Μήνας: Μαΐου 2024

[Υπό δημοσίευση] Το τέλος του ελληνικού «εξαιρετισμού»; Οι σχέσεις μας με τη Δύση  50 χρόνια μετά τη δικτατορία.  

               Αντιλήψεις για την ελληνική ιδιαιτερότητα από τη γενική κατεύθυνση της Δύσης έπαιξαν κατά κανόνα ρόλο σε πολιτική και κοινωνία ακόμα και μετά την ένταξη στον πυρήνα των δυτικών θεσμών (ΝΑΤΟ, ΕΕ, ΟΝΕ κλπ) Ήταν εδραιωμένη σε πολιτική και κοινωνία η πεποίθηση ότι οι κανόνες έπρεπε να τροποποιηθούν ώστε να ταιριάξουν με τις ιδιαίτερες συνθήκες της χώρας.  Η πεποίθηση αυτή ονομάσθηκε στο ιδιόλεκτο των πολιτικών επιστημόνων «ελληνικός εξαιρετισμός». Παραμένει  ακόμα ένα δυνατό ρεύμα  μέχρι σήμερα όπως δείχνουν οι συζητήσεις στη Βουλή για κάθε «εθνικό» θέμα».  

Ο ελληνικός εξαιρετισμός είχε πολιτισμικές ρίζες στην ιστορία μας και στην οικονομική υστέρηση. Το σχετικό επίσημο «μνημόνιο» του 1982 με το οποίο η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου απαιτούσε «ειδικό καθεστώς» εντός της ΕΕ, δηλαδή  εξαίρεση από τους κανόνες της «κοινής αγοράς», αποτελεί μνημείο του. Το επόμενο ήταν φυσικά το δημοψήφισμα του 2015. Το συνόδευε η  καλλιέργεια σχέσεων με  Βενεζουέλα και Κούβα από την  κυβέρνηση του συνασπισμού αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ)  και σκληρής δεξιάς (ΑΝΕΛ) υπό τον Αλέξη Τσίπρα, η σκληρή διαπραγμάτευση για ένα τρίτο μνημόνιο ως το 2017 κ.α..  Συνοψίζοντας, η  Ελλάδα μέχρι το 2019 ουδέποτε συμβιβάσθηκε πλήρως με τη Δύση και τις επιλογές της δυτικής πολιτικής μολονότι  είχε ενταχθεί στους οργανισμούς της. Ο εξαιρετισμός σε οικονομία και διεθνή πολιτική σημάδευε το ιστορικό της μονοπάτι.                

Όμως,  μετά το περιβόητο δημοψήφισμα του 2015 ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας άρχισε να προλειαίνει  το έδαφος για την εγκατάλειψη του ιστορικού μονοπατιού του εξαιρετισμού. Τα τελευταία χρόνια της κυβέρνησής του οι σχέσεις με τις ΗΠΑ και την ΕΕ εξομαλύνονται.  

Μετά τις εκλογές του 2019 η κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη υιοθέτησε μια πολιτική σύμπλευσης με τη Δύση (και σύγκλισης) χωρίς ιδεολογικές αμφισημίες. Η εναρμόνιση με τις υπερκείμενες  αντιλήψεις και πολιτικές επιλογές της Δύσης εκδηλώνεται πλέον ποικιλοτρόπως.  Στην εξωτερική πολιτική η χώρα παρέχει στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, μετέχοντας κιόλας στη μικρή  Ομάδα Επαφής για την Άμυνα της Ουκρανίας  που λειτουργεί υπό την αιγίδα των ΗΠΑ. Απορρίπτει τον ρωσικό αναθεωρητισμό και συμμετέχει επίσης χωρίς αστερίσκους στις κυρώσεις της ΕΕ κατά της Ρωσίας, ενώ ανανέωσε τον διάλογο με την Τουρκία,  στήριξε ανεπιφύλακτα το Ισραήλ  εν μέσω της κρίσης στη Γάζα και απέστειλε φρεγάτα στην Ερυθρά Θάλασσα. .    

 ¨όλα αυτά καθιστούν σαφές ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική  από το 2019 μέχρι σήμερα βρίσκεται σαφέστερα στον αντίποδα του εξαιρετισμού.  Κατά την κυβέρνηση η πολιτική της εναρμόνισης με τη Δύση  υπηρετεί τα συμφέροντα ασφαλείας της χώρας. Ο πρωθυπουργός την αποκαλεί υπεύθυνο πατριωτισμό γιατί αποτρέπει ενδεχόμενους τυχοδιωκτισμούς τμημάτων της τουρκικής πολιτικής-στρατιωτικής ελίτ και θέτει τη χώρα μας κάτω από μια ομπρέλα θεσμών και κανόνων που κανείς δεν μπορεί να παραβιάσει ανώδυνα. Επιτρέπει στην Ελλάδα να αξιοποιήσει ένα «μέρισμα ασφαλείας». Σε αυτό συμφωνούν όλοι οι ειδικοί των διεθνών σχέσεων  (Λ. Τσούκαλης, Π.Κ. Ιωακειμίδης, Χρ. Ροζάκης, Θάνος Ντόκος, Μαριλένα Κοππά, Γ. Φίλης κ.α.).

Παρά τη σύμπλευση η κυβέρνηση διαφοροποιείται προσεκτικά από το κύριο ρεύμα της Δύσης. Π.χ. η πρέσβειρα στη Μόσχα ήταν παρούσα  στην ορκωμοσία του προέδρου Πούτιν και η κυβέρνηση δηλώνει ότι θα ψηφίσει υπέρ της συμμετοχής (με ειδικά δικαιώματτα) της Παλαιστινιακής Αρχής στη ΓΣ του ΟΗΕ.

Ειρήσθω εν παρόδω ότι  από το 2019 η εξωτερική μας πολιτική παντρεύεται με την εσωτερική της  οικονομική πολιτική που, παρά τα ιστορικά της βαρίδια,  εμπιστεύεται περισσότερο από άλλοτε τους μηχανισμούς της αγοράς. Από την αντιστοιχία εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής εξαρτάται η αξιοπιστία και η αποτελεσματικότητα και των δύο.

Η αλήθεια είναι ότι η σύμπλευση με τη Δύση μπορεί  να επικριθεί  με βάση την ιστορική μας εμπειρία,  την κατάσταση στην ΕΕ και τις αμερικανικές αποτυχίες σε Ιράκ,  Αφγανιστάν κλπ.Αλλά, όσον αφορά τα καθ’ ημάς, η απόρριψη   της σύμπλευσης πάσχει από τρία  θεμελιώδη λάθη: Πρώτον αγνοεί τους διεθνείς και ευρωπαϊκούς συσχετισμούς δύναμης, δεύτερον, δεν εκτιμά  σωστά τις επιπτώσεις σε ευημερία   και ασφάλεια  αν μείνουμε εκτός της δυτικής συναίνεσης και τρίτον δεν προτείνει αξιόπιστη εναλλακτική πολιτική πέρα από νεφελώδη συνθήματα για περήφανη εξωτερική πολιτική. Ας το πούμε καθαρά:Με δεδομένη τη γεωγραφική μας θέση και τις δομικές αδυναμίες, η   Ελλάδα θα είχε λιγότερα ή καθόλου οφέλη  ασφαλείας και ανάπτυξης  αν αποστασιοποιούνταν από τις κυρίαρχες επιλογές σε ΝΑΤΟ και ΕΕ.

Το ερώτημα είναι όμως αν η πολιτική της σύμπλευσης  θα αντέξει στον χρόνο. Κατά τη γνώμη μου  ή απάντηση  θα εξαρτηθεί από την εξέλιξη της ίδιας της Δύσης (πρωτίστως των ΗΠΑ) και από τις εσωτερικές εξελίξεις: Οι άκαμπτες εσωτερικές δομές  και η πολιτική κουλτούρα σε συνδυασμό με παραδοσιακές αντιλήψεις για πολιτισμικές συγγένειες μπορεί να αποδειχθούν εξόχως ανθεκτικές και,  εν τέλει, να προκαλέσουν προβλήματα στις σχέσεις μας τη Δύση.

Από την ‘ευρωπαϊκή εξαίρεση’ στον ‘υπεύθυνο πατριωτισμό’; – Οι σχέσεις μας με τη Δύση  50 χρόνια μετά τη δικτατορία.  

Δημοσιεύθηκε στο Books’ Journal , t. 152, Απρίλιος 2024.

Η ελληνική εξωτερική πολιτική  από το 2019 μέχρι σήμερα συμπλέει χωρίς αμφισημίες  σε όλα τα βασικά ζητήματα με τη Δύση και την ΕΕ. Κατά τούτο η χώρα αποκλίνει ουσιαστικά από το ιστορικό μονοπάτι της ελληνικής ιδιαιτερότητας (ή στο ιδιόλεκτο πολιτικών επιστημόνων του ελληνικού εξαιρετισμού εντός του δυτικού συστήματος) με τη χαρακτηριστική αμφισημία  του στις σχέσεις με τις ΗΠΑ και   την ΕΕ.

Η εναρμόνιση με τις υπερκείμενες  αντιλήψεις και πολιτικές επιλογές του δυτικού κατεστημένου εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως. Στην εξωτερική πολιτική η Ελλάδα συμμετέχει χωρίς αστερίσκους στους θεσμούς της Δύσης  όπου την πρωτοκαθεδρία έχουν οι ΗΠΑ.  Με το βλέμμα στραμμένο στην Τουρκία απορρίπτει τον ρωσικό αναθεωρητισμό ο οποίος πράγματι θα δημιουργούσε επικίνδυνο για εμάς προηγούμενο αν πετύχαινε στην Ουκρανία. Συμπληρώνει  τη συμπόρευση με την αναβάθμιση των στρατιωτικών ικανοτήτων της χώρας με μεγάλα εξοπλιστικά προγράμματα από Γαλλία και ΗΠΑ.

Κατά την κυβέρνηση η πολιτική αυτή ας πούμε της εναρμόνισης με τη Δύση  υπηρετεί τα συμφέροντα ασφαλείας της χώρας. Ο πρωθυπουργός την αποκαλεί υπεύθυνο πατριωτισμό γιατί αποτρέπει ενδεχόμενους τυχοδιωκτισμούς  τμημάτων της τουρκικής πολιτικής-στρατιωτικής ελίτ, θέτει τη χώρα μας κάτω από μια ομπρέλα θεσμών και κανόνων που κανείς δεν μπορεί να παραβιάσει ανώδυνα. Επιτρέπει στην Ελλάδα να αξιοποιήσει ένα «μέρισμα ασφαλείας» και, σε συνδυασμό με τις ικανότητες του πρωθυπουργού, να κερδίσει συμμάχους για την προαγωγή συγκεκριμένων ελληνικών συμφερόντων όπως έδειξε η επίσκεψη στην Αίγυπτο με ισχυρή παρουσία της ΕΕ για τη συγκράτηση των μεταναστευτικών ροών, η ηρεμία στις ελληνοτουρκικές σχέσεις κλπ).

Ειρήσθω εν παρόδω ότι  από το 2019 η εξωτερική μας πολιτική παντρεύεται με την εσωτερική της  οικονομική πολιτική που, παρά τα ιστορικά της βαρίδια,  εμπιστεύεται περισσότερο από άλλοτε τους μηχανισμούς της αγοράς.[1] Η στενή σχέση εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής δεν πρέπει να υποτιμάται γιατί από αυτή εξαρτάται η αξιοπιστία και η αποτελεσματικότητα και των δύο. Κατά κανόνα όμως τη συσκοτίζει ο δημόσιος λόγος.  

Ο  εναλλακτικός δρόμος του εξαιρετισμού.

Στον αντίποδα της τωρινής πολιτικής  έχουμε τον ελληνικό εξαιρετισμό με τη μορφή του σιωπηλού ή θορυβώδους αντιδυτικισμού  που αντιλαμβάνεται ως απειλή κάθε ευρωπαϊκό κανονισμό και βήμα ολοκλήρωσης (εσωτερική αγορά, ΟΝΕ, μεταρρυθμίσεις) και απαιτεί περισσότερη ελευθερία κινήσεων για τη χώρα ώστε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα τις απειλές ασφαλείας.

Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα μέχρι το 2019 ουδέποτε συμβιβάσθηκε πλήρως και διαρκώς  με τη Δύση και τις επιλογές της δυτικής πολιτικής μολονότι είχε ενταχθεί στους οργανισμούς της. Ο εξαιρετισμός σημάδεψε το ιστορικό της μονοπάτι με αποκορύφωμα τη δικτατορία. Αλλά και μετά από αυτή ήλθε η τριτοκοσμική περίοδος 1981-84, η μεταρρυθμιστική αδράνεια 2007-9 που έκανε τους επιτηρητές της ΕΕ να απελπίζονται και, στο τέλος,  η σύμπραξη των ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ το πρώτο εξάμηνο του 2015 που  απείλησε να οδηγήσει τη χώρα εκτός ΕΕ.

 Έκτοτε, ο εξαιρετισμός μετριάσθηκε βαθμιαία, διστακτικά και αντιφατικά, παραμένει όμως  ακόμα ένα δυνατό ρεύμα  μέχρι σήμερα. Οι συζητήσεις στη Βουλή για κάθε «εθνικό» θέμα και κάθε μεταρρύθμιση προσφέρουν άφθονα παραδείγματα για τη λογική του εξαιρετισμού δεξιάς και αριστερής κοπής. Σοβαροί μάλιστα διεθνολόγοι υποστηρίζουν ότι ο νέος ρόλος της χώρας στο διεθνές σύστημα συνεπάγεται περιορισμούς της εθνικής κυριαρχίας χωρίς  ανταλλάγματα. Ειδικά μάλιστα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ισοδυναμεί με μια αναποτελεσματική «πολιτική κατευνασμού»  έναντι της Τουρκίας.[2]  Λίγο ή πολύ, η άποψη αυτή συνιστά  έμμεσα την επιστροφή στην ιστορική τάση του ελληνικού εξαιρετισμού. Το ίδιο ισχύει για πολλούς που απορρίπτουν τις μεταρρυθμίσεις.

Οι υποστηρικτές της επιστροφής στο ιστορικό μονοπάτι υπό τη σημαία της εθνικής ανεξαρτησίας εμφορούνται από μια βαθιά δυσπιστία για τους διεθνείς θεσμούς και για την όποια  διαμεσολάβηση των μεγάλων της Δύσης. 

            Αναμφίβολα η κριτική εγρήγορση είναι αναγκαία και σε διάφορα σημεία αιτιολογείται με βάση την ιστορική μας εμπειρία και, οπωσδήποτε, τους συσχετισμούς δύναμης που επηρεάζουν τους διεθνείς θεσμούς.  Όμως ποια είναι για εμάς η εναλλακτική πρόταση πέρα από νεφελώδη συνθήματα για περήφανη εξωτερική πολιτική; Θα είχε η Ελλάδα περισσότερα οφέλη  ασφαλείας και ανάπτυξης  αν αποστασιοποιούνταν από τις κυρίαρχες επιλογές σε ΝΑΤΟ και ΕΕ; Ποιο δίδαγμα αντλούμε από την περίπτωση της Ουγγαρίας ή της Πολωνίας  που έκαναν ακριβώς αυτό; Με δεδομένη τη γεωγραφική μας θέση, θα είμαστε περισσότερο ασφαλείς στο περιθώριο της Δύσης ή, χειρότερα, σε ένα κόσμο εθνικών ανταγωνισμών και τοπικών  πολέμων  για αναθεώρηση συνόρων; Η σταθερότητα του διεθνούς περιβάλλοντος στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και της ΕΕ (παρά τις αστοχίες των δυτικών ηγετικών κρατών) όπου έχουμε πλέον ενταχθεί όχι μόνο τυπικά, αλλά και ουσιαστικά δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του εθνικού συμφέροντος; 

Πάντως, για όλα τα θέματα που εγέρθηκαν στον (σοβαρό) δημόσιο διάλογο μπορούν να γραφούν πολλά. Εδώ  όμως  με απασχολεί το ερώτημα αν η φιλελεύθερη (με όλα της τα κουσούρια) πολιτική μας θα αντέξει στον χρόνο ή αν  θα αποδειχθεί πρόσκαιρη, ας πούμε μετά από κάποιες εκλογές αργότερα. Αν δηλαδή η Ελλάδα θα επιστρέψει στο ιστορικό μονοπάτι της «εξαίρεσης».

Μπορεί να επιστρέψουμε στον ελληνικό εξαιρετισμό;

            Πράγματι, διακρίνω σαφείς κινδύνους  στον ορίζοντα που μπορεί να  ωθήσουν την Ελλάδα πάλι προς τα πίσω. Πρώτον, η αστάθεια της αμερικανικής πολιτικής. Σίγουρα θα μας επηρεάσει τυχόν επιστροφή του Ντόναλντ Τράμπ  στην προεδρία των ΗΠΑ με τη χαρακτηριστική απέχθειά του έναντι διεθνών θεσμών  και την ανεπιφύλακτη προτεραιότητα που δίνει στα εθνικά  συμφέροντα της χώρας  (“Amerika first”).

Δεύτερον ο αμερικανικός παρεμβατισμός είναι επιρρεπής σε λάθη και  αποτυχίες όπως συνέβη στο Αφγανιστάν,  το Ιράκ και τη  Λιβύη (στην τελευταία μέσω των συμμάχων Αγγλίας και Γαλλίας κυρίως). Είναι επίσης συνυπεύθυνος για την κρίση στην Ουκρανία.[3]   

Η κριτική  επισημαίνει ότι  οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ ανταποκρίνονται στις πιέσεις ισχυρών  «παικτών»,  παραβλέποντας τις μακροχρόνιες αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις των επεμβάσεων. Κατά διαστήματα  καθοδηγούνται  από ιδεοληψίες.[4] Όλα αυτά εξασθενίζουν   εν τέλει τις εγγυήσεις ασφαλείας που δίνουν .

Τέλος ουδείς γνωρίζει πως ακριβώς διαμορφώνεται κάθε φορά η αμερικανική πολιτική, σε ποιες ακριβώς εσωτερικές ισορροπίες υπόκειται.  Παρατηρούμε πράγματι ότι μεταβάλλεται μετά από μείζονα γεγονότα.[5]  Επομένως, με δεδομένο το μητρώο του παρεμβατισμού, κάποιες  επιφυλάξεις απέναντί του (και απέναντι στην πλήρη συμπόρευση) είναι αναπόφευκτες: Πως θα στεριώσει τότε ο δικός μας «υπεύθυνος πατριωτισμός»;

Επίσης, ο δεύτερος πυλώνας του δυτικού συστήματος – η ΕΕ και τα κράτη μέλη της- αντιμετωπίζουν προβλήματα ηγεσίας, πολιτικού προσανατολισμού και διακυβέρνησης. Στη διατύπωση του Mario Monti η Ευρώπη «έχει όλα τα χαρακτηριστικά της ψυχολογικής διάλυσης».[6] Παρά τον ακτιβισμό των ευρωπαϊκών διαδικασιών και κάποιες  συμφωνίες, είναι ορατές οι διαφορές μεταξύ των κρατών μελών σε ζητήματα στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία, ενέργειας, μετανάστευσης, αγροτικής πολιτικής, εισοδηματικών ανισοτήτων και κοινωνικής συνοχής,   σχέσεων με Κίνα και Τουρκία, σύγκρουσης  Ισραήλ με Χαμάς κλπ. Η αβεβαιότητα για την πολιτική της ΕΕ θα ενταθεί αν η οικονομία περιέλθει σε ύφεση  λόγω μυωπικών αποφάσεων  όπως μας προειδοποιεί η ύφεση  στη Γερμανία.

Εθνική παραδοσιακή ταυτότητα και δομές.

Όλα αυτά συνιστούν εξωγενείς παράγοντες που μπορεί  να ωθήσουν  τη χώρα να επιστρέψει στο ιστορικό μονοπάτι του εξαιρετισμού και της αμφισημίας απέναντι στη Δύση. Σε αυτούς πρέπει να προσθέσουμε τις άκαμπτες εσωτερικές δομές  και την πολιτική κουλτούρα που μπορεί να αποδειχθούν εξόχως ανθεκτικές, να αποτρέψουν βαθιές μεταρρυθμίσεις, και να θολώσουν την εξωτερική πολιτική.[7] 

Νομίζω λοιπόν ότι ο πιο δυσδιάκριτος κίνδυνος είναι να θεωρηθεί η σημερινή πολιτική με τους δύο  αλληλένδετους άξονές της – σύμπλευση με τις ηγετικές δυνάμεις της Δύσης και εφαρμογή κατά βάση φιλελεύθερων  μεταρρυθμίσεων- ως απειλή για  την παραδοσιακή εθνική ταυτότητα από σημαντικά τμήματα της κοινωνίας.[8] Η  σημερινή πολιτική τείνει να  περιορίσει  ή  επαναπροσδιορίσει (αν και με συμβιβασμούς) την εθνική ταυτότητα. Εισάγει για παράδειγμα κάποιους «ευρωπαϊκούς» κανόνες για την αποτροπή διακρίσεων που παράγουν η πατρωνία, οι οικογενειακοί δεσμοί και  η εκκλησιαστική παράδοση (βλέπε μεταξύ άλλων  γάμο ομοφυλοφίλων που αποξένωσε κυβέρνηση και Εκκλησία  και ρήξη με την ορθόδοξη Ρωσία λόγω Ουκρανίας).  Κατά προέκταση, ο κίνδυνος είναι υπαρκτός να  προκληθεί  ένα  εκρηκτικό μείγμα ύφεσης, δομικής ακαμψίας και εθνικής ταυτοτικής ανασφάλειας που θα αφαιρούσε το έδαφος κάτω από τους πυλώνες του υπεύθυνου πατριωτισμού. Τι θα γίνει όμως αν δεν γίνουν οι αναγκαίες  αλλαγές πριν κλείσει το παράθυρο ευκαιρίας που έχει σήμερα η χώρα λόγω κυβερνητικής σταθερότητας, οικονομικής ανάκαμψης και ηρεμίας στις σχέσεις μας με την Τουρκία ;


[1] Βλ. ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη στη συνεδρίαση του  Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος την  8.3.2024.

[2] Γιάννη Βαληνάκη «Ο διάλογος πρέπει να είναι και κερδοφόρος»,  στην εφημερίδα η Καθημερινή 14.09.2023. Τις απόψεις αυτές επαναλαμβάνει και σε άλλα κείμενα. Για την αντίθετη άποψη βλ. μεταξύ πολλών άλλων άρθρα των Άγγελου Συρίγου, Κωνσταντίνου Φίλη (του ΙΔΙΣ) στην ίδια εφημερίδα,  του Παναγιώτη Ιωακειμίδη στα Νέα και, στο ίδιο πνεύμα απόρριψης του εξαιρετισμού , του  Χρήστου Ροζάκη.

[3] Βλ. J. Mearsheimer “Γιατί η Δύση έχει την ευθύνη για την κρίση στην Ουκρανία», αναδημοσίευση στην Καθημερινή 20.3. 2022  του άρθρου του  καθηγητή Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου που δημοσιεύθηκε στο αμερικανικό Foreign Affairs. Βλ. επίσης  του ίδιου «Der Westen trägt eine Hauptverantwortung für das Ukraine- Desaster» in  Die Weltwoche, 14. Mai 2022. 

[4] Robert Kagan The Jungle grows back. America and our imperilled world,  Vintage Books- Penguin New York. 2018.  

[5] Βλ. σχετικά κείμενα  των διεθνολόγων Κωνσταντίνου  Αρβανιτόπουλου, Κώστα Υφαντή, Δημήτρη Ακριβούλη, Γεωργίου Ευαγγελόπουλου και Ρόζας Βασιλάκη στο  Ανδρέας Γκοφας  (επιμ.) Ο κόσμος και η απειλή της τρομοκρατίας  μετά την 11η Σεπτεμβρίου, εκδόσεις Πεδίο, Αθήνα 2023.

[6] Πιθανόν της λείπει και ένας ισχυρός ιστορικός μύθος πάνω στον οποίο θα οικοδομούσε την ταυτότητά της. Βλ. Π. Κ. Ιωακειμίδης « Η ευρωπαϊκή ταυτότητα σε αμφισβήτηση», Books’ Journal, τεύχος  150, Φεβρουάριος 2024.

[7] Ο Γιάννης Στουρνάρας πιστεύει ότι η Ελλάδα θα τα καταφέρει. Βλ. άρθρο του  «Είναι η Ελλάδα μεταρρυθμίσιμη;» στην εφημερίδα  η  Καθημερινή 10.3.2024 όπου όμως, παρά την αισιοδοξία του  δεν παραλείπει να αναφερθεί στα τεράστια προβλήματα της χώρας (χρέη, δημογραφία κλπ).

[8] Εξετάζουμε τα στοιχεία της παραδοσιακής εθνικής ταυτότητας στο Πάνος Καζάκος και Πάνος Κολιαστάσης  Αφανείς και ορατές αντιθέσεις . Παράδοση και νεωτερικότητα στην Ελλάδα μετά τη δικτατορία, εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2023.

Από την ανάπτυξη στα χρέη και την αφύπνιση (wokeness) -Παράδοση  και πολιτισμικές αλλαγές από τη δικτατορία μέχρι σήμερα.

Books Journal, τεύχος  151, Mάρτιος 2024.

Από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο διαβάζαμε την  ιστορία μας μέσα από τις κομματικές ή παραταξιακές  αντιπαραθέσεις στον άξονα αριστερά-δεξιά. Το σχήμα αυτό, παρά τη χρησιμότητά του για τον προσανατολισμό των ατόμων ως πολιτών,  έτεινε να αγνοήσει το πολιτισμικό μας υπόβαθρο πάνω στο οποίο εκτυλίσσονταν οι κομματικές αντιπαραθέσεις και, εντέλει, οι προσωπικές επιλογές.

Μετά τη δικτατορία  το πολιτισμικό τοπίο έγινε  πολυπλοκότερο σε σύγκριση με ό,τι προϋπήρχε. Για τον λόγο αυτό (και προϊδεάζοντας για όσα ακολουθούν) προτιμώ ένα  διαφορετικό πλαίσιο όπου οι όροι παράδοση, νεωτερικότητα σε ποικίλες εκφάνσεις και μεταμορφώσεις και μετανεωτερικότητα  αποτελούν τις έννοιες -κλειδιά.[1] Κάθε μια από τις αφηρημένες αυτές έννοιες (παράδοση, νεωτερικότητα, μετανεωτερικότητα) παραπέμπει σε δέσμες αξιών που είναι το κλειδί για την κατανόηση όσων συμβαίνουν στην πολιτική σκηνή.  

Πολιτισμικός πλουραλισμός

Στην Ελλάδα ιδίως μετά τον Β ΠΠ και οπωσδήποτε μετά τη Δικτατορία, την πολιτισμική κατάσταση χαρακτηρίζει ένας συνεχώς μεταβαλλόμενος πολιτισμικός πλουραλισμός.[2]  Πρόκειται  για ένα φαινόμενο που χαρακτηρίζει γενικά τις κοινωνίες και, οπωσδήποτε, τις δυτικές λόγω των συνθηκών ελευθερίας που ισχύουν εκεί.  

Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα, συνυπάρχουν παραδοσιακές (οικογένεια κλπ)  οι «υλιστικές» αξίες  (στη διάλεκτο του Inglehart)  ανάπτυξη, απασχόληση, άνοδος του βιοτικού επιπέδου, οι αξίες του καταναλωτισμού και του «χρεωμένου ανθρώπου» (Bauman) και του μετανεωτερικού «δικαιωματισμού).[3] Εκτός τούτου, η νεωτερικότητα προσήλθε με πολλά πρόσωπα- περισσότερα από όσα είχε ο Ιανός. Επομένως, το αξιακό μας τοπίο διαφοροποιήθηκε πέρα από όσα μπορούν να συλλάβουν απλουστευτικά σχήματα άλλων εποχών.  

Οι αφανείς και ορατές αντιθέσεις ή εντάσεις δεν περιορίζονται πλέον στις σχέσεις παράδοσης και εκσυγχρονισμού, αλλά επεκτείνονται  στο εσωτερικό της παράδοσης (έθνος έναντι της αντίληψης για την οικουμενικότητα) της Ορθοδοξίας) και στο εσωτερικό της νεωτερικότητας (αριστερές και δεξιές αντιλήψεις έναντι wokeness). [4]

Παράδοση και νεωτερικότητα αρχικά.

Όπως σημειώσαμε, οι ιστορικοί μας είδαν εξ αρχής μια θεμελιώδη  αντίθεση μεταξύ  παράδοσης και νεωτερικότητας.[5] Όμως το περιεχόμενο της παράδοσης διέφερε από εκείνο της δυτικής. Η παράδοση στη Δύση ήταν συνυφασμένη με την απολυταρχία, τα  προνόμια των ευγενών και της καθολικής Εκκλησίας, την ελέω θεού μοναρχία. Όλα αυτά αμφισβητήθηκαν ριζικά  μετά τις επαναστάσεις του Cromwell, των ΗΠΑ, του γαλλικού διαφωτισμού, της επιστήμης και, φυσικά της οικονομίας με την επικράτηση του καπιταλισμού και της βιομηχανίας. Αντικαταστάθηκαν από νέους θεσμούς.      

Η Ελλάδα, δεν συμμετείχε εξ αρχής στις ιστορικές εκείνες επαναστάσεις, που τελικά ανέτρεψαν το «παλαιό καθεστώς». Η παράδοσή της  διαμορφώθηκε στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Π.χ. η ταυτότητα του έθνους ορίσθηκε διαφορετικά και εμπεριέχει την Ορθοδοξία και τοπικούς θεσμούς εξουσίας στους οποίους πρωτοστατούσαν οι προεστοί και οπλαρχηγοί. Το οθωμανικό δίκαιο είχε άλλωστε  επιβάλει τη συλλογική ευθύνη της κοινότητας για την απόδοση φόρων στις οθωμανικές αρχές. 

Γενικά, συνοψίζουμε την  παράδοση στο εξάπτυχο:

  •  έθνος, οικογένεια, θρησκεία (Ορθοδοξία).
  • πελατειακό σύστημα  – ένα σύνολο πρακτικών, άτυπων δικτυώσεων και συναλλαγών
  •  «τοπικισμός»   και ίσως
  •  «κοινοτικό μοντέλο» κοινωνικών σχέσεων (Ερατοσθένης  Καψωμενος).

Στο μεταπολεμικό πνευματικό σύμπαν αυτή η παράδοση υφίσταται οξεία κριτική από διαφορετικές θεωρητικές οπτικές γωνίες.  Γενικά η  δημόσια συζήτηση έκλινε προς την άποψη ότι στην αντιπαράθεση παράδοσης και νεωτερικότητας νικήτρια βγήκε η παράδοση. Η ανθεκτικότητά της παράδοσης  εξηγεί τις θεσμικές υστερήσεις και ειδικότερα τις δυσκολίες του εκσυγχρονισμού  στη ευρωπαϊκή  πορεία της χώρας. Όπως γράφει ο  Νίκος Δεμερτζής

« η εκσυγχρονιστική κουλτούρα δεν πατάει στην παράδοση  προκειμένου να ριζώσει  και να ανθήσει, αλλά η παράδοση ανανεώνεται και τρέφεται από τον εκσυγχρονισμό»[…] Η ηγεμονική κουλτούρα συνεχίζει να έλκει την καταγωγή της από τον λεγόμενο ελληνοχριστιανικό πολιτισμό».[6]

Επομένως, η παράδοση θριαμβεύει. Παρόμοια επιχειρηματολογεί και ο Γιώργος Τσιάκαλος που κατατάσσει την Ελλάδα στις «καθυστερημένες κοινωνίες», όπως τις ορίζει ο BanfieldΒλέποντας όμως στην παιδεία μια διέξοδο από τη στασιμότητα. [7]   Κατά τον  Νικηφόρο Διαμαντούρο, που ακολουθεί τα αχνάρια των ιστορικών μας,  στην Ελλάδα συγκρούονται η παρωχημένη κουλτούρα  και η μεταρρυθμιστική κουλτούρα. Κατά τη γνώμη του  επικρατεί η παρωχημένη που κατά προσέγγιση ταυτίζεται με την παράδοση. [8]

Αυτό το «διυστικό σχήμα»  απλουστεύει  τα πράγματα: Υποθέτει ότι   υπάρχει μία αιώνια εκδοχή (πρότυπο) του εκσυγχρονισμού, δηλαδή της προσαρμογής στη νεωτερικότητα. Επίσης, παράδοση και νεωτερικότητα συνυπάρχουν σε άτομα και ομάδες ως υβριδικά μορφώματα. Π.χ. οι μεταρρυθμιστές (ή όποιοι θεωρούνται μεταρρυθμιστές) μπορεί στην πραγματικότητα να ασκούν ευθέως ή εμμέσως πελατειακές πρακτικές και οι «νοικοκυραίοι» να επιζητούν τη μόρφωση των παιδιών τους και την οικονομική επιτυχία με σκληρή δουλειά.  Τέλος, η Ελλάδα  αναπτύχθηκε  στο πλαίσιο  της ΕΕ και της Ευρωζώνης που λειτούργησαν ως αυτοεπιλεγμένη εξωτερική δέσμευση (vincolo esterno)[9]  για εκσυγχρονισμό κατά την ευφυή διατύπωση του Kevin Featherstone. Ενδιαφέρον έχει εδώ να σημειώσουμε ότι οι νεωτερικοί στόχοι τη ανάπτυξης μέσω της εκβιομηχάνισης και η βαθμιαία ενσωμάτωση στην ΕΕ προάχθηκε από κόμματα που είχαν γερές βάσεις στην παράδοση.

Παράδοση και χαμηλή εμπιστοσύνη στους θεσμούς.

Όμως ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στην κριτική της παράδοσης που εδράζεται στις θεωρίες του κοινωνικού κεφαλαίου.  Στην οπτική τους, όσο περισσότερο οικογένεια και  στενή συγγένεια διέπουν δομές και  συμπεριφορές, τόσο χαμηλότερο είναι το επίπεδο εμπιστοσύνης σε τρίτους εκτός οικογένειας –άτομα, ομάδες και θεσμούς– ή και ανύπαρκτο (no trust ή low trust society).[10]

Ανάλογα περιορισμένη είναι η διάθεση και η ικανότητα των ατόμων να συνεργάζονται με τρίτους  για κοινούς σκοπούς σε ομάδες και οργανώσεις. Στην Ελλάδα,[11] όπως βεβαιώνουν διάφορες έρευνες, συναντούμε τον τύπο κοινωνίας χαμηλής εμπιστοσύνης. Μία  συνέπεια μεταξύ πολλών: Οικογένεια, στενή συγγένεια και πατρωνία   προλείαναν εξαρχής το έδαφος για τη διάβρωση τυπικών και εισηγμένων νεωτερικών θεσμών.

Ωστόσο η διείσδυση της νεωτερικότητας δεν αποτράπηκε.

Ειρήσθω εν παρόδω πάντως ότι είναι προβληματική η πλήρης απαξίωση της παραδοσιακής οικογένειας και γενικά της παράδοσης. Οι άνθρωποι έχουν έναν φυσικό τρόπο κοινωνικότητας που συνίσταται στο να ευνοούν ή να προτιμούν φίλους και συγγενείς (Francis Fukuyama), άτομα με τα οποία συνεννοούνται στην ίδια γλώσσα και με τα οποία μοιράζονται τα ίδια έθιμα και ιστορικά αφηγήματα. Η εξάλειψη ισοδυναμεί με προκρούστια περικοπή   της ανθρώπινης φύσης.

Επομένως το ζήτημα είναι πως η παράδοση θα ενταχθεί σε ένα νεωτερικό πλαίσιο κανόνων και θεσμών ώστε να συγκρατούνται οι αρνητικές επιπτώσεις της.  Αυτό ήδη επιχειρείται από το 1974 μέχρι σήμερα, προκαλώντας τριγμούς,

Οι εγγενείς αντιθέσεις της νεωτερικότητας (ή περί αριστεράς και δεξιάς) .

Όπως αναφέραμε, οι αξίες της νεωτερικότητας είναι αρχικά κατά την απλουστευτική άποψη του  Inglehart η ανάπτυξη, γενικά ταυτόσημη με την εκβιομηχάνιση, η απασχόληση και η άνοδος του βιοτικού επιπέδου.  Θα προσθέταμε την ευταξία, την πειθαρχημένη ζωή, την αποταμίευση, τη σταθερότητα και το κοινωνικό κράτος που δεν είναι διόλου «υλιστικές αξίες».

Μπορεί η ανάπτυξη και η άνοδος του βιοτικού επιπέδου να ήταν γενικά αποδεκτές αξίες, αλλά συγκρούονταν διαφορετικές αντιλήψεις για τα μέσα που έπρεπε να χρησιμοποιηθούν και ειδικά για τη θεσμική συγκρότηση της χώρας. Επομένως, αντιπαρατέθηκαν διαφορετικές αξιακές επιλογές πέραν των αναπτυξιακών ή καθ΄ υπόθεση «υλιστικών».  Εδώ υπεισέρχεται η διάκριση αριστερά-δεξιά.

Στην Ελλάδα οι κυβερνήσεις προσανατολίσθηκαν γενικά προς το φιλελεύθερο- δημοκρατικό πρότυπο.  Οι αξίες του οποίου  κωδικοποιήθηκαν  στη Συνθήκη ΕΕ.[12]

Όμως, η κριτική στον γενικό αυτό προσανατολισμό ήταν συνεχής. Η Αριστερά με πυρήνα το ΚΚΕ άσκησε μεν   ριζοσπαστική κριτική του και έθετε ως προτεραιότητα την ανάπτυξη και εκβιομηχάνιση,  προσκολλήθηκε όμως στο σοβιετικό μοντέλο κεντρικού σχεδιασμού, κρατικοποίησης των πάντων, πλήρως καθοδηγούμενης οικονομίας από το κράτος, και πολιτικού αυταρχισμού.  

 Επίσης, ξεχωριστοί διανοούμενοι επεσήμαναν νωρίς ότι η φιλελεύθερη-δημοκρατική εκδοχή στο ελληνικό παραδοσιακό περιβάλλον  στρεβλώθηκε εξ αρχής.  Έτσι, για τον Κώστα Αξελό «η Ελλάδα είναι και δεν είναι νεωτερική». [13] ενώ  ο  Παναγιώτης Γεννηματάς εκτίμησε ότι στην Ελλάδα έχει «αυτοτελή ριζώματα»  η βυζαντινοχριστιανική παράδοση του 11ου -15ου αιώνα.[14]

Γράφει ενδεικτικά ο Κων/νος Τσουκαλάς,

« Ιδέες όπως η εντιμότητα, η ευθύνη, η χρηστότητα και η πειθαρχία σχεδόν στερούνται του δεσμευτικού ηθικού αντικρίσματος το οποίο έχουν προσλάβει στη Δύση. Με αυτή την έννοια, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες για θεσμικό και οικονομικό «εκσυγχρονισμό» η Ελλάδα ουδέποτε έγινε μια καθ’ ολοκληρίαν σύγχρονη χώρα […] Η ελευθερία θεωρείται συνώνυμη της πλήρους ανευθυνότητας έναντι του συνόλου, του νόμου και των άλλων […][15]

 Όμως ο δυτικός ή ευρωπαϊκός προσανατολισμός, επηρέασε την Ελλάδα  βαθιά. Η χώρα ακολουθεί παρά τις δυσκολίες και υστερήσεις,   έστω  εν μέρει  αξίες και θεσμούς της  Δύσης μετά τον εμφύλιο και σαφέστερα μετά το 1974. Η διαδικασία κορυφώθηκε με την ένταξη στην ΕΕ (1981) και ΟΝΕ(2001) που δέσμευαν την εσωτερική πολιτική ολοένα και περισσότερο. Μετά το 2019 έγινε επανεκκίνηση του  εξευρωπαϊσμού.

Η μεταμόρφωση της νεωτερικότητας: Παγκοσμιοποιηση, η άνοδος του  Καταναλωτισμού, του χρεωμένου ανθώπου και του χ/π συστήματος. 

Και ενώ από τη δεκαετία του 1990 κυβερνήσεις και κοινωνία προσπαθούσαν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της νεωτερικότητας και να ανταπεξέλθουν στα προβλήματα που προκαλούσε η συντεχνιακή πολυδιάσπαση και η πελατειακή παράδοση, η ίδια η ευρωπαϊκή νεωτερικότητα περνούσε σε ένα ύστερο στάδιο.  Νέες αξίες έρχονταν στο προσκήνιο επηρεάζοντας και περιπλέκοντας τα πολιτισμικά πράγματα της χώρας. Μεταβαίνουμε στην «ύστερη νεωτερικότητα». Χαρακτηριστικά της είναι η έξαρση του καταναλωτισμού, η άνοδος του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η κερδοσκοπία και η συσσώρευση χρεών στα άτομα και στο κράτος, ένας (ακραίος) ατομικισμός και η ελευθεριότητα των ηθών.

Οι  «ύστερες αξίες», οι νέοι θεσμοί  που τις υποβάσταζαν («επενδυτικά ταμεία» (funds), τραπεζικές τεχνικές, φορολογικές οάσεις κ.α.)    δεν εξάλειψαν μεν τις προηγούμενες, αλλά τις εξασθένισαν. Το πολιτισμικό τοπίο έγινε  πολυπλοκότερο.

Από τη δεκαετία του 1990, ο καταναλωτισμός[16] εισήλθε ορμητικά στο πεδίο, επέτεινε την ανισορροπία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης και υπέσκαψε τις αξίες των «νοικοκυραίων» της πρότερης αναπτυξιακής περιόδου. Ενώ μέχρι τότε η έμφαση ήταν στην αύξηση της παραγωγής και την παραγωγικότητα, στη συνέχεια αποθεώθηκαν η κατανάλωση και ο δανεισμός. Αυτός ο καταναλωτισμός μπορούσε να ικανοποιηθεί με αιτήματα για υψηλότερα εισοδήματα και περισσότερο ελεύθερο χρόνο, χωρίς σύνδεση με την παραγωγικότητα. Οδήγησε έτσι σε αξιώσεις που ξεπέρασαν τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας και καλύφθηκαν με χρέη. Εκδηλώθηκε δε με πολλούς τρόπους, π.χ., επιθετικές ατομικές ή ομαδικές διεκδικήσεις προσοδοθηρικού χαρακτήρα (rent-seeking), εκτεταμένο δανεισμό των νοικοκυριών για καταναλωτικούς σκοπούς. Τον νέο καταναλωτισμό και την ανάληψη χρεών για την ικανοποίησή του προωθούσε χωρίς αναστολές το διογκούμενο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Δηλαδή, ενώ η ένταξη στο ευρωπαϊκό και διεθνές σύστημα απαιτούσε εξορθολογισμούς ευρείας κλίμακας στην παραγωγική – οικονομική βάση (όπως και συνέβη μερικώς υπό την πίεση των πραγμάτων), μέρος της κουλτούρας ακολουθούσε ένα δρόμο που παρήγαγε εμπόδια. Η αναντιστοιχία κουλτούρας και οικονομικών επιταγών εξηγεί τις δυσκολίες της μεταρρυθμιστικής πολιτικής πριν από την κρίση του 2009 και τις ανακολουθίες της προσαρμογής που ζητούσαν τα τρία Μνημόνια (2010-2018) για την υπέρβαση της κρίσης.

Όπως αναφέραμε ήδη οι αξιακές μεταλλάξεις έχουν πολλές πηγές (και  συνεχίσθηκαν  με το πέρασμα στη λεγόμενη μετανεωτερικότητα). Εδώ ξεχωρίζουμε τις εξωγενείς πολιτισμικές επιρροές και τα μεταβαλλόμενα ήθη και τις δομές επιρροής μιας υπερεθνικής κουλτούρας. ΜΜΕ, κινηματογράφος, νέες τεχνολογίες και λοιποί μηχανισμοί διάχυσής αξιών και ιδεών (μουσική, μόδα, best seller, διεθνή βραβεία), ιδεολογικές μόδες κλπ, που ανακάτευαν συνεχώς το εγχώριο αξιακό έδαφος. Αναμφίβολα, η Ελλάδα επηρεάσθηκε αξιακά και θεσμικά από την εξέλιξη αυτή.

Τα πολλά πρόσωπα της μετανεωτερικότητας.

Τέλος στη στροφή του αιώνα αναδύονται νέες αξίες  – η λεγόμενη μετανεωτερικότητα  (postmodernity). Σε αυτές περιλαμβάνονται (αν και όχι σε ένα ενιαίο πρόγραμμα), ο σεβασμός της διαφορετικότητας και η συμπεριληπτικότητα (inclusiveness) με επίκληση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η  αυτοεκτίμηση (ή αυτοπραγμάτωση), η ενεργός  συμμετοχή  σε δραστηριότητες εκτός επισήμων φορέων, η αμφισβήτηση των  συμβατικών προτύπων κοινωνικής και οικογενειακής ζωής, σεξουαλικότητας και σχέσεων ανδρών και γυναικών.

Πολλά ξεκίνησαν ή συνδέθηκαν με το κίνημα της   «πολιτικής ορθότητας»[17]κατά το οποίο οι διακρίσεις είναι ενσωματωμένες στη γλώσσα. Απαίτησε και  απαιτεί να καθορίσει τι και πως μπορεί να ειπωθεί κάτι στο δημόσιο χώρο και τι πρέπει να εξαλειφθεί. Φθάνει όμως σε ακρότητες και σε εφήμερη δημοσιότητα όταν απαιτεί να γραφούν «ορθώς» κλασικά κείμενα, να υπακούνε όλοι στη λογική gender  ή να εξαλειφθεί η (δυτική) κουλτούρα και ιστορία (υπό το σύνθημα cancel culture). Ισοδυναμεί με λογοκρισία.

Στην Ελλάδα είναι πιο αθώες από αλλού οι γλωσσικές »διορθώσεις»: Οι τσιγγάνοι μετονομάσθηκαν ρομά χωρίς  να αλλάξει ο,τιδήποτε στην κοινωνική τους θέση και η «υιοθεσία» σε τεκνοθεσία.  Η Άλκηστις Πρωτοψάλτη αφαίρεσε αθώα τη λέξη «χοντρή»  από το τραγούδι της «πάμε στον ΄Αδωνι για καφέ» κ.ο.κ. Αλλά δεν συγκρίνονται αυτές οι γλωσσικές προσαρμογές με τις λυσσώδεις μετωπικές αντιπαραθέσεις για τη γλώσσα  στις πυρηνικές χώρες της Δύσης και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ και στη Γερμανία.

Οι νέες αξίες που προστέθηκαν στο πολιτισμικό μας σύμπαν χωρίς όμως να εξαλείψουν τις αξίες της παράδοσης  και της νεωτερικότητας, ενσαρκώνονται τρόπον τινά στις ταυτοτικές ομάδες (identity groups), σε ορισμένες από τις οποίες εκφράζεται πράγματι ένας νέος ιδεαλισμός, σε άλλες όμως αντικοινωνικά αισθήματα και «φθηνά υποκατάστατα σοβαρής σκέψης». Το τοπίο τους είναι εξόχως κατακερματισμένο.

Για να κάνουμε ευκρινέστερη την εικόνα ξεχωρίζουμε διάφορες κατηγορίες ομάδων που συχνά λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία – ΜΚΟ στην υπηρεσία του περιβάλλοντος αλλά και «αντιεξουσιαστές», τρομοκρατικοί πυρήνες,  αθλητικοί σύνδεσμοι που καλλιεργούν τη βία  και ποικίλες μορφές αφύπνισης (wokeness)- με υποκατηγορίες τύπου  queer (=ισότητας των αντισυμβατικών σεξουαλικών συμπεριφορών με τις συμβατικές) που προβάλλουν ζητήματα σεξουαλικών ταυτοτήτων. Στην Ελλάδα συνώνυμο της αφύπνισης είναι ο »δικαιωματισμός».

Αξίζει να σταθούμε εν συντομία στην τελευταία κατηγορία.

Στις δυτικές κοινωνίες ιδιαίτερα τις αγγλοσαξωνικές και γερμανικές,  το κίνημα (ρεύμα) της αφύπνισης θεωρεί ότι η δυτική κοινωνία  συγκροτεί ένα πολυσχιδές σύστημα καταπίεσης  της υποκειμενικότητας.[18] Ειδικά σε ζητήματα σεξουαλικότητας υποστηρίζουν οι αφυπνισμένοι ότι ο  άνδρας και η γυναίκα είναι προϊόν εσωτερικοποιημένων κοινωνικών προδιαγραφών και προϊόντα εξουσιαστικών μηχανισμών.  Και οι δύο μπορούν να αλλάξουν φύλο απλά δηλώνοντάς το.   Από την ίδια θεωρητική βάση προκύπτει η ολική απόρριψη του δυτικού πολιτισμού που εκδηλώθηκε με το σύνθημα (και τους ακτιβιστές) του cancel culture.

Αναμφίβολα οι εμπειρίες διακρίσεων είναι υπαρκτές και πολυσχιδείς. Οι αφυπνισμένοι βλέπουν καθαρά τη διασύνδεση (στην ορολογία τους: intersectionality) των θεμάτων αυτών με τις ανισότητες, τον ρατσισμό κλπ. Σε ακραίες εκδοχές  τους όμως  παραβλέπουν πλήρως (α) την κοινωνική και πολιτισμική εξέλιξη τουλάχιστον από την εποχή του διαφωτισμού, και (β) ανθρωπολογικά ή βιολογικά δεδομένα και σταθερές. Συχνά χωρίζουν τον κόσμο σε θύτες και θύματα  τα οποία  υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν.

Στην Ελλάδα δεν έχουν την ηχώ που κέρδισαν σε ορισμένες δυτικές κοινωνίες, Είναι εμφανές όμως ότι επηρεάζουν  την πολιτική. Ενδεικτικά σημειώνω ότι πλέον δεν αναιρείται μεν η αξία της ανάπτυξης,  αναγνωρίζεται όμως περισσότερο ότι  πρέπει να γίνεται σεβαστό το περιβάλλον, δηλαδή η ανάπτυξη να είναι διατηρήσιμη, επανήλθε  το ζήτημα της κοινωνικής συνοχής, γίνεται μετάβαση από την ανοχή στην ενεργό συμπερίληψη ρομά, μεταναστών κ.α, επανεξετάζονται τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα με κριτήρια γενικού συμφέροντος.

Το ηθικό δίδαγμα.

Ό,τι προηγήθηκε  δεν αποτελεί απλά θεωρητική ανάλυση, κατάλληλη μόνο για τον κόσμο των ιδεών, αλλά καταλήγει και σε ένα ηθικό μήνυμα. Όπως αναφέραμε, η συνύπαρξη διαφορετικών αξιών και ιδεών συνεπάγεται κατά διαστήματα εκρηκτικές αντιθέσεις.

Το ερώτημα είναι πως θα επιτευχθούν συμβιβασμοί  όταν συγκρούονται αξίες και ιδέες. Η απάντηση παραπέμπει μεταξύ άλλων την ανάγκη να καλλιεργηθεί η κουλτούρα του διαλόγου, του συμβιβασμού, της συναίνεσης γύρω όμως από κάποιο κεντρικό κοινό αξιακό πυρήνα. Όπως απαίτησε ο  Κάρλο Ροσέλι  ένα (φιλελεύθερο από τη φύση του) «σύμφωνο πολιτισμού» –  «ένα σύνολο κανόνων του παιγνιδιού τους οποίους  τα αντιμαχόμενα μέρη δεσμεύονται να σεβαστούν. Πρόκειται για κανόνες  που στοχεύουν στη διασφάλιση  της ειρηνικής συμβίωσης  των πολιτών, των τάξεων, των κρατών, και στη συγκράτηση  των αναπόφευκτων και μάλιστα επιθυμητών αντιθέσεων εντός ανεκτών ορίων». [19]


[1]  Εξετάζουμε διεξοδικά το θέμα αυτό δίνοντας και την αναγκαία εμπειρική τεκμηρίωση στο  Πάνος Καζάκος και Πάνος Κολιαστάσης Αφανείς και ορατές αντιθέσεις- παράδοση και νεωτερικότητα στη μεταδικτατορική Ελλάδα, Θεσσαλονίκη, 2023.

[2]   Ως περιγραφικός όρος ο πλουραλισμός  υποδηλώνει  την ύπαρξη και ανταγωνισμό πολιτικών κομμάτων («πολιτικός πλουραλισμός»), ποικιλία ηθικών και πολιτισμικών πεποιθήσεων  («πολιτισμικός πλουραλισμός» )κλπ. Βλ.  Andrew Heywood  Political ideologies, 2nd ed. 1998, p. 36.   Στο κείμενο αυτό χρησιμοποιούμε τον πλουραλισμό  ως  περιγραφικό όρο.  Ο Νίκος Δεμερτζής προκρίνει τον όρο «ανεστραμμένος συγκρητισμός»  που εμπεριέχει την υπόθεση ότι επικρατεί η παράδοση που απορροφά τη νεωτερικότητα. Βλ. πιο κάτω.

[3][3] Για τους όρους νεωτερικότητα και μετανεωτερικότητα  βλ. από την απέραντη βιβλιογραφία  Zygmund Bauman και Carlo Bordoni  Η νεωτερικότητα σε κρίση,  μετάφραση Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος,  εκδόσεις Υψιλον 2016.

[4] Βλ. τεκμηρίωση στο Πάνος Καζάκος/Πάνος Κολιαστάσης  Αφανείς και ορατές αντιθέσεις, όπως αλλού κεφάλαια 6 («η νεωτερικότητα υπερισχύει της παράδοσης στην πολιτειακή δομή της χώρας») και 7 (παράδοση και νεωτερικές αξίες κατά περιοχές πολιτικής).

[5] Βλ.  μεταξύ πολλών άλλων Γιώργος Δερτιλής  Ιστορία του ελληνικού κράτους 1830-1920, τόμος Α΄, εκδόσεις Εστία  Αθήνα 2006, Σπύρος Ασδραχάς Ελληνική οικονομική ιστορία  (ΙΕ-ΙΘ αιώνας), τομος Α, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα 2003, Θανος Βερέμης και Ιωάννης Κολιόπουλος  Νεότερη Ελλάδα. Μια ιστορία  από το 1821, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2013.

[6]  Βλ. Νίκος Δεμερτζής «θύλακες και φύλακες αρχαϊσμού» στην εφημερίδα η  Καθημερινή 24.12.2023. του ίδιου  «Ελληνική πολιτική κουλτούρα στη δεκαετία του ΄80», στο ειδικό αφιέρωμα της Ελληνικής Επιθεώρησης Πολιτικής Επιστήμης.

[7] Edward   Banfield   Η ηθική βάση μιας καθυστερημένης κοινωνίας, μετάφραση  φ. Καραβέσης, εκδόσεις Eπίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2014.

[8][8] Βλ. Νικηφόρος Διαμαντούρος  Πολιτισμικός δυισμός και πολιτική αλλαγή  στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2000.

[9] Τον όρο πρότεινε ο Kevin Featherstone.

[10]  Πρωτοποριακή ήταν σχετικά με το θέμα αυτό η μελέτη του Robert D. Putnam  Making Democracy work, Prinston University Press, 1993.

[11] Βλ. μεταξύ  πολλών άλλων κείμενα των Σωκράτη Κονιόρδου, Χρήστου Παρασκευόπουλου, Νίκου Δεμερτζή, Πάνου Καζάκου   και Δημήτρη Α. Σωτηρόπουλου σε ειδικό αφιέρωμα  της επιθεώρησης πολιτικής και ηθικής θεωρίας Επιστήμη και Κοινωνία, Αθήνα, τεύχος 16, Άνοιξη 2006. Επίσης  Σωκράτης Κονιόρδος (επιμ.) Κοινωνικό κεφάλαιο, εμπιστοσύνη και κοινωνία των πολιτών, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2010.

[12] Συνθήκη ΕΕ, άρθρο 2. Βλ. επίσης Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του  2000. 

[13] Κωστας Αξελός Η μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας, επανέκδοση  Πληθώρα, Αθήνα 2010. Πρωτοδημοσιεύθηκε στο τέλος του εμφυλίου.

[14] Παναγιώτης Γεννηματάς  Ελλάς: Δύση ή Ανατολή;  Εκδόσεις Ροές, 2013.

[15] Το κείμενο περιλαμβάνεται στον τόμο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς Ταξίδι στο λόγο και στην ιστορία, τόμος Β, Αθήνα 1996. Παρόμοια επιχειρηματολογούσε ο Παναγιώτης Κονδύλης.

[16] Βλ. από την απέραντη σχετική βιβλιογραφία, Raffaele Simone, Το μειλίχιο τέρας. Γιατί η Δύση δεν πηγαίνει προς τα αριστερά, μετάφραση Μιχάλης Μητσός, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2011, σελ. 44.

[17] Βλ. σχετικά  Francis Fukuyama Tαυτότητα- Η απαίτηση για αξιοπρέπεια και η πολιτική της μνησικακίας, μετάφραση Σταύρος Β. Γαβαλάς εκδόσεις Ροπή, Αθήνα 2018.

[18] Οι θεωρητικές βάσεις τέθηκαν αρχικά από τον Mchel Foukault  (Επιτήρηση και τιμωρία).  Ακολούθησε η ατέλειωτη σειρά  δημοσιεύσεων για την αποδόμηση του εξουσιαστικούν λόγου.  Ο Φουκώ υποστήριξε ότι το πως και τι αισθανόμαστε ,τι μας κάνει αυτό που είμαστε  είναι οι περιορισμοί της σκέψης και όχι η σωματική η βιολογία. Με άλλα λόγια  μπορούμε να προσδιορίσουμε το ποιοι και τι είμαστε,  άνδρας ή γυναίκα, με τη βούλησή μας. Πρόκειται για την αποθέωση του υποκειμενισμού σε βάρος του πραγματικού.

[19] Κάρλο Ροσέλι Φιλελεύθερος σοσιαλισμός, μετάφραση Αχιλλέας Καλαμαράς,εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2013, σελ. 55.