Μήνας: Δεκέμβριος 2023

ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ: Το δράμα της πολυσυλλεκτικότητας χωρίς ηγεμονικό ιδεολογικό στίγμα

Μετά την εκλογική αποτυχία του Ιουλίου και την απροσδόκητη εκλογή από τη βάση (ναι, από τη βάση) νέου προέδρου,  οι διαφωνούντες και οι τάσεις  του ΣΥΡΙΖΑ μόνον υπαινικτικά αναφέρθηκαν  στις αιτίες που η περιβόητη «βάση» και οι φίλοι της επέλεξαν με συντριπτική πλειοψηφία τον νεόφερτο κ. Στέφανο Κασσελάκη και όχι ηγετικά στελέχη με δυνατό κομματικό μητρώο όπως ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, η Έφη Αχτσιόγλου και ο Νίκος Παππάς μετά την αποχώρηση του Αλέξη Τσίπρα.

Τι συνέβη;

Η απροσδόκητη εξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν προϊόν αλληλένδετων παραγόντων, στους οποίους περιλαμβάνονται

  • η αντιφατική κυβερνητική θητεία 2015-19,
  • η απώλεια της προοπτικής για επιστροφή στην κυβέρνηση,
  • η χαλαρή πολυσυλλεκτικότητα του κομματος,  
  • σοβαρά προβλήματα εσωκομματικών αμεσοδημοκρατικών κανόνων του παιγνιδιού που είχαν επηρεασθεί από τον «σπόρο του από τα κάτω αυθορμητισμού»,[1]
  • η προγραμματική- ιδεολογική ασάφεια και η συρρικνωμένη απήχηση αναπαλαιούμενων ιδεών,
  • η ποιότητα της νέας ηγεσίας που φαίνεται ότι αδυνατούσε να συνθέσει κεντρόφυγες τάσεις, αλλά και
  • οι υστερήσεις σε θεωρία και πολιτική πράξη. 

Εδώ θα σταθούμε μόνο σε μερικά από αυτά – στο ενδοκομματικό παίγνιο εξουσίας, την πολυσελλεκτικότητα του κόμματος, τις θεωρητικές υστερήσεις και αβεβαιότητες.

Μετά την απώλεια της κυβερνητικής εξουσίας και την εκλογή προέδρου ήλθε στην επιφάνεια ένα παίγνιο εσωκομματικής διαπάλης για εξουσία εντός και εκτός του κόμματος σε ακραία εκδοχή. Προσωπικές αντιπαραθέσεις, αμοιβαία επίρριψη ευθυνών για την εκλογική αποτυχία, αμφισβήτηση πρώην υπουργών κλπ. κατέληξαν πρώτα στην αμφισβήτηση του νέου προέδρου και στη συνέχεια σε διαδοχικές αποσχίσεις. Ήταν ένα είδος «εμφυλιοπολεμικής αυτοκαταστροφής».[2] Κρίνοντας βέβαια από διάφορες δηλώσεις, διαπιστώνουμε ότι οι σχέσεις μεταξύ πολλών προβεβλημένων στελεχών και ομάδων ήταν από καιρό τεταμένες, όμως  δοκιμάσθηκαν ακόμη περισσότερο όταν  η εκλογή νέου προέδρου ανέτρεψε την κομματική επετηρίδα.

Παίγνια εξουσίας εμφανίζονται βέβαια ιδίως σε περιόδους κάμψης σε όλα τα μαζικά κόμματα που είναι σχεδόν εξ ορισμού πολυσυλλεκτικά.  Η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ, ακόμα και το ΚΚΕ, υπέφεραν συχνά από διασπάσεις στο παρελθόν. Όμως η πολυδιάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ και το ύφος των αντιπαραθέσεων  ξεπέρασε προηγούμενα επεισόδια! Συναφώς, πολλοί διαφωνούντες με τον νέο πρόεδρο αποχώρησαν επιδείχνοντας   ελάχιστο σεβασμό  στους κανόνες που είχαν ψηφίσει (εκλογή προέδρου από τη βάση, παράδοση της βουλευτικής έδρας σε περίπτωση αποχώρησης κλπ.) αποκαλύπτοντας μία υποκριτική στάση απέναντι στις δημοκρατικές διαδικασίες.

Το έδαφος για αυτή την απότομη εκδήλωση κεντρόφυγων δυνάμεων  είχε στρώσει κατ΄αρχάς η χαλαρή  πολυσυλλεκτικότητα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Την υποδήλωνε ευθαρσώς ο τίτλος: Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς- Προοδευτική Συμμαχία– δηλαδή συνασπισμός ριζοσπαστικών ομάδων και συμμαχία με άλλες τάσεις.  Το κόμμα-κίνημα είχε παύσει να αποτελεί ένα ομοιογενές μόρφωμα  καθώς πρόσθετε στις τάξεις του ετερογενή στοιχεία προερχόμενα από το ΠΑΣΟΚ, το πεδίο συντεχνιακών διεκδικήσεων, το ΚΚΕ, το ΚΚΕ/Εσωτερικού (ανανεωτική Αριστερα), αναρχοαυτόνομο χώρο, ταυτοτικές ομάδες κλπ.

Κατά διαστήματα η εσωτερική αντιπαράθεση επικεντρώθηκε στο δίλημμα «αριστερά ή κεντροαριστερά». Χαρακτηριστικά, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος πρόβαλε το αίτημα για αποκατάσταση της  αριστερής ταυτότητας  του κόμματος την οποία έβλεπε να χάνεται  και, εναλλακτικά, την υπερασπίσθηκε με την έξοδο από το κόμμα.  Διευκρίνιζε συχνά ότι «η ταυτότητα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν μπορεί να είναι ένα απλό άθροισμα κεντρώων, κεντροαριστερών, αριστερών, ριζοσπαστικών και άλλων απόψεων» (βλ. συνέντευξή του στην εφημερίδα «Γνώμη» της Πάτρας). Άλλα στελέχη, συμπεριλαμβανομένης της κ. Αχτσιόγλου, προτιμούσαν χαμηλόφωνα ένα άνοιγμα προς το κέντρο – την «κεντροαριστερή» λύση, χωρίς όμως ιδιαίτερες διευκρινίσεις του όρου, δηλαδή τι συνεπαγόταν για τον ρόλο του κράτους και της αγοράς, το ρυθμιστικό σύστημα, το ασφαλιστικό, τις ΔΕΚΟ, την εσωτερική ασφάλεια. Επίσης άνθισαν στο εσωτερικό της συμμαχίας πάσης φύσης αντιπαραθέσεις και σχήματα («συνιστώσες») που διεκδικούσαν την ορθή ερμηνεία της αριστερής ταυτότητας. Τη σύγχυση επέτεινε ο ακτιβισμός όσων είχαν μετακινηθεί από το ΠΑΣΟΚ.

Η διαδικασία εκλογής προέδρου από τη βάση, προϊόν «αμεσοδημοκρατικών» αντιλήψεων, χωρίς ενδιάμεσα θεσμικά φίλτρα (Κεντρική Επιτροπή, Κοινοβουλευτική Ομάδα κλπ)  αντί να ενώσει, έδωσε τη ευκαιρία στις διάφορες ομάδες  να διεκδικήσουν αυξημένα μερίδια εσωκομματικής επιρροής.    Άλλωστε, από το 2019  δεν υπήρχε πλέον ο συγκολλητικός ιστός της κυβερνητικής εξουσίας.

Η απρόβλεπτη ένταση των φυγόκεντρων δυνάμεων στον ΣΥΡΙΖΑ δεν οφείλεται μόνο  στην πολυσυλλεκτικότητα και ετερογένεια του κόμματος, αλλά και σε κρίσιμες θεωρητικές-ιδεολογικές εκκρεμότητες. Κατά τη γνώμη μου, η σπουδαιότερη ήταν η εξής: πως θα μπορούσε να εφαρμοσθεί «αριστερή» πολιτική (και ποια ακριβώς) σε μία χώρα που είναι ενταγμένη σε ΕΕ,  ΝΑΤΟ, ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΠΟΕ και, επιπλέον είναι στενά συνδεδεμένη με τη Δύση  με πολυεπίπεδες εμπορικές, επενδυτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές ανταλλαγές.

Σε αυτή την κρίσιμη αποσαφήνιση, που θα παρήγαγε  ένα ενοποιητικό πλαίσιο, δεν συνεισέφεραν οι διανοούμενοι του κόμματος, οι οποίοι δεν αξιοποίησαν τις τραυματικές για αυτούς κυβερνητικές εμπειρίες 2015-2019 – μιας ενδιαφέρουσας περιόδου για σχετικές θεωρητικές δοκιμές.  Τότε  η κυβέρνηση ΣΥΡΙΑΝΕΛ για να αποφύγει τη χρεοκοπία της χώρας αναγκάσθηκε να εφαρμόσει ένα τρίτο σκληρό Μνημόνιο (= πρόγραμμα προσαρμογής) και μερικές σημαντικές μεταρρυθμίσεις στη δημοσιονομική και κοινωνική πολιτική (ιδιωτικοποιήσεις, ασφαλιστική μεταρρύθμιση, μεταβίβαση στην Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας («υπερταμείο») μεγάλου μέρους της δημόσιας περιουσίας, ενεργοποίηση του αυτόματου μηχανισμού  δημοσιονομικής διαχείρισης για την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων  κ.α.  [3] 

Όλα αυτά δεν είχαν σχέση με τις αντιλήψεις που είχαν καλλιεργηθεί από δεκαετίες στην Αριστερά, προκάλεσαν σύγχυση και εντάσεις, μαζί με άλλους παράγοντες, βραδυφλεγώς  μετά την απώλεια της προοπτικής για επιστροφή στην κυβέρνηση το 2023.

Όμως, καθ΄οδόν προς τις εκλογές του 2015 αλλά και μετά,  όλα τα κείμενα αξιώσεων (Κώστας Λαπαβίτσας, Γιαννης Μηλιός, Γιάνης Βαρουφάκης κ.α.) επέκριναν δραστικά την ΕΕ.[4] Την περίοδο της κρίσης και των Μνημονίων απαιτούσαν την ηρωική έξοδο της χώρας  από την ΕΕ και την Ευρωζώνη.[5] Πολλοί συνόδευαν την  αποσύνδεση από την ΕΕ με τριτοκοσμικές φαντασιώσεις π.χ. για την κατάσταση στη Βενεζουέλα ή πιθανή βοήθεια άνευ όρων από τη Ρωσία. Παλαιότερα πρόβαλαν την ιδέα της «αυτοδύναμης ανάπτυξης» και, την περίοδο των Μνημονίων, ενός νέου «παραγωγικού μοντέλου». Το περιεχόμενό της παρέμενε όμως  νεφελώδες. Το αποτέλεσμα ήταν η διαρκής αντιπαράθεση με την ΕΕ για την εφαρμογή του τρίτου Μνημονίου που είχε υπογράψει η κυβέρνησή τους.

Όλα αυτά συνέβησαν σε μια εποχή εντεινόμενων ανταγωνισμών των μεγάλων δυνάμεων, αναταραχών και  μεταβολών στην παγκόσμια οικονομία. Ήταν περίπου κάλεσμα στις πολυεθνικές να μη θεωρήσουν την Ελλάδα ως φιλικό τόπο παραγωγής και επενδύσεων παρά τα προφανή γεωγραφικά και άλλα πλεονεκτήματά της. Το αποτέλεσμα θα ήταν βέβαια η αποσύνδεση της χώρας από τα διεθνή δίκτυα συναλλαγών και πτώση της ανάπτυξης.

Λόγω αυτής της θεμελιώδους στάσης, δεν τίθετο καν  θέμα μεταρρυθμίσεων για προσαρμογή στο μεταβαλλόμενο διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον, ούτε κοινωνικών συμμαχιών με αστικές δυνάμεις και λειτουργικών συμβιβασμών στο εσωτερικό. Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, οι σοβαρές θεωρητικές παρεμβάσεις όπως του Ευκλείδη Τσακαλώτου[6] και του Γιώργου Σταθάκη[7] εστίαζαν στην κριτική της πολιτικής προσαρμογής που επιδίωκε η .… κεντροαριστερά και του εκσυγχρονισμού επί πρωθυπουργίας  Κώστα Σημίτη. Έχοντας έτσι ορθώσει τείχος έναντι των πιθανών συμμάχων της κεντροαριστεράς και με δεδομένο το αμετακίνητο αντικαπιταλιστικό τείχος του ΚΚΕ δεν έμενε παρά να αναζητηθούν  αντικρουόμενες «αυθεντικές» ερμηνείες του όρου Αριστερά.

 Όμως η πνευματική ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να είχε αντλήσει  (κριτικά βεβαίως)  ιδέες από τις ιστορικές της εμπειρίες της ελληνικής κεντροαριστεράς και, οπωσδήποτε, από τον πλούτο ιδεών που είχε γεννήσει η ευρωπαϊκή δημοκρατική Αριστερά. Ειδικά οι θέσεις των κομμάτων της για  κεντρικά στοιχεία του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού, τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τη δογματική κληρονομιά  είχαν απασχολήσει φερ΄ ειπείν το Ιταλικό ΚΚ την εποχή του Berlinguer όταν υιοθέτησε τον πασίγνωστο ιστορικό συμβιβασμό (compromesso historico),[8] το Εργατικό κόμμα στο Ενωμένο Βασίλειο με το πρόγραμμα του τρίτου δρόμου (third way), και απασχολούν σήμερα όλα τα κόμματα της δημοκρατικής  Αριστεράς  στην Ευρώπη όπως δείχνουν οι συζητήσεις για αποσαφήνιση της προοδευτικής πολιτικής.[9]

Κατά τη γνώμη μου, τα προηγούμενα  θεωρητικά-ιδεολογικά και πολιτικά ελλείμματα συνυφαίνονται με την διφορούμενη στάση έναντι της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Οι  απόψεις των στελεχών για τη διάκριση των εξουσιών, την έννομη τάξη, τις ανεξάρτητες αρχές, ακόμα και για τις ατομικές ελευθερίες ήταν στην καλύτερη περίπτωση διφορούμενες όπως φάνηκε την περίοδο διακυβέρνησής τους 2015-2019.

Πρέπει όμως να τονισθεί ότι  η ηγεσία του  ΣΥΡΙΖΑ έβλεπε  ότι υπήρχε ένα  ρήγμα μεταξύ του προτύπου της φιλελεύθερης δημοκρατίας στην Ελλάδα (όπως ορίζεται στο Σύνταγμα)  και της πραγματικότητάς της. Συναφώς,  τόνιζε ακατάπαυστα ότι

  • οι κυβερνήσεις  επιχειρούσαν να ελέγξουν τη Δικαιοσύνη με μια απέραντη ποικιλία μέσων, καθιερώνοντας μεταξύ άλλων την επιλογή της ηγεσίας της από το υπουργικό συμβούλιο,
  • οι  ανεξάρτητες αρχές ήταν εκτεθειμένες σε κομματικές επιρροές της εκάστοτε κυβέρνησης,
  • οι πελατειακές συναλλαγές στα δημόσια έργα και ΔΕΚΟ κατέληγαν σε λαθεμένες προτεραιότητες, εύθραυστες υποδομές, σπατάλη πόρων και διαφθορά,
  • η Δημόσια Διοίκηση  ήταν κομματικοποιημένη κλπ.

 Ως ένα βαθμό η κατά βάση ορθή αυτή κριτική αποδείχθηκε υποκριτική όταν κυβέρνησε ο ΣΥΡΙΖΑ και υιοθέτησε παρόμοιες μεθόδους. Εκτός τούτου, όπως σημειώσαμε,   στο πνευματικό κλίμα της Αριστεράς ασκούσαν γοητεία απωθητικά θεσμικά πρότυπα τύπου Βενεζουέλας.  Τέλος, ουδέποτε ξεκαθαρίσθηκε  αν η  κριτική της αφορούσε στις στρεβλώσεις και όχι τις βασικές αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ο πολιτικός της λόγος παρέμεινε με την έννοια αυτή αντισυστημικός και μάλιστα σε μία εποχή που οι διαθέσεις της κοινής γνώμης άλλαζαν. Και έγινε λιγότερο πειστικός όταν ο ΣΥΡΙΖΑ σχημάτισε κυβέρνηση και βρέθηκε αντιμέτωπος με τη θεσμική  πραγματικότητα του ευρωπαϊκού συστήματος (και του παγκόσμιου καπιταλισμού) με όλα τους τα κουσούρια.

Η αυλαία του δράματος δεν θα πέσει σύντομα.


[1] Βλ. Κώστας Μποτόπουλος  « Από την αυτοοργάνωση στην αυτοδιάλυση», εφημερίδα τα Νέα, 18-19. 11. 2023.

[2] Όπως το διατύπωσε ο Δημήτρης Σεβαστάκης στο κείμενό του «Στερεά εξαέρωση», εφημερίδα τα Νέα 18-19.11.2023.

[3] Βλ. Πάνος Καζάκος  Τέλος των ψευδαισθήσεων; Ελεγχόμενες πτωχεύσεις, οικονομική κρίση και μνημόνια 2009-2019, Παπαζήσης, 2020.

[4] Βλ. μεταξύ πολλών άλλων Νάντια Βαλαβάνη Η αρπαγή της Ελλάδας, Νέα Σύνορα, 2015, Γιάνης Βαρουφάκης  Ανίκητοι ηττημένοι, Πατάκης, 2017, Κώστας Λαπαβίτσας Η Ευρωζώνη ανάμεσα στη λιτότητα και την αθέτηση πληρωμών, εκδόσεις Λιβάνη, 2910, Γιάννης Μηλιός Από την κρίση στην κυβέρνηση της αριστεράς. Η στρατηγική των αναγκών, Πεδίο, 2014, Κώστας Λαπαβίτσας κ.α. Οικονομική πολιτική για την ανάκαμψη της Ελλάδας, Λιβάνης, 2018,

[5] Ακόμα και ο μετριοπαθής Γιάννης Δραγασάκης έθετε μεν τα σωστά ερωτήματα  αλλά κρατούσε ανοιχτές «όλες τις επιλογές» σε περίπτωση επιθετικής στάσης των δανειστών μας στο ζήτημα του χρέους. Βλ. Γιάννης Δραγασάκης Ποια έξοδος; Από ποια κρίση; Με ποιες δυνάμεις; Ταξιδευτής 2012, σελ. 63.

[6] Ευκλείδης Τσακαλώτος  Οι αξίες και η αξία της αριστεράς- Ένα αντι-εκσυγχρονιστικό δοκίμιο, Κριτική  2005. 

[7] Γιώργος Σταθάκης  Ατελέσφορος εκσυγχρονισμός, Βιβλιόραμα, 2007.

[8] Βλ. διεξοδική εξέταση στο Γιάννης Μπαλαμπανίδης  Ευρωκομμουισμός, Πόλις 2015.

[9] Βλ. ενδεικτικά  το εγχειρίδιο ιδεών Making progressive politicς work, Policy Network, London 2014 με άρθρα ηγετικών πολιτικών, διανοουμένων, ακαδημαϊκών  κ.α. Είναι προϊόν συνδιάσκεψης με το ίδιο θέμα που πραγματοποιήθηκε στην Ολλανδία. Στην Ελλάδα στο ίδιο πνεύμα κινείται το Δίκτυο για τη μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη της Άννας Διαμαντοπούλου.

1982 – το πρώτο έτος μιας αντιφατικής διακυβέρνησης.

Καθημερινή της Κυριακής, 3.3.2024

Το οργανωτική πλαίσιο του κειμένου αυτού είναι ένα έτος- το πρώτο έτος κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ. Αυτό περιορίζει το οπτικό πεδίο καθώς αφήνει λίγο χώρο για τις δομικές αλλαγές που συμπληρώθηκαν τα επόμενα χρόνια μέχρι την πρώτη κρίση του 1985. Όμως ήδη το 1982 έχουμε τις απαρχές αμφισημιών και αντιφατικών ρευμάτων σκέψης και πολιτικής που σημάδεψαν τις δεκαετίες της μεταπολίτευσης.  

Η εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ και ο σχηματισμός κυβέρνησης τον Νοέμβριο του 1981 σήμαινε διαφορετικά πράγματα για διαφορετικά τμήματα της κοινωνίας. Για πολλούς συνυφάνθηκε με αντιφατικές προσδοκίες για αποτελεσματικότερη διαχείριση της οικονομίας, που είχε περιέλθει σέ κατάσταση στασιμοπληθωρισμού, ληξιπρόθεσμο κοινωνικό εκσυγχρονισμό αλλά και προάσπιση «κεκτημένων» τα οποία θεωρούσαν ότι απειλούσε η ένταξη στην ΕΕ. Στο σύνθημα της «αλλαγής» ο καθένας  έδινε διαφορετικό περιεχόμενο, αλλά το τρόπον τινά επίσημο ιδεολογικό στίγμα που καθόριζε ο χαρισματικός Ανδρέας Παπανδρέου ήταν σαφώς αντιδυτικό και ασαφώς «σοσιαλιστικό» και τοποθετούσε την Ελλάδα στον χώρο της παγκόσμιας περιφέρειας την οποία εκμεταλλεύονται οι μητροπόλεις.

               Μακροοικονομικός λαϊκισμός.

Το πλέον πολυσυζητημένο χαρακτηριστικό της δεκαετίας του ’80 ήταν η χαλαρή δημοσιονομική πολιτική που οδήγησε σε ελλείμματα και δύσκολα διαχειρίσιμη συσσώρευση δυσβάστακτων χρεών. Ανταποκρινόταν στο πρότυπο του μακροοικονομικού λαϊκισμού. Οι κριτικοί επεσήμαναν ότι μια χώρα με συνεχή τεράστια ελλείμματα συσσωρεύει χρέη και θα αντιμετωπίσει αργά ή γρήγορα προβλήματα δανεισμού.

Η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ μόλις σχηματίσθηκε επέτεινε την πολιτική ελλειμμάτων που ήδη είχε αρχίσει από την προκάτοχό της το 1981 αυξάνοντας  τις δαπάνες για μισθούς και συντάξεις στο δημόσιο, την απασχόληση στο Δημόσιο και καλύπτοντας τα  διευρυμένα ελλείμματα της κοινωνικής ασφάλισης, των δημοσίων επιχειρήσεων και τις νέες υποχρεώσεις για την εξυπηρέτηση του χρέους, ενώ τα φορολογικά έσοδα υστερούσαν σε σχέση με αυτές. Ο ελάχιστος μισθός αυξήθηκε κατά 40%! Οι δαπάνες άμβλυναν τις κοινωνικές ανισότητες- προσωρινά.  Η  πολιτική αυτή στηριζόταν, μεταξύ άλλων,  στην υπόθεση ότι   οι νέες δαπάνες θα παρέσυραν προς τα επάνω  την παραγωγή σε συνδυασμό πάντως με μία πολιτική  προγραμματισμένης αντιμετώπισης των «διαρθρωτικών προβλημάτων» της ελληνικής οικονομίας μέσω επεκτεινόμενης κρατικής παρέμβασης.  Έτσι μεσο- ή μακροπρόθεσμα η ανάπτυξη θα επέτρεπε την επιστροφή στη δημοσιονομική ισορροπία.

Όμως, η πολιτική εκείνη  παράβλεπε τις αρνητικές επιπτώσεις στις ιδιωτικές επενδύσεις, την αναποτελεσματικότητα του Δημοσίου και των κομματικών στελεχών, το γεγονός ότι η Ελλάδα μόλις είχε ενταχθεί στην ΕΕ (το 1981) και, επομένως, άνοιγε την αγορά της στον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό. Αναπόφευκτα, οι εισοδηματικές αυξήσεις οδήγησαν σε αύξηση των εισαγωγών καταναλωτικών αγαθών αντί της εγχώριας παραγωγής. Γενικά, ακόμα και προβεβλημένα στελέχη της κυβέρνησης όπως ο Απόστολος Λάζαρης  αναγνώρισαν αργότερα ότι οι πάσης φύσης εισοδηματικές αυξήσεις  ήταν  συνολικά λαθεμένη επιλογή (Βλ. Γιάννης Βούλγαρης  Η Ελλάδα της μεταπολίτευσης 1974-1990, θεμέλιο 2001, 173-4).

Το 1983 η κυβέρνηση αναγκάσθηκε να υποτιμήσει τη δραχμή και το 1985 να εφαρμόσει ένα σταθεροποιητικό πρόγραμμα έναντι έκτακτης βοήθειας από την ΕΕ.

Ένα  ενδιαφέρον μέτρο   γενικής οικονομικής πολιτικής του 1982 ήταν  η αυτόματη τιμαριθμική προσαρμογή (ΑΤΑ). Όπως είχε αναγγείλει στις προγραμματικές δηλώσεις της η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου «η προσαρμογή θα ήταν πλήρης για εισοδήματα  μέχρις ενός επιπέδου ανεκτής διαβίωσης», πέρα από το οποίο θα κλιμακωνόταν σε χαμηλότερα επίπεδα (βλ. Πρακτικά της Βουλής, 22 Νοεμβρίου 1981).  Ο κύριος στόχος της ήταν να αποκαθιστά συνεχώς την αγοραστική δύναμη των χαμηλόμισθων που χανόταν λόγω του πληθωρισμού.  Η αυτόματη τιμαριθμική προσαρμογή επικρίθηκε έντονα με το σκεπτικό ότι θα επιτάχυνε τον πληθωρισμό γιατί θα προκαλούσε ένα σπιράλ μισθών- τιμών και θα δημιουργούσε προβλήματα ανταγωνιστικότητας στην παραγωγική βάση της χώρας.  Η αυτόματη τιμαριθμική προσαρμογή θα διορθωθεί δύο χρόνια αργότερα με κάποιους ντροπαλούς ετεροχρονισμούς  των μισθολογικών αυξήσεων μεταθέτοντας την καταβολή τους κατά ένα τετράμηνο.

               Οι σχέσεις με την ΕΕ.

Συμβατή με τη γενικότερη κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής ήταν και η αναζήτηση νέας ισορροπίας ανάμεσα σε προεκλογικές διακηρύξεις για αποχώρηση από την ΕΟΚ και στη νέα κυβερνητική πλέον θέση για αναδιαπραγμάτευση των όρων της ένταξης. Η λύση βρέθηκε με το περιβόητο «Μνημόνιο» που υπέβαλε η κυβέρνηση τον Φεβρουάριο του 1982. Κατά την άποψη της κυβέρνησης οι κανόνες της κοινής αγοράς  είχαν αρνητικές επιπτώσεις στις χώρες της ευρωπαϊκή περιφέρειας.  Τις επιπτώσεις αυτές δεν αντιστάθμίζαν οι μεταφορές πόρων μέσω του κοινοτικού προϋπολογισμού.  Για τους λόγους αυτούς το «Μνημόνιο» ζητούσε  εξαίρεση από τους κανόνες της «κοινής αγοράς» και περισσότερη βοήθεια. (βλ. Πάνος Καζάκος Ανάμεσα σε κράτος και αγορά. Οικονομία και οικονομική πολιτική στη μεταπολεμική Ελλάδα,  Πατάκης, 2001, σελ. 366 και μετά).  

Για την πολιτική αξιολόγηση του Μνημονίου εκείνου  έχει σημασία να λάβουμε υπόψη ότι το θεμέλιο της της ΕΕ ήταν και παραμένουν οι κανόνες της κοινής αγοράς (σήμερα: της εσωτερικής αγοράς) που ρυθμίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, εργασίας και κεφαλαίου. Δεν άπρεπε να αναμένεται ότι η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να πετύχει εν λευκώ εξουσιοδότηση για να αποκλίνει μονίμως από ο πλαίσιό τους, Συναφώς, η επιδίωξη της εξαίρεσης υποβάθμιζε την ανάγκη για προσαρμογή στο νέο οικονομικό περιβάλλον.

               Αμφίσημος θεσμικός εκσυγχρονισμός.  

Τέλος σειρά ολόκληρη μέτρων εξέφραζαν διάθεση θεσμικού εκσυγχρονισμού. Επομένως είναι άδικο να τη θεωρήσουμε συνολικά και αποκλειστικά την πολιτική εκείνη  λαϊκιστική. Εδώ εντάσσεται ο νόμος-πλαίσιο για τα ΑΕΙ  1268/1982 (συν προεδρικά διατάγματα) που επέφερε σημαντικές αλλαγές στην οργάνωση και λειτουργία των Πανεπιστημίων. Ωστόσο, οι νέες τυπικές ρυθμίσεις δεν άργησαν να νοθευθούν ως ένα βαθμό στην πράξη από την κυρίαρχη πολιτική κουλτούρα του κομματισμού και της πελατειακής συναλλαγής.

Σημαντικότερη ήταν ίσως η μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου. Ο νόμος 1250/82 καθιέρωσε τον πολιτικό γάμο παράλληλα με τον θρησκευτικό. Ο επόμενος νόμος 1329/1983 είχε ριζοσπαστικό χαρακτήρα και ήταν ίσως η σπουδαιότερη έκφραση του θεσμικού εκσυγχρονισμού  που προώθησε το κίνημα. Ο νόμος εκείνος στηρίχθηκε στις πρόνοιες του Συντάγματος του 1975 (άρθρα 2 και 116), πρόβλεψε μεταξύ άλλων την κατάργηση της προίκας που έδινε στον γάμο χαρακτήρα αγοραίας συναλλαγής, αποποινικοποίησε τη μοιχεία, κατοχύρωσε τον πολιτικό γάμο, αφαίρεσε από το διαζύγιο τον θρησκευτικό του χαρακτήρα, αποδέσμευσε  τη διατροφή από την αναζήτηση του υπαιτίου για το διαζύγιο, άλλαξε τις σχέσεις των παιδιών με τους γονείς. Συνολικά, όπως πυκνά εκτίμησε η Χριστίνα Ακριβοπούλου  «ο νόμος αναίρεσε τον μοντέλο της πατριαρχικής οικογένειας» (βλ. πυκνογραμμένο λήμμα της στο Β. Βαμβακάς και Π. Παναγιωτόπουλος (επιμέλεια) Η Ελλάδα στη δεκαετία του ΄80, Πέρασμα, 2010).  

Τέλος, μέρος της ευρύτερης αλλαγής του θεσμικού πλαισίου  ήταν και ο νόμος 1264/1982 για τον συνδικαλισμό  που σηματοδότησε μια νέα φάση στην οποία η ευρύτερη συμμετοχή (ο εκδημοκρατισμός) συνδέθηκε με διαφορετικό κομματικό έλεγχο των οργανώσεων. Συνολικά αποτιμώντας τα γεγονότα, το 1982 δόθηκε το έναυσμα για μια υπερβολικά επεκτατική (μακρο)οικονομική πολιτική και πολλές θεσμικές αλλαγές που ανταποκρίθηκαν εν πολλοίς σε διάχυτα αιτήματα για εκσυγχρονισμό. Όμως περαιτέρω μέτρα τη δεκαετία που ακολούθησε (ευρείας κλίμακας κρατικοποιήσεις, ψευδοδημοκρατικός προγραμματισμός, «κοινωνικοποίηση» των «κρατικών» επιχειρήσεων, «εποπτικά συμβούλια» σε επιλεγμένους κλάδους  κ.α. ) προκάλεσαν νέες αβεβαιότητες και επέτειναν τα διαρθρωτικά προβλήματα της χώρας.

Μετά τη Λωζάνη: Παράδοση και νεωτερικότητα στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. 

Δημοσiεύθηκε στο   BooksJournal,  τεύχος  144  Ιούλιος 2023].

 Τα γεγονότα μετά τη μικρασιατική καταστροφή είναι γνωστά, αν και οι ερμηνείες τους διαφέρουν.  Προτείνω  να τα δούμε από τη σκοπιά της διελκυστίνδας μεταξύ παράδοσης και νεωτερικότητας.

Στις έννοιες  παράδοση και νεωτερικότητα συμπυκνώνονται αξίες, θεσμοί και αντιλήψεις που καθοδηγούν τη σκέψη και τη συμπεριφορά των ατόμων. Η νεωτερικότητα είναι πολύμορφη.  Εδώ μας ενδιαφέρει η  φιλελεύθερη-δημοκρατική αντίληψη, προς την οποία προσανατολίσθηκαν εν μέρει  κυβερνήσεις και τμήμα της κοινωνίας στην Ελλάδα. Περιλαμβάνει ιδεοτυπικά μεταξύ άλλων τις ατομικές ελευθερίες, την ασφάλεια ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, την ισότητα έναντι του νόμου, αλλά και, αρχικά, έμφαση στην παραγωγή και απασχόληση, δημοκρατικούς πολιτικούς θεσμούς (σύνταγμα, εκλογές, Βουλή, διάκριση των εξουσιών κλπ.), αγορές απαλλαγμένες από αυθαίρετες πολιτικές παρεμβάσεις, το  κοινωνικό κράτος. [1]

Από την άλλη πλευρά, η παράδοση τιμάται  επειδή έχει ρίζες στην εμπειρία γενεών και δομείται γύρω από επαναλαμβανόμενες κοινωνικές πρακτικές. Πολιτικοί επιστήμονες θεωρούν ότιη παράδοσησυνοψίζεται  ιδεοτυπικά σε τρία στοιχεία[2]: Το έθνος, την οικογένεια, και την Ορθοδοξία. Προσθέτω και το πελατειακό σύστημα  – ένα σύνολο πρακτικών, άτυπων δικτυώσεων και συναλλαγών εκτός και, συχνά, εναντίον της λογικής της αγοράς και των τυπικών κανόνων του κράτους δικαίου. Παίζει καθοριστικό ρόλο και επηρεάζει το αποτέλεσμα ακόμα και νεωτερικών θεσμών και διαδικασιών. Αντικαθρεφτίζει βαθιά ριζωμένες αξίες. Όπου επικρατεί, αποκαλύπτει κοινωνίες «μη εμπιστοσύνης» (nontrust societies), ή χαμηλής εμπιστοσύνης όπου τα άτομα δύσκολα αναπτύσσουν ικανότητα συνεργασίας με άλλα εκτός του οικογενειακού κύκλου. Η οικογένεια είναι ένας ισχυρός μηχανισμός αλληλεγγύης και επιβίωσης ιδίως σε δύσκολες στιγμές.

Η παράδοση και η νεωτερικότητα δεν είναι αναλλοίωτα φαινόμενα και συνυπάρχουν ανταγωνιστικά και σε κυμαινόμενη ισορροπία μεταξύ τους  σε όλες τις παρατάξεις του Μεσοπολέμου.

Παράδοση και νεωτερικότητα στον μεσοπόλεμο.

Στο πολιτικό-κομματικό επίπεδο κατά τον Μεσοπόλεμο  η χώρα υπέφερε από αλλεπάλληλα στρατιωτικά πραξικοπήματα. Επίσης, η   πολιτική ζωή παράμενε τοξική. Μέχρι  το τέλος της περιόδου μαινόταν η αντιπαράθεση βενιζελικών και βασιλικών.   

Παλαιοί και νέοι πληθυσμοί είχαν με τους παλαιούς διαφορετικά αλλά και κοινά χαρακτηριστικά. Οι νέοι πληθυσμοί διέφεραν κατ΄αρχάς από τους παλαιούς πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά. Όσοι ήλθαν από τις αστικές περιοχές της Μικράς Ασίας διέθεταν πιο δυνατή επιχειρηματική φλέβα και αναζητούσαν νέες ευκαιρίες για επιβίωση και πρόοδο. Είχαν γίνει περισσότερο εξωστρεφήκαθώς  ζούσαν  στο πολυεθνικό πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αλλά σε σύγκριση με τους παλαιούς κατοίκους δεν ήταν λιγότερο προσκολλημένοι στον  πυρήνα της  παράδοσης- την Ορθοδοξία και την οικογένεια. Ίσως δεν έχει διερευνηθεί η σημασία της Ορθοδοξίας για τη βαθμιαία (και βασανιστική πάντως) ένταξη των προσφύγων στην ελλαδική κοινωνία. Η Ορθοδοξία παρέμεινε στον πυρήνα του έθνους κατά τη νέα περίοδο.

Την ίδια σημασία με την Εκκλησία λόγω των εξαιρετικών συνθηκών διατήρησε η οικογένεια. Δεν ήταν θεσμός που υπεράσπιζαν μόνον οι βασιλικοί ή αν θέλετε οι παλαιοκομματικοί.  Αν και είχε διαφορετικό περιεχόμενο στους μικρασιάτες πρόσφυγες σε σύγκριση με τη θεσσαλική ή πελοποννησιακή, ήταν γενικά ένας ισχυρός μηχανισμός αλληλεγγύης και επιβίωσης σε δύσκολες εποχές στις οποίες οι δυνατότητες του πτωχευμένου κράτους ήταν περιορισμένες και η φτώχεια είχε διογκωθεί.  Οι άνθρωποι μετά τον ξεριζωμό και την οικονομική καταστροφή μπορούσαν να καταφεύγουν στους οικογενειακούς δεσμούς. Επίσης, οι μεταρρυθμίσεις σε αγροτικό τομέα και βιοτεχνία -βιομηχανία ευνόησαν την μικρή οικογενειακή επιχείρηση.

 Οι νέοι πληθυσμοί όμως είχαν λόγω συνθηκών και ιστορικής εμπειρίας στην Οθωμανική Τουρκία  προσδοκίες μάλλον για συλλογικά αγαθά (ασφάλεια, διανομή γης, υγειονομική περίθαλψη κ.α.)  παρά για τις προσωπικές εκδουλεύσεις που υποσχόταν οι παλαιοκομματισμός στον οποίο είχαν εξοικειωθεί οι παλαιοί πληθυσμοί στην  Ελλάδα.

Εν τούτοις, τον Μεσοπόλεμοη χώρα συνέχισε στον δρόμο του θεσμικού εκσυγχρονισμού που είχε διακοπεί το 2019. Τον επέβαλαν οι ανάγκες που προκάλεσε η μικρασιατική περιπέτεια. Ο κρατικός παρεμβατισμός διευρύνθηκε και διαφοροποιήθηκε παρά τον διχασμό, τα στρατιωτικά πραξικοπήματα, τις πολιτικές αντιπαλότητες, και τις αγκυλώσεις του  ελληνικού κράτους.   Πραγματοποιήθηκε  ένα εντυπωσιακό έργο στις υποδομές (αποξηράνσεις, απαλλοτριώσεις, σχολικά κτίρια  κ.α.) και  ένα ευρύ για τα οικονομικά δεδομένα της εποχής  προνοιακό πρόγραμμα, εργαστήρια για την απασχόληση προσφύγων, προστασία της εγχώριας παραγωγής  κ.α.[3]

Η χώρα ανέκαμψε από τις συνέπειες της μικρασιατικής καταστροφής. Το ελληνικό κράτος (παρά τα δομικά του προβλήματα) κατάφερε να ενσωματώσει εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες (περίπου  το 1/3 του πληθυσμού) στον οικονομικό και κοινωνικό ιστό ενώ την ίδια στιγμή ήταν πτωχευμένο (χρεοκοπημένο). Παρά τις αναταράξεις επίσης αναμορφώθηκε το πολίτευμα και  αποφεύχθηκε η λήψη αποφάσεων ερήμην της χώρας στη διπλωματική σκηνή της Ευρώπης.

Το έργο τη αποκατάστασης των νέων πληθυσμών  στην Ελλάδα υποστηρίχθηκε από τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό και την Κοινωνία των Εθνών με βοήθεια και δάνεια.  Το 1923 ιδρύθηκε η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ) που αποτελούνταν από δύο Έλληνες διορισμένους από την κυβέρνηση και δύο ξένους διορισμένους από την Κοινωνία των Εθνών.  Πρόεδρος της ΕΑΠ ήταν υποχρεωτικά ένας ξένος, υποχρεωτικά Αμερικανός! Η αποκατάσταση γινόταν λοιπόν υπό διεθνή εποπτεία πέρα από την έμμεση εποπτεία των κεφαλαιαγορών. Σκοπός της ΕΑΠ ήταν να συντονίζει τη βοήθεια για τους πρόσφυγες  και να επιβλέπει τη χρηστή διαχείριση των δανείων. Η ΕΑΠ ανήγειρε 20 χιλ. κατοικίες και χρηματοδότησε την ανέγερση  χώρων για την εγκατάσταση αργαλειών  σε κάθε προσφυγικό συνοικισμό δίνοντας έτσι ώθηση στην ανάπτυξη της ταπητουργίας.  Φυσικά οι ανάγκες ήταν πολύ μεγαλύτερες.

Τα μέτρα που αναφέραμε καθώς και άλλα στη συνέχεια συνεπάγονταν επέκταση και αναμόρφωση  του κρατικού παρεμβατισμού, που είναι συγκεντρωτικός από τη φύση του και ένα νεωτερικό κατά βάθος φαινόμενο που αντιδιαστέλλεται προς την κατακερματισμένη προνεωτερική κοινωνία. Δυνητικά, υποκαθιστά εξατομικευμένες εκδουλεύσεις με συλλογικά αγαθά. Όμως, στην Ελλάδα ναι μεν έτεινε να παράγει συλλογικά αγαθά, αλλά δεν στηρίχθηκε μόνο σε γενικής ισχύος κανόνες και εμποτίσθηκε από τι αξίες της παράδοσης και της οικογένειας.

Τις  δεκαετίες του ΄20 και ’30 έγινε εμφανέστερη η αντίθεση παράδοσης και νεωτερικότητας.

Εκσυγχρονισμός της θεσμικής δομής έναντι παράδοσης.

Μπορούμε να θεωρήσουμε το Σύνταγμα του 1927  ως μέρος μιας ευρύτερης  διαδικασίας εκσυγχρονισμού της θεσμικής δομής.[4] Καθιέρωσε τον θεσμό του αιρετού  ανώτατου άρχοντα  καταργώντας έτσι την κληρονομική μοναρχία, θέσπιζε δύο νομοθετικά σώματα, τη Βουλή και τη Γερουσία, με βάση ένα ιδιότυπο εκλογικό σύστημα, επανίδρυσε το Συμβούλιο της Επικρατείας, θέσπισε  κοινωνικά δικαιώματα σε σχέση με την τέχνη, τις επιστήμες, την εργασία και την εκπαίδευση.

 Το Σύνταγμα του 1927 επιχείρησε επίσης να υψώσει αναχώματα κατά του κατακερματισμού των πολιτικών χώρων (του βενιζελικού και του βασιλικού) και της κυβερνητικής αστάθειας ενισχύοντας «ήπια» την εκτελεστική εξουσία. Όπως το έθεσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος,

 «η σημερινή εκτελεστική εξουσία είναι ανίκανος ν΄ ανταποκριθή προς τα καθήκοντά της, διότι είναι ανίσχυρος, ευρισκομένη υπό την πλήρη εξάρτησιν  της νομοθετικής εξουσίας, η οποία επηρεάζεται πάλιν  από την ανάγκην να μη δυσαρεστήση  τας διαφόρους εκλογικάς ομάδας, δια να μη διακινδυνεύση η επανεκλογή  των αποτελούντων αυτήν βουλευτών».[5]  

Το Σύνταγμα του 1927 Ίσχυσε μόνο για οκτώ έτη καθώς υπέκυψε όταν οι πολιτικές ισορροπίες στις οποίες βασιζόταν ανατράπηκαν με τη υποχώρηση του βενιζελισμού και άνοιξε ο δρόμος για την επιστροφή της Βασιλείας.  Δεν απέτρεψε ούτε την ανάμειξη του στρατού στις πολιτικές διαδικασίες.

Το Σύνταγμα του 1927 είχε εναντίον του προνεωτερικές νοοτροπίες, τον διχασμό, τις φατρίες του στρατού και, εν μέρει της πελατειακής πολιτικής, τη σκληρή οικονομική πραγματικότητα και, οπωσδήποτε, μια βαθύτατα αντιφατική «Ευρώπη» όπου ανερχόταν ο φασισμός, ξέσπασε η κρίση του 1929 και αγρίευαν  οι εθνικοί ανταγωνισμοί στο παρασκήνιο της διπλωματίας των αλλεπάλληλων διασκέψεων.

Παρά ταύτα,  στην Ελλάδα  του Μεσοπολέμου, εκτός από το Σύνταγμα του 1927, και άλλοι θεσμοί διακυβέρνησης και κοινωνικού κράτους απομακρύνονταν από το παραδοσιακό μοντέλο. Περιλάμβαναν ολοένα και περισσότερα τυπικά νεωτερικά χαρακτηριστικά όπως συνεταιρισμούς, συνδικάτα, καινοφανείς δημόσιους φορείς. Η θεσμική εξέλιξη ήταν στενά συνυφασμένη με την κοινωνικο-οικονομική δομή (οικογενειακή γεωργία, βιομηχανική- βιοτεχνική ανάπτυξη, την οποία συνόδευαν οι διεκδικήσεις του συνδικαλισμού, εξαστισμός κ.α.). Σημειώνω επιτροχάδην την ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων στο ΙΚΑ, την ίδρυση της ΑΤΕ, της Τράπεζας της Ελλάδος, τις μεγάλες εκπαιδευτικές υποδομές, την καθιέρωση των εθνικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας  κ.α.[6]  Μολονότι η αρχή του κράτους δικαίου που υπόσχεται ίδια δικαιώματα για όλους  υπέφερε (βλ. το περιβόητο «ιδιώνυμο»),  όσο οι  φιλελεύθεροι ήταν στην κυβέρνηση ή την επηρέαζαν ηισορροπία παράδοσης και νεωτερικότητας  μετατοπιζόταν προς την πλευρά της τελευταίας. Την τροχιά αυτή ανέκοψε η δικτατορία του Ι. Μεταξά η οποία όμως εμφάνισε και νεωτερικά χαρακτηριστικά:[7]  Η  ενοποίηση κατακερματισμένων ασφαλιστικών ταμείων στο ΙΚΑ άρχισε από τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου  και ολοκληρώθηκε επί Ιωάννη  Μεταξά το 1937. Ενδιαφέρον έχει και η εισαγωγή της Γραμματικής της δημοτικής γλώσσας του Μανώλη Τριανταφυλλίδη.  Μετά τον Βενιζέλο και την παλινόρθωση της μοναρχίας ο εκσυγχρονισμός συνεχίσθηκε έστω επιβραδυνόμενος   και συμβίωνε με την ενισχυόμενη παράδοση και ένα είδος πολιτισμικής οπισθοδρόμησης! Για τη στήριξη του αγροτικού τομέα καθιδρύθηκαν διαδικασίες και θεσμοί με ισχυρή ιδεολογική νομιμοποίηση. Η ΑΤΕ εξελίχθηκε σε βασικό κρίκο  μιας θεσμικής αλυσίδας στην οποία ανήκαν διάφοροι «αυτόνομοι» ή κρατικοί οργανισμοί.

 Συνολικά αποτιμώντας  τα πράγματα, οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν  ότι «ο βενιζελισμός  ως πολιτικό κίνημα ήταν κύριος φορέας του εκσυγχρονισμού  και της προσαρμογή της χώρας στα φιλελεύθερα ευρωπαϊκά πρότυπα».[8]  Όμως η εκπαιδευτική πολιτική έμεινε μερικώς μετέωρη ανάμεσα σε παράδοση και εκσυγχρονισμό. [9] 

Σημειώνω ακόμα ότι πολλοί αντίπαλοι του βενιζελισμού  έβλεπαν καθαρά πως όλα αυτά συνεπάγονταν  πολιτισμική σύγκρουση: Ο Ιωάννης Μεταξάς  θωρούσε ότι στον εξ Ευρώπης εισαγόμενο ορθολογισμό έπρεπε να  αντιταχθούν  όσοι ήταν προσηλωμένοι  στις αξίες  που είχαν από παράδοση ή ένστικτο.[10]

Από τα προηγούμενα (και από όσα συνέβησαν στο πολιτικό πεδίο) συνάγουμε ότι  κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου  υπήρξε μια ασταθής ισορροπία μεταξύ παράδοσης που εξέφραζε ο μοναρχικός αυταρχισμός και φιλελεύθερου-δημοκρατικού εκσυγχρονισμού (πολιτικοί του οποίου όμως λειτουργούσαν και παλαιοκομματικά). Η παλαιά Ελλάδα, όπως έδειχναν τα εκλογικά αποτελέσματα τη δεκαετία του ΄30 προσκολλήθηκε  στην παράδοση.

Ελληνικότητα και ευρωπαϊσμός στο Μεσοπόλεμο.

Σύντομη αναφορά πρέπει να κάνω στη σφαίρα των ιδεών. Ενώ στη δημόσια ζωή κυριαρχούσε τα ζητήματα της ανάπτυξης, του εκσυγχρονισμού του κράτους, και της ένταξης των προσφύγων, και την πολιτική ζωή διαπερνούσε η παθιασμένη διαμάχη βενιζελικών και βασιλικών  ακόμα και σε τεχνικά ζητήματα, διανοούμενοι της χώρας συζητούσαν για την ελληνική ταυτότητα.[11] 

Όπως το θέτει ο Αντώνης Λιάκος, πρόκειται για την αντίληψη   ότι η ιστορία του έθνους από τη αρχαιότητα μέχρι σήμερα

« ανταποκρινόταν σε μια ‘ουσία΄  που φανερωνόταν , σε διαφορετικές εποχές και μορφές , αμετάβλητη. Το ελληνικό τοπίο , τα κυκλαδικά ειδώλια , η μυθολογία, η κλασική ομορφιά, οι βυζαντινές εικόνες , το δημοτικό τραγούδι ήταν εκφράσεις αυτής της ελληνικότητας». [12] 

Η συζήτηση για την ελληνικότητα με τη ματιά στραμμένη προς την ελληνική  φύση και στο παρελθόν έτεινε να καλύψει ένα τεράστιο κενό νοήματος που άφησαν πίσω τους το τέλος της Μεγάλης Ιδέας και η απογοήτευση για τη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων σε κύκλους της  λογιοσύνης. 

Οι ερμηνείες της ελληνικότητας διέφεραν. Όλες εξέφραζαν έμμεσα και τη αγωνία για το μέλλον της χώρας πως, θα ανακτούσε την αυτοπεποίθησή της, την οποία είχε τραυματίσει η μικρασιατική καταστροφή.[13] Όμως, η συζήτηση για την ελληνικότητα ήταν μέρος μόνον των προβληματισμών σε λογιοσύνη και λογοτεχνία. Άλλοι άρχισαν να επηρεάζονται από τα σοσιαλιστικά ιδεώδη όπως εμβρυακά προκύπτει από τις τάσεις στον εκπαιδευτικό όμιλο και την άνοδο του ΚΚΕ και του εργατικού κινήματος.

Γενικά, οι διαφοροποιήσεις ήταν περισσότερες και είχαν αρχίσει να εμφανίζονται ήδη μετά την ήττα του 1897. Η λογοτεχνία μας περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την αίσθηση αδιεξόδου του Κωνσταντίνου Καβάφη, την ηρωική ρητορική του Άγγελου Σικελιανού, την έμφαση στην ελληνική παράδοση του Γιώργου Σεφέρη, την απαισιοδοξία του Κώστα Καρυωτάκη, την πνευματική περιδίνηση  του Νίκου Καζαντζάκη, τον θρήνο για την απώλεια των μικρασιατικών πατρίδων σε πολλά μυθιστορήματα.

Στο μεταξύ ο κόσμος έδινε τι δικές του απαντήσεις, φερ΄ ειπείν  διασώζοντας την παράδοση -τη μνήμη των χαμένων πατρίδων, την πολίτικη κουζίνα, το ρεμπέτικο- και,  οπωσδήποτε, δουλεύοντας σκληρά. Οι πρόσφυγες προσπαθούσαν να καλλιεργήσουν τη γη που τους είχε παραχωρηθεί, να αποκτήσουν σπίτια για να μείνουν, να αξιοποιήσουν με επιχειρηματικές δραστηριότητες όσες ευκαιρίες τους έδινε ο τόπος και να συσπειρώνονται γύρω από την Ορθόδοξη Εκκλησία και τις εικόνες που έφεραν μαζί τους. Οι κάτοικοι της παλαιάς Ελλάδας επίσης προσπαθούσαν  να επανέλθουν στην κανονική  ζωή έχοντας βέβαια και ως αποκούμπι το (πελατειακό) κράτος. 

Γενικά,  όπως σημειώσαμε νωρίτερα, ο  βενιζελισμός  προσανατολιζόταν στο φιλελεύθερο μοντέλο εσωτερικής οργάνωσης και διεθνών σχέσεων. Ο ίδιος ο Βενιζέλος ήταν η εμβληματική προσωποποίηση της εξωστρέφειας. Παρακολουθούσε τις διεθνείς εξελίξεις και μπορούσε να επικοινωνήσει με τους ισχυρούς της εποχής.  Ανταποκρίθηκε θετικά  στα πρωτοποριακά για την εποχή τους σχέδια του Αριστείδη Μπριάν (Aristide Briand, 1929), του Ριχάρδου Γκούντενχοφε-Καλλέργη  (Richard Goudenhofe-Kallergi, 1927) για την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Κατά ενδιαφέροντα τρόπο συζήτησε  με τον Γκούντενχοφε-Καλλέργη    το ζήτημα της τουρκικής συμμετοχής και υποστήριξε ότι  η Τουρκία με την άνοδο του Κεμάλ και το πρόγραμμα εκδυτικισμού   του είχε γίνει αναπόσπαστο μέρος του δυτικού πολιτισμού![14]

 Όμως στην Ελλάδα η καταστροφή  και εκδίωξη από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη  είχαν επιφέρει μεγαλύτερη αποξένωση από τη Δύση καθώς οι Μεγάλες Δυνάμεις και ειδικά η Γαλλία και η Αγγλία,  θεωρήθηκαν από πολλούς υπεύθυνες για αυτή. ΄ Όπως έχει υποδείξει ο Σωτήρης Ριζάς, οι αντιβενιζελικοί  πολλοί από τους οποίους είχαν φιλογερμανικές τάσεις, υπέτασσαν τα πάντα – την εκστρατεία στη Μικρά Ασία, τούς εσωτερικούς χειρισμούς τους στη συνέχεια, την οικονομική πολιτική και τις σχέσεις με τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις (την εξωτερική πολιτική δηλαδή) –  στο μείζονα στόχο τους να διασφαλίσουν τη βασιλεία, ή να αποτρέψουν την επάνοδο του Βενιζέλου  κλπ. Επιπλέον οι βασιλικοί δεν κατανοούσαν τις συνέπειες της νίκης των συμμάχων για την Ελλάδα και τις ευρωπαϊκές ισορροπίες.[15] Ζούσαν στον κόσμο τους με μία χαρακτηριστική εσωστρέφεια. 

Κατά προέκταση,  οι εξελίξεις από το 1919 ως το τέλος του Μεσοπολέμου τροφοδότησαν την αμφισημία για τις σχέσεις μας με τη  φιλελεύθερη «Ευρώπη» (Γαλλία και Αγγλία).

Έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι ο Βενιζέλος  έβλεπε καθαρά ότι η εξωτερική πολιτική ήταν στενά συνδεδεμένη με την εσωτερική. Η πρώτη δημιούργησε μετά το 1923 τις προϋποθέσεις για την  οικονομική ανόρθωση και ανάπτυξη  κυρίως με τη μορφή δανείων και εμπορίου. Σειρά συμφωνιών   επέτρεψαν στην κυβέρνηση να αφιερώσει πόρους για την ανασυγκρότηση. Με το ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας του 1930  (και άλλα σύμφωνα με γειτονικές χώρες εξάλειψε τους φόβους διεθνών επενδυτών για το μέλλον της χώρας. Νωρίτερα οι διπλωματικοί χειρισμοί στη διάσκεψη της Χάγης κατάφεραν να ελαφρύνουν σημαντικά την εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους και  αύξησαν το μερίδιο της χώρας στις πολεμικές επανορθώσεις που διεκδίκησε από τους διαδόχους της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας και τη Βουλγαρία. Η χώρα μπορούσε πάλι να δανείζεται για να χρηματοδοτήσει σειρά ολόκληρη έργων.

Οι οικονομικές επιδόσεις του Μεσοπολέμου συνολικά.

Παρά την κρίση προσανατολισμού, τις πολιτειακές εκτροπές, τη δράση των φατριών σε πολιτική και στρατό, τη συνήθη πελατειακή λογική  και τον διχασμό, η οικονομία αναπτύχθηκε (έστω με δομικά ελλείμματα).

Η οικονομική και κοινωνική δομή μετασχηματίσθηκε σε αλληλεξάρτηση με τον θεσμικό εκσυγχρονισμό. Την αγροτική οικονομία συμπλήρωνε  η επέκταση  της βιομηχανίας και βιοτεχνίας την οποία ευνοούσαν η επιχειρηματικότητα των προσφύγων και τα φθηνά μεροκάματα.

Κατά την περίοδο  1920-1940, ο αριθμός των βιομηχανικών  και βιοτεχνικών επιχειρήσεων  στην Ελλάδα  αυξήθηκε εντυπωσιακά ιδίως αν λάβουμε υπόψη ότι μετά την παγκόσμια οικονομική  κρίση του 29 στις περισσότερες βιομηχανικές χώρες σημειώθηκε μείωση!  Όμως το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών επιχειρήσεων απασχολούσαν  1-3 άτομα.  Η δομή αυτή θα διατηρηθεί και μετά τον πόλεμο.[16] Την ανάπτυξη ευνόησε φυσικά και ο κρατικός παρεμβατισμός του Μεσοπολέμου που περιελάβανε κλασικά δασμολογικά μέτρα προστασίας (1930-31), την υποτίμηση της δραχμής, απαλλοτριώσεις κτημάτων για βιομηχανική χρήση,  δασμολογικές ατέλειες για την εισαγωγή μηχανημάτων, την καθιέρωση του 8ώρου κ.α.).

Η αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικότητας στον αγροτικό τομέα ήταν ουσιώδες μέρος του βενιζελικού προγράμματος, Ξεκίνησαν αποστραγγιστικά και  αντιπλημμυρικά έργα στις πεδιάδες της Θεσσαλονίκης, των Σερρών και της Δράμας που επρόκειτο να δώσουν 2,7 εκατομμύρια στρέμματα  στην καλλιέργεια (κατά τον Γρηγόρη Δαφνή). Τα έργα εκείνα  όπως και τα επόμενα συνέβαλαν στο στόχο να επιτευχθεί η μεγαλύτερη δυνατή επάρκεια σε στάρι και παράλληλα να βελτιωθούν  τις συνθήκες ζωή των προσφύγων. Ήταν μέρος ενός ευρύτατου προγράμματος δημοσίων έργων  που αναζωογόνησαν την ελληνική οικονομία  όπως δείχνει η αύξηση του κατά κεφαλή ΑΕΠ εν μέσω κρίσης και μετά. [17]

Σπουδαίο κατασκευαστικό έργο επιτελέστηκε στην παιδεία.  Ειδικά κατά την περίοδο 1929-1932 της κυβέρνησης  Ελευθερίου Βενιζέλου κατασκευάσθηκαν 3.167 νέα σχολεία . Η δαπάνη καλύφθηκε εν μέρει με δάνεια από το εξωτερικό. 

 Μετά το δημοψήφισμα για το Πολιτειακό, την  επιστροφή της Βασιλείας και την αδυναμία των κοινοβουλευτικών κομμάτων να συμφωνήσουν  σε κυβέρνηση συνεργασίας ακολούθησε η  δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά (1936-1940) που επίσης χαρακτηρίζεται από την ένταση μεταξύ εκσυγχρονισμού και παράδοσης, που είχε επίσης εκσυγχρονιστικά στοιχεία, όπως τα εννοούμε εδώ,  παρά τις σκοτεινές πλευρές που είχε από τη  φύση της ως δικτατορίας και τη γοητεία που ασκούσε ο φασισμός σε Ιταλία και Γερμανία!  

Στο μεταξύ  πύκνωναν απειλητικά τα σύννεφα στον ευρωπαϊκό ορίζοντα. Οι εξελίξεις του μεσοπολέμου (αποκατάσταση των προσφύγων, οικονομική ανάπτυξη και μεταρρυθμίσεις, εξομάλυνση των σχέσεων με τους γείτονες)  προετοίμασαν κάπως τη χώρα για τις αναταράξεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την επίθεση της Ιταλίας. Η ιταλική εισβολή βρήκε μια Ελλάδα  ικανή να αμυνθεί και να  επιβεβαιώσει την εθνική ενότητα στο έπος του ΄40, την οποία  όμως θα τρώσει η κατοχή και ο εμφύλιος.  


[1] Η βιβλιογραφία για το θέμα είναι απέραντη. Βλ. επισκόπηση σχετικών θεωριών στο Πάνος Καζάκος και Πάνος Κολιαστάσης «Αφανείς και ορατές αντιθέσεις- παράδοση και νεωτερικότητα  στη μεταδικτατορική Ελλάδα»,  (Θεσσαλονίκη 2023), εκδόσεις Επίκεντρο.

[2] Βλ. Έφη Γαζή « Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια. Ιστορία ενός συνθήματος 1880-1930 (Αθήνα 2011).

[3] Κωνσταντίνος Βεργόπουλος « Η ελληνική οικονομία από το 1926 ως το 1935», στην  «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμος ΙΕ ( Ο νεώτερος ελληνισμός από το 1913 ως το  1941, (Αθήνα 1978), 327-342, 332 και μετά.

[4] Για μια σύντομη και κριτική προσέγγιση  βλ.  Αντιγόνη Αλεξανδροπούλου, Γιάννης Γκλαβίνας και Σπυρίδων Πλουμίδης «Ιστορία του ελληνικού έθνους», τόμος 18, (Αθήνα 2010),  248-251, Δες επίσης κάθε καλή συνταγματική ιστορία.

[5] Το παραθέτει ο   Σπύρος Βλαχόπουλος  «Η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας- από τον ελευθέριο Βενιζέλο στη Γ΄Ελληνική Δημοκρατία»  στον εξαιρετικό τόμο του  Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων  για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία Η πολιτική κληρονομιά του Ελευθερίου Βενιζέλου, (Αθήνα 2021),  209.

[6] Βλ. μεταξύ πολλών άλλων  το κλασικό έργο του Γρηγορίου  Δαφνή  «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων,  1923-1940», τόμος Β (η άνοδος του βενιζελισμού), ( Αθήνα 1974), 91 και μετά και 49 και μετά.

[7] Αλέξης Φραγκιαδάκης  «1932: Η χρεοκοπία και το τέλος του βενιζελισμού, (Αθήνα 2019),  98.

[8] Θάνος Βερέμης «Εθνικές κρίσεις, εκσυγχρονισμός και συντήρηση από τον 19ο στον 21ο αιώνα», (Αθήνα 2019), 72. Τον διορθώνω; στα φιλελεύθερα-δημοκρατικά πρότυπα! Στο ίδιο πνεύμα Ευάνθης Χατζηβασιλείου  « Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως πρότυπο: Υψηλή στρατηγική και πολιτική κουλτούρα, 1944-1967» στο Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων  για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία  Η πολιτική κληρονομιά του Ελευθερίου Βενιζέλου (Αθήνα 2021), 115. 

[9] Αλέξης Δημαράς  « Εκπαίδευση 1913-1941», στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΕ (Ο νεώτερος ελληνισμός από το 1913 ως το  1941), 490 και μετά.

[10] Το αναφέρει ο  Θάνος βερέμης  «Εθνικές κρίσεις, εκσυγχρονισμός και συντήρηση» , 72.

[11] Αντώνης Λιάκος  «Ο ελληνικός 20ός αιώνας», (Αθήνα 2019), 161.

[12] Αντώνης Λιάκος  «Ο ελληνικός 20ός αιώνας», (Αθήνα 2019), 161.

[13]  Το ζήτημα έχει εξετάσει σε βάθος ο Δημήτρης Τζιόβας στο «Ο μύθος της γενιάς του ’30: Νεοτερικότητα, ελληνικότητα κι πολιτισμική ιδεολογία», Αθήνα 2011

[14] Βλ. Νότης Μαριάς Εισαγωγή στο  Richard N. Goudenhofe-Kallergi  Πανευρώπη, (Πάτρα 2004), LXXXI. Η έκδοση περιλαμβάνει ολόκληρο το σχέδιο της Πανευρώπης.

[15] Βλ. μεταξύ άλλων Σωτήρης Ριζάς  «Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας. Ο Βενιζέλος, ο αντιβενιζελισμός και η Μικρά Ασία», Αθήνα 2022.

[16] Κώστας Βεργόπουλος «Η ελληνική οικονομία από το 1926 ως το 1935», 339, με πηγή κυρίως το Γ. Κουτσουμάρης  Η μορφολογία της ελληνικής βιομηχανίας, ΚΕΠΕ, (Αθήνα 1963).

[17] Βλ. Γ. Κωστελέτος, Σ. Πετμεζάς κ.α. «Ακαθάριστον Εγχώριον Προϊόν 1830-1939».