Από την ‘ευρωπαϊκή εξαίρεση’ στον ‘υπεύθυνο πατριωτισμό’ ; – Η Ελλάδα 50 χρόνια μετά τη δικτατορία.

Δημοσιελυθηκε στο Books’ Journal , Ιανουάριος 2025

Οι πρωτοβουλίες της κυβέρνησης (αιφνίδια επίσκεψη και παροχή στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία, συμμετοχή στις κυρώσεις της ΕΕ κατά της Ρωσίας, ανανέωση διαλόγου με την Τουρκία, κλπ.) μας υπενθύμισαν εμφαντικά ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική  από το 2019 μέχρι σήμερα συμπλέει χωρίς αμφισημίες  σε όλα τα βασικά ζητήματα με τη Δύση και την ΕΕ. Κατά τούτο η χώρα αποκλίνει ουσιαστικά από το ιστορικό μονοπάτι της ελληνικής ιδιαιτερότητας (ή στο ιδιόλεκτο πολιτικών επιστημόνων του ελληνικού εξαιρετισμού εντός του δυτικού συστήματος) με τη χαρακτηριστική αμφισημία  του στις σχέσεις με τις ΗΠΑ και   την ΕΕ

Απόκλιση από το μονοπάτι του εθνικού εξαιρετισμού.

Η εναρμόνιση με τις υπερκείμενες  αντιλήψεις και πολιτικές επιλογές του δυτικού κατεστημένου εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως. Στην εξωτερική πολιτική η Ελλάδα συμμετέχει χωρίς αστερίσκους στους θεσμούς της Δύσης  όπου την πρωτοκαθεδρία έχουν οι ΗΠΑ.  Με το βλέμμα στραμμένο στην Τουρκία απορρίπτει τον ρωσικό αναθεωρητισμό ο οποίος πράγματι θα δημιουργούσε επικίνδυνο για εμάς προηγούμενο αν πετύχαινε στην Ουκρανία. Συμπληρώνει  τη συμπόρευση με την αναβάθμιση των στρατιωτικών ικανοτήτων της χώρας με μεγάλα εξοπλιστικά προγράμματα από Γαλλία και ΗΠΑ.

Κατά την κυβέρνηση η πολιτική αυτή ας πούμε της εναρμόνισης με τη Δύση  υπηρετεί τα συμφέροντα ασφαλείας της χώρας. Ο πρωθυπουργός την αποκαλεί υπεύθυνο πατριωτισμό όχι μόνο γιατί αποτρέπει ενδεχόμενους τυχοδιωκτισμούς  τμημάτων της τουρκικής πολιτικής-στρατιωτικής ελίτ, αλλά και διότι θέτει τη χώρα μας κάτω από μια ομπρέλα θεσμών και κανόνων (ο Robert Kagan  την ονόμασε Americanled liberal global order) που κανείς δεν μπορεί να παραβιάσει ανώδυνα. Επιτρέπει στην Ελλάδα να αξιοποιήσει ένα «μέρισμα ασφαλείας» υπό την αμερικανική (νατοϊκή) ομπρέλα και να αντλήσει ένα οικονομικά επωφελές   «επικοινωνιακό μέρισμα».

Ειρήσθω εν παρόδω ότι  από το 2019 η εξωτερική μας πολιτική παντρεύεται με την εσωτερική της  οικονομική πολιτική που, παρά τα ιστορικά της βαρίδια,  εμπιστεύεται περισσότερο από άλλοτε τους μηχανισμούς της αγοράς.[1] Η στενή σχέση εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής δεν πρέπει να υποτιμάται γιατί από αυτή εξαρτάται η αξιοπιστία και η αποτελεσματικότητα και των δύο. Κατά κανόνα όμως τη συσκοτίζει ο δημόσιος λόγος.  

Ο  εναλλακτικός δρόμος του εξαιρετισμού.

Στον αντίποδα της τωρινής πολιτικής  έχουμε τον ελληνικό εξαιρετισμό με τη μορφή του σιωπηλού ή θορυβώδους αντιδυτικισμού  που αντιλαμβάνεται ως απειλή κάθε ευρωπαϊκό κανονισμό και βήμα ολοκλήρωσης (εσωτερική αγορά, ΟΝΕ, μεταρρυθμίσεις) και απαιτεί περισσότερη ελευθερία κινήσεων για τη χώρα ώστε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα τις απειλές ασφαλείας.

Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα μέχρι το 2019 ουδέποτε συμβιβάσθηκε πλήρως με τη Δύση και τις επιλογές της δυτικής πολιτικής μολονότι είχε ενταχθεί στους οργανισμούς της. Ο εξαιρετισμός σημάδεψε το ιστορικό της μονοπάτι. Την περίοδο του ψυχρού πολέμου μαγνητιζόταν από τα πρότυπα της ΕΣΣΔ αλλά και των απελευθερωτικών κινημάτων στον τρίτο κόσμο. Π.χ. ο  Ανδρέας Παπανδρέου έβλεπε την Ελλάδα μέσα από το πρίσμα μητροπόλεων-περιφέρειας και την τοποθετούσε φυσικά στην περιφέρεια. Το σχετικό επίσημο «μνημόνιο» του 1982 αποτελεί μνημείο τους νεοελληνικού εξαιρετισμού.

Αυστηρά επιστημονικά, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε δίκιο λέγοντας διαπιστώνοντας ότι η Ελλάδα δεν ανήκε στον καπιταλιστικό πυρήνα. Αλλά αυτή ήταν η μισή αλήθεια. Εσφαλμένα ήταν επίσης τα πολιτικά συμπεράσματα για «απελευθέρωση» της χώρας κατά το πρότυπο των εθνικών απελευθερωτικών κινημάτων. Η ιστορική εμπειρία διέψευδε ήδη τότε τις σχετικές προσδοκίες καθώς η ΕΣΣΔ είχε ήδη περιέλθει σε παραλυτική στασιμότητα και οι χώρες του τρίτου κόσμου έβλεπαν να διολισθαίνει ο σοσιαλισμός τους σε  βαθιά κρίση χρέους και αυταρχισμό.

Το πείραμα εκείνου του εσωστρεφούς διφυούς εξαιρετισμού θα επαναληφθεί (μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου) πρώτα με τις αυτάρεσκες αδράνειες 2000-2009 και, στη συνέχεια, με τη σύντομη σύμπραξη των ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ το πρώτο εξάμηνο του 2015 που απείλησε να οδηγήσει τη χώρα εκτός ΕΕ. Μετριάσθηκε βαθμιαία, διστακτικά και αντιφατικά μετά το 2015 (βλ. τρίτο Μνημόνιο της κυβέρνησης ΣΘΡΙΖΑΝΕΛ) . Η νέα κατεύθυνση έγινε  σαφέστερη  μετά το 2019.

 Όμως ο  εξαιρετισμός  παραμένει  ακόμα ένα δυνατό ρεύμα  μέχρι σήμερα. Οι συζητήσεις στη Βουλή για κάθε «εθνικό» θέμα και κάθε μεταρρύθμιση προσφέρουν άφθονα παραδείγματα για τη λογική του. Σοβαροί μάλιστα διεθνολόγοι υποστηρίζουν ότι ο νέος ρόλος της χώρας στο διεθνές σύστημα συνεπάγεται περιορισμούς της εθνικής κυριαρχίας χωρίς  ανταλλάγματα. Ειδικά μάλιστα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ισοδυναμεί με μια αναποτελεσματική «πολιτική κατευνασμού»  έναντι της Τουρκίας..[2]  Λίγο ή πολύ, η άποψη αυτή συνιστά  έμμεσα την επιστροφή στην ιστορική τάση του ελληνικού εξαιρετισμού.

Οι υποστηρικτές της επιστροφής στο ιστορικό μονοπάτι υπό τη σημαία της εθνικής ανεξαρτησίας εμφορούνται από μια βαθιά δυσπιστία για τους διεθνείς θεσμούς και για την όποια  διαμεσολάβηση των μεγάλων της Δύσης. 

Αναμφίβολα η κριτική εγρήγορση είναι αναγκαία και σε διάφορα σημεία αιτιολογείται με βάση την ιστορική μας εμπειρία.  Όμως ποια είναι για εμάς η εναλλακτική πρόταση πέρα από νεφελώδη συνθήματα για περήφανη εξωτερική πολιτική; Θα είχε η Ελλάδα περισσότερα οφέλη  ασφαλείας και ανάπτυξης  αν αποστασιοποιούνταν από τις κυρίαρχες και αμερικανικής έμπνευσης επιλογές σε ΝΑΤΟ και ΕΕ; Ποιο δίδαγμα αντλούμε από την περίπτωση της Ουγγαρίας ή της Πολωνίας  που έκαναν ακριβώς αυτό; Θα είμαστε περισσότερο ασφαλείς στο περιθώριο της Δύσης ή, χειρότερα, σε ένα κόσμο που επιστρέφει σε εθνικούς ανταγωνισμούς, τοπικούς πολέμους για αναθεώρηση συνόρων και ζώνες επιρροής των μεγάλων; Η σταθερότητα του διεθνούς περιβάλλοντος στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και της ΕΕ (παρά τις αστοχίες των δυτικών ηγετικών κρατών ) στο οποίο έχουμε πλέον ενταχθεί όχι μόνο τυπικά, αλλά και ουσιαστικά δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του εθνικού συμφέροντος; 

Πάντως, για όλα τα θέματα που εγέρθηκαν στον (σοβαρό) δημόσιο διάλογο μπορούν να γραφούν πολλά. Εδώ  όμως  με απασχολεί το ερώτημα αν η φιλελεύθερη (με όλα της τα κουσούρια) πολιτική μας θα αντέξει στον χρόνο ή αν  θα αποδειχθεί πρόσκαιρη, ας πούμε μετά από κάποιες εκλογές αργότερα. Αν δηλαδή η Ελλάδα θα επιστρέψει στο ιστορικό μονοπάτι της «εξαίρεσης».

Μπορεί να επιστρέψουμε στον ελληνικό εξαιρετισμό;

Πράγματι, διακρίνω σαφείς κινδύνους  στον ορίζοντα που μπορεί να  ωθήσουν την Ελλάδα πάλι προς τα πίσω. Πρώτον, η αστάθεια της αμερικανικής πολιτικής. Σίγουρα θα μας επηρεάσει τυχόν επιστροφή του Ντόναλντ Τράμπ  στην προεδρία των ΗΠΑ με τη χαρακτηριστική απέχθειά του έναντι διεθνών θεσμών  και την ανεπιφύλακτη προτεραιότητα που δίνει στα εθνικά  συμφέροντα της χώρας  (“Amerika first”).

Δεύτερον ο αμερικανικός παρεμβατισμός είναι επιρρεπής σε λάθη και  αποτυχίες όπως συνέβη στο Αφγανιστάν,  το Ιράκ και τη  Λιβύη (στην τελευταία μέσω των συμμάχων Αγγλίας και Γαλλίας κυρίως). Είναι επίσης συνυπεύθυνος για την κρίση στην Ουκρανία.[3]   

Η κριτική  επισημαίνει ότι  οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ ανταποκρίνονται στις πιέσεις ισχυρών  «παικτών»,  παραβλέποντας τις μακροχρόνιες επιπτώσεις των επεμβάσεων. Κατά διαστήματα  καθοδηγούνται  από ιδεοληψίες.[4] Όλα αυτά εξασθενίζουν   εν τέλει τις εγγυήσεις ασφαλείας που δίνουν .

Τέλος ουδείς γνωρίζει πως ακριβώς διαμορφώνεται κάθε φορά η αμερικανική πολιτική, σε ποιες ακριβώς εσωτερικές ισορροπίες υπόκειται.  Παρατηρούμε πράγματι ότι μεταβάλλεται μετά από μείζονα γεγονότα.[5]  Επομένως, με δεδομένο το μητρώο του παρεμβατισμού, κάποιες  επιφυλάξεις απέναντί του (και απέναντι στην πλήρη συμπόρευση) είναι αναπόφευκτες: Πως θα στεριώσει τότε ο δικός μας «υπεύθυνος πατριωτισμός»;

Επίσης, ο δεύτερος πυλώνας του δυτικού συστήματος – η ΕΕ και τα κράτη μέλη της- αντιμετωπίζουν προβλήματα ηγεσίας, πολιτικού προσανατολισμού και διακυβέρνησης. Στη διατύπωση του Mario Monti η Ευρώπη «έχει όλα τα χαρακτηριστικά της ψυχολογικής διάλυσης».[6] Η αβεβαιότητα για την πολιτική της θα ενταθεί αν η οικονομία περιέλθει σε ύφεση  λόγω μυωπικών αποφάσεων  όπως μας προειδοποιεί η ύφεση  στη Γερμανία.

Εθνική παραδοσιακή ταυτότητα και δομές.

Όλα αυτά συνιστούν εξωγενείς παράγοντες που μπορεί  να ωθήσουν  τη χώρα να επιστρέψει στο ιστορικό μονοπάτι του εξαιρετισμού και της αμφισημίας απέναντι στη Δύση. Σε αυτούς πρέπει να προσθέσουμε τις εσωτερικές άκαμπτες δομές  και την πολιτική κουλτούρα που μπορεί να αποδειχθούν εξόχως ανθεκτικές, αποτρέποντας βαθιές μεταρρυθμίσεις, και να θολώσουν την εξωτερική πολιτική.[7] 

Νομίζω λοιπόν ότι ο πιο δυσδιάκριτος κίνδυνος είναι να θεωρηθεί η σημερινή πολιτική με τους δύο  αλληλένδετους άξονές της – σύμπλευση με τις ηγετικές δυνάμεις της Δύσης και εφαρμογή κατά βάση φιλελεύθερων  μεταρρυθμίσεων- ως απειλή για  την παραδοσιακή εθνική ταυτότητα από σημαντικά τμήματα της κοινωνίας.[8] Η  σημερινή πολιτική τείνει να την  περιορίσει  ή  επαναπροσδιορίσει (αν και όχι με ιδιαίτερη συνέπεια) π.χ. εισάγοντας κάποιους κανόνες για την αποτροπή διακρίσεων που παράγουν η πατρωνία, η οικογενειακοί δεσμοί και   η εκκλησιαστική παράδοση (βλέπε μεταξύ άλλων  γάμο ομοφυλοφίλων και ρήξη με την ορθόδοξη Ρωσία).  Κατά προέκταση, ο κίνδυνος είναι υπαρκτός να  προκληθεί  ένα  εκρηκτικό μείγμα ύφεσης, δομικής ακαμψίας και εθνικής ταυτοτικής ανασφάλειας που θα αποξένωνε εντονότερα τη χώρα από τη Δύση, θα επέτεινε την  πίεση για επιστροφή στο ιστορικό μας μονοπάτι, και θα απέτρεπε  αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και την αλλαγή πολιτικής κουλτούρας. Τι θα γίνει αν κλείσει το παράθυρο ευκαιρίας που έχει σήμερα η χώρα λόγω κυβερνητικής σταθερότητας, οικονομικής ανάκαμψης και ηρεμίας στο άμεσο περιβάλλον μας;

 Οι έρευνες γνώμης επισημαίνουν ήδη ότι αυξάνεται στην Ελλάδα (και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες) η δυσπιστία έναντι της ευρωπαϊκής πολιτικής και των δημοκρατικών θεσμών.[9] Παντού σχεδόν ανέρχονται κινήσεις που αμφισβητούν κεντρικές επιλογές των κυβερνήσεων  και των οργάνων της ΕΕ σε ζητήματα στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία, ενέργειας, μετανάστευσης, αγροτικής πολιτικής, εισοδηματικών ανισοτήτων και κοινωνικής συνοχής,   σχέσεων με Κίνα και Τουρκία, σύγκρουσης  Ισραήλ με Χαμάς, κουλτούρας (με την υφέρπουσα  διείσδυση της wokeness).  

Στην Ελλάδα και αλλού, η  έλλειψη εμπιστοσύνης θα αποσταθεροποιήσει  τον δυτικό προσανατολισμό της χώρας και να αποτρέψει τις  αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Το ερώτημα παραμένει: Έρχονται μέρες Σισύφου;


[1] Βλ. ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη στη συνεδρίαση του  Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος την  8.3.2024.

[2] Γιάννη Βαληνάκη «Ο διάλογος πρέπει να είναι και κερδοφόρος»,  στην εφημερίδα η Καθημερινή 14.09.2023. Τις απόψεις αυτές επαναλαμβάνει και σε άλλα κείμενα. Για την αντίθετη άποψη βλ. μεταξύ πολλών άλλων άρθρα των Άγγελου Συρίγου, Κωνσταντίνου Φίλη (του ΙΔΙΣ) στην ίδια εφημερίδα,  του Παναγιώτη Ιωακειμίδη στα Νέα και, στο ίδιο πνεύμα απόρριψης του εξαιρετισμού , του  Χρήστου Ροζάκη.

[3] Βλ. J. Mearsheimer “Γιατί η Δύση έχει την ευθύνη για την κρίση στην Ουκρανία», αναδημοσίευση στην Καθημερινή 20.3. 2022  του άρθρου του  καθηγητή Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου που δημοσιεύθηκε στο αμερικανικό Foreign Affairs. Βλ. επίσης  του ίδιου «Der Westen trägt eine Hauptverantwortung für das Ukraine- Desaster» in  Die Weltwoche, 14. Mai 2022. 

[4] Robert Kagan The Jungle grows back. America and our imperilled world,  Vintage Books- Penguin New York. 2018.  

[5] Βλ. σχετικά κείμενα  των διεθνολόγων Κωνσταντίνου  Αρβανιτόπουλου, Κώστα Υφαντή, Δημήτρη Ακριβούλη, Γεωργίου Ευαγγελόπουλου και Ρόζας Βασιλάκη στο  Ανδρέας Γκοφας  (επιμ.) Ο κόσμος και η απειλή της τρομοκρατίας  μετά την 11η Σεπτεμβρίου, εκδόσεις Πεδίο, Αθήνα 2023.

[6] Πιθανόν της λείπει και ένας ισχυρός ιστορικός μύθος πάνω στον οποίο θα οικοδομούσε την ταυτότητά της. Βλ. Π. Κ. Ιωακειμίδης « Η ευρωπαϊκή ταυτότητα σε αμφισβήτηση», Books’ Journal, τεύχος  150, Φεβρουάριος 2024.

[7] Ο Γιάννης Στουρνάρας πιστεύει ότι η Ελλάδα θα τα καταφέρει. Βλ. άρθρο του  «Είναι η Ελλάδα μεταρρυθμίσιμη;» στην εφημερίδα  η  Καθημερινή 10.3.2024 όπου όμως, παρά την αισιοδοξία του  δεν παραλείπει να αναφερθεί στα τεράστια προβλήματα της χώρας (χρέη, δημογραφία κλπ).

[8] Εξετάζουμε τα στοιχεία της παραδοσιακής εθνικής ταυτότητας στο Πάνος Καζάκος και Πάνος Κολιαστάσης  Αφανείς και ορατές αντιθέσεις . Παράδοση και νεωτερικότητα στην Ελλάδα μετά τη δικτατορία, εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2023.

[9]  Ευρεία περίληψη σχετικής  έρευνας   PEW δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή   29.2. 2024.