Ετικέτα: φιλελεύθερος εκσυγχρονισμός

Μια φιλελεύθερη εισαγωγή στα ‘Μνημόνια’

«Μια φιλελεύθερη εισαγωγή στα ‘Μνημόνια’» Βιβλιοκριτική στο  Γ. Μπήτρου Ποτέ μια πτώχευση, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2015,  BooksJournal, τεύχος 65, Απρίλιος 2016.

Το βιβλίο του Γ. Μπήτρου προσεγγίζει τα ελληνικά προβλήματα από μια φιλελεύθερη σκοπιά. Mας υπενθυμίζει ότι πρέπει να θέτουμε τα προβλήματα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής σε ένα αποσαφηνισμένο θεωρητικό πλαίσιο, διαφορετικά η πολιτική καταλήγει να είναι ένα σύνολο περιστασιακών και συχνά μυωπικών αποφάσεων χωρίς καμμιά συνοχή που απλά επιτείνουν τα προβλήματα. Οι θεωρητικοί προβληματισμοί του βιβλίου αποκαλύπτουν, μεταξύ άλλων, πόσο ρηχή ήταν και παραμένει η δημόσια, πολιτική και ακαδημαϊκή συζήτηση για τις εξελίξεις που κατέληξαν στην κρίση της Ελλάδας και για τις δυσκολίες υπέρβασής της.

Tο βιβλίο θα μπορούσε να είναι μια εισαγωγή στα προγράμματα προσαρμογής (=μνημόνια) – στην οικονομική τους φιλοσοφία και στις προσδοκίες τους. Προσφέρει μια θεωρητική βάση για αυτά. Φυσικά, δεν παραβλέπω επίμαχα σημεία των προγραμμάτων (απότομη και μεγάλης κλίμακας δημοσιονομική προσαρμογή, αρχική υποτίμηση διαρθρωτικών υστερήσεων, απόρριψη της αναδιάρθρωσης του χρέους όταν έπρεπε κ.α.) αλλά αναφέρομαι στη γενική κατεύθυνση που υποδεικνύουν – τη  συστηματική αντιμετώπιση κυρίως των αποτυχιών του κράτους και, συναφώς, τη μετάβαση από μια κοινωνία προσοδούχων και προσοδοθήρων  (rent-seeking society) με εκτεταμένη διαφθορά μικρής και μεγάλης κλίμακας σε μια ανταγωνιστική οικονομία της αγοράς  στην οποία αποκαθίστανται διαμετρικά αντίθετες αξίες. Είναι ένας έξωθεν ωθούμενος φιλελεύθερος εκσυγχρονισμός.

Ειδικά στην Ελλάδα, χρειάζεται μεγάλη ιδεολογική-προγραμματική προσπάθεια για να ανατραπεί ένα πνευματικό κλίμα που έχει εξοβελίσει κάθε σοβαρή συζήτηση για τα οφέλη και το κόστος πολιτικών αποφάσεων. Ένας ακατέργαστος αντιφιλελευθερισμός επιστρατεύει θολά «κοινωνικά» κριτήρια και ηθικολογικά διφορούμενα για να αιτιολογήσει κρατικές παρεμβάσεις, απορρίπτει την οικονομική αποτελεσματικότητα ως κριτήριο για την αξιολόγηση μιας απόφασης ή επιλογής, εξιδανικεύει το κράτος- θεωρώντας το «καλοκάγαθο» αρκεί να είναι στα χέρια των «καλών».

Στις πηγές του αντιφιλελευθερισμού.

Στη χώρα, παρά κάποια εξωγενή σκιρτήματα, διαπιστώνουμε δύο διαφορετικές πηγές αντιφιλελεύθερης πολιτικής και εύνοιας υπέρ της κρατικής παρέμβασης  χωρίς αρχές: Η ελληνική αριστερά είχε προσχωρήσει σε μια ακατέργαστη κρατικο-παρεμβατική αντίληψη που κατέληξε να εναγκαλισθεί τον λαϊκισμό (ή, κατά Τάκη Παππά, «εθνολαϊκισμό[i]). Στην αριστερά, ήταν στο παρελθόν κυρίως η ουτοπική σκέψη και ένα καταστροφικό πρότυπο εφαρμογής της – το σταλινικό καθεστώς- που τροφοδότησε ένα σκληρό αντιφιλελευθερισμό[ii]. Κατά ενδιαφέροντα τρόπο το παλαιό σταλινικό πρότυπο αντικαταστάθηκε κατά διαστήματα από το λατινοαμερικανικό πρότυπο κινήματος, εξέγερσης και ερμηνείας του καπιταλισμού ακόμα και όταν έγινε φανερή η οικονομική αποτυχία τους, ο αναποτελεσματικός τρόπος αξιοποίησης του εθνικού πλούτου και, πολιτικά, ο αυταρχισμός   σε βαθμό αδιανόητο για τις φιλελεύθερες δημοκρατίες της Δύσης (με όλα τους τα κουσούρια). Βλέπε Βενεζουέλα από την οποία ανέμενε στήριξη μέρος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.

Στην κεντροδεξιά ναι μεν γίνονται αναφορές στον φιλελευθερισμό, παλαιότερα με την προσθήκη του επιθέτου «ριζοσπαστικός», σήμερα με το «κοινωνικός», αλλά στη βάση αναπτυγμένων και πολυσχιδών πελατειακών πρακτικών για την απόκτηση ή διατήρηση της εξουσίας – και τη νομή της. Οι πελατειακές πρακτικές τείνουν να παρακάμψουν ή διαστρέψουν τις οριζόντιες σχέσεις της αγοράς και του ανταγωνισμού με κάθετες (πελατειακές) σε ένα ευρύ μέτωπο. Γενικά υποστηρίζω, ότι το πελατειακό σύστημα προσδιόρισε τις σχέσεις κράτους και πολιτών και συρρίκνωσε απελπιστικά  το έδαφος για μια κοινωνία χειραφετημένη από το κράτος.

Περί των αποτυχιών του κράτους και των αγορών.

Θα σταθώ τώρα λίγο περισσότερο στη «φιλοσοφία της ελευθερίας»  του βιβλίου. Ουσιαστικά, η ανάλυση εδώ περιστρέφεται γύρω από τις έννοιες «αποτυχίες του κράτους» και «αποτυχίες της αγοράς», δηλαδή σε θέματα που απασχολούν την εν ευρεία εννοία φιλελεύθερη σκέψη και έχουν τεθεί στο νεοκλασικό πλαίσιο. Το ενδιαφέρον της σχετικής ανάλυσης είναι ότι αναζητεί ένα δρόμο αποφυγής των αποτυχιών και των δύο – της αγοράς και του κράτους-, άρα ένα μείγμα πολιτικής που ναι μεν θα αντιμετωπίζει τις αποτυχίες της αγοράς, αλλά θα σταθμίζει κάθε φορά τις εγγενείς τάσεις για αποτυχία του κράτους.

Για τις αποτυχίες του κράτους έχουν ειπωθεί πολλά: Απλοποιώντας κάπως και μεταφέροντας τα ευρήματα της σχετικής βιβλιογραφίας στην ελληνική πραγματικότητα σημειώνω ότι ειδικά στο κράτος που οικοδομήσαμε κρατικές υπηρεσίες και επιχειρήσεις υπηρετούσαν δικούς τους μάλλον σκοπούς  παρά αυτούς για τους οποίους ιδρύθηκαν, όντας ενταγμένες σε ένα τεράστιο πλέγμα πελατειακών δοσοληψιών,  οι πολιτικές αποφάσεις για κρατική παρέμβαση αγνοούσε  συχνά μακροχρόνιες συνέπειες, όπως έδειξε η τραγωδία του συνταξιοδοτικού μας συστήματος, το κόστος παραγωγής κρατικών υπηρεσιών είχε αποσυνδεθεί από τα έσοδα, ενώ  η κρατική δράση προκαλούσε  ανισοκατανομές δύναμης και εισοδημάτων.

Όμως ό Γ. Μπήτρος δεν αμφιβάλλει ότι και οι αγορές (μπορεί να) αποτυγχάνουν π.χ. όταν πρόκειται για δημόσια αγαθά ή για την ενσωμάτωση στους υπολογισμούς κέρδους των  «εξωτερικών επιπτώσεων» (σελ. 51-53 κ.α.).  Το συμπέρασμά του συνοπτικά:   «Η παρέμβαση του κράτους μπορεί να είναι δικαιολογημένη. Αλλά για να είναι δικαιολογημένη, εξυπακούεται ότι, με την παρέμβαση, τα αποτελέσματα θα είναι καλύτερα από τα δεύτερα, τρίτα ή οποιαδήποτε καλύτερα αποτελέσματα της αγοράς στην οποία αναφέρεται η διαρθρωτική ατέλεια.» (σελ. 53). Επισημαίνει δηλαδή ότι  η κρατική παρέμβαση μόνον υπό προϋποθέσεις μπορεί να δίνει λύσεις και να μη χειροτερεύει τα πράγματα.

Το  ενδιαφέρον του εστιάζεται στην πληροφόρηση. Ο Γ. Μπήτρος αμφιβάλλει γενικά αν οι δημόσιες υπηρεσίες μπορούν να έχουν καλύτερη πληροφόρηση από τους παράγοντες της αγοράς (αυτό αφορά τις πρώτες δύο προϋποθέσεις) αλλά και  φαίνεται ότι εκτιμά πως οι δημόσιοι διαχειριστικοί μηχανισμοί είναι κατώτεροι των ιδιωτικών (σελ. 54). Εν τούτοις αναγνωρίζει ότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές ως προς το επίπεδο αποτελεσματικότητας των δημοσίων υπηρεσιών ανάμεσα σε αναπτυγμένες και λιγότερο αναπτυγμένες χώρες (σελ. 54). Η παραδοχή αυτή κάνει λιγότερο ευκρινή τη σύγκριση δημόσιων και ιδιωτικών διαχειριστικών μηχανισμών.

Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο δύσκολη αν αναγνωρίσουμε ότι και οι ιδιωτικοί φορείς μπορεί να ενδιαφέρονται για απόκρυψη εκμετάλλευση πληροφοριών και πιέζουν τις κυβερνήσεις για ρυθμίσεις που τη διασφαλίζουν. Βλ. φορολογικούς παραδείσους. Γενικά θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει, μετά από όσα έχουμε ζήσει, ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις καλλιεργούν πολιτικές που καταλήγουν σε ασύμμετρη ή ατελή πληροφόρηση, αδιαφάνεια,  και στρέβλωση κινήτρων (όπως επεσήμανε ο Joseph Stiglitz αναφερόμενος στις χρηματοπιστωτικές αγορές[iii]) ή και καθαρή παραπληροφόρηση, όπως μας υπενθύμισε πρόσφατα η περίπτωση της Volkswagen και έρευνες για τις φαρμακευτικές έρευνες. Επομένως, το θέμα δεν είναι μόνον αν έχουν καλύτερη πληροφόρηση οι επιχειρήσεις, αλλά και πως τη χρησιμοποιούν!

Κριτική: Υπάρχουν και άλλες αρχές.

Η αρχή της ελευθερίας είναι αναμφίβολα σημαντική και ειδικά στη χώρα μας έχει είτε παρεξηγηθεί είτε υποτιμηθεί. Νομίζω όμως ότι η συζήτηση θα πρέπει να περιλάβει και άλλες αρχές που έχουν επίσης προϊστορία και κοινωνική αποδοχή. Π.χ. τις αρχές των ίσων ευκαιριών ή της συμμετοχής. Και πρέπει η συζήτηση να τις περιλάβει γιατί έτσι θα αναδείξει καλύτερα τις δύσκολες αποφάσεις τύπου trade-offs, δηλαδή στην πράξη να σταθμίζονται κάθε φορά οι αρχές αυτές και να αναζητείται μια λειτουργική ισορροπία. Αυτό συμβαίνει με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία στις διαφορετικές εκδοχές του λεγόμενου «καπιταλισμού της ευημερίας» (welfare capitalism) που αντανακλούν διαφορετικά μείγματα αξιών, θεσμών και συμπεριφορών.[iv] Η συζήτηση για τα μοντέλα του καπιταλισμού της ευημερίας έδειξε επίσης εναργέστερα και τα όρια του εφικτού. Ως ένα βαθμό οι συγκρίσεις επιτρέπουν μια καλύτερη διαδικασία μάθησης π.χ. στην αναζήτηση «άριστων πρακτικών» που έχουν δοκιμασθεί σε συγκεκριμένες συνθήκες και θα μπορούσαν ενδεχομένως να  προσαρμοσθούν σε διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα.

Το πολιτισμικό υπόβαθρο διαφέρει.

Επίσης,  διαπιστώνω ένα κενό στην ανάλυση: Το βιβλίο αναφέρεται ακροθιγώς και επιφανειακά στο πολιτισμικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο οικοδομούνται θεσμοί ή μεταφυτεύονται θεσμοί και πολιτικές διεργασίες. Περιορίζεται σε αναφορές στον χαρακτήρα των ελλήνων.  Εκτιμά ότι «ως άτομα και ως σύνολο χειροτερέψαμε» (σελ. 197).  Κατά τη γνώμη μου η ανάλυση θα πρέπει να προχωρήσει σε μεγαλύτερο βάθος.

Στη σύγχρονη συζήτηση έχει εισαχθεί, μεταξύ άλλων,  η έννοια της εμπιστοσύνης ή του κοινωνικού κεφαλαίου[v]  στην οποία συμπυκνώνονται πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Με τον όρο αυτόν εννοούμε την ικανότητα συνεργασίας έξω από το στενό κορσέ της οικογένειας και των κάθετων πελατειακών εξαρτήσεων (δικτυώσεων). Σε πολλές κατηγοριοποιήσεις η Ελλάδα ανήκει στην ομάδα των χωρών με χαμηλό κοινωνικό κεφάλαιο (non-trust societies). Ο όρος υποκρύπτει γενικότερα τις αξίες που κατευθύνουν τις πράξεις των ατόμων και ομάδων.

Είναι σημαντικό να λαβαίνουμε υπόψη το πολιτισμικό υπόβαθρο. Εξηγεί π.χ. γιατί πολλοί τυπικοί θεσμοί είναι ασθενείς ή δυσλειτουργικοί και γιατί είναι διάχυτες οι εξωθεσμικές πρακτικές  που περιβάλλουν τους θεσμούς δίκην  καρκινωμάτων. Εξηγεί επίσης  το μοντέλο επιχειρηματικότητας που επικρατεί (τις νανώδεις επιχειρήσεις και τον οικογενειακό χαρακτήρα ακόμα και μεγάλων επιχειρήσεων), τον τύπο της κρατικής παρέμβασης σε κοινωνίες μη εμπιστοσύνης και, ακόμα, φανερές πολιτικές αποτυχίες. Η ένταξη της  οικονομίας σε κοινωνία και πολιτισμό  (η embeddedness  του Karl Polanyi) ορίζει τις δυνατότητες της αγοράς, αλλά και τον τρόπο λειτουργίας παρόμοιων κρατικών θεσμών.

Η παρερμηνεία της σοσιαλδημοκρατίας.

Τέλος, θα ήθελα να σημειώσω ότι ο Γ. Μπήτρος αδικεί την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, παραβλέποντας τα διλήμματα και τις σύγχρονες αναζητήσεις στον χώρο αυτό.  Η κριτική του τρέφεται ουσιαστικά κατά της, ας πούμε, παλαιάς σοσιαλδημοκρατίας  και των προσανατολισμών της στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. «Οι υποστηρικτές της», γράφει, «προβάλλοντας το σαγηνευτικό όραμα μιας κοινωνικής κατάστασης στην οποία θα επικρατούν ισότητα στα μέσα δημιουργικής αυτοπραγμάτωσης των ατόμων και γενική αλληλεγγύη […] προσπαθούν να πείσουν τους πολίτες να συνεχίσουν να ανέχονται τη μεταφορά πολιτικής και οικονομικής δύναμης στους διαχειριστές του κράτους. Το μόνο που δεν τους αποκαλύπτουν είναι αυτό που θα τους απομείνει από τις ατομικές τους ελευθερίες, τα περιουσιακά τους δικαιώματα, την προσωπική τους αξιοπρέπεια κλπ» (σελ. 73).

Πρόκειται για μια καρικατούρα της σοσιαλδημοκρατίας που παραβλέπει τις επιτυχίες της – πρόσφατα π.χ. με την  ανάκαμψη της Γερμανίας λόγω της Agenda 2010 των Σοσιαλδημοκρατών.  Από την πρώτη δεκαετία μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο έχει κυλήσει πολύ νερό στο ιδεολογικό-προγραμματικό αυλάκι. Υπενθυμίζω επίσης ότι οι σύγχρονες αναζητήσεις για μια  «προοδευτική πολιτική» ή «διακυβέρνηση» στο χώρο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, πρόδρομος της οποίας ήταν ο τρίτος δρόμος,   εμπιστεύονται τις αγορές και, κατά προέκταση την παγκοσμιοποίηση και την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Έχει έντονα φιλελεύθερα χαρακτηριστικά. Αναγνωρίζουν τον ρόλο   της ατομικής ευθύνης, της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, της επιχειρηματικότητα κ.α. Ο ορισμός της προοδευτικής πολιτικής διαφέρει ριζικά από αυτόν που πρόβαλε στην Ελλάδα (και αλλού) ο αριστερός λαϊκισμός.

Όμως ο τρίτος δρόμος και οι σύγχρονες αναζητήσεις  εξακολουθούν να μοιράζονται με την παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία τη δέσμευση για κοινωνική δικαιοσύνη. Δέχονται ότι αυτή δεν επιτυγχάνεται εκ των υστέρων με διορθώσεις των αποτελεσμάτων της αγοράς, αλλά μέσω μιας πολιτικής που προλαμβάνει την περιθωριοποίηση και καθιστά τα άτομα ικανά να αναζητούν και αξιοποιούν καλύτερες ευκαιρίες. Σχετικές και τρομακτικές για τους κρατιστές  έννοιες–κλειδιά είναι welfare to work (βοήθεια για ένταξη στο σύστημα απασχόλησης), απασχολησιμότητα, ίσες ευκαιρίες.

Από την άλλη πλευρά, οι θεωρητικοί της σοσιαλδημοκρατίας επικρίνουν και τον νεοφιλελευθερισμό. Το σκεπτικό τους: Ο νεοφιλελευθερισμός στηρίζεται στην (εμπειρικά διαψεύσιμη) παραδοχή ότι ανισότητες και ειδικά υψηλά εισοδήματα και κέρδη τελικά διαχέονται προς τα κάτω (trickle down) και είναι εργαλείο ανάπτυξης, ενώ παραβλέπει ότι οι αγορές δεν αυτορυθμίζονται και ότι για να λειτουργήσουν καλά χρειάζονται ένα ισχυρό πλέγμα θεσμών ρύθμισης, π.χ. καλούς φορολογικούς νόμους. Εκτιμούν, ότι ο νεοφιλελευθερισμός ευνοεί αντικοινωνικές συμπεριφορές στις οικονομικές ελίτ που αρνούνται να πληρώνουν φόρους ή επηρεάζουν την πολιτική με στόχο  να μη συνεισφέρουν στην παραγωγή δημόσιων αγαθών!

Μια τελικά παρατήρηση: Οι συζητήσεις για προοδευτική πολιτική στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και οι κατά διαστήματα ανανεούμενη αντιλήψεις για κοινωνική οικονομία της αγοράς (ή κοινωνικό φιλελευθερισμό) θέτουν και απαντούν στα ίδια ερωτήματα: Πως θα συμβιβασθούν στην πράξη διαφορετικές αρχές ή πόση ατομική ευθύνη και συλλογικότητα είναι αναγκαία και εφικτή! Δεν απαντούν με τον ίδιο τρόπο, αλλά βλέπω, χωρίς δογματισμούς,  ότι υπάρχουν γέφυρες επικοινωνίας.

Ναι, πρέπει να αναζητούμε ένα δρόμο κάπου ανάμεσα σε ένα (καθ’ ημάς) καθαρό ιδεώδες και στο εφικτό.

[i] Βλ. Τάκη Παππά Λαϊκισμός και κρίση στην Ελλάδα, Ίκαρος, Αθήνα 2015.

[ii] Bλ. Ανάμεσα σε πολλά άλλα το κλασσικό έργο του Popper, Karl Die offene Gesellschaft und ihre Feinde, UTB ( J.C.B. Morh) Tübingen, 1992.

[iii] Joseph Stiglitz  Ο θρίαμβος της απληστίας. Η ελεύθερη αγορά και η κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας, μετάφραση Ν. Ρούσσου, εκδόσεις Παπαδόπουλος, 202 και μετά.

[iv] Τη σχετική συζήτηση ανανέωσε ο Costa Esping-Andersen  The three worlds of welfare capitalism, Princeton University Press, Princeton 1990.

[v] Βλ. μεταξύ άλλων   Edward Banfield  Η ηθική βάση της καθυστερημένης κοινωνίας, ελληνική μετάφραση Φ. Κακαβέση, Επίκεντρο, Αθήνα 2014, Robert Putnam et al Making democracy work: Civic traditions in modern Italy, Princeton University Press, Princeton 1993. Francis Fukuyama Εμπιστοσύνη. Οι κοινωνικές αρετές και η δημιουργία της ευημερίας, Νέα Σύνορα, Αθήνα 1998. Μια εφαρμογή την ελληνική περίπτωση επιχείρησα στο «Κοινωνικό κεφάλαιο και συλλογική δράση», Επιστήμη και Κοινωνία, τεύχος 16/2006, σελ. 107-138.

Advertisement