Μήνας: Μαρτίου 2025

Περί γερμανικών πραγμάτων – Ένα αδογμάτιστο σχόλιο για τις γερμανικές εκλογές.

Δημοσιελυθηκε στο Books’ Journal, Μάρτιος 2025

Υπάρχουν πολλά πράγματα στη Γερμανία που πρέπει να εξηγηθούν. Στις εκλογές του Φεβρουαρίου για την Ομοσπονδιακή Βουλή  η  Χριστιανοδημοκρατία ήλθε μεν πρώτη αλλά με ποσοστό κάτω του 30% που μάλλον απογοήτευσε την ηγεσία της. Το νεοπαγές κόμμα της Βάγκενχνεχτ και οι Φιλελεύθεροι έμειναν εκτός Bουλής, το πρώτο οριακά.   Τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού  του «σηματοδότη» (Ampel) όπως ονομάσθηκε, δηλαδή  η ιστορική Σοσιαλδημοκρατία (SPD), οι πράσινοι και οι φιλελεύθεροι ουσιαστικά αποδοκιμάσθηκαν. Οι εκλογές έδειξαν ότι η  Εναλλακτική για τη Γερμανία (Alternative für Deutschland) έγινε με απόσταση η δεύτερη πολιτική δύναμη στη χώρα με  ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά  στην (πρώην) Ανατολική Γερμανία, ενώ και  η  Αριστερά (die Linke) απέσπασε ένα αξιοπρόσεκτο ποσοστό παρά τη διάσπασή της με την αποχώρηση της Βάγκενκνεχτ, που ίδρυσε δικό της κόμμα,

Η εκλογική αποτυχία των κυβερνητικών κομμάτων είναι το πρώτο που πρέπει να εξηγηθεί.

Σε μία γενική προσέγγιση, η κοινή αιτία ήταν η αναποτελεσματικότητα: Διαφωνούσαν συνεχώς μεταξύ τους για μείζονα ζητήματα εξωτερικής, δημοσιονομικής, ενεργειακής και κοινωνικής πολιτικής (με αιχμή το αμφιλεγόμενο εισόδημα του πολίτη, Bürgergeld), μεταναστευτικής και οικονομικής πολιτικής (πληθωρισμός, ενέργεια, ενοίκια, προβλήματα γραφειοκρατίας και στασιμότητα, με δραματική μείωση της βιομηχανικής παραγωγής κατά περίπου 1/10 τα τελευταία δύο χρόνια. Έδειξαν έτσι ένα πρόσωπο ετερόκλητου συνασπισμού. Η ασταθής διαχείριση των ζητημάτων αυτών προκαλούσε αβεβαιότητες για το μέλλον της γερμανικής οικονομίας, την ανταγωνιστικότητά της, την απασχόληση.  Σχολιαστές υποστηρίζουν ότι τα οικονομικά προβλήματα βάρυναν περισσότερο στο εκλογικό αποτέλεσμα από το μεταναστευτικό. Όμως σημαντικό ρόλο έπαιξε και η αντιπολεμική διάθεση μεγάλου μέρους του πληθυσμού εξαιτίας της ευθύνης και των περιπετειών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Οι απώλειες της Σοσιαλδημοκρατίας.

Δεν πρέπει να παραλείψουμε ειδικότερους παράγοντες  που εξηγούν τις επιδόσεις του κάθε κόμματος. Π.χ. η μεγάλη χαμένη ήταν η Σοσιαλδημοκρατία η οποία φαίνεται ότι με τις πολιτικές επιλογές της αποξενώθηκε από την παραδοσιακή της εργατική  βάση.  Είχε συμπορευθεί εντέλει με τις επιλογές «αφύπνισης»  των πρασίνων – αλλαγή φύλου με απλή δήλωση!, ταχύτερη πολιτογράφηση μεταναστών, νομιμοποίηση της κάνναβης, νόμο για τη θέρμανση, σταδιακή κατάργηση των κινητήρων εσωτερικής καύσης στα αυτοκίνητα και μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση χωρίς να έχει προηγουμένως εξασφαλισθεί η απαραίτητη ηλεκτρική ενέργεια. Οι αλλαγές αυτές δεν αιφνιδίασαν απλώς την κοινωνία, αλλά ήταν ευθέως αντίθετες προς τις αρχές της εργατικότητας, πειθαρχημένης συλλογικής δουλειάς και   επίδοσης (Leistungsprinzip) της βιομηχανικής (και όχι μόνον) εργατικής τάξης.  Τα ζητήματα αυτά συμπεριλαμβανομένου και του εισοδήματος του πολίτη επισκίασαν τα κλασικά  κοινωνικά αιτήματα της συγκυβερνώσας σοσιαλδημοκρατίας για καλύτερες αμοιβές της δουλειάς, μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων και αποτελεσματικότερες κρατικές υπηρεσίες παιδείας και υγείας! Ουσιαστικά έδινε την εντύπωση ότι η πολιτική  της κυβέρνησης και της Σοσιαλδημοκρατίας καθοριζόταν από τους πράσινους.

Την πτώση των πρασίνων επηρέασαν αρνητικά  πολεμοχαρείς δηλώσεις και επιλογές προβεβλημένων πολιτικών τους, πρωτοστατούσης της κομψοντυμένης συναρχηγού τους Μπέρμποκ,   που μετέτρεψαν το κόμμα της ειρήνης  σε  κόμμα πολέμου αναμειγνύοντας και  μια γερή δόση «αφυπνισης» (wokism): Υποστήριζαν ηχηρά μεταξύ άλλων την αποστολή βαρέων όπλων στην Ουκρανία και  την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών με δάνεια.  Στη αποτυχία συνέβαλε και η ανικανότητα του συναρχηγού τους Χάμπεκ και αντιπροέδρου της Κυβέρνησης να κατανοήσει στοιχειώδη οικονομικά φαινόμενα όπως η χρεοκοπία επιχειρήσεων. Συνολικά, η πράσινη αντζέντα έγινε βαθμιαία αντιληπτή ως απειλή για το βιομηχανικό μέλλον της Γερμανίας.

Είναι η Εναλλακτική Ναζί;

Το επόμενο  φαινόμενο που πρέπει να εξηγηθεί είναι η άνοδος της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (Alternative für Deutschland). Οι εκλογές τους έδωσαν τη δεύτερη θέση με περίπου 20,8% των ψήφων ενώ στις προηγούμενες εκλογές είχε αποσπάσει μόλις 10,4 %. Είναι η αξιωματική αντιπολίτευση στην Ομοσπονδιακή Βουλή.  Κατά τη γνώμη μου η προαναγγελθείσα από τις δημοσκοπήσεις άνοδός τους οφείλεται εξίσου στις θέσεις τους για το μεταναστευτικό,  στην απόρριψη της πολεμικής εμπλοκής της Γερμανίας στην Ουκρανία αλλά και στο οικονομικό τους πρόγραμμα. Ζητούν  μείωση της γραφειοκρατίας την οποία, ενδεικτικά,  προκαλούν «πράσινες» οδηγίες προς τις επιχειρήσεις να παρακολουθούν αν οι προμηθευτές τους στην εφοδιαστική αλυσίδα τηρούν ελάχιστα στάνταρντ συνθηκών εργασίας.   Προεκλογικά  η  Χριστιανοδημοκρατία προσέγγισε τις θέσεις της Εναλλακτικής στο μεταναστευτικό. Το ζήτημα αυτό συνδέεται πάντως με την εγκληματικότητα ισλαμιστών  στις γερμανικές πόλεις και την αδυναμία του Σηματοδότη να εφαρμόσει τους νόμους για απελάσεις ποινικών  παραβατών.  Πολλοί γερμανοί (μαζί με  παλαιότερους και ενσωματωμένους στην κοινωνία μετανάστες!) άρχισαν να αισθάνονται ανασφαλείς ή και ξένοι στη χώρα τους.

Ας σημειωθεί ότι οι θέσεις της Εναλλακτικής για το μεταναστευτικό παραποιήθηκαν συστηματικά στη δημόσια συζήτηση με τη βοήθεια των  μεγάλων  ΜΜΕ. Τυπικό παράδειγμα η ψευδής «είδηση» ότι σε συνδιάσκεψη με επιχειρηματίες συζητήθηκε η επαναπροώθηση των ξένων (remigration). Βέβαια, στο κόμμα συρρέουν και ακροδεξιά στοιχεία, όμως η καταγγελία του ότι είναι ναζιστικό, στρέβλωσε κάθε συζήτηση ουσίας. Αρκεί μια απλή σύγκριση με τους Ναζί του Μεσοπολέμου:  Η Εναλλακτική δεν διαθέτει τάγματα εφόδου,  δεν οργανώνει πορείες γερμανικού μυστικισμού, δεν αμφισβητεί το Σύνταγμα της χώρας, επικρίνει τη γραφειοκρατία, αντιτίθεται στην εμπλοκή της Γερμανίας στην Ουκρανία, έχει πρόεδρο μία ευφυή λεσβία, προβάλλει θέσεις κοινωνικής οικονομίας της αγοράς   και υποστηρίζει το Ισραήλ! Υπενθυμίζω ότι Ναζί (NS) είναι η συντόμευση του εθνικού σοσιαλιστικού γερμανικού εργατικού κόμματος (NSDAP).  

Με τα δεδομένα που αναφέραμε, μία νέα κυβέρνηση συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών  δύσκολα θα καταλήξει σε κάποια συμφωνία για  την αντιμετώπιση όλων αυτών των προβλημάτων. Οι διαφορές τους ως προς τη χρηματοδότηση των στρατιωτικών δαπανών, το ύψος των φόρων και των συνεισφορών στην κοινωνική ασφάλιση, το μεταναστευτικό, το κοινωνικό κράτος και τη χαλάρωση του συνταγματικά  κατοχυρωμένου φρένου χρέους δεν είναι εύκολο να γεφυρωθούν. Προβλέπω νέες εκλογές σχετικά σύντομα. Αν λοιπόν σε μία χώρα όπου ιστορικά κόμματα με μακρά παράδοση συναινέσεων  και εμπεδωμένων θεσμών διαβούλευσης αδυνατούν να συνεννοηθούν  σκεφθείτε τι θα συμβεί σε άλλες χώρες αν συνεχισθεί ο κατακερματισμός του κομματικού τους τοπίου.

Η Γερμανία στο δυτικό πανόραμα.

Όμως οι εξελίξεις στη Γερμανία δεν πρέπει να αναλύονται ανεξάρτητα από όσα συμβαίνουν σε άλλες δυτικές χώρες συμπεριλαμβανομένων και των ΗΠΑ, όπου παρατηρούμε παρόμοιες τάσεις. Και εκεί σημειώνεται άνοδος της ευρύτερης δεξιάς και ιδιαίτερα του πιο ριζοσπαστικού της τμήματος. Στην Ιταλία  η δεξιά κυβέρνηση Μελόνι μάλλον θα ολοκληρώσει την τετραετή θητεία της- κάτι πρωτοφανές για τα δεδομένα της χώρας.  Στη Γαλλία η Λεπέν απειλεί τον Μακρόν. Ταυτόχρονα υποχωρεί σε ορισμένες κομβικές χώρες της Ευρώπης η Αριστερά όταν  κινείται αμήχανα όπως π.χ. το Εργατικό Κόμμα στο Ενωμένο Βασίλειο, που βλέπει να κατακρημνίζεται η αποδοχή του μέσα σε λίγους μήνες μετά τον εκλογικό του θρίαμβο. Η Αριστερά κερδίζει όμως στη Γαλλία προβάλλοντας αντικαπιταλιστικές θέσεις. Στην Ολλανδία έχουμε κυβέρνηση «τεχνοκρατών» με την ανοχή της υπερδεξιάς, η Ουγγαρία και Σλοβακία αποστασιοποιήθηκαν από τις Βρυξέλλες και στην Ελλάδα αναπτύχθηκε ένα κύμα θυμού με πρόσχημα την υπόθεση των Τεμπών. 

Κοινή πηγή  όλων αυτών των εξελίξεων είναι η επίκληση της εθνικής κυριαρχίας και η αμφισβήτηση της παγκοσμιοποίησης όπως προχωρούσε μέχρι πρόσφατα. Τηρουμένων των αναλογιών, η ατμόσφαιρα  θυμίζει τα χρόνια πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο   που  κατέληξαν στην ανατροπή  των διαδικασιών παγκοσμιοποίησης που είχαν προηγηθεί με τους πολιτικούς να λειτουργούν, κατά τον ευφυή χαρακτηρισμό βιβλίου, ως υπνοβάτες. 

Το τέλος του ελληνικού «εξαιρετισμού»; Οι σχέσεις μας με τη Δύση  σήμερα.  

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα τα Νέα, 6.2 2025

 Τα τελευταία χρόνια η  Ελλάδα έχει απομακρυνθεί από αντιλήψεις για την ελληνική ιδιαιτερότητα εντός των δυτικών θεσμών (ΝΑΤΟ, ΕΕ, ΟΝΕ κλπ). Οι αντιλήψεις εκείνες είχαν ονομασθεί  «ελληνικός εξαιρετισμός» και επικριθεί από αναγνωρισμένου ειδικούς (Π.Κ. Ιωακειμίδης, Χρ. Ροζάκης, Λ. Τσούκαλης κ.α.).  

Ο ελληνικός εξαιρετισμός είχε ρίζες στην ιστορική μας εμπειρία και στην οικονομική υστέρηση.

Μετά τις εκλογές του 2019 η κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη υιοθέτησε  πολιτική σύμπλευσης με τις υπερκείμενες  (γεωπολιτικές) αντιλήψεις και πολιτικές επιλογές της Δύσης χωρίς ιδεολογικές αμφισημίες. Τη συνεχίζει μέχρι σήμερα ποικιλοτρόπως:  Η  χώρα παρέχει στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, έχοντας μάλιστα υπογράψει διμερή συμφωνία για συνεργασία με την Ουκρανία «σε θέματα ασφάλειας», προάγει τις  συνόδους κορυφής Ουκρανίας Νοτιοανατολικής  Ευρώπης, συμμετέχει χωρίς αστερίσκους (αλλά και χωρίς ενθουσιασμό) στις κυρώσεις της ΕΕ κατά της Ρωσίας ιδιαίτερα στον ενεργειακό τομέα, στηρίζει ανεπιφύλακτα το Ισραήλ  εν μέσω της κρίσης στη Γάζα και απέστειλε φρεγάτα στην Ερυθρά Θάλασσα.  Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο  οι βουλευτές της ΝΔ συνηγορούν σε ψηφίσματα που ζητούν   να επεκταθεί η πολιτική κυρώσεων του Συμβουλίου κατά της Ρωσίας, της Λευκορωσίας και τρίτων χωρών όπως η Κϊνα.. Τα ψηφίσματα του ΕΚ ζητούν επίσης κάθε λύση θα πρέπει να περιλάβει τη λογοδοσία για ρωσικά εγκλήματα πολέμου και την καταβολή αποζημιώσεων  από τη Μόσχα.

 Όλα αυτά καθιστούν σαφές ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική  από το 2019 μέχρι σήμερα βρίσκεται σαφέστερα στον αντίποδα του εξαιρετισμού. Έχει προσχωρήσει στο κυρίαρχο (αλλά και προβληματικό εν πολλοίς) consensus των δυτικών ηγετικών κύκλων. 

Κατά την κυβέρνηση η πολιτική της εναρμόνισης με τη Δύση  υπηρετεί τα συμφέροντα ασφαλείας της χώρας. Ο πρωθυπουργός την αποκαλεί υπεύθυνο πατριωτισμό γιατί θέτει τη χώρα μας κάτω από μια ομπρέλα θεσμών και κανόνων που κανείς δεν μπορεί να παραβιάσει ανώδυνα. Επιπλέον αποφέρει (σε συνδυασμό με την πολιτική σταθερότητα και κάποιες μεταρρυθμίσεις) οικονομικά οφέλη.

Παρά τη σύμπλευση με τις ηγετικές δυνάμεις της Δύσης σε θεμελιώδη ζητήματα γεωπολιτικής, η κυβέρνηση δεν μπορούσε να αγνοήσει παντελώς τις ιδιαιτερότητες της γεωγραφίας και της ιστορίας μας. Για τους λόγους αυτούς διαφοροποιείται προσεκτικά με συμβολικές κινήσεις από το κύριο ρεύμα της Δύσης. Π.χ. η πρέσβειρα στη Μόσχα ήταν παρούσα  στην ορκωμοσία του προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν, ενώ  η κυβέρνηση δεν απέστειλε αμερικανικούς πυραύλους  στην Ουκρανία.

Δεν συζητώ αν είναι σωστά όλα αυτά, διερωτώμαι όμως αν η πολιτική της σύμπλευσης  θα αντέξει στον χρόνο. Γεγονός είναι ότι τα μεγάλα κόμματα της αντιπολίτευσης ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ δεν την αμφισβητούν ουσιαστικά, μολονότι διατυπώνουν συχνά ιδέες για διαφορετικούς επιμέρους χειρισμούς. Από την άλλη πλευρά, η  πολιτική κουλτούρα με την αντιδυτική της φλέβα μπορεί να αποδειχθεί εξόχως ανθεκτική και,  εν τέλει, να αναθερμάνει τον εξαιρετισμό μας που ήδη εκδηλώνεται με την μετωπική κριτική του Αντώνη Σαμαρά στην κυβέρνηση και την ποσοστιαία άνοδο κινήσεων δεξιά της ΝΔ στις ευρωεκλογές  και σε κάποιες δημοσκοπήσεις.

Μένει να δούμε πως η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ θα επηρεάσει αφενός το εύθραυστο (λόγω αντικρουόμενων εθνικών συμφερόντων) δυτικό consensus και, αφετέρου, την ελληνική εξωτερική πολιτική. Το πρώτο σίγουρα θα πιεσθεί λόγω θεμελιωδών επιλογών του Ντόναλντ Τραμπ για το ΝΑΤΟ,  τις μεταναστεύσεις, την ενέργεια, το ουκρανικό  κλπ. Συναφώς, η αμερικανική εξωτερική πολιτική τείνει γενικά να είναι απρόβλεπτη καθώς υπακούει κατά διαστήματα  μυωπικά σε ιδιαίτερα και αντιφατικά συμφέροντα. Όμως η επίλυση του Ουκρανικού που επαγγέλλεται ο Ντόναλντ Τραμπ μάλλον θα ανακουφίσει την σημερινή  ελληνική εξωτερική πολιτική ιδίως ως προς τις σχέσεις της με τη Ρωσία και την Τουρκία, ενώ θα την ενδυναμώσει σε ζητήματα  αποτροπής μεταναστευτικών ροών και σχέσεων με το Ισραήλ. Τη συμπόρευση μας όμως με την ΕΕ θα απειλήσουν και οι αντιφάσεις της ΕΕ στην  ενέργεια, μετανάστευση και άμυνα.

Από την ‘ευρωπαϊκή εξαίρεση’ στον ‘υπεύθυνο πατριωτισμό’ ; – Η Ελλάδα 50 χρόνια μετά τη δικτατορία.

Δημοσιελυθηκε στο Books’ Journal , Ιανουάριος 2025

Οι πρωτοβουλίες της κυβέρνησης (αιφνίδια επίσκεψη και παροχή στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία, συμμετοχή στις κυρώσεις της ΕΕ κατά της Ρωσίας, ανανέωση διαλόγου με την Τουρκία, κλπ.) μας υπενθύμισαν εμφαντικά ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική  από το 2019 μέχρι σήμερα συμπλέει χωρίς αμφισημίες  σε όλα τα βασικά ζητήματα με τη Δύση και την ΕΕ. Κατά τούτο η χώρα αποκλίνει ουσιαστικά από το ιστορικό μονοπάτι της ελληνικής ιδιαιτερότητας (ή στο ιδιόλεκτο πολιτικών επιστημόνων του ελληνικού εξαιρετισμού εντός του δυτικού συστήματος) με τη χαρακτηριστική αμφισημία  του στις σχέσεις με τις ΗΠΑ και   την ΕΕ

Απόκλιση από το μονοπάτι του εθνικού εξαιρετισμού.

Η εναρμόνιση με τις υπερκείμενες  αντιλήψεις και πολιτικές επιλογές του δυτικού κατεστημένου εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως. Στην εξωτερική πολιτική η Ελλάδα συμμετέχει χωρίς αστερίσκους στους θεσμούς της Δύσης  όπου την πρωτοκαθεδρία έχουν οι ΗΠΑ.  Με το βλέμμα στραμμένο στην Τουρκία απορρίπτει τον ρωσικό αναθεωρητισμό ο οποίος πράγματι θα δημιουργούσε επικίνδυνο για εμάς προηγούμενο αν πετύχαινε στην Ουκρανία. Συμπληρώνει  τη συμπόρευση με την αναβάθμιση των στρατιωτικών ικανοτήτων της χώρας με μεγάλα εξοπλιστικά προγράμματα από Γαλλία και ΗΠΑ.

Κατά την κυβέρνηση η πολιτική αυτή ας πούμε της εναρμόνισης με τη Δύση  υπηρετεί τα συμφέροντα ασφαλείας της χώρας. Ο πρωθυπουργός την αποκαλεί υπεύθυνο πατριωτισμό όχι μόνο γιατί αποτρέπει ενδεχόμενους τυχοδιωκτισμούς  τμημάτων της τουρκικής πολιτικής-στρατιωτικής ελίτ, αλλά και διότι θέτει τη χώρα μας κάτω από μια ομπρέλα θεσμών και κανόνων (ο Robert Kagan  την ονόμασε Americanled liberal global order) που κανείς δεν μπορεί να παραβιάσει ανώδυνα. Επιτρέπει στην Ελλάδα να αξιοποιήσει ένα «μέρισμα ασφαλείας» υπό την αμερικανική (νατοϊκή) ομπρέλα και να αντλήσει ένα οικονομικά επωφελές   «επικοινωνιακό μέρισμα».

Ειρήσθω εν παρόδω ότι  από το 2019 η εξωτερική μας πολιτική παντρεύεται με την εσωτερική της  οικονομική πολιτική που, παρά τα ιστορικά της βαρίδια,  εμπιστεύεται περισσότερο από άλλοτε τους μηχανισμούς της αγοράς.[1] Η στενή σχέση εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής δεν πρέπει να υποτιμάται γιατί από αυτή εξαρτάται η αξιοπιστία και η αποτελεσματικότητα και των δύο. Κατά κανόνα όμως τη συσκοτίζει ο δημόσιος λόγος.  

Ο  εναλλακτικός δρόμος του εξαιρετισμού.

Στον αντίποδα της τωρινής πολιτικής  έχουμε τον ελληνικό εξαιρετισμό με τη μορφή του σιωπηλού ή θορυβώδους αντιδυτικισμού  που αντιλαμβάνεται ως απειλή κάθε ευρωπαϊκό κανονισμό και βήμα ολοκλήρωσης (εσωτερική αγορά, ΟΝΕ, μεταρρυθμίσεις) και απαιτεί περισσότερη ελευθερία κινήσεων για τη χώρα ώστε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα τις απειλές ασφαλείας.

Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα μέχρι το 2019 ουδέποτε συμβιβάσθηκε πλήρως με τη Δύση και τις επιλογές της δυτικής πολιτικής μολονότι είχε ενταχθεί στους οργανισμούς της. Ο εξαιρετισμός σημάδεψε το ιστορικό της μονοπάτι. Την περίοδο του ψυχρού πολέμου μαγνητιζόταν από τα πρότυπα της ΕΣΣΔ αλλά και των απελευθερωτικών κινημάτων στον τρίτο κόσμο. Π.χ. ο  Ανδρέας Παπανδρέου έβλεπε την Ελλάδα μέσα από το πρίσμα μητροπόλεων-περιφέρειας και την τοποθετούσε φυσικά στην περιφέρεια. Το σχετικό επίσημο «μνημόνιο» του 1982 αποτελεί μνημείο τους νεοελληνικού εξαιρετισμού.

Αυστηρά επιστημονικά, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε δίκιο λέγοντας διαπιστώνοντας ότι η Ελλάδα δεν ανήκε στον καπιταλιστικό πυρήνα. Αλλά αυτή ήταν η μισή αλήθεια. Εσφαλμένα ήταν επίσης τα πολιτικά συμπεράσματα για «απελευθέρωση» της χώρας κατά το πρότυπο των εθνικών απελευθερωτικών κινημάτων. Η ιστορική εμπειρία διέψευδε ήδη τότε τις σχετικές προσδοκίες καθώς η ΕΣΣΔ είχε ήδη περιέλθει σε παραλυτική στασιμότητα και οι χώρες του τρίτου κόσμου έβλεπαν να διολισθαίνει ο σοσιαλισμός τους σε  βαθιά κρίση χρέους και αυταρχισμό.

Το πείραμα εκείνου του εσωστρεφούς διφυούς εξαιρετισμού θα επαναληφθεί (μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου) πρώτα με τις αυτάρεσκες αδράνειες 2000-2009 και, στη συνέχεια, με τη σύντομη σύμπραξη των ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ το πρώτο εξάμηνο του 2015 που απείλησε να οδηγήσει τη χώρα εκτός ΕΕ. Μετριάσθηκε βαθμιαία, διστακτικά και αντιφατικά μετά το 2015 (βλ. τρίτο Μνημόνιο της κυβέρνησης ΣΘΡΙΖΑΝΕΛ) . Η νέα κατεύθυνση έγινε  σαφέστερη  μετά το 2019.

 Όμως ο  εξαιρετισμός  παραμένει  ακόμα ένα δυνατό ρεύμα  μέχρι σήμερα. Οι συζητήσεις στη Βουλή για κάθε «εθνικό» θέμα και κάθε μεταρρύθμιση προσφέρουν άφθονα παραδείγματα για τη λογική του. Σοβαροί μάλιστα διεθνολόγοι υποστηρίζουν ότι ο νέος ρόλος της χώρας στο διεθνές σύστημα συνεπάγεται περιορισμούς της εθνικής κυριαρχίας χωρίς  ανταλλάγματα. Ειδικά μάλιστα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ισοδυναμεί με μια αναποτελεσματική «πολιτική κατευνασμού»  έναντι της Τουρκίας..[2]  Λίγο ή πολύ, η άποψη αυτή συνιστά  έμμεσα την επιστροφή στην ιστορική τάση του ελληνικού εξαιρετισμού.

Οι υποστηρικτές της επιστροφής στο ιστορικό μονοπάτι υπό τη σημαία της εθνικής ανεξαρτησίας εμφορούνται από μια βαθιά δυσπιστία για τους διεθνείς θεσμούς και για την όποια  διαμεσολάβηση των μεγάλων της Δύσης. 

Αναμφίβολα η κριτική εγρήγορση είναι αναγκαία και σε διάφορα σημεία αιτιολογείται με βάση την ιστορική μας εμπειρία.  Όμως ποια είναι για εμάς η εναλλακτική πρόταση πέρα από νεφελώδη συνθήματα για περήφανη εξωτερική πολιτική; Θα είχε η Ελλάδα περισσότερα οφέλη  ασφαλείας και ανάπτυξης  αν αποστασιοποιούνταν από τις κυρίαρχες και αμερικανικής έμπνευσης επιλογές σε ΝΑΤΟ και ΕΕ; Ποιο δίδαγμα αντλούμε από την περίπτωση της Ουγγαρίας ή της Πολωνίας  που έκαναν ακριβώς αυτό; Θα είμαστε περισσότερο ασφαλείς στο περιθώριο της Δύσης ή, χειρότερα, σε ένα κόσμο που επιστρέφει σε εθνικούς ανταγωνισμούς, τοπικούς πολέμους για αναθεώρηση συνόρων και ζώνες επιρροής των μεγάλων; Η σταθερότητα του διεθνούς περιβάλλοντος στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και της ΕΕ (παρά τις αστοχίες των δυτικών ηγετικών κρατών ) στο οποίο έχουμε πλέον ενταχθεί όχι μόνο τυπικά, αλλά και ουσιαστικά δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του εθνικού συμφέροντος; 

Πάντως, για όλα τα θέματα που εγέρθηκαν στον (σοβαρό) δημόσιο διάλογο μπορούν να γραφούν πολλά. Εδώ  όμως  με απασχολεί το ερώτημα αν η φιλελεύθερη (με όλα της τα κουσούρια) πολιτική μας θα αντέξει στον χρόνο ή αν  θα αποδειχθεί πρόσκαιρη, ας πούμε μετά από κάποιες εκλογές αργότερα. Αν δηλαδή η Ελλάδα θα επιστρέψει στο ιστορικό μονοπάτι της «εξαίρεσης».

Μπορεί να επιστρέψουμε στον ελληνικό εξαιρετισμό;

Πράγματι, διακρίνω σαφείς κινδύνους  στον ορίζοντα που μπορεί να  ωθήσουν την Ελλάδα πάλι προς τα πίσω. Πρώτον, η αστάθεια της αμερικανικής πολιτικής. Σίγουρα θα μας επηρεάσει τυχόν επιστροφή του Ντόναλντ Τράμπ  στην προεδρία των ΗΠΑ με τη χαρακτηριστική απέχθειά του έναντι διεθνών θεσμών  και την ανεπιφύλακτη προτεραιότητα που δίνει στα εθνικά  συμφέροντα της χώρας  (“Amerika first”).

Δεύτερον ο αμερικανικός παρεμβατισμός είναι επιρρεπής σε λάθη και  αποτυχίες όπως συνέβη στο Αφγανιστάν,  το Ιράκ και τη  Λιβύη (στην τελευταία μέσω των συμμάχων Αγγλίας και Γαλλίας κυρίως). Είναι επίσης συνυπεύθυνος για την κρίση στην Ουκρανία.[3]   

Η κριτική  επισημαίνει ότι  οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ ανταποκρίνονται στις πιέσεις ισχυρών  «παικτών»,  παραβλέποντας τις μακροχρόνιες επιπτώσεις των επεμβάσεων. Κατά διαστήματα  καθοδηγούνται  από ιδεοληψίες.[4] Όλα αυτά εξασθενίζουν   εν τέλει τις εγγυήσεις ασφαλείας που δίνουν .

Τέλος ουδείς γνωρίζει πως ακριβώς διαμορφώνεται κάθε φορά η αμερικανική πολιτική, σε ποιες ακριβώς εσωτερικές ισορροπίες υπόκειται.  Παρατηρούμε πράγματι ότι μεταβάλλεται μετά από μείζονα γεγονότα.[5]  Επομένως, με δεδομένο το μητρώο του παρεμβατισμού, κάποιες  επιφυλάξεις απέναντί του (και απέναντι στην πλήρη συμπόρευση) είναι αναπόφευκτες: Πως θα στεριώσει τότε ο δικός μας «υπεύθυνος πατριωτισμός»;

Επίσης, ο δεύτερος πυλώνας του δυτικού συστήματος – η ΕΕ και τα κράτη μέλη της- αντιμετωπίζουν προβλήματα ηγεσίας, πολιτικού προσανατολισμού και διακυβέρνησης. Στη διατύπωση του Mario Monti η Ευρώπη «έχει όλα τα χαρακτηριστικά της ψυχολογικής διάλυσης».[6] Η αβεβαιότητα για την πολιτική της θα ενταθεί αν η οικονομία περιέλθει σε ύφεση  λόγω μυωπικών αποφάσεων  όπως μας προειδοποιεί η ύφεση  στη Γερμανία.

Εθνική παραδοσιακή ταυτότητα και δομές.

Όλα αυτά συνιστούν εξωγενείς παράγοντες που μπορεί  να ωθήσουν  τη χώρα να επιστρέψει στο ιστορικό μονοπάτι του εξαιρετισμού και της αμφισημίας απέναντι στη Δύση. Σε αυτούς πρέπει να προσθέσουμε τις εσωτερικές άκαμπτες δομές  και την πολιτική κουλτούρα που μπορεί να αποδειχθούν εξόχως ανθεκτικές, αποτρέποντας βαθιές μεταρρυθμίσεις, και να θολώσουν την εξωτερική πολιτική.[7] 

Νομίζω λοιπόν ότι ο πιο δυσδιάκριτος κίνδυνος είναι να θεωρηθεί η σημερινή πολιτική με τους δύο  αλληλένδετους άξονές της – σύμπλευση με τις ηγετικές δυνάμεις της Δύσης και εφαρμογή κατά βάση φιλελεύθερων  μεταρρυθμίσεων- ως απειλή για  την παραδοσιακή εθνική ταυτότητα από σημαντικά τμήματα της κοινωνίας.[8] Η  σημερινή πολιτική τείνει να την  περιορίσει  ή  επαναπροσδιορίσει (αν και όχι με ιδιαίτερη συνέπεια) π.χ. εισάγοντας κάποιους κανόνες για την αποτροπή διακρίσεων που παράγουν η πατρωνία, η οικογενειακοί δεσμοί και   η εκκλησιαστική παράδοση (βλέπε μεταξύ άλλων  γάμο ομοφυλοφίλων και ρήξη με την ορθόδοξη Ρωσία).  Κατά προέκταση, ο κίνδυνος είναι υπαρκτός να  προκληθεί  ένα  εκρηκτικό μείγμα ύφεσης, δομικής ακαμψίας και εθνικής ταυτοτικής ανασφάλειας που θα αποξένωνε εντονότερα τη χώρα από τη Δύση, θα επέτεινε την  πίεση για επιστροφή στο ιστορικό μας μονοπάτι, και θα απέτρεπε  αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και την αλλαγή πολιτικής κουλτούρας. Τι θα γίνει αν κλείσει το παράθυρο ευκαιρίας που έχει σήμερα η χώρα λόγω κυβερνητικής σταθερότητας, οικονομικής ανάκαμψης και ηρεμίας στο άμεσο περιβάλλον μας;

 Οι έρευνες γνώμης επισημαίνουν ήδη ότι αυξάνεται στην Ελλάδα (και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες) η δυσπιστία έναντι της ευρωπαϊκής πολιτικής και των δημοκρατικών θεσμών.[9] Παντού σχεδόν ανέρχονται κινήσεις που αμφισβητούν κεντρικές επιλογές των κυβερνήσεων  και των οργάνων της ΕΕ σε ζητήματα στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία, ενέργειας, μετανάστευσης, αγροτικής πολιτικής, εισοδηματικών ανισοτήτων και κοινωνικής συνοχής,   σχέσεων με Κίνα και Τουρκία, σύγκρουσης  Ισραήλ με Χαμάς, κουλτούρας (με την υφέρπουσα  διείσδυση της wokeness).  

Στην Ελλάδα και αλλού, η  έλλειψη εμπιστοσύνης θα αποσταθεροποιήσει  τον δυτικό προσανατολισμό της χώρας και να αποτρέψει τις  αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Το ερώτημα παραμένει: Έρχονται μέρες Σισύφου;


[1] Βλ. ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη στη συνεδρίαση του  Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος την  8.3.2024.

[2] Γιάννη Βαληνάκη «Ο διάλογος πρέπει να είναι και κερδοφόρος»,  στην εφημερίδα η Καθημερινή 14.09.2023. Τις απόψεις αυτές επαναλαμβάνει και σε άλλα κείμενα. Για την αντίθετη άποψη βλ. μεταξύ πολλών άλλων άρθρα των Άγγελου Συρίγου, Κωνσταντίνου Φίλη (του ΙΔΙΣ) στην ίδια εφημερίδα,  του Παναγιώτη Ιωακειμίδη στα Νέα και, στο ίδιο πνεύμα απόρριψης του εξαιρετισμού , του  Χρήστου Ροζάκη.

[3] Βλ. J. Mearsheimer “Γιατί η Δύση έχει την ευθύνη για την κρίση στην Ουκρανία», αναδημοσίευση στην Καθημερινή 20.3. 2022  του άρθρου του  καθηγητή Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου που δημοσιεύθηκε στο αμερικανικό Foreign Affairs. Βλ. επίσης  του ίδιου «Der Westen trägt eine Hauptverantwortung für das Ukraine- Desaster» in  Die Weltwoche, 14. Mai 2022. 

[4] Robert Kagan The Jungle grows back. America and our imperilled world,  Vintage Books- Penguin New York. 2018.  

[5] Βλ. σχετικά κείμενα  των διεθνολόγων Κωνσταντίνου  Αρβανιτόπουλου, Κώστα Υφαντή, Δημήτρη Ακριβούλη, Γεωργίου Ευαγγελόπουλου και Ρόζας Βασιλάκη στο  Ανδρέας Γκοφας  (επιμ.) Ο κόσμος και η απειλή της τρομοκρατίας  μετά την 11η Σεπτεμβρίου, εκδόσεις Πεδίο, Αθήνα 2023.

[6] Πιθανόν της λείπει και ένας ισχυρός ιστορικός μύθος πάνω στον οποίο θα οικοδομούσε την ταυτότητά της. Βλ. Π. Κ. Ιωακειμίδης « Η ευρωπαϊκή ταυτότητα σε αμφισβήτηση», Books’ Journal, τεύχος  150, Φεβρουάριος 2024.

[7] Ο Γιάννης Στουρνάρας πιστεύει ότι η Ελλάδα θα τα καταφέρει. Βλ. άρθρο του  «Είναι η Ελλάδα μεταρρυθμίσιμη;» στην εφημερίδα  η  Καθημερινή 10.3.2024 όπου όμως, παρά την αισιοδοξία του  δεν παραλείπει να αναφερθεί στα τεράστια προβλήματα της χώρας (χρέη, δημογραφία κλπ).

[8] Εξετάζουμε τα στοιχεία της παραδοσιακής εθνικής ταυτότητας στο Πάνος Καζάκος και Πάνος Κολιαστάσης  Αφανείς και ορατές αντιθέσεις . Παράδοση και νεωτερικότητα στην Ελλάδα μετά τη δικτατορία, εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2023.

[9]  Ευρεία περίληψη σχετικής  έρευνας   PEW δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή   29.2. 2024.

Θεσμοί  και ευημερία ή γιατί αποτυγχάνουν έθνη – Σκέψεις με αφορμή ένα βραβείο Νόμπελ. 

Δημοσιελυθηκε στο Books’ Journal,  τεύχος 159 , Δεκέμβριος 2024.

Με το βραβείο Νόμπελ οικονομίας του 2024 τιμήθηκαν οι  Daron Acemoglu, Simon Johnson και James A. Robinson. Στο έργο τους εξέτασαν γιατί ορισμένες χώρες κατέληξαν να είναι σήμερα πολύ πλουσιότερες από άλλες. Γιατί δηλαδή ορισμένες χώρες «πέτυχαν» ενώ άλλες «απέτυχαν» (failed);  Υποστηρίζουν ότι «η οικονομική επιτυχία των χωρών διαφέρει λόγω των διαφορετικών θεσμών τους».[1]  Όσα ακολουθούν βασίζονται κυρίως στο έργο των Daron Acemoglu και James A. Robinson (σε συντόμευση Α/Ρ). Στο τέλος θα δούμε αν και τι μας λέγει για την Ελλάδα.

Συμπεριληπτικοί και εκμεταλλευτικοί θεσμοί.

Στην αφετηρία της η έρευνα των Α/Ρ ξεχωρίζει δύο μεγάλες κατηγορίες θεσμών- τους «συμπεριληπτικούς» (inclusive) και «εκμεταλλευτικούς» ή «απομυζητικούς» (extractive) θεσμών.[2] Συμπεριληπτικοί είναι οι θεσμοί που επιτρέπουν στην πλειοψηφία του πληθυσμού να συμμετέχει στις οικονομικές δραστηριότητες και στα άτομα να κάνουν ελεύθερα τις επιλογές τους. Οι συμπεριληπτικές ελίτ εφαρμόζουν κανόνες γενικής ισχύος χωρίς αποκλεισμούς.

Στην κατηγορία των συμπεριληπτικών ανήκουν η προστασία της ιδιοκτησίας (!), το κράτος δικαίου (rule of law), οι κοινωνικές υπηρεσίες,  μια επαρκής κεντρική εξουσία και οι  πολιτικοί-δημοκρατικοί θεσμοί (εκλογές κλπ.) διασφαλίζουν τρία τινά: Πρώτον,   προστατεύουν την ιδιοκτησία (και τα οφέλη που απορρέουν από αυτή για τα άτομα), διαχέουν την ευημερία, μειώνουν τις ανισότητες,  φερ’ ειπείν  μέσω των υπηρεσιών του κοινωνικού κράτους και, τρίτον, περιορίζουν ή αποτρέπουν τυχόν αρπακτικές διαθέσεις και μη ελεγχόμενες αυθαιρεσίες λίγων.

Πρόκειται για φιλελεύθερους-δημοκρατικούς θεσμούς που, κατά τη γνώμη τους, αποτρέπουν αυθαίρετους αποκλεισμούς και κατάχρηση της εξουσίας των κυβερνώντων Οι Α/Ρ δεν υιοθετούν ακριβώς και ευθέως τον όρο φιλελεύθεροι-δημοκρατικοί θεσμοί, αλλά παραπέμπουν επιλεκτικά σε βασικά τους συστατικά.  Στην Ελλάδα ακόμα και σχολιαστές που αναγνωρίζουν τη σημασία των θεσμών και παραπέμπουν στους Α/Ρ γενικά, αποφεύγουν  τον επιθετικό προσδιορισμό φιλελεύθεροι θεσμοί όπως ο διάβολος το λιβάνι. [3]

Σε μια χώρα με συμπεριληπτικούς θεσμούς (δηλαδή φιλελεύθερους-δημοκρατικούς) οι πολίτες έχουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη σε θεσμούς και σε άλλα άτομα,  πράγμα που αποφέρει περαιτέρω οφέλη: Οι πολίτες τείνουν να πειθαρχούν στο νόμο, η ροπή  για επενδύσεις αυξάνεται (αφού δεν υπάρχει  φόβος για αυθαίρετες κατασχέσεις περιουσίας) κλπ. Το ίδιο ισχύει για  τις  διαπροσωπικές σχέσεις και τη διάθεση για συνεργασία των ανθρώπων  με άλλους εκτός στου στενού οικογενειακού κύκλου). Κατά συνέπεια, γράφουν οι Α/Ρ, οι συμπεριληπτικοί θεσμοί  επιφέρουν μεγαλύτερη οικονομική ευημερία, που με τη σειρά της και μέσω του δημοκρατικού παιγνίου επιτρέπει τη δημιουργία του κοινωνικού κράτους και τη διάχυση της ευημερίας.

Αντίθετα, όπου  οι ελίτ καθίδρυσαν απομυζητικούς θεσμούς,  αποκλείουν τους πολλούς. από τα οφέλη της όποιας οικονομικής δραστηριότητας και, τελικά, μακροχρόνια προκαλούν    αναπτυξιακή υστέρηση. Οι «θεσμοί» δεν είναι από τη φύση τους ουδέτεροι. Οι απομυζητικές ελίτ κλίνουν περισσότερο στην εφαρμογή δημοσιονομικών πολιτικών που προκαλούν ελλείμματα, χρέη και διαφθορά.  Υπάρχει, επομένως, σχέση αιτίας-αιτιατού ανάμεσα σε ανάπτυξη και στον «χαρακτήρα» των ελίτ και των θεσμών τους.

Οι  Α/Ρ τεκμηρίωσαντην άποψή τους συγκρίνοντας κυρίως τις διαφορετικές  επιπτώσεις  των ευρωπαϊκών αποικιακών καθεστώτων  στις τύχες των αποικιών. Έτσι έδωσαν μία εξήγηση γιατί π.χ. η εξέλιξη σε ΗΠΑ, Αυστραλία και αλλού διέφερε από την εξέλιξη στη Λατινική Αμερική ή στην Υποσαχάρια Αφρική. Διαπίστωσαν ότι υπάρχει τεράστια απόσταση στο επίπεδο ευημερίας μεταξύ των δυο ομάδων χωρών, την ιστορική πορεία των οποίων άλλωστε έχουν τεκμηριώσει πολλές ιστορικές έρευνες. Στην Υποσαχάρια Αφρική και στη Λατινική Αμερική οι αποικιοκρατικές δυνάμεις εκμεταλλεύθηκαν ευθέως και απροκαλύπτως τους γηγενείς πληθυσμούς  και απέσπασαν φυσικούς πόρους  ή  καθίδρυσαν  «απομυζητικά» (εκμεταλλευτικά)  πολιτικά και οικονομικά συστήματα που απέκλειαν τους γηγενείς από κάθε επιρροή. Αντίθετα  στις αγγλοσαξονικές κυρίως αποικίες της Βόρειας Αμερικής, στην Αυστραλία κ.α. καθιδρύθηκαν τελικά συμπεριληπτικοί θεσμοί.

Οι Α/Ρ υποστηρίζουν επίσης ότι οικονομικοί και πολιτικοί θεσμοί αλληλοτροφοδοτούνται προκαλώντας ενάρετους (αν είναι συμπεριληπτικοί) ή φαύλους κύκλους (αν είναι απομυζητικοί). 

Περί ελίτ και μεταρρυθμίσεων.

Οι απομυζητικές  ελίτ,  γράφουν οι Α/Ρ, ανθίστανται σε θεσμικές μεταρρυθμίσεις.. Στη γλαφυρή γλώσσα τους

«η ανάπτυξη και τεχνολογική αλλαγή αντικαθιστούν το παλιό με το νέο. Νέοι τομείς προσελκύουν πόρους  από τους παλαιούς. Οι νέες τεχνολογίες καθιστούν υπάρχουσες δεξιότητες και μηχανές  απαρχαιωμένες. Η διαδικασία της οικονομικής μεγέθυνσης και οι συμπεριληπτικοί θεσμοί  στους οποίους στηρίζεται  γεννούν τόσο κερδισμένους όσο και χαμένους στην πολιτική αρένα και στην οικονομική  αγορά. Ο φόβος για δημιουργική καταστροφή βρίσκεται συχνά στη ρίζα  της αντίθεσης σε συμπεριληπτικούς οικονομικούς και πολιτικούς θεσμούς».[4]

«Το μάθημα είναι σαφές:  πανίσχυρες ομάδες αντιστέκονται στην οικονομική πρόοδο  και στις μηχανές της προόδου […] Η ανάπτυξη προχωρά  μόνον αν δεν μπλοκαριστεί  από αυτούς που χάνουν και αναμένουν ότι θα χάσουν τα οικονομικά προνόμιά τους  και από αυτούς που χάνουν σε πολιτική δύναμη  καθώς φοβούνται  ότι η πολιτική τους δύναμη θα διαβρωθεί» Daron Acemoglu and J.A. Robinson. [5]

Με τον τρόπο αυτόν οι Α/Ρ αντλούν κάποια στοιχεία από την δημόσια επιλογή (public choice) μολονότι όπως θα δούμε πιο κάτω εστιάζουν περιοριστικά στις απομυζητικές ελίτ και στους συμμάχους γραφειοκράτες τους.

Οι σύμμαχοι των απομυζητικών ελιτ.

Πως όμως καταφέρνουν ολιγάριθμες ελίτ να υπερισχύουν και να επιβάλλουν τη λογική τους;  Σε άλλο κείμενο οι Acemoglu, Ticchi and Vindigni  απαντούν  ότι οι απομυζητικές ελίτ απλά συγκροτούν «συμμαχίες»  με μεγάλα τμήματα του δημοσίου τομέα μέσω των πελατειακών πρακτικών.[6] Εννοείται ότι με τη μέθοδο αυτή επιδιώκουν να σταθεροποιήσουν  τη δική τους θέση και να διασφαλίσουν τα δικά τους οφέλη.

Στο μοντέλο των σ. οι ψηφοφόροι, γραφειοκράτες και ελίτ ενδιαφέρονται πρωτίστως για το προσωπικό τους όφελος, επομένως από τη σκοπιά αυτή το μοντέλο αυτό πολιτικής δοσοληψίας εντάσσεται άνετα στο θεωρητικό πλαίσιο της δημόσιας επιλογής. Το πολιτισμικό υπόβαθρο όλων είναι ο ατομικισμός

Πρέπει όμως να διευρύνουμε το οπτικό πεδίο για να συμπεριλάβουμε περισσότερους δυνητικούς συμμάχους που τελικά «απομυζούν»  την υπόλοιπη κοινωνία ή, έστω αποσπούν ιδιαίτερα οφέλη. Στην κατηγορία αυτή θα πρέπει να περιληφθούν τουλάχιστον  στελέχη του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού συστήματος που περιλαμβάνει τις τράπεζες, τα funds κλπ.  κατά τον βαθμό που διασφαλίζουν ειδική μεταχείριση σε περιόδους κρίσεων, μέσω φερ΄ ειπείν  ανακεφαλοποιήσεων με δημόσιο χρήμα ή απεριόριστης ρευστότητας από την ΕΚΤ,  και  πετυχαίνουν ακόμα και σε συνθήκες ύφεσης εντυπωσιακά εισοδήματα και κέρδη. Εκτός τούτου ειδικά η ηγεσία του χρηματοπιστωτικού χώρου έχει αυξημένη διαπραγματευτική δύναμη έναντι του κράτους, λειτουργώντας συχνά (ιδίως σε ολιγοπωλιακές  συνθήκες) ως πανίσχυρη ομάδα πίεσης. Η ευνοϊκή  μεταχείρισή τους νομιμοποιείται ιδεολογικά με το επιχείρημα ότι τα ιδρύματα είναι too big to fail πράγμα βέβαια που εμποδίζει τις απαραίτητες αναδιαρθρώσεις.  Το «μπλοκ εξουσίας» (ελίτ και σύμμαχοι) είναι ευρύτερο και πολύ περισσότερο διαφοροποιημένο στις περισσότερες κοινωνίες από τη στυγνή αποικιοκρατία.  Θα πρέπει να συμπεριλάβουμε στο μπλοκ εξουσίας επαγγελματικές ομάδες γιατρών, φαρμακευτικές εταιρείες κ.α.

 Διευρύνοντας λοιπόν το οπτικό πεδίο, κατανοούμε καλύτερα όσα συμβαίνουν σήμερα σε πρώην αποικίες και στις μητροπόλεις – τις έδρες των  φιλελεύθερων δημοκρατιών. Και εδώ  πελατειακές πρακτικές και συμμαχικές συναλλαγές  εμποδίζουν τους μηχανισμούς της αγοράς να λειτουργήσουν και  το κράτος να  εξυγιάνει παρωχημένες δομές. Οι  μεταρρυθμίσεις αναιρούν τις διακρίσεις και, επομένως, απειλούν την ευημερία ορισμένων κοινωνικών ομάδων.

Κριτική.

Το έργο των  Α/Ρ αποτελεί αξιοσημείωτη ιδεολογική συνεισφορά στην προάσπιση της φιλελεύθερης δημοκρατίας με τους εμβληματικούς της πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς – το κράτος δικαίου, τη διάκριση των εξουσιών, τις ανεξάρτητες αρχές, τους αναδιανεμητικούς μηχανισμούς του κοινωνικού κράτους κλπ.

Οι Α/Ρ αποδίδουν την υστέρηση των κοινωνιών μακροπρόθεσμα στην απουσία δημοκρατικών κανόνων, τις αβεβαιότητες που προκαλούν  ανεξέλεγκτες εξουσίες, την έλλειψη εμπιστοσύνης σε εκμεταλλευτικούς θεσμούς  (συμπεριλαμβανομένης  και της ελεγχόμενης από τις ελίτ και επομένως μεροληπτικής δικαιοσύνης),  τους αποκλεισμούς από τα οφέλη της ανάπτυξης κλπ.

Σε ένα γενικό επίπεδο ορθώς επανέφεραν στη συζήτηση τη σημασία των θεσμών για τη ευημερία. Όμως  το σχήμα «συμπεριληπτικοί έναντι απομυζητικών θεσμών» λειτουργεί ως Προκρούστης.

Η ανάλυσή τους  στηρίζεται εμπειρικά στις ακραίες περιπτώσεις καθεστώτων που συνυφάνθηκαν με την αποικιοκρατία. Κατά τη γνώμη μου η ταξινόμηση των θεσμών σε χονδρικά  δύο κατηγορίες, δίνει μια ασπρόμαυρη (και ατελή) εικόνα των θεσμικών καταστάσεων που συναντούμε σήμερα. Είναι λοιπόν απλουστευτική. Eπίσης, μετατρέπεται σε ιδεολογία εξιδανικεύονταςτην αγγλοσαξονική αποικιοκρατία: Πόσο συμπεριληπτικοί   ήταν   οι θεσμοί των  λευκών της Αυστραλίας και των ΗΠΑ που είτε εξάλειψαν τους αυτόχθονες είτε τους περιόρισαν σε ρεζερβάτα;  Στις χώρες αυτές οι συμπεριληπτικοί θεσμοί αφορούσαν τους λευκούς αποίκους, απέκλειαν τους μαύρους  και φυσικά δεν εμπόδισαν την εξόντωση των γηγενών. Όμως ναι, για τους λευκούς δεν ήταν εκμεταλλευτικοί  και, επομένως, συνέβαλαν στην ανάπτυξη των χωρών αυτών- και των λευκών.

Το θεωρητικό πλαίσιο των Α/Ρ  δεν ανταποκρίνεται στη σύνθετη πραγματικότητα των περισσοτέρων κρατών. Θεσμοί και πολιτικές διαφέρουν ποικιλοτρόπως από τους θεσμούς των ωμά εκμεταλλευτικών ελίτ σε πολλές  αποικίες και από τους κολοβούς συμπεριληπτικούς στις αγγλοσαξονικές (πρώην) αποικίες.

Επίσης, ειδικότερες υποθέσεις των Α/Ρ,  π.χ. ότι δημοκρατικοί και οικονομικοί θεσμοί αλληλοτροφοδοτούνται,  διαψεύδονται εύκολα από τις ιστορικές εμπειρίες.  Δημοκρατικοί θεσμοί όπως οι εκλογές, και ο κομματικός ανταγωνισμός σε πολλές περιπτώσεις  δεν απέφεραν συμπεριληπτικούς οικονομικούς θεσμούς αλλά έγιναν οχήματα  για εναλλαγή εκμεταλλευτικών ελίτ και συντήρηση απομυζητικών οικονομικών θεσμών. Συναφώς, το επιχείρημα ότι  η δημοκρατία προάγει την οικονομική ευημερία δεν εξηγεί την οικονομική επιτυχία της Κίνας, της Σιγκαπούρης, του Βιετνάμ (!)[7]. Ούτε βέβαια ορισμένες τάσεις (δυτικών) φιλελεύθερων-δημοκρατικών, στις οποίες οι αποκλεισμοί είναι εμφανείς παρά τους (συμπεριληπτικούς) δημοκρατικούς θεσμούς και το κοινωνικό κράτος τους. .

Την θεωρία των Α/Ρ συνοδεύουν λοιπόν ποικίλα  «παράδοξα» ακριβώς γιατί παραλείπουν πολλούς παράγοντες της σημερινής πολύπλοκης πραγματικότητας. Όπως ενδεικτικά υποστήριξε ο Bo Rothstein 

«η Κίνα έχει ένα μοναδικό κρατικό μηχανισμό, μία διοίκηση που καταφέρνει να συνδυάσει υψηλά επίπεδα επαγγελματισμού και αξιοκρατίας με   ισχυρό πολιτικό και ιδεολογικό έλεγχο […] Αυτός ο τύπος συστήματος  είναι εξαιρετικά αποτελεσματικός  αν και όχι ιδιαίτερα δημοκρατικός»[8].

Από την αποτελεσματικότητα όμως των διοικήσεων εξαρτάται η εφαρμογή και επιτυχία πολιτικών στόχων. Πιθανόν η δομή και η λειτουργία της δημόσιας διοίκησης συσχετίζεται με πολιτισμικούς παράγοντες.  

Οι Α/Ρ δεν εξηγούν ό,τι παρατηρούμε σε περισσότερο και λιγότερο αναπτυγμένες χώρες – την αδιάκοπη διελκυστίνδα ανάμεσα σε εκσυγχρονιστικές και παραδοσιακές ελίτ,  ούτε το δράμα, ας πούμε, μεικτών καθεστώτων, στα οποία εισάγονται μεν δημοκρατικοί και φιλελεύθεροι θεσμοί (και πολιτικές), η λειτουργία των οποίων όμως  δεν ανταποκρίνεται στα δεδομένα του φιλελεύθερου-δημοκρατικού ιδεότυπου. Πολιτισμικού τύπου προσεγγίσεις, σύμφωνα με τις οποίες η κουλτούρα, δηλαδή οι αξίες της κοινωνίας, αποτελούν θεμελιώδες χαρακτηριστικό των κοινωνιών,  εξηγούν καλύτερα και λιγότερο ιδεολογικά όσα συμβαίνουν σήμερα στον κόσμο, πιθανόν σε συνδυασμό με υποθέσεις της δημόσιας επιλογής (public choice). Οι Α/Ρ υποστηρίζουν αντίθετα ότι η θρησκεία, η εργασιακή ηθική, οι νοοτροπίες  όπως η ιβηρική manana κλπ. δεν εξηγούν πολλά πράγματα.[9]

Είναι η Ελλάδα «αποτυχημένο κράτος;

Φυσικά, το ζήτημα της αναπτυξιακής υστέρησης σε σύγκριση με τη Δύση και της ποιότητας των θεσμών απασχολεί διαρκώς τη δημόσια και επιστημονική συζήτηση  στην Ελλάδα. Αυτό δείχνει η ενασχόλησή τους με τις ανεξάρτητες αρχές, τις σχέσεις κυβέρνησης και  δικαιοσύνης (παρακολούθηση από την ΕΥΠ  πολιτικών  προσώπων, η κωλυσιεργία στην υποθέσεις των Τεμπών και της Μάνδρας,  η καταστροφή στο Μάτι, το ναυάγιο της Πύλου με θύματα εκατοντάδες μετανάστες, η υπόθεση Νοβάρτις, οι απόπειρες ελέγχου των ΜΜΕ την περίοδο 2015-2019 κλπ). Στην ημερήσια διάταξη βρίσκονται επίσης  καθημερινές  δυσλειτουργίες (βραδύτητα στην απονομή δικαιοσύνης, σύγχυση αρμοδιοτήτων, κακή νομοθέτηση  υποταγμένη συχνά σε πελατειακές λογικές, χωροταξική  ρευστότητα κλπ. ). Απέτυχε λοιπόν η Ελλάδα θεσμικά και αναπτυξιακά όπως πολλοί ισχυρίζονται ή υπονοούν; Σε ποιο βαθμό και γιατί;Σε ποια κατηγορία ανήκουν οι θεσμοί μας; Ας το θέσουμε ωμά: Είμαστε ένα αποτυχημένο κράτος;

 Η απάντησή μου είναι όχι.  Η Ελλάδα αγωνίσθηκε νωρίς για να μη εξελιχθεί σε αποικία και  εκ του αποτελέσματος δεν μπορεί να τοποθετηθεί στη χορεία των «αποτυχημένων εθνών» με κυρίαρχους απομυζητικούς θεσμούς όπως στις (πρώην) αποικίες της υποσαχάριας Αφρικής ή της Λατινικής Αμερικής,  καίτοι εκτέθηκε εξ αρχής στις επιρροές των μεγάλων δυνάμεων. Ιστορία και γεωγραφία συνωμότησαν για να απλωθεί στη χώρα  μια ιδιαίτερη δημοκρατική ιδεολογία. Η βασιλεία υποχρεώθηκε να κινηθεί στο πλαίσιο ενός συνταγματικού κοινοβουλευτισμού που εμπεριέχει την (έστω ανολοκλήρωτη) διάκριση των εξουσιών και, τουλάχιστον δυνητικά, λειτουργεί συμπεριληπτικά καθώς τείνει να διευρύνει το φάσμα των ωφελούμενων ομάδων και ατόμων. Σημειώνω ακόμα ότι η μεγάλη ιδιοκτησία της γης έχει καταργηθεί από τις αρχές του περασμένου αιώνα με τις αγροτικές μεταρρυθμίσεις, τη διανομή εκκλησιαστικής γης  και των μεγάλων κτημάτων των Οθωμανών  που εγκατέλειψαν τη χώρα στο πλαίσιο της ανταλλαγής των πληθυσμών. Οργανώθηκε βαθμιαία  συγκεντρωτικού τύπου κρατική διοίκηση  η οποία, παρά τα πελατειακά κουσούρια της, μείωσε ως ένα βαθμό τις τοπικές εξουσίες. Εισάχθηκε ένα νομικό σύστημα που προσιδιάζει  στο νομικό σύστημα της Δύσης,  Ο κοινοβουλευτισμός έθετε όρια στην ωμή εκμετάλλευση. Πλούτος συσσωρευόταν βέβαια κυρίως στην ελληνική διασπορά όπως μαρτυρούν τα ιδρύματα που χρηματοδότησε. Τον 20ό αιώνα σταθεροποιήθηκε το κοινωνικό κράτος. Κατά περιόδους η χώρα γνώρισε και «χρυσές εποχές» ανάπτυξης.     

Όμως ναι,   τη χώρα βαραίνουν  πολιτικά και θεσμικά προβλήματα που εξηγούν εν μέρει τουλάχιστον την αναπτυξιακή υστέρησή της στο δυτικοευρωπαϊκό πλαίσιο. [10] Οφείλονται στο γεγονός ότι  ταυτόχρονα με τις θεσμικές καινοτομίες, λειτούργησαν (και  λειτουργούν)  ικανά προνεωτερικά στοιχεία όπως  η οικογένεια και το πελατειακό σύστημα, παρόλο που και αυτά  εκτέθηκαν στις επιρροές της νεωτερικότητας. Αναπόφευκτα, οι θεσμοί και οι πολιτικές της χώρας δεν ευνοούν όλους το ίδιο, ούτε πετυχαίνουν τους επίσημους στόχους τους. Για να προσφύγουμε στον κατάλογο της Παγκόσμιας Τράπεζας,[11]  έχουμε εκκρεμότητες σε ζητήματα λογοδοσίας (μολονότι τα τελευταία  χρόνια γίνεται προσπάθεια να επιλυθούν (βλ. αξιολόγηση σε Δημόσιο και Εκπαίδευση), ρυθμιστικής ασάφειας και αντιφατικότητας μέσω της πολυνομίας, αδιαφάνειας, μολονότι και εδώ κάτι γίνεται π.χ.  με τη διαύγεια, τη δημόσια διαβούλευση πριν από την ψήφιση νομοσχεδίων,  τα μέτρα κατά της  διαφθοράς.

Γεγονός είναι ακόμα ότι η μάχη για την καλυτέρευση των θεσμών είναι διαρκής και προσανατολισμένη στα πρότυπα ορθολογισμού των πιο αναπτυγμένων κρατών της Δύσης! Όλα αυτά περιορίζουν την οικειοποίηση πόρων από λίγους σε βάρος του συνόλου και της ανάπτυξης. Δεν πρέπει να μηδενίζουμε ό,τι πετύχαμε. Αλλά οι αντιστάσεις σε μεταρρυθμίσεις που κάνουν τους θεσμούς πιο συμπεριληπτικούς  και αποτελεσματικούς  είναι ισχυρές. Τις εκθέσαμε διεξοδικά σε άλλη ευκαιρία [12]

Νομίζω λοιπόν ότι η ελληνική εμπειρία μαζί με παρόμοιες πολλών άλλων χωρών δείχνει τα όρια της ανάλυσης των Α/Ρ. Κατά τη γνώμη μου, καταλαβαίνουμε καλύτερα την πορεία της χώρας και την κατάσταση των θεσμών  της  με βάση (κατ΄ αρχάς) τη θεωρητική  οπτική του εκσυγχρονισμού που αναδεικνύει την αέναη ένταση μεταξύ προνεωτερικών και νεωτερικών αξιών,[13] δηλαδή τον  ρόλο της κουλτούρας,  σε συνδυασμό με τη θεωρία της δημόσιας επιλογής[14] που δείχνει, μεταξύ άλλων,  πως εγωιστικά  συμφέροντα εκδηλώνονται μέσω των οργανώσεων συμφερόντων.

————————-  //  ————————–


[1]  Daron Acemoglu and J.A. Robinson Why nations fail , The origins of power, prosperity and poverty, Crown Business, New York 2012όπως αλλού, σελ. 73.

[2] Το κύριο επιχείρημα ανέπτυξαν με εκτεταμένη τεκμηρίωση οι Daron Acemoglu and James A. Robinson στο πολυσυζητημένο βιβλίο τους Why nations fail. Όπως πριν. .

[3] Ενδεικτικά,  Νίκος Χριστοδουλάκης «Οι κακοί θεσμοί βλάπτουν σοβαρά την ευημερία», στην εφημερίδα η Καθημερινή 20.10.2024 και Κώστας  Μποτόπουλος «Η σημασία των θεσμών», εφημερίδα τα Νέα  19-20. 10.2024. 

[4]     Daron Acemoglu and J.A. Robinson  Why nations fail, όπως αλλού (σελ. 84.

[5]     Όπως πριν, σελ. 86.

[6] Daron Acemoglu, Davide Ticchi and Andrea Vindigni, “Emergence and persistence of inefficient states”, Journal of European Economic Association 9(2), Απρίλιος 2011, σελ. 177-288.

[7] Bo Bo  Rothstein   “Nobel prize in economic: Do democracy and prosperity really go hand in hand?”    Social Europe, 1.11.2024.

[8] Bo Bo Rothstein  “Nobel prize in economic: Do democracy and prosperity really go hand in hand;”    Social Europe, 1.11.2024.

[9]  Daron Acemoglu and J.A. Robinson  Why nations fail, όπως αλλού,  σελ. 5 και 60.

[10] Η σχετική βιβλιογραφία για ελλείματα,  αναιμία  και δυσλειτουργίες των θεσμών είναι απέραντη. Βλ. μεταξύ πολλών άλλων  Δημήτρης Σωτηρόπουλος Κράτος και μεταρρύθμιση στη σύγχρονη Νότια Ευρώπη, εκδόσεις Ποταμός 2017,  Χαρίδημος Τσούκας  Η τραγωδία των κοινών .Πολιτική φαυλότητα, απαξίωση θεσμών και χρεοκοπία, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2015. Νωρίτερα, Παναγιώτης Κονδύλης ΟΙ αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας . Η καχεξία του αστικού στοιχείου  τη νεοελληνική κοινωνία και ιδεολογία, β΄ έκδοση,   Θεμέλιο, Αθήνα 2011, Στο ίδιο πνεύμα και ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς Ταξίδι  στο λόγο και στην ιστορία, εκδόσεις Πλέθρον, 1996. Βλ. επίσης  το κείμενό του στον ίδιο τόμο « «Τζαμπατζήδες στη χώρα των θυμάτων, σελ. 143-182.

[11] World Bank   Governance Indicators 2023

[12] Βλ. Πάνος Καζάκος και Πάνος Κολιαστάσης  Αφανείς και ορατές αντιθέσεις. Παράδοση και νεωτερικότητα  στη μεταδικτατορική Ελλάδα 194-2022, εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2013.

[13] Βλ. μεταξύ πολλών άλλων  Νικηφόρος Διαμαντούρος  Πολιτισμικός δυισμός και πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2000, Nicolas Demertzis “Greece” in Roger Eatwell (ed) European political cultures Conflict or convergence?  Routledge, 1997, Αρίστος Δοξιάδης  Το αόρατο ρήγμα . Θεσμοί και συμπεριφορές  στην ελληνική οικονομία, Αθήνα 2013 κ.α. 

[14] Mancur Olson  Η άνοδος και η παρακμή των εθνών, μετάφραση Γιώργου Αδαμόπουλου, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2000.