[Υπό δημοσίευση] Το τέλος του ελληνικού «εξαιρετισμού»; Οι σχέσεις μας με τη Δύση  50 χρόνια μετά τη δικτατορία.  

               Αντιλήψεις για την ελληνική ιδιαιτερότητα από τη γενική κατεύθυνση της Δύσης έπαιξαν κατά κανόνα ρόλο σε πολιτική και κοινωνία ακόμα και μετά την ένταξη στον πυρήνα των δυτικών θεσμών (ΝΑΤΟ, ΕΕ, ΟΝΕ κλπ) Ήταν εδραιωμένη σε πολιτική και κοινωνία η πεποίθηση ότι οι κανόνες έπρεπε να τροποποιηθούν ώστε να ταιριάξουν με τις ιδιαίτερες συνθήκες της χώρας.  Η πεποίθηση αυτή ονομάσθηκε στο ιδιόλεκτο των πολιτικών επιστημόνων «ελληνικός εξαιρετισμός». Παραμένει  ακόμα ένα δυνατό ρεύμα  μέχρι σήμερα όπως δείχνουν οι συζητήσεις στη Βουλή για κάθε «εθνικό» θέμα».  

Ο ελληνικός εξαιρετισμός είχε πολιτισμικές ρίζες στην ιστορία μας και στην οικονομική υστέρηση. Το σχετικό επίσημο «μνημόνιο» του 1982 με το οποίο η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου απαιτούσε «ειδικό καθεστώς» εντός της ΕΕ, δηλαδή  εξαίρεση από τους κανόνες της «κοινής αγοράς», αποτελεί μνημείο του. Το επόμενο ήταν φυσικά το δημοψήφισμα του 2015. Το συνόδευε η  καλλιέργεια σχέσεων με  Βενεζουέλα και Κούβα από την  κυβέρνηση του συνασπισμού αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ)  και σκληρής δεξιάς (ΑΝΕΛ) υπό τον Αλέξη Τσίπρα, η σκληρή διαπραγμάτευση για ένα τρίτο μνημόνιο ως το 2017 κ.α..  Συνοψίζοντας, η  Ελλάδα μέχρι το 2019 ουδέποτε συμβιβάσθηκε πλήρως με τη Δύση και τις επιλογές της δυτικής πολιτικής μολονότι  είχε ενταχθεί στους οργανισμούς της. Ο εξαιρετισμός σε οικονομία και διεθνή πολιτική σημάδευε το ιστορικό της μονοπάτι.                

Όμως,  μετά το περιβόητο δημοψήφισμα του 2015 ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας άρχισε να προλειαίνει  το έδαφος για την εγκατάλειψη του ιστορικού μονοπατιού του εξαιρετισμού. Τα τελευταία χρόνια της κυβέρνησής του οι σχέσεις με τις ΗΠΑ και την ΕΕ εξομαλύνονται.  

Μετά τις εκλογές του 2019 η κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη υιοθέτησε μια πολιτική σύμπλευσης με τη Δύση (και σύγκλισης) χωρίς ιδεολογικές αμφισημίες. Η εναρμόνιση με τις υπερκείμενες  αντιλήψεις και πολιτικές επιλογές της Δύσης εκδηλώνεται πλέον ποικιλοτρόπως.  Στην εξωτερική πολιτική η χώρα παρέχει στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, μετέχοντας κιόλας στη μικρή  Ομάδα Επαφής για την Άμυνα της Ουκρανίας  που λειτουργεί υπό την αιγίδα των ΗΠΑ. Απορρίπτει τον ρωσικό αναθεωρητισμό και συμμετέχει επίσης χωρίς αστερίσκους στις κυρώσεις της ΕΕ κατά της Ρωσίας, ενώ ανανέωσε τον διάλογο με την Τουρκία,  στήριξε ανεπιφύλακτα το Ισραήλ  εν μέσω της κρίσης στη Γάζα και απέστειλε φρεγάτα στην Ερυθρά Θάλασσα. .    

 ¨όλα αυτά καθιστούν σαφές ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική  από το 2019 μέχρι σήμερα βρίσκεται σαφέστερα στον αντίποδα του εξαιρετισμού.  Κατά την κυβέρνηση η πολιτική της εναρμόνισης με τη Δύση  υπηρετεί τα συμφέροντα ασφαλείας της χώρας. Ο πρωθυπουργός την αποκαλεί υπεύθυνο πατριωτισμό γιατί αποτρέπει ενδεχόμενους τυχοδιωκτισμούς τμημάτων της τουρκικής πολιτικής-στρατιωτικής ελίτ και θέτει τη χώρα μας κάτω από μια ομπρέλα θεσμών και κανόνων που κανείς δεν μπορεί να παραβιάσει ανώδυνα. Επιτρέπει στην Ελλάδα να αξιοποιήσει ένα «μέρισμα ασφαλείας». Σε αυτό συμφωνούν όλοι οι ειδικοί των διεθνών σχέσεων  (Λ. Τσούκαλης, Π.Κ. Ιωακειμίδης, Χρ. Ροζάκης, Θάνος Ντόκος, Μαριλένα Κοππά, Γ. Φίλης κ.α.).

Παρά τη σύμπλευση η κυβέρνηση διαφοροποιείται προσεκτικά από το κύριο ρεύμα της Δύσης. Π.χ. η πρέσβειρα στη Μόσχα ήταν παρούσα  στην ορκωμοσία του προέδρου Πούτιν και η κυβέρνηση δηλώνει ότι θα ψηφίσει υπέρ της συμμετοχής (με ειδικά δικαιώματτα) της Παλαιστινιακής Αρχής στη ΓΣ του ΟΗΕ.

Ειρήσθω εν παρόδω ότι  από το 2019 η εξωτερική μας πολιτική παντρεύεται με την εσωτερική της  οικονομική πολιτική που, παρά τα ιστορικά της βαρίδια,  εμπιστεύεται περισσότερο από άλλοτε τους μηχανισμούς της αγοράς. Από την αντιστοιχία εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής εξαρτάται η αξιοπιστία και η αποτελεσματικότητα και των δύο.

Η αλήθεια είναι ότι η σύμπλευση με τη Δύση μπορεί  να επικριθεί  με βάση την ιστορική μας εμπειρία,  την κατάσταση στην ΕΕ και τις αμερικανικές αποτυχίες σε Ιράκ,  Αφγανιστάν κλπ.Αλλά, όσον αφορά τα καθ’ ημάς, η απόρριψη   της σύμπλευσης πάσχει από τρία  θεμελιώδη λάθη: Πρώτον αγνοεί τους διεθνείς και ευρωπαϊκούς συσχετισμούς δύναμης, δεύτερον, δεν εκτιμά  σωστά τις επιπτώσεις σε ευημερία   και ασφάλεια  αν μείνουμε εκτός της δυτικής συναίνεσης και τρίτον δεν προτείνει αξιόπιστη εναλλακτική πολιτική πέρα από νεφελώδη συνθήματα για περήφανη εξωτερική πολιτική. Ας το πούμε καθαρά:Με δεδομένη τη γεωγραφική μας θέση και τις δομικές αδυναμίες, η   Ελλάδα θα είχε λιγότερα ή καθόλου οφέλη  ασφαλείας και ανάπτυξης  αν αποστασιοποιούνταν από τις κυρίαρχες επιλογές σε ΝΑΤΟ και ΕΕ.

Το ερώτημα είναι όμως αν η πολιτική της σύμπλευσης  θα αντέξει στον χρόνο. Κατά τη γνώμη μου  ή απάντηση  θα εξαρτηθεί από την εξέλιξη της ίδιας της Δύσης (πρωτίστως των ΗΠΑ) και από τις εσωτερικές εξελίξεις: Οι άκαμπτες εσωτερικές δομές  και η πολιτική κουλτούρα σε συνδυασμό με παραδοσιακές αντιλήψεις για πολιτισμικές συγγένειες μπορεί να αποδειχθούν εξόχως ανθεκτικές και,  εν τέλει, να προκαλέσουν προβλήματα στις σχέσεις μας τη Δύση.