακτιβιστές) του cancel culture.

Αναμφίβολα οι εμπειρίες διακρίσεων είναι υπαρκτές και πολυσχιδείς. Οι αφυπνισμένοι βλέπουν καθαρά τη διασύνδεση (στην ορολογία τους: intersectionality) των θεμάτων αυτών με τις ανισότητες, τον ρατσισμό κλπ. Σε ακραίες εκδοχές  τους όμως  παραβλέπουν πλήρως (α) την κοινωνική και πολιτισμική εξέλιξη τουλάχιστον από την εποχή του διαφωτισμού, και (β) ανθρωπολογικά ή βιολογικά δεδομένα και σταθερές. Συχνά χωρίζουν τον κόσμο σε θύτες και θύματα  τα οποία  υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν.

Στην Ελλάδα δεν έχουν την ηχώ που κέρδισαν σε ορισμένες δυτικές κοινωνίες, Είναι εμφανές όμως ότι επηρεάζουν  την πολιτική. Ενδεικτικά σημειώνω ότι πλέον δεν αναιρείται μεν η αξία της ανάπτυξης,  αναγνωρίζεται όμως περισσότερο ότι  πρέπει να γίνεται σεβαστό το περιβάλλον, δηλαδή η ανάπτυξη να είναι διατηρήσιμη, επανήλθε  το ζήτημα της κοινωνικής συνοχής, γίνεται μετάβαση από την ανοχή στην ενεργό συμπερίληψη ρομά, μεταναστών κ.α, επανεξετάζονται τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα με κριτήρια γενικού συμφέροντος.

Το ηθικό δίδαγμα.

Ό,τι προηγήθηκε  δεν αποτελεί απλά θεωρητική ανάλυση, κατάλληλη μόνο για τον κόσμο των ιδεών, αλλά καταλήγει και σε ένα ηθικό μήνυμα. Όπως αναφέραμε, η συνύπαρξη διαφορετικών αξιών και ιδεών συνεπάγεται κατά διαστήματα εκρηκτικές αντιθέσεις.

Το ερώτημα είναι πως θα επιτευχθούν συμβιβασμοί  όταν συγκρούονται αξίες και ιδέες. Η απάντηση παραπέμπει μεταξύ άλλων την ανάγκη να καλλιεργηθεί η κουλτούρα του διαλόγου, του συμβιβασμού, της συναίνεσης γύρω όμως από κάποιο κεντρικό κοινό αξιακό πυρήνα. Όπως απαίτησε ο  Κάρλο Ροσέλι  ένα (φιλελεύθερο από τη φύση του) «σύμφωνο πολιτισμού» –  «ένα σύνολο κανόνων του παιγνιδιού τους οποίους  τα αντιμαχόμενα μέρη δεσμεύονται να σεβαστούν. Πρόκειται για κανόνες  που στοχεύουν στη διασφάλιση  της ειρηνικής συμβίωσης  των πολιτών, των τάξεων, των κρατών, και στη συγκράτηση  των αναπόφευκτων και μάλιστα επιθυμητών αντιθέσεων εντός ανεκτών ορίων». [19]


[1]  Εξετάζουμε διεξοδικά το θέμα αυτό δίνοντας και την αναγκαία εμπειρική τεκμηρίωση στο  Πάνος Καζάκος και Πάνος Κολιαστάσης Αφανείς και ορατές αντιθέσεις- παράδοση και νεωτερικότητα στη μεταδικτατορική Ελλάδα, Θεσσαλονίκη, 2023.

[2]   Ως περιγραφικός όρος ο πλουραλισμός  υποδηλώνει  την ύπαρξη και ανταγωνισμό πολιτικών κομμάτων («πολιτικός πλουραλισμός»), ποικιλία ηθικών και πολιτισμικών πεποιθήσεων  («πολιτισμικός πλουραλισμός» )κλπ. Βλ.  Andrew Heywood  Political ideologies, 2nd ed. 1998, p. 36.   Στο κείμενο αυτό χρησιμοποιούμε τον πλουραλισμό  ως  περιγραφικό όρο.  Ο Νίκος Δεμερτζής προκρίνει τον όρο «ανεστραμμένος συγκρητισμός»  που εμπεριέχει την υπόθεση ότι επικρατεί η παράδοση που απορροφά τη νεωτερικότητα. Βλ. πιο κάτω.

[3][3] Για τους όρους νεωτερικότητα και μετανεωτερικότητα  βλ. από την απέραντη βιβλιογραφία  Zygmund Bauman και Carlo Bordoni  Η νεωτερικότητα σε κρίση,  μετάφραση Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος,  εκδόσεις Υψιλον 2016.

[4] Βλ. τεκμηρίωση στο Πάνος Καζάκος/Πάνος Κολιαστάσης  Αφανείς και ορατές αντιθέσεις, όπως αλλού κεφάλαια 6 («η νεωτερικότητα υπερισχύει της παράδοσης στην πολιτειακή δομή της χώρας») και 7 (παράδοση και νεωτερικές αξίες κατά περιοχές πολιτικής).

[5] Βλ.  μεταξύ πολλών άλλων Γιώργος Δερτιλής  Ιστορία του ελληνικού κράτους 1830-1920, τόμος Α΄, εκδόσεις Εστία  Αθήνα 2006, Σπύρος Ασδραχάς Ελληνική οικονομική ιστορία  (ΙΕ-ΙΘ αιώνας), τομος Α, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα 2003, Θανος Βερέμης και Ιωάννης Κολιόπουλος  Νεότερη Ελλάδα. Μια ιστορία  από το 1821, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2013.

[6]  Βλ. Νίκος Δεμερτζής «θύλακες και φύλακες αρχαϊσμού» στην εφημερίδα η  Καθημερινή 24.12.2023. του ίδιου  «Ελληνική πολιτική κουλτούρα στη δεκαετία του ΄80», στο ειδικό αφιέρωμα της Ελληνικής Επιθεώρησης Πολιτικής Επιστήμης.

[7] Edward   Banfield   Η ηθική βάση μιας καθυστερημένης κοινωνίας, μετάφραση  φ. Καραβέσης, εκδόσεις Eπίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2014.

[8][8] Βλ. Νικηφόρος Διαμαντούρος  Πολιτισμικός δυισμός και πολιτική αλλαγή  στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2000.

[9] Τον όρο πρότεινε ο Kevin Featherstone.

[10]  Πρωτοποριακή ήταν σχετικά με το θέμα αυτό η μελέτη του Robert D. Putnam  Making Democracy work, Prinston University Press, 1993.

[11] Βλ. μεταξύ  πολλών άλλων κείμενα των Σωκράτη Κονιόρδου, Χρήστου Παρασκευόπουλου, Νίκου Δεμερτζή, Πάνου Καζάκου   και Δημήτρη Α. Σωτηρόπουλου σε ειδικό αφιέρωμα  της επιθεώρησης πολιτικής και ηθικής θεωρίας Επιστήμη και Κοινωνία, Αθήνα, τεύχος 16, Άνοιξη 2006. Επίσης  Σωκράτης Κονιόρδος (επιμ.) Κοινωνικό κεφάλαιο, εμπιστοσύνη και κοινωνία των πολιτών, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2010.

[12] Συνθήκη ΕΕ, άρθρο 2. Βλ. επίσης Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του  2000. 

[13] Κωστας Αξελός Η μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας, επανέκδοση  Πληθώρα, Αθήνα 2010. Πρωτοδημοσιεύθηκε στο τέλος του εμφυλίου.

[14] Παναγιώτης Γεννηματάς  Ελλάς: Δύση ή Ανατολή;  Εκδόσεις Ροές, 2013.

[15] Το κείμενο περιλαμβάνεται στον τόμο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς Ταξίδι στο λόγο και στην ιστορία, τόμος Β, Αθήνα 1996. Παρόμοια επιχειρηματολογούσε ο Παναγιώτης Κονδύλης.

[16] Βλ. από την απέραντη σχετική βιβλιογραφία, Raffaele Simone, Το μειλίχιο τέρας. Γιατί η Δύση δεν πηγαίνει προς τα αριστερά, μετάφραση Μιχάλης Μητσός, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2011, σελ. 44.

[17] Βλ. σχετικά  Francis Fukuyama Tαυτότητα- Η απαίτηση για αξιοπρέπεια και η πολιτική της μνησικακίας, μετάφραση Σταύρος Β. Γαβαλάς εκδόσεις Ροπή, Αθήνα 2018.

[18] Οι θεωρητικές βάσεις τέθηκαν αρχικά από τον Mchel Foukault  (Επιτήρηση και τιμωρία).  Ακολούθησε η ατέλειωτη σειρά  δημοσιεύσεων για την αποδόμηση του εξουσιαστικούν λόγου.  Ο Φουκώ υποστήριξε ότι το πως και τι αισθανόμαστε ,τι μας κάνει αυτό που είμαστε  είναι οι περιορισμοί της σκέψης και όχι η σωματική η βιολογία. Με άλλα λόγια  μπορούμε να προσδιορίσουμε το ποιοι και τι είμαστε,  άνδρας ή γυναίκα, με τη βούλησή μας. Πρόκειται για την αποθέωση του υποκειμενισμού σε βάρος του πραγματικού.

[19] Κάρλο Ροσέλι Φιλελεύθερος σοσιαλισμός, μετάφραση Αχιλλέας Καλαμαράς,εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2013, σελ. 55.

ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ: Το δράμα της πολυσυλλεκτικότητας χωρίς ηγεμονικό ιδεολογικό στίγμα

Μετά την εκλογική αποτυχία του Ιουλίου και την απροσδόκητη εκλογή από τη βάση (ναι, από τη βάση) νέου προέδρου,  οι διαφωνούντες και οι τάσεις  του ΣΥΡΙΖΑ μόνον υπαινικτικά αναφέρθηκαν  στις αιτίες που η περιβόητη «βάση» και οι φίλοι της επέλεξαν με συντριπτική πλειοψηφία τον νεόφερτο κ. Στέφανο Κασσελάκη και όχι ηγετικά στελέχη με δυνατό κομματικό μητρώο όπως ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, η Έφη Αχτσιόγλου και ο Νίκος Παππάς μετά την αποχώρηση του Αλέξη Τσίπρα.

Τι συνέβη;

Η απροσδόκητη εξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν προϊόν αλληλένδετων παραγόντων, στους οποίους περιλαμβάνονται

  • η αντιφατική κυβερνητική θητεία 2015-19,
  • η απώλεια της προοπτικής για επιστροφή στην κυβέρνηση,
  • η χαλαρή πολυσυλλεκτικότητα του κομματος,  
  • σοβαρά προβλήματα εσωκομματικών αμεσοδημοκρατικών κανόνων του παιγνιδιού που είχαν επηρεασθεί από τον «σπόρο του από τα κάτω αυθορμητισμού»,[1]
  • η προγραμματική- ιδεολογική ασάφεια και η συρρικνωμένη απήχηση αναπαλαιούμενων ιδεών,
  • η ποιότητα της νέας ηγεσίας που φαίνεται ότι αδυνατούσε να συνθέσει κεντρόφυγες τάσεις, αλλά και
  • οι υστερήσεις σε θεωρία και πολιτική πράξη. 

Εδώ θα σταθούμε μόνο σε μερικά από αυτά – στο ενδοκομματικό παίγνιο εξουσίας, την πολυσελλεκτικότητα του κόμματος, τις θεωρητικές υστερήσεις και αβεβαιότητες.

Μετά την απώλεια της κυβερνητικής εξουσίας και την εκλογή προέδρου ήλθε στην επιφάνεια ένα παίγνιο εσωκομματικής διαπάλης για εξουσία εντός και εκτός του κόμματος σε ακραία εκδοχή. Προσωπικές αντιπαραθέσεις, αμοιβαία επίρριψη ευθυνών για την εκλογική αποτυχία, αμφισβήτηση πρώην υπουργών κλπ. κατέληξαν πρώτα στην αμφισβήτηση του νέου προέδρου και στη συνέχεια σε διαδοχικές αποσχίσεις. Ήταν ένα είδος «εμφυλιοπολεμικής αυτοκαταστροφής».[2] Κρίνοντας βέβαια από διάφορες δηλώσεις, διαπιστώνουμε ότι οι σχέσεις μεταξύ πολλών προβεβλημένων στελεχών και ομάδων ήταν από καιρό τεταμένες, όμως  δοκιμάσθηκαν ακόμη περισσότερο όταν  η εκλογή νέου προέδρου ανέτρεψε την κομματική επετηρίδα.

Παίγνια εξουσίας εμφανίζονται βέβαια ιδίως σε περιόδους κάμψης σε όλα τα μαζικά κόμματα που είναι σχεδόν εξ ορισμού πολυσυλλεκτικά.  Η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ, ακόμα και το ΚΚΕ, υπέφεραν συχνά από διασπάσεις στο παρελθόν. Όμως η πολυδιάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ και το ύφος των αντιπαραθέσεων  ξεπέρασε προηγούμενα επεισόδια! Συναφώς, πολλοί διαφωνούντες με τον νέο πρόεδρο αποχώρησαν επιδείχνοντας   ελάχιστο σεβασμό  στους κανόνες που είχαν ψηφίσει (εκλογή προέδρου από τη βάση, παράδοση της βουλευτικής έδρας σε περίπτωση αποχώρησης κλπ.) αποκαλύπτοντας μία υποκριτική στάση απέναντι στις δημοκρατικές διαδικασίες.

Το έδαφος για αυτή την απότομη εκδήλωση κεντρόφυγων δυνάμεων  είχε στρώσει κατ΄αρχάς η χαλαρή  πολυσυλλεκτικότητα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Την υποδήλωνε ευθαρσώς ο τίτλος: Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς- Προοδευτική Συμμαχία– δηλαδή συνασπισμός ριζοσπαστικών ομάδων και συμμαχία με άλλες τάσεις.  Το κόμμα-κίνημα είχε παύσει να αποτελεί ένα ομοιογενές μόρφωμα  καθώς πρόσθετε στις τάξεις του ετερογενή στοιχεία προερχόμενα από το ΠΑΣΟΚ, το πεδίο συντεχνιακών διεκδικήσεων, το ΚΚΕ, το ΚΚΕ/Εσωτερικού (ανανεωτική Αριστερα), αναρχοαυτόνομο χώρο, ταυτοτικές ομάδες κλπ.

Κατά διαστήματα η εσωτερική αντιπαράθεση επικεντρώθηκε στο δίλημμα «αριστερά ή κεντροαριστερά». Χαρακτηριστικά, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος πρόβαλε το αίτημα για αποκατάσταση της  αριστερής ταυτότητας  του κόμματος την οποία έβλεπε να χάνεται  και, εναλλακτικά, την υπερασπίσθηκε με την έξοδο από το κόμμα.  Διευκρίνιζε συχνά ότι «η ταυτότητα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν μπορεί να είναι ένα απλό άθροισμα κεντρώων, κεντροαριστερών, αριστερών, ριζοσπαστικών και άλλων απόψεων» (βλ. συνέντευξή του στην εφημερίδα «Γνώμη» της Πάτρας). Άλλα στελέχη, συμπεριλαμβανομένης της κ. Αχτσιόγλου, προτιμούσαν χαμηλόφωνα ένα άνοιγμα προς το κέντρο – την «κεντροαριστερή» λύση, χωρίς όμως ιδιαίτερες διευκρινίσεις του όρου, δηλαδή τι συνεπαγόταν για τον ρόλο του κράτους και της αγοράς, το ρυθμιστικό σύστημα, το ασφαλιστικό, τις ΔΕΚΟ, την εσωτερική ασφάλεια. Επίσης άνθισαν στο εσωτερικό της συμμαχίας πάσης φύσης αντιπαραθέσεις και σχήματα («συνιστώσες») που διεκδικούσαν την ορθή ερμηνεία της αριστερής ταυτότητας. Τη σύγχυση επέτεινε ο ακτιβισμός όσων είχαν μετακινηθεί από το ΠΑΣΟΚ.

Η διαδικασία εκλογής προέδρου από τη βάση, προϊόν «αμεσοδημοκρατικών» αντιλήψεων, χωρίς ενδιάμεσα θεσμικά φίλτρα (Κεντρική Επιτροπή, Κοινοβουλευτική Ομάδα κλπ)  αντί να ενώσει, έδωσε τη ευκαιρία στις διάφορες ομάδες  να διεκδικήσουν αυξημένα μερίδια εσωκομματικής επιρροής.    Άλλωστε, από το 2019  δεν υπήρχε πλέον ο συγκολλητικός ιστός της κυβερνητικής εξουσίας.

Η απρόβλεπτη ένταση των φυγόκεντρων δυνάμεων στον ΣΥΡΙΖΑ δεν οφείλεται μόνο  στην πολυσυλλεκτικότητα και ετερογένεια του κόμματος, αλλά και σε κρίσιμες θεωρητικές-ιδεολογικές εκκρεμότητες. Κατά τη γνώμη μου, η σπουδαιότερη ήταν η εξής: πως θα μπορούσε να εφαρμοσθεί «αριστερή» πολιτική (και ποια ακριβώς) σε μία χώρα που είναι ενταγμένη σε ΕΕ,  ΝΑΤΟ, ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΠΟΕ και, επιπλέον είναι στενά συνδεδεμένη με τη Δύση  με πολυεπίπεδες εμπορικές, επενδυτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές ανταλλαγές.

Σε αυτή την κρίσιμη αποσαφήνιση, που θα παρήγαγε  ένα ενοποιητικό πλαίσιο, δεν συνεισέφεραν οι διανοούμενοι του κόμματος, οι οποίοι δεν αξιοποίησαν τις τραυματικές για αυτούς κυβερνητικές εμπειρίες 2015-2019 – μιας ενδιαφέρουσας περιόδου για σχετικές θεωρητικές δοκιμές.  Τότε  η κυβέρνηση ΣΥΡΙΑΝΕΛ για να αποφύγει τη χρεοκοπία της χώρας αναγκάσθηκε να εφαρμόσει ένα τρίτο σκληρό Μνημόνιο (= πρόγραμμα προσαρμογής) και μερικές σημαντικές μεταρρυθμίσεις στη δημοσιονομική και κοινωνική πολιτική (ιδιωτικοποιήσεις, ασφαλιστική μεταρρύθμιση, μεταβίβαση στην Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας («υπερταμείο») μεγάλου μέρους της δημόσιας περιουσίας, ενεργοποίηση του αυτόματου μηχανισμού  δημοσιονομικής διαχείρισης για την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων  κ.α.  [3] 

Όλα αυτά δεν είχαν σχέση με τις αντιλήψεις που είχαν καλλιεργηθεί από δεκαετίες στην Αριστερά, προκάλεσαν σύγχυση και εντάσεις, μαζί με άλλους παράγοντες, βραδυφλεγώς  μετά την απώλεια της προοπτικής για επιστροφή στην κυβέρνηση το 2023.

Όμως, καθ΄οδόν προς τις εκλογές του 2015 αλλά και μετά,  όλα τα κείμενα αξιώσεων (Κώστας Λαπαβίτσας, Γιαννης Μηλιός, Γιάνης Βαρουφάκης κ.α.) επέκριναν δραστικά την ΕΕ.[4] Την περίοδο της κρίσης και των Μνημονίων απαιτούσαν την ηρωική έξοδο της χώρας  από την ΕΕ και την Ευρωζώνη.[5] Πολλοί συνόδευαν την  αποσύνδεση από την ΕΕ με τριτοκοσμικές φαντασιώσεις π.χ. για την κατάσταση στη Βενεζουέλα ή πιθανή βοήθεια άνευ όρων από τη Ρωσία. Παλαιότερα πρόβαλαν την ιδέα της «αυτοδύναμης ανάπτυξης» και, την περίοδο των Μνημονίων, ενός νέου «παραγωγικού μοντέλου». Το περιεχόμενό της παρέμενε όμως  νεφελώδες. Το αποτέλεσμα ήταν η διαρκής αντιπαράθεση με την ΕΕ για την εφαρμογή του τρίτου Μνημονίου που είχε υπογράψει η κυβέρνησή τους.

Όλα αυτά συνέβησαν σε μια εποχή εντεινόμενων ανταγωνισμών των μεγάλων δυνάμεων, αναταραχών και  μεταβολών στην παγκόσμια οικονομία. Ήταν περίπου κάλεσμα στις πολυεθνικές να μη θεωρήσουν την Ελλάδα ως φιλικό τόπο παραγωγής και επενδύσεων παρά τα προφανή γεωγραφικά και άλλα πλεονεκτήματά της. Το αποτέλεσμα θα ήταν βέβαια η αποσύνδεση της χώρας από τα διεθνή δίκτυα συναλλαγών και πτώση της ανάπτυξης.

Λόγω αυτής της θεμελιώδους στάσης, δεν τίθετο καν  θέμα μεταρρυθμίσεων για προσαρμογή στο μεταβαλλόμενο διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον, ούτε κοινωνικών συμμαχιών με αστικές δυνάμεις και λειτουργικών συμβιβασμών στο εσωτερικό. Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, οι σοβαρές θεωρητικές παρεμβάσεις όπως του Ευκλείδη Τσακαλώτου[6] και του Γιώργου Σταθάκη[7] εστίαζαν στην κριτική της πολιτικής προσαρμογής που επιδίωκε η .… κεντροαριστερά και του εκσυγχρονισμού επί πρωθυπουργίας  Κώστα Σημίτη. Έχοντας έτσι ορθώσει τείχος έναντι των πιθανών συμμάχων της κεντροαριστεράς και με δεδομένο το αμετακίνητο αντικαπιταλιστικό τείχος του ΚΚΕ δεν έμενε παρά να αναζητηθούν  αντικρουόμενες «αυθεντικές» ερμηνείες του όρου Αριστερά.

 Όμως η πνευματική ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να είχε αντλήσει  (κριτικά βεβαίως)  ιδέες από τις ιστορικές της εμπειρίες της ελληνικής κεντροαριστεράς και, οπωσδήποτε, από τον πλούτο ιδεών που είχε γεννήσει η ευρωπαϊκή δημοκρατική Αριστερά. Ειδικά οι θέσεις των κομμάτων της για  κεντρικά στοιχεία του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού, τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τη δογματική κληρονομιά  είχαν απασχολήσει φερ΄ ειπείν το Ιταλικό ΚΚ την εποχή του Berlinguer όταν υιοθέτησε τον πασίγνωστο ιστορικό συμβιβασμό (compromesso historico),[8] το Εργατικό κόμμα στο Ενωμένο Βασίλειο με το πρόγραμμα του τρίτου δρόμου (third way), και απασχολούν σήμερα όλα τα κόμματα της δημοκρατικής  Αριστεράς  στην Ευρώπη όπως δείχνουν οι συζητήσεις για αποσαφήνιση της προοδευτικής πολιτικής.[9]

Κατά τη γνώμη μου, τα προηγούμενα  θεωρητικά-ιδεολογικά και πολιτικά ελλείμματα συνυφαίνονται με την διφορούμενη στάση έναντι της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Οι  απόψεις των στελεχών για τη διάκριση των εξουσιών, την έννομη τάξη, τις ανεξάρτητες αρχές, ακόμα και για τις ατομικές ελευθερίες ήταν στην καλύτερη περίπτωση διφορούμενες όπως φάνηκε την περίοδο διακυβέρνησής τους 2015-2019.

Πρέπει όμως να τονισθεί ότι  η ηγεσία του  ΣΥΡΙΖΑ έβλεπε  ότι υπήρχε ένα  ρήγμα μεταξύ του προτύπου της φιλελεύθερης δημοκρατίας στην Ελλάδα (όπως ορίζεται στο Σύνταγμα)  και της πραγματικότητάς της. Συναφώς,  τόνιζε ακατάπαυστα ότι

  • οι κυβερνήσεις  επιχειρούσαν να ελέγξουν τη Δικαιοσύνη με μια απέραντη ποικιλία μέσων, καθιερώνοντας μεταξύ άλλων την επιλογή της ηγεσίας της από το υπουργικό συμβούλιο,
  • οι  ανεξάρτητες αρχές ήταν εκτεθειμένες σε κομματικές επιρροές της εκάστοτε κυβέρνησης,
  • οι πελατειακές συναλλαγές στα δημόσια έργα και ΔΕΚΟ κατέληγαν σε λαθεμένες προτεραιότητες, εύθραυστες υποδομές, σπατάλη πόρων και διαφθορά,
  • η Δημόσια Διοίκηση  ήταν κομματικοποιημένη κλπ.

 Ως ένα βαθμό η κατά βάση ορθή αυτή κριτική αποδείχθηκε υποκριτική όταν κυβέρνησε ο ΣΥΡΙΖΑ και υιοθέτησε παρόμοιες μεθόδους. Εκτός τούτου, όπως σημειώσαμε,   στο πνευματικό κλίμα της Αριστεράς ασκούσαν γοητεία απωθητικά θεσμικά πρότυπα τύπου Βενεζουέλας.  Τέλος, ουδέποτε ξεκαθαρίσθηκε  αν η  κριτική της αφορούσε στις στρεβλώσεις και όχι τις βασικές αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ο πολιτικός της λόγος παρέμεινε με την έννοια αυτή αντισυστημικός και μάλιστα σε μία εποχή που οι διαθέσεις της κοινής γνώμης άλλαζαν. Και έγινε λιγότερο πειστικός όταν ο ΣΥΡΙΖΑ σχημάτισε κυβέρνηση και βρέθηκε αντιμέτωπος με τη θεσμική  πραγματικότητα του ευρωπαϊκού συστήματος (και του παγκόσμιου καπιταλισμού) με όλα τους τα κουσούρια.

Η αυλαία του δράματος δεν θα πέσει σύντομα.


[1] Βλ. Κώστας Μποτόπουλος  « Από την αυτοοργάνωση στην αυτοδιάλυση», εφημερίδα τα Νέα, 18-19. 11. 2023.

[2] Όπως το διατύπωσε ο Δημήτρης Σεβαστάκης στο κείμενό του «Στερεά εξαέρωση», εφημερίδα τα Νέα 18-19.11.2023.

[3] Βλ. Πάνος Καζάκος  Τέλος των ψευδαισθήσεων; Ελεγχόμενες πτωχεύσεις, οικονομική κρίση και μνημόνια 2009-2019, Παπαζήσης, 2020.

[4] Βλ. μεταξύ πολλών άλλων Νάντια Βαλαβάνη Η αρπαγή της Ελλάδας, Νέα Σύνορα, 2015, Γιάνης Βαρουφάκης  Ανίκητοι ηττημένοι, Πατάκης, 2017, Κώστας Λαπαβίτσας Η Ευρωζώνη ανάμεσα στη λιτότητα και την αθέτηση πληρωμών, εκδόσεις Λιβάνη, 2910, Γιάννης Μηλιός Από την κρίση στην κυβέρνηση της αριστεράς. Η στρατηγική των αναγκών, Πεδίο, 2014, Κώστας Λαπαβίτσας κ.α. Οικονομική πολιτική για την ανάκαμψη της Ελλάδας, Λιβάνης, 2018,

[5] Ακόμα και ο μετριοπαθής Γιάννης Δραγασάκης έθετε μεν τα σωστά ερωτήματα  αλλά κρατούσε ανοιχτές «όλες τις επιλογές» σε περίπτωση επιθετικής στάσης των δανειστών μας στο ζήτημα του χρέους. Βλ. Γιάννης Δραγασάκης Ποια έξοδος; Από ποια κρίση; Με ποιες δυνάμεις; Ταξιδευτής 2012, σελ. 63.

[6] Ευκλείδης Τσακαλώτος  Οι αξίες και η αξία της αριστεράς- Ένα αντι-εκσυγχρονιστικό δοκίμιο, Κριτική  2005. 

[7] Γιώργος Σταθάκης  Ατελέσφορος εκσυγχρονισμός, Βιβλιόραμα, 2007.

[8] Βλ. διεξοδική εξέταση στο Γιάννης Μπαλαμπανίδης  Ευρωκομμουισμός, Πόλις 2015.

[9] Βλ. ενδεικτικά  το εγχειρίδιο ιδεών Making progressive politicς work, Policy Network, London 2014 με άρθρα ηγετικών πολιτικών, διανοουμένων, ακαδημαϊκών  κ.α. Είναι προϊόν συνδιάσκεψης με το ίδιο θέμα που πραγματοποιήθηκε στην Ολλανδία. Στην Ελλάδα στο ίδιο πνεύμα κινείται το Δίκτυο για τη μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη της Άννας Διαμαντοπούλου.

1982 – το πρώτο έτος μιας αντιφατικής διακυβέρνησης.

Καθημερινή της Κυριακής, 3.3.2024

Το οργανωτική πλαίσιο του κειμένου αυτού είναι ένα έτος- το πρώτο έτος κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ. Αυτό περιορίζει το οπτικό πεδίο καθώς αφήνει λίγο χώρο για τις δομικές αλλαγές που συμπληρώθηκαν τα επόμενα χρόνια μέχρι την πρώτη κρίση του 1985. Όμως ήδη το 1982 έχουμε τις απαρχές αμφισημιών και αντιφατικών ρευμάτων σκέψης και πολιτικής που σημάδεψαν τις δεκαετίες της μεταπολίτευσης.  

Η εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ και ο σχηματισμός κυβέρνησης τον Νοέμβριο του 1981 σήμαινε διαφορετικά πράγματα για διαφορετικά τμήματα της κοινωνίας. Για πολλούς συνυφάνθηκε με αντιφατικές προσδοκίες για αποτελεσματικότερη διαχείριση της οικονομίας, που είχε περιέλθει σέ κατάσταση στασιμοπληθωρισμού, ληξιπρόθεσμο κοινωνικό εκσυγχρονισμό αλλά και προάσπιση «κεκτημένων» τα οποία θεωρούσαν ότι απειλούσε η ένταξη στην ΕΕ. Στο σύνθημα της «αλλαγής» ο καθένας  έδινε διαφορετικό περιεχόμενο, αλλά το τρόπον τινά επίσημο ιδεολογικό στίγμα που καθόριζε ο χαρισματικός Ανδρέας Παπανδρέου ήταν σαφώς αντιδυτικό και ασαφώς «σοσιαλιστικό» και τοποθετούσε την Ελλάδα στον χώρο της παγκόσμιας περιφέρειας την οποία εκμεταλλεύονται οι μητροπόλεις.

               Μακροοικονομικός λαϊκισμός.

Το πλέον πολυσυζητημένο χαρακτηριστικό της δεκαετίας του ’80 ήταν η χαλαρή δημοσιονομική πολιτική που οδήγησε σε ελλείμματα και δύσκολα διαχειρίσιμη συσσώρευση δυσβάστακτων χρεών. Ανταποκρινόταν στο πρότυπο του μακροοικονομικού λαϊκισμού. Οι κριτικοί επεσήμαναν ότι μια χώρα με συνεχή τεράστια ελλείμματα συσσωρεύει χρέη και θα αντιμετωπίσει αργά ή γρήγορα προβλήματα δανεισμού.

Η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ μόλις σχηματίσθηκε επέτεινε την πολιτική ελλειμμάτων που ήδη είχε αρχίσει από την προκάτοχό της το 1981 αυξάνοντας  τις δαπάνες για μισθούς και συντάξεις στο δημόσιο, την απασχόληση στο Δημόσιο και καλύπτοντας τα  διευρυμένα ελλείμματα της κοινωνικής ασφάλισης, των δημοσίων επιχειρήσεων και τις νέες υποχρεώσεις για την εξυπηρέτηση του χρέους, ενώ τα φορολογικά έσοδα υστερούσαν σε σχέση με αυτές. Ο ελάχιστος μισθός αυξήθηκε κατά 40%! Οι δαπάνες άμβλυναν τις κοινωνικές ανισότητες- προσωρινά.  Η  πολιτική αυτή στηριζόταν, μεταξύ άλλων,  στην υπόθεση ότι   οι νέες δαπάνες θα παρέσυραν προς τα επάνω  την παραγωγή σε συνδυασμό πάντως με μία πολιτική  προγραμματισμένης αντιμετώπισης των «διαρθρωτικών προβλημάτων» της ελληνικής οικονομίας μέσω επεκτεινόμενης κρατικής παρέμβασης.  Έτσι μεσο- ή μακροπρόθεσμα η ανάπτυξη θα επέτρεπε την επιστροφή στη δημοσιονομική ισορροπία.

Όμως, η πολιτική εκείνη  παράβλεπε τις αρνητικές επιπτώσεις στις ιδιωτικές επενδύσεις, την αναποτελεσματικότητα του Δημοσίου και των κομματικών στελεχών, το γεγονός ότι η Ελλάδα μόλις είχε ενταχθεί στην ΕΕ (το 1981) και, επομένως, άνοιγε την αγορά της στον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό. Αναπόφευκτα, οι εισοδηματικές αυξήσεις οδήγησαν σε αύξηση των εισαγωγών καταναλωτικών αγαθών αντί της εγχώριας παραγωγής. Γενικά, ακόμα και προβεβλημένα στελέχη της κυβέρνησης όπως ο Απόστολος Λάζαρης  αναγνώρισαν αργότερα ότι οι πάσης φύσης εισοδηματικές αυξήσεις  ήταν  συνολικά λαθεμένη επιλογή (Βλ. Γιάννης Βούλγαρης  Η Ελλάδα της μεταπολίτευσης 1974-1990, θεμέλιο 2001, 173-4).

Το 1983 η κυβέρνηση αναγκάσθηκε να υποτιμήσει τη δραχμή και το 1985 να εφαρμόσει ένα σταθεροποιητικό πρόγραμμα έναντι έκτακτης βοήθειας από την ΕΕ.

Ένα  ενδιαφέρον μέτρο   γενικής οικονομικής πολιτικής του 1982 ήταν  η αυτόματη τιμαριθμική προσαρμογή (ΑΤΑ). Όπως είχε αναγγείλει στις προγραμματικές δηλώσεις της η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου «η προσαρμογή θα ήταν πλήρης για εισοδήματα  μέχρις ενός επιπέδου ανεκτής διαβίωσης», πέρα από το οποίο θα κλιμακωνόταν σε χαμηλότερα επίπεδα (βλ. Πρακτικά της Βουλής, 22 Νοεμβρίου 1981).  Ο κύριος στόχος της ήταν να αποκαθιστά συνεχώς την αγοραστική δύναμη των χαμηλόμισθων που χανόταν λόγω του πληθωρισμού.  Η αυτόματη τιμαριθμική προσαρμογή επικρίθηκε έντονα με το σκεπτικό ότι θα επιτάχυνε τον πληθωρισμό γιατί θα προκαλούσε ένα σπιράλ μισθών- τιμών και θα δημιουργούσε προβλήματα ανταγωνιστικότητας στην παραγωγική βάση της χώρας.  Η αυτόματη τιμαριθμική προσαρμογή θα διορθωθεί δύο χρόνια αργότερα με κάποιους ντροπαλούς ετεροχρονισμούς  των μισθολογικών αυξήσεων μεταθέτοντας την καταβολή τους κατά ένα τετράμηνο.

               Οι σχέσεις με την ΕΕ.

Συμβατή με τη γενικότερη κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής ήταν και η αναζήτηση νέας ισορροπίας ανάμεσα σε προεκλογικές διακηρύξεις για αποχώρηση από την ΕΟΚ και στη νέα κυβερνητική πλέον θέση για αναδιαπραγμάτευση των όρων της ένταξης. Η λύση βρέθηκε με το περιβόητο «Μνημόνιο» που υπέβαλε η κυβέρνηση τον Φεβρουάριο του 1982. Κατά την άποψη της κυβέρνησης οι κανόνες της κοινής αγοράς  είχαν αρνητικές επιπτώσεις στις χώρες της ευρωπαϊκή περιφέρειας.  Τις επιπτώσεις αυτές δεν αντιστάθμίζαν οι μεταφορές πόρων μέσω του κοινοτικού προϋπολογισμού.  Για τους λόγους αυτούς το «Μνημόνιο» ζητούσε  εξαίρεση από τους κανόνες της «κοινής αγοράς» και περισσότερη βοήθεια. (βλ. Πάνος Καζάκος Ανάμεσα σε κράτος και αγορά. Οικονομία και οικονομική πολιτική στη μεταπολεμική Ελλάδα,  Πατάκης, 2001, σελ. 366 και μετά).  

Για την πολιτική αξιολόγηση του Μνημονίου εκείνου  έχει σημασία να λάβουμε υπόψη ότι το θεμέλιο της της ΕΕ ήταν και παραμένουν οι κανόνες της κοινής αγοράς (σήμερα: της εσωτερικής αγοράς) που ρυθμίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, εργασίας και κεφαλαίου. Δεν άπρεπε να αναμένεται ότι η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να πετύχει εν λευκώ εξουσιοδότηση για να αποκλίνει μονίμως από ο πλαίσιό τους, Συναφώς, η επιδίωξη της εξαίρεσης υποβάθμιζε την ανάγκη για προσαρμογή στο νέο οικονομικό περιβάλλον.

               Αμφίσημος θεσμικός εκσυγχρονισμός.  

Τέλος σειρά ολόκληρη μέτρων εξέφραζαν διάθεση θεσμικού εκσυγχρονισμού. Επομένως είναι άδικο να τη θεωρήσουμε συνολικά και αποκλειστικά την πολιτική εκείνη  λαϊκιστική. Εδώ εντάσσεται ο νόμος-πλαίσιο για τα ΑΕΙ  1268/1982 (συν προεδρικά διατάγματα) που επέφερε σημαντικές αλλαγές στην οργάνωση και λειτουργία των Πανεπιστημίων. Ωστόσο, οι νέες τυπικές ρυθμίσεις δεν άργησαν να νοθευθούν ως ένα βαθμό στην πράξη από την κυρίαρχη πολιτική κουλτούρα του κομματισμού και της πελατειακής συναλλαγής.

Σημαντικότερη ήταν ίσως η μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου. Ο νόμος 1250/82 καθιέρωσε τον πολιτικό γάμο παράλληλα με τον θρησκευτικό. Ο επόμενος νόμος 1329/1983 είχε ριζοσπαστικό χαρακτήρα και ήταν ίσως η σπουδαιότερη έκφραση του θεσμικού εκσυγχρονισμού  που προώθησε το κίνημα. Ο νόμος εκείνος στηρίχθηκε στις πρόνοιες του Συντάγματος του 1975 (άρθρα 2 και 116), πρόβλεψε μεταξύ άλλων την κατάργηση της προίκας που έδινε στον γάμο χαρακτήρα αγοραίας συναλλαγής, αποποινικοποίησε τη μοιχεία, κατοχύρωσε τον πολιτικό γάμο, αφαίρεσε από το διαζύγιο τον θρησκευτικό του χαρακτήρα, αποδέσμευσε  τη διατροφή από την αναζήτηση του υπαιτίου για το διαζύγιο, άλλαξε τις σχέσεις των παιδιών με τους γονείς. Συνολικά, όπως πυκνά εκτίμησε η Χριστίνα Ακριβοπούλου  «ο νόμος αναίρεσε τον μοντέλο της πατριαρχικής οικογένειας» (βλ. πυκνογραμμένο λήμμα της στο Β. Βαμβακάς και Π. Παναγιωτόπουλος (επιμέλεια) Η Ελλάδα στη δεκαετία του ΄80, Πέρασμα, 2010).  

Τέλος, μέρος της ευρύτερης αλλαγής του θεσμικού πλαισίου  ήταν και ο νόμος 1264/1982 για τον συνδικαλισμό  που σηματοδότησε μια νέα φάση στην οποία η ευρύτερη συμμετοχή (ο εκδημοκρατισμός) συνδέθηκε με διαφορετικό κομματικό έλεγχο των οργανώσεων. Συνολικά αποτιμώντας τα γεγονότα, το 1982 δόθηκε το έναυσμα για μια υπερβολικά επεκτατική (μακρο)οικονομική πολιτική και πολλές θεσμικές αλλαγές που ανταποκρίθηκαν εν πολλοίς σε διάχυτα αιτήματα για εκσυγχρονισμό. Όμως περαιτέρω μέτρα τη δεκαετία που ακολούθησε (ευρείας κλίμακας κρατικοποιήσεις, ψευδοδημοκρατικός προγραμματισμός, «κοινωνικοποίηση» των «κρατικών» επιχειρήσεων, «εποπτικά συμβούλια» σε επιλεγμένους κλάδους  κ.α. ) προκάλεσαν νέες αβεβαιότητες και επέτειναν τα διαρθρωτικά προβλήματα της χώρας.

Μετά τη Λωζάνη: Παράδοση και νεωτερικότητα στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. 

Δημοσiεύθηκε στο   BooksJournal,  τεύχος  144  Ιούλιος 2023].

 Τα γεγονότα μετά τη μικρασιατική καταστροφή είναι γνωστά, αν και οι ερμηνείες τους διαφέρουν.  Προτείνω  να τα δούμε από τη σκοπιά της διελκυστίνδας μεταξύ παράδοσης και νεωτερικότητας.

Στις έννοιες  παράδοση και νεωτερικότητα συμπυκνώνονται αξίες, θεσμοί και αντιλήψεις που καθοδηγούν τη σκέψη και τη συμπεριφορά των ατόμων. Η νεωτερικότητα είναι πολύμορφη.  Εδώ μας ενδιαφέρει η  φιλελεύθερη-δημοκρατική αντίληψη, προς την οποία προσανατολίσθηκαν εν μέρει  κυβερνήσεις και τμήμα της κοινωνίας στην Ελλάδα. Περιλαμβάνει ιδεοτυπικά μεταξύ άλλων τις ατομικές ελευθερίες, την ασφάλεια ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, την ισότητα έναντι του νόμου, αλλά και, αρχικά, έμφαση στην παραγωγή και απασχόληση, δημοκρατικούς πολιτικούς θεσμούς (σύνταγμα, εκλογές, Βουλή, διάκριση των εξουσιών κλπ.), αγορές απαλλαγμένες από αυθαίρετες πολιτικές παρεμβάσεις, το  κοινωνικό κράτος. [1]

Από την άλλη πλευρά, η παράδοση τιμάται  επειδή έχει ρίζες στην εμπειρία γενεών και δομείται γύρω από επαναλαμβανόμενες κοινωνικές πρακτικές. Πολιτικοί επιστήμονες θεωρούν ότιη παράδοσησυνοψίζεται  ιδεοτυπικά σε τρία στοιχεία[2]: Το έθνος, την οικογένεια, και την Ορθοδοξία. Προσθέτω και το πελατειακό σύστημα  – ένα σύνολο πρακτικών, άτυπων δικτυώσεων και συναλλαγών εκτός και, συχνά, εναντίον της λογικής της αγοράς και των τυπικών κανόνων του κράτους δικαίου. Παίζει καθοριστικό ρόλο και επηρεάζει το αποτέλεσμα ακόμα και νεωτερικών θεσμών και διαδικασιών. Αντικαθρεφτίζει βαθιά ριζωμένες αξίες. Όπου επικρατεί, αποκαλύπτει κοινωνίες «μη εμπιστοσύνης» (nontrust societies), ή χαμηλής εμπιστοσύνης όπου τα άτομα δύσκολα αναπτύσσουν ικανότητα συνεργασίας με άλλα εκτός του οικογενειακού κύκλου. Η οικογένεια είναι ένας ισχυρός μηχανισμός αλληλεγγύης και επιβίωσης ιδίως σε δύσκολες στιγμές.

Η παράδοση και η νεωτερικότητα δεν είναι αναλλοίωτα φαινόμενα και συνυπάρχουν ανταγωνιστικά και σε κυμαινόμενη ισορροπία μεταξύ τους  σε όλες τις παρατάξεις του Μεσοπολέμου.

Παράδοση και νεωτερικότητα στον μεσοπόλεμο.

Στο πολιτικό-κομματικό επίπεδο κατά τον Μεσοπόλεμο  η χώρα υπέφερε από αλλεπάλληλα στρατιωτικά πραξικοπήματα. Επίσης, η   πολιτική ζωή παράμενε τοξική. Μέχρι  το τέλος της περιόδου μαινόταν η αντιπαράθεση βενιζελικών και βασιλικών.   

Παλαιοί και νέοι πληθυσμοί είχαν με τους παλαιούς διαφορετικά αλλά και κοινά χαρακτηριστικά. Οι νέοι πληθυσμοί διέφεραν κατ΄αρχάς από τους παλαιούς πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά. Όσοι ήλθαν από τις αστικές περιοχές της Μικράς Ασίας διέθεταν πιο δυνατή επιχειρηματική φλέβα και αναζητούσαν νέες ευκαιρίες για επιβίωση και πρόοδο. Είχαν γίνει περισσότερο εξωστρεφήκαθώς  ζούσαν  στο πολυεθνικό πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αλλά σε σύγκριση με τους παλαιούς κατοίκους δεν ήταν λιγότερο προσκολλημένοι στον  πυρήνα της  παράδοσης- την Ορθοδοξία και την οικογένεια. Ίσως δεν έχει διερευνηθεί η σημασία της Ορθοδοξίας για τη βαθμιαία (και βασανιστική πάντως) ένταξη των προσφύγων στην ελλαδική κοινωνία. Η Ορθοδοξία παρέμεινε στον πυρήνα του έθνους κατά τη νέα περίοδο.

Την ίδια σημασία με την Εκκλησία λόγω των εξαιρετικών συνθηκών διατήρησε η οικογένεια. Δεν ήταν θεσμός που υπεράσπιζαν μόνον οι βασιλικοί ή αν θέλετε οι παλαιοκομματικοί.  Αν και είχε διαφορετικό περιεχόμενο στους μικρασιάτες πρόσφυγες σε σύγκριση με τη θεσσαλική ή πελοποννησιακή, ήταν γενικά ένας ισχυρός μηχανισμός αλληλεγγύης και επιβίωσης σε δύσκολες εποχές στις οποίες οι δυνατότητες του πτωχευμένου κράτους ήταν περιορισμένες και η φτώχεια είχε διογκωθεί.  Οι άνθρωποι μετά τον ξεριζωμό και την οικονομική καταστροφή μπορούσαν να καταφεύγουν στους οικογενειακούς δεσμούς. Επίσης, οι μεταρρυθμίσεις σε αγροτικό τομέα και βιοτεχνία -βιομηχανία ευνόησαν την μικρή οικογενειακή επιχείρηση.

 Οι νέοι πληθυσμοί όμως είχαν λόγω συνθηκών και ιστορικής εμπειρίας στην Οθωμανική Τουρκία  προσδοκίες μάλλον για συλλογικά αγαθά (ασφάλεια, διανομή γης, υγειονομική περίθαλψη κ.α.)  παρά για τις προσωπικές εκδουλεύσεις που υποσχόταν οι παλαιοκομματισμός στον οποίο είχαν εξοικειωθεί οι παλαιοί πληθυσμοί στην  Ελλάδα.

Εν τούτοις, τον Μεσοπόλεμοη χώρα συνέχισε στον δρόμο του θεσμικού εκσυγχρονισμού που είχε διακοπεί το 2019. Τον επέβαλαν οι ανάγκες που προκάλεσε η μικρασιατική περιπέτεια. Ο κρατικός παρεμβατισμός διευρύνθηκε και διαφοροποιήθηκε παρά τον διχασμό, τα στρατιωτικά πραξικοπήματα, τις πολιτικές αντιπαλότητες, και τις αγκυλώσεις του  ελληνικού κράτους.   Πραγματοποιήθηκε  ένα εντυπωσιακό έργο στις υποδομές (αποξηράνσεις, απαλλοτριώσεις, σχολικά κτίρια  κ.α.) και  ένα ευρύ για τα οικονομικά δεδομένα της εποχής  προνοιακό πρόγραμμα, εργαστήρια για την απασχόληση προσφύγων, προστασία της εγχώριας παραγωγής  κ.α.[3]

Η χώρα ανέκαμψε από τις συνέπειες της μικρασιατικής καταστροφής. Το ελληνικό κράτος (παρά τα δομικά του προβλήματα) κατάφερε να ενσωματώσει εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες (περίπου  το 1/3 του πληθυσμού) στον οικονομικό και κοινωνικό ιστό ενώ την ίδια στιγμή ήταν πτωχευμένο (χρεοκοπημένο). Παρά τις αναταράξεις επίσης αναμορφώθηκε το πολίτευμα και  αποφεύχθηκε η λήψη αποφάσεων ερήμην της χώρας στη διπλωματική σκηνή της Ευρώπης.

Το έργο τη αποκατάστασης των νέων πληθυσμών  στην Ελλάδα υποστηρίχθηκε από τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό και την Κοινωνία των Εθνών με βοήθεια και δάνεια.  Το 1923 ιδρύθηκε η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ) που αποτελούνταν από δύο Έλληνες διορισμένους από την κυβέρνηση και δύο ξένους διορισμένους από την Κοινωνία των Εθνών.  Πρόεδρος της ΕΑΠ ήταν υποχρεωτικά ένας ξένος, υποχρεωτικά Αμερικανός! Η αποκατάσταση γινόταν λοιπόν υπό διεθνή εποπτεία πέρα από την έμμεση εποπτεία των κεφαλαιαγορών. Σκοπός της ΕΑΠ ήταν να συντονίζει τη βοήθεια για τους πρόσφυγες  και να επιβλέπει τη χρηστή διαχείριση των δανείων. Η ΕΑΠ ανήγειρε 20 χιλ. κατοικίες και χρηματοδότησε την ανέγερση  χώρων για την εγκατάσταση αργαλειών  σε κάθε προσφυγικό συνοικισμό δίνοντας έτσι ώθηση στην ανάπτυξη της ταπητουργίας.  Φυσικά οι ανάγκες ήταν πολύ μεγαλύτερες.

Τα μέτρα που αναφέραμε καθώς και άλλα στη συνέχεια συνεπάγονταν επέκταση και αναμόρφωση  του κρατικού παρεμβατισμού, που είναι συγκεντρωτικός από τη φύση του και ένα νεωτερικό κατά βάθος φαινόμενο που αντιδιαστέλλεται προς την κατακερματισμένη προνεωτερική κοινωνία. Δυνητικά, υποκαθιστά εξατομικευμένες εκδουλεύσεις με συλλογικά αγαθά. Όμως, στην Ελλάδα ναι μεν έτεινε να παράγει συλλογικά αγαθά, αλλά δεν στηρίχθηκε μόνο σε γενικής ισχύος κανόνες και εμποτίσθηκε από τι αξίες της παράδοσης και της οικογένειας.

Τις  δεκαετίες του ΄20 και ’30 έγινε εμφανέστερη η αντίθεση παράδοσης και νεωτερικότητας.

Εκσυγχρονισμός της θεσμικής δομής έναντι παράδοσης.

Μπορούμε να θεωρήσουμε το Σύνταγμα του 1927  ως μέρος μιας ευρύτερης  διαδικασίας εκσυγχρονισμού της θεσμικής δομής.[4] Καθιέρωσε τον θεσμό του αιρετού  ανώτατου άρχοντα  καταργώντας έτσι την κληρονομική μοναρχία, θέσπιζε δύο νομοθετικά σώματα, τη Βουλή και τη Γερουσία, με βάση ένα ιδιότυπο εκλογικό σύστημα, επανίδρυσε το Συμβούλιο της Επικρατείας, θέσπισε  κοινωνικά δικαιώματα σε σχέση με την τέχνη, τις επιστήμες, την εργασία και την εκπαίδευση.

 Το Σύνταγμα του 1927 επιχείρησε επίσης να υψώσει αναχώματα κατά του κατακερματισμού των πολιτικών χώρων (του βενιζελικού και του βασιλικού) και της κυβερνητικής αστάθειας ενισχύοντας «ήπια» την εκτελεστική εξουσία. Όπως το έθεσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος,

 «η σημερινή εκτελεστική εξουσία είναι ανίκανος ν΄ ανταποκριθή προς τα καθήκοντά της, διότι είναι ανίσχυρος, ευρισκομένη υπό την πλήρη εξάρτησιν  της νομοθετικής εξουσίας, η οποία επηρεάζεται πάλιν  από την ανάγκην να μη δυσαρεστήση  τας διαφόρους εκλογικάς ομάδας, δια να μη διακινδυνεύση η επανεκλογή  των αποτελούντων αυτήν βουλευτών».[5]  

Το Σύνταγμα του 1927 Ίσχυσε μόνο για οκτώ έτη καθώς υπέκυψε όταν οι πολιτικές ισορροπίες στις οποίες βασιζόταν ανατράπηκαν με τη υποχώρηση του βενιζελισμού και άνοιξε ο δρόμος για την επιστροφή της Βασιλείας.  Δεν απέτρεψε ούτε την ανάμειξη του στρατού στις πολιτικές διαδικασίες.

Το Σύνταγμα του 1927 είχε εναντίον του προνεωτερικές νοοτροπίες, τον διχασμό, τις φατρίες του στρατού και, εν μέρει της πελατειακής πολιτικής, τη σκληρή οικονομική πραγματικότητα και, οπωσδήποτε, μια βαθύτατα αντιφατική «Ευρώπη» όπου ανερχόταν ο φασισμός, ξέσπασε η κρίση του 1929 και αγρίευαν  οι εθνικοί ανταγωνισμοί στο παρασκήνιο της διπλωματίας των αλλεπάλληλων διασκέψεων.

Παρά ταύτα,  στην Ελλάδα  του Μεσοπολέμου, εκτός από το Σύνταγμα του 1927, και άλλοι θεσμοί διακυβέρνησης και κοινωνικού κράτους απομακρύνονταν από το παραδοσιακό μοντέλο. Περιλάμβαναν ολοένα και περισσότερα τυπικά νεωτερικά χαρακτηριστικά όπως συνεταιρισμούς, συνδικάτα, καινοφανείς δημόσιους φορείς. Η θεσμική εξέλιξη ήταν στενά συνυφασμένη με την κοινωνικο-οικονομική δομή (οικογενειακή γεωργία, βιομηχανική- βιοτεχνική ανάπτυξη, την οποία συνόδευαν οι διεκδικήσεις του συνδικαλισμού, εξαστισμός κ.α.). Σημειώνω επιτροχάδην την ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων στο ΙΚΑ, την ίδρυση της ΑΤΕ, της Τράπεζας της Ελλάδος, τις μεγάλες εκπαιδευτικές υποδομές, την καθιέρωση των εθνικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας  κ.α.[6]  Μολονότι η αρχή του κράτους δικαίου που υπόσχεται ίδια δικαιώματα για όλους  υπέφερε (βλ. το περιβόητο «ιδιώνυμο»),  όσο οι  φιλελεύθεροι ήταν στην κυβέρνηση ή την επηρέαζαν ηισορροπία παράδοσης και νεωτερικότητας  μετατοπιζόταν προς την πλευρά της τελευταίας. Την τροχιά αυτή ανέκοψε η δικτατορία του Ι. Μεταξά η οποία όμως εμφάνισε και νεωτερικά χαρακτηριστικά:[7]  Η  ενοποίηση κατακερματισμένων ασφαλιστικών ταμείων στο ΙΚΑ άρχισε από τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου  και ολοκληρώθηκε επί Ιωάννη  Μεταξά το 1937. Ενδιαφέρον έχει και η εισαγωγή της Γραμματικής της δημοτικής γλώσσας του Μανώλη Τριανταφυλλίδη.  Μετά τον Βενιζέλο και την παλινόρθωση της μοναρχίας ο εκσυγχρονισμός συνεχίσθηκε έστω επιβραδυνόμενος   και συμβίωνε με την ενισχυόμενη παράδοση και ένα είδος πολιτισμικής οπισθοδρόμησης! Για τη στήριξη του αγροτικού τομέα καθιδρύθηκαν διαδικασίες και θεσμοί με ισχυρή ιδεολογική νομιμοποίηση. Η ΑΤΕ εξελίχθηκε σε βασικό κρίκο  μιας θεσμικής αλυσίδας στην οποία ανήκαν διάφοροι «αυτόνομοι» ή κρατικοί οργανισμοί.

 Συνολικά αποτιμώντας  τα πράγματα, οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν  ότι «ο βενιζελισμός  ως πολιτικό κίνημα ήταν κύριος φορέας του εκσυγχρονισμού  και της προσαρμογή της χώρας στα φιλελεύθερα ευρωπαϊκά πρότυπα».[8]  Όμως η εκπαιδευτική πολιτική έμεινε μερικώς μετέωρη ανάμεσα σε παράδοση και εκσυγχρονισμό. [9] 

Σημειώνω ακόμα ότι πολλοί αντίπαλοι του βενιζελισμού  έβλεπαν καθαρά πως όλα αυτά συνεπάγονταν  πολιτισμική σύγκρουση: Ο Ιωάννης Μεταξάς  θωρούσε ότι στον εξ Ευρώπης εισαγόμενο ορθολογισμό έπρεπε να  αντιταχθούν  όσοι ήταν προσηλωμένοι  στις αξίες  που είχαν από παράδοση ή ένστικτο.[10]

Από τα προηγούμενα (και από όσα συνέβησαν στο πολιτικό πεδίο) συνάγουμε ότι  κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου  υπήρξε μια ασταθής ισορροπία μεταξύ παράδοσης που εξέφραζε ο μοναρχικός αυταρχισμός και φιλελεύθερου-δημοκρατικού εκσυγχρονισμού (πολιτικοί του οποίου όμως λειτουργούσαν και παλαιοκομματικά). Η παλαιά Ελλάδα, όπως έδειχναν τα εκλογικά αποτελέσματα τη δεκαετία του ΄30 προσκολλήθηκε  στην παράδοση.

Ελληνικότητα και ευρωπαϊσμός στο Μεσοπόλεμο.

Σύντομη αναφορά πρέπει να κάνω στη σφαίρα των ιδεών. Ενώ στη δημόσια ζωή κυριαρχούσε τα ζητήματα της ανάπτυξης, του εκσυγχρονισμού του κράτους, και της ένταξης των προσφύγων, και την πολιτική ζωή διαπερνούσε η παθιασμένη διαμάχη βενιζελικών και βασιλικών  ακόμα και σε τεχνικά ζητήματα, διανοούμενοι της χώρας συζητούσαν για την ελληνική ταυτότητα.[11] 

Όπως το θέτει ο Αντώνης Λιάκος, πρόκειται για την αντίληψη   ότι η ιστορία του έθνους από τη αρχαιότητα μέχρι σήμερα

« ανταποκρινόταν σε μια ‘ουσία΄  που φανερωνόταν , σε διαφορετικές εποχές και μορφές , αμετάβλητη. Το ελληνικό τοπίο , τα κυκλαδικά ειδώλια , η μυθολογία, η κλασική ομορφιά, οι βυζαντινές εικόνες , το δημοτικό τραγούδι ήταν εκφράσεις αυτής της ελληνικότητας». [12] 

Η συζήτηση για την ελληνικότητα με τη ματιά στραμμένη προς την ελληνική  φύση και στο παρελθόν έτεινε να καλύψει ένα τεράστιο κενό νοήματος που άφησαν πίσω τους το τέλος της Μεγάλης Ιδέας και η απογοήτευση για τη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων σε κύκλους της  λογιοσύνης. 

Οι ερμηνείες της ελληνικότητας διέφεραν. Όλες εξέφραζαν έμμεσα και τη αγωνία για το μέλλον της χώρας πως, θα ανακτούσε την αυτοπεποίθησή της, την οποία είχε τραυματίσει η μικρασιατική καταστροφή.[13] Όμως, η συζήτηση για την ελληνικότητα ήταν μέρος μόνον των προβληματισμών σε λογιοσύνη και λογοτεχνία. Άλλοι άρχισαν να επηρεάζονται από τα σοσιαλιστικά ιδεώδη όπως εμβρυακά προκύπτει από τις τάσεις στον εκπαιδευτικό όμιλο και την άνοδο του ΚΚΕ και του εργατικού κινήματος.

Γενικά, οι διαφοροποιήσεις ήταν περισσότερες και είχαν αρχίσει να εμφανίζονται ήδη μετά την ήττα του 1897. Η λογοτεχνία μας περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την αίσθηση αδιεξόδου του Κωνσταντίνου Καβάφη, την ηρωική ρητορική του Άγγελου Σικελιανού, την έμφαση στην ελληνική παράδοση του Γιώργου Σεφέρη, την απαισιοδοξία του Κώστα Καρυωτάκη, την πνευματική περιδίνηση  του Νίκου Καζαντζάκη, τον θρήνο για την απώλεια των μικρασιατικών πατρίδων σε πολλά μυθιστορήματα.

Στο μεταξύ ο κόσμος έδινε τι δικές του απαντήσεις, φερ΄ ειπείν  διασώζοντας την παράδοση -τη μνήμη των χαμένων πατρίδων, την πολίτικη κουζίνα, το ρεμπέτικο- και,  οπωσδήποτε, δουλεύοντας σκληρά. Οι πρόσφυγες προσπαθούσαν να καλλιεργήσουν τη γη που τους είχε παραχωρηθεί, να αποκτήσουν σπίτια για να μείνουν, να αξιοποιήσουν με επιχειρηματικές δραστηριότητες όσες ευκαιρίες τους έδινε ο τόπος και να συσπειρώνονται γύρω από την Ορθόδοξη Εκκλησία και τις εικόνες που έφεραν μαζί τους. Οι κάτοικοι της παλαιάς Ελλάδας επίσης προσπαθούσαν  να επανέλθουν στην κανονική  ζωή έχοντας βέβαια και ως αποκούμπι το (πελατειακό) κράτος. 

Γενικά,  όπως σημειώσαμε νωρίτερα, ο  βενιζελισμός  προσανατολιζόταν στο φιλελεύθερο μοντέλο εσωτερικής οργάνωσης και διεθνών σχέσεων. Ο ίδιος ο Βενιζέλος ήταν η εμβληματική προσωποποίηση της εξωστρέφειας. Παρακολουθούσε τις διεθνείς εξελίξεις και μπορούσε να επικοινωνήσει με τους ισχυρούς της εποχής.  Ανταποκρίθηκε θετικά  στα πρωτοποριακά για την εποχή τους σχέδια του Αριστείδη Μπριάν (Aristide Briand, 1929), του Ριχάρδου Γκούντενχοφε-Καλλέργη  (Richard Goudenhofe-Kallergi, 1927) για την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Κατά ενδιαφέροντα τρόπο συζήτησε  με τον Γκούντενχοφε-Καλλέργη    το ζήτημα της τουρκικής συμμετοχής και υποστήριξε ότι  η Τουρκία με την άνοδο του Κεμάλ και το πρόγραμμα εκδυτικισμού   του είχε γίνει αναπόσπαστο μέρος του δυτικού πολιτισμού![14]

 Όμως στην Ελλάδα η καταστροφή  και εκδίωξη από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη  είχαν επιφέρει μεγαλύτερη αποξένωση από τη Δύση καθώς οι Μεγάλες Δυνάμεις και ειδικά η Γαλλία και η Αγγλία,  θεωρήθηκαν από πολλούς υπεύθυνες για αυτή. ΄ Όπως έχει υποδείξει ο Σωτήρης Ριζάς, οι αντιβενιζελικοί  πολλοί από τους οποίους είχαν φιλογερμανικές τάσεις, υπέτασσαν τα πάντα – την εκστρατεία στη Μικρά Ασία, τούς εσωτερικούς χειρισμούς τους στη συνέχεια, την οικονομική πολιτική και τις σχέσεις με τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις (την εξωτερική πολιτική δηλαδή) –  στο μείζονα στόχο τους να διασφαλίσουν τη βασιλεία, ή να αποτρέψουν την επάνοδο του Βενιζέλου  κλπ. Επιπλέον οι βασιλικοί δεν κατανοούσαν τις συνέπειες της νίκης των συμμάχων για την Ελλάδα και τις ευρωπαϊκές ισορροπίες.[15] Ζούσαν στον κόσμο τους με μία χαρακτηριστική εσωστρέφεια. 

Κατά προέκταση,  οι εξελίξεις από το 1919 ως το τέλος του Μεσοπολέμου τροφοδότησαν την αμφισημία για τις σχέσεις μας με τη  φιλελεύθερη «Ευρώπη» (Γαλλία και Αγγλία).

Έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι ο Βενιζέλος  έβλεπε καθαρά ότι η εξωτερική πολιτική ήταν στενά συνδεδεμένη με την εσωτερική. Η πρώτη δημιούργησε μετά το 1923 τις προϋποθέσεις για την  οικονομική ανόρθωση και ανάπτυξη  κυρίως με τη μορφή δανείων και εμπορίου. Σειρά συμφωνιών   επέτρεψαν στην κυβέρνηση να αφιερώσει πόρους για την ανασυγκρότηση. Με το ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας του 1930  (και άλλα σύμφωνα με γειτονικές χώρες εξάλειψε τους φόβους διεθνών επενδυτών για το μέλλον της χώρας. Νωρίτερα οι διπλωματικοί χειρισμοί στη διάσκεψη της Χάγης κατάφεραν να ελαφρύνουν σημαντικά την εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους και  αύξησαν το μερίδιο της χώρας στις πολεμικές επανορθώσεις που διεκδίκησε από τους διαδόχους της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας και τη Βουλγαρία. Η χώρα μπορούσε πάλι να δανείζεται για να χρηματοδοτήσει σειρά ολόκληρη έργων.

Οι οικονομικές επιδόσεις του Μεσοπολέμου συνολικά.

Παρά την κρίση προσανατολισμού, τις πολιτειακές εκτροπές, τη δράση των φατριών σε πολιτική και στρατό, τη συνήθη πελατειακή λογική  και τον διχασμό, η οικονομία αναπτύχθηκε (έστω με δομικά ελλείμματα).

Η οικονομική και κοινωνική δομή μετασχηματίσθηκε σε αλληλεξάρτηση με τον θεσμικό εκσυγχρονισμό. Την αγροτική οικονομία συμπλήρωνε  η επέκταση  της βιομηχανίας και βιοτεχνίας την οποία ευνοούσαν η επιχειρηματικότητα των προσφύγων και τα φθηνά μεροκάματα.

Κατά την περίοδο  1920-1940, ο αριθμός των βιομηχανικών  και βιοτεχνικών επιχειρήσεων  στην Ελλάδα  αυξήθηκε εντυπωσιακά ιδίως αν λάβουμε υπόψη ότι μετά την παγκόσμια οικονομική  κρίση του 29 στις περισσότερες βιομηχανικές χώρες σημειώθηκε μείωση!  Όμως το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών επιχειρήσεων απασχολούσαν  1-3 άτομα.  Η δομή αυτή θα διατηρηθεί και μετά τον πόλεμο.[16] Την ανάπτυξη ευνόησε φυσικά και ο κρατικός παρεμβατισμός του Μεσοπολέμου που περιελάβανε κλασικά δασμολογικά μέτρα προστασίας (1930-31), την υποτίμηση της δραχμής, απαλλοτριώσεις κτημάτων για βιομηχανική χρήση,  δασμολογικές ατέλειες για την εισαγωγή μηχανημάτων, την καθιέρωση του 8ώρου κ.α.).

Η αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικότητας στον αγροτικό τομέα ήταν ουσιώδες μέρος του βενιζελικού προγράμματος, Ξεκίνησαν αποστραγγιστικά και  αντιπλημμυρικά έργα στις πεδιάδες της Θεσσαλονίκης, των Σερρών και της Δράμας που επρόκειτο να δώσουν 2,7 εκατομμύρια στρέμματα  στην καλλιέργεια (κατά τον Γρηγόρη Δαφνή). Τα έργα εκείνα  όπως και τα επόμενα συνέβαλαν στο στόχο να επιτευχθεί η μεγαλύτερη δυνατή επάρκεια σε στάρι και παράλληλα να βελτιωθούν  τις συνθήκες ζωή των προσφύγων. Ήταν μέρος ενός ευρύτατου προγράμματος δημοσίων έργων  που αναζωογόνησαν την ελληνική οικονομία  όπως δείχνει η αύξηση του κατά κεφαλή ΑΕΠ εν μέσω κρίσης και μετά. [17]

Σπουδαίο κατασκευαστικό έργο επιτελέστηκε στην παιδεία.  Ειδικά κατά την περίοδο 1929-1932 της κυβέρνησης  Ελευθερίου Βενιζέλου κατασκευάσθηκαν 3.167 νέα σχολεία . Η δαπάνη καλύφθηκε εν μέρει με δάνεια από το εξωτερικό. 

 Μετά το δημοψήφισμα για το Πολιτειακό, την  επιστροφή της Βασιλείας και την αδυναμία των κοινοβουλευτικών κομμάτων να συμφωνήσουν  σε κυβέρνηση συνεργασίας ακολούθησε η  δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά (1936-1940) που επίσης χαρακτηρίζεται από την ένταση μεταξύ εκσυγχρονισμού και παράδοσης, που είχε επίσης εκσυγχρονιστικά στοιχεία, όπως τα εννοούμε εδώ,  παρά τις σκοτεινές πλευρές που είχε από τη  φύση της ως δικτατορίας και τη γοητεία που ασκούσε ο φασισμός σε Ιταλία και Γερμανία!  

Στο μεταξύ  πύκνωναν απειλητικά τα σύννεφα στον ευρωπαϊκό ορίζοντα. Οι εξελίξεις του μεσοπολέμου (αποκατάσταση των προσφύγων, οικονομική ανάπτυξη και μεταρρυθμίσεις, εξομάλυνση των σχέσεων με τους γείτονες)  προετοίμασαν κάπως τη χώρα για τις αναταράξεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την επίθεση της Ιταλίας. Η ιταλική εισβολή βρήκε μια Ελλάδα  ικανή να αμυνθεί και να  επιβεβαιώσει την εθνική ενότητα στο έπος του ΄40, την οποία  όμως θα τρώσει η κατοχή και ο εμφύλιος.  


[1] Η βιβλιογραφία για το θέμα είναι απέραντη. Βλ. επισκόπηση σχετικών θεωριών στο Πάνος Καζάκος και Πάνος Κολιαστάσης «Αφανείς και ορατές αντιθέσεις- παράδοση και νεωτερικότητα  στη μεταδικτατορική Ελλάδα»,  (Θεσσαλονίκη 2023), εκδόσεις Επίκεντρο.

[2] Βλ. Έφη Γαζή « Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια. Ιστορία ενός συνθήματος 1880-1930 (Αθήνα 2011).

[3] Κωνσταντίνος Βεργόπουλος « Η ελληνική οικονομία από το 1926 ως το 1935», στην  «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμος ΙΕ ( Ο νεώτερος ελληνισμός από το 1913 ως το  1941, (Αθήνα 1978), 327-342, 332 και μετά.

[4] Για μια σύντομη και κριτική προσέγγιση  βλ.  Αντιγόνη Αλεξανδροπούλου, Γιάννης Γκλαβίνας και Σπυρίδων Πλουμίδης «Ιστορία του ελληνικού έθνους», τόμος 18, (Αθήνα 2010),  248-251, Δες επίσης κάθε καλή συνταγματική ιστορία.

[5] Το παραθέτει ο   Σπύρος Βλαχόπουλος  «Η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας- από τον ελευθέριο Βενιζέλο στη Γ΄Ελληνική Δημοκρατία»  στον εξαιρετικό τόμο του  Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων  για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία Η πολιτική κληρονομιά του Ελευθερίου Βενιζέλου, (Αθήνα 2021),  209.

[6] Βλ. μεταξύ πολλών άλλων  το κλασικό έργο του Γρηγορίου  Δαφνή  «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων,  1923-1940», τόμος Β (η άνοδος του βενιζελισμού), ( Αθήνα 1974), 91 και μετά και 49 και μετά.

[7] Αλέξης Φραγκιαδάκης  «1932: Η χρεοκοπία και το τέλος του βενιζελισμού, (Αθήνα 2019),  98.

[8] Θάνος Βερέμης «Εθνικές κρίσεις, εκσυγχρονισμός και συντήρηση από τον 19ο στον 21ο αιώνα», (Αθήνα 2019), 72. Τον διορθώνω; στα φιλελεύθερα-δημοκρατικά πρότυπα! Στο ίδιο πνεύμα Ευάνθης Χατζηβασιλείου  « Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως πρότυπο: Υψηλή στρατηγική και πολιτική κουλτούρα, 1944-1967» στο Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων  για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία  Η πολιτική κληρονομιά του Ελευθερίου Βενιζέλου (Αθήνα 2021), 115. 

[9] Αλέξης Δημαράς  « Εκπαίδευση 1913-1941», στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΕ (Ο νεώτερος ελληνισμός από το 1913 ως το  1941), 490 και μετά.

[10] Το αναφέρει ο  Θάνος βερέμης  «Εθνικές κρίσεις, εκσυγχρονισμός και συντήρηση» , 72.

[11] Αντώνης Λιάκος  «Ο ελληνικός 20ός αιώνας», (Αθήνα 2019), 161.

[12] Αντώνης Λιάκος  «Ο ελληνικός 20ός αιώνας», (Αθήνα 2019), 161.

[13]  Το ζήτημα έχει εξετάσει σε βάθος ο Δημήτρης Τζιόβας στο «Ο μύθος της γενιάς του ’30: Νεοτερικότητα, ελληνικότητα κι πολιτισμική ιδεολογία», Αθήνα 2011

[14] Βλ. Νότης Μαριάς Εισαγωγή στο  Richard N. Goudenhofe-Kallergi  Πανευρώπη, (Πάτρα 2004), LXXXI. Η έκδοση περιλαμβάνει ολόκληρο το σχέδιο της Πανευρώπης.

[15] Βλ. μεταξύ άλλων Σωτήρης Ριζάς  «Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας. Ο Βενιζέλος, ο αντιβενιζελισμός και η Μικρά Ασία», Αθήνα 2022.

[16] Κώστας Βεργόπουλος «Η ελληνική οικονομία από το 1926 ως το 1935», 339, με πηγή κυρίως το Γ. Κουτσουμάρης  Η μορφολογία της ελληνικής βιομηχανίας, ΚΕΠΕ, (Αθήνα 1963).

[17] Βλ. Γ. Κωστελέτος, Σ. Πετμεζάς κ.α. «Ακαθάριστον Εγχώριον Προϊόν 1830-1939».