Ετικέτα: πολιτική οικονομία

Από την αναδιάρθρωση της ΑΤΕ στο άδοξο τέλος της. Α case study πολιτικής οικονομίας.

Πρόλογος στο βιβλίο του Δ. Μηλιάκου  Η κοινωνικοοικονομική πορεία και το βίαιο τέλος της Αγροτικής Τράπεζας, εκδόσεις Βασδέκης, Αθήνα 2021, σελ. 13-22.

  1. Ένα επίκαιρο και διδακτικό βιβλίο.

Το ανά χείρας βιβλίο του Δημήτρη Μηλιάκου έχει ως κύριο αντικείμενο τις τύχες της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΑΤΕ, αργότερα ΑΤΕ Bank). Παρακολουθεί τη διαδρομή της και αναζητά τις αιτίες  του άδοξου τέλους της το 2012  μετά από μια επιτυχημένη όπως φαίνεται περίοδο εκσυγχρονισμού της.  Το βιβλίο είναι επίκαιρο, γιατί οι ιδιωτικοποιήσεις και λοιπές αναδιαρθρώσεις στον τραπεζικό τομέα με εξαγορές και συγχωνεύσεις συνεχίζονται. Είναι επίσης  διδακτικό, γιατί προσφέρει μια συναρπαστική περιγραφή  «αφανών συμπαιγνιών» (Mancur Olson) και αντιθέσεων συμφερόντων μεταξύ πολλών εμπλεκομένων στις οικονομικές διαδικασίες – πολιτικών, τράπεζας, ανταγωνιστών του ιδιωτικού τομέα, συνεταιρισμών, ανεξαρτήτων αρχών, τοπικών παραγόντων και συνδικαλιστών.  Φωτίζει μερικές από τι δυσλειτουργίες όχι μόνο του κράτους, αλλά και του ιδιωτικού τομέα και των ανεξαρτήτων αρχών.  Επομένως, το βιβλίο μπορεί να διαβασθεί από περισσότερες οπτικές γωνίες- ως ιστορικό μιας πορείας, ως συνεισφορά στην πολιτική οικονομία (δηλαδή στις σχέσεις οικονομίας και πολιτικής) της χώρας και ως προσπάθεια ενός πρωταγωνιστή  να εργασθεί εκσυγχρονιστικά μαζί με άλλα στελέχη  εντός του θεσμού (2002-2009) και με ούριο άνεμο από την τότε κυβέρνηση ΝΔ. 

Το βιβλίο συνδυάζει τεχνοκρατική ανάλυση με μια πολιτικοκοινωνικά ευαίσθητη ματιά. Ο συγγραφέας  ενδιαφέρεται μεν για την τράπεζα, καθώς τον διαπερνά η αγωνία του για την επιβίωσή της σε ένα μεταβαλλόμενο εθνικό, διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον,  αλλά ο ίδιος διαπνέεται και από μια   ισχυρή αίσθηση ευθύνης για το δημόσιο συμφέρον. Είναι μια ειλικρινής και θαρραλέα απόπειρα να εμβαθύνει με κριτική διάθεση στην πορεία που κατέληξε στο κλείσιμο της ΑΤΕ. Ο τίτλος του βιβλίου «Η κοινωνικοοικονομική πορεία και το βίαιο τέλος της Αγροτικής Τράπεζας (Ντοκουμέντα, Μυθεύματα και Αναπάντητα Ερωτηματικά), Αθήνα, 2021» έχει προγραμματικό χαρακτήρα.

Μπορεί κανείς να έχει ενστάσεις για ορισμένες θέσεις του ή για παραλείψεις, αλλά ο σκληρός πυρήνας των πληροφοριών που παρέχει δικαιώνουν πολλές από τις εξηγήσεις των γεγονότων που δίνει.

2. Μία μαρτυρία εκ των έσω.  

Ο Δημήτρης Μηλιάκος είναι παιδί της ΑΤΕ.  Εκεί άρχισε την επαγγελματική του πορεία ως οικονομολόγος  στη Διεύθυνση Μελετών και Προγραμματισμού για να ορισθεί υποδιοικητής το 1991-3 και στη συνέχεια διοικητής του ιδρύματος το 2004-2009. Συνέδεσε το όνομά του με τις προσπάθειες εκσυγχρονισμού της τράπεζας.

Η Τράπεζα ήταν σημαντικός βραχίονας της αγροτικής πολιτικής μας και διατήρησε τους δεσμούς της με τους αγρότες μετά τη μετατροπή της σε κανονική τράπεζα (ΑΤΕbank).  Εκτός άλλων, η μελέτη μας υπενθυμίζει ότι η αγροτική οικονομία αποτελούσε (και αποτελεί) σημαντικό τομέα της ελληνικής οικονομίας, συμβάλλοντας στο ΑΕΠ και στις εξαγωγές.

Γνωρίζοντας την επιστημονική επάρκεια μέσω των συγγραμμάτων που έχει δημοσιεύσει και, το σπουδαιότερο,  την ακεραιότητα χαρακτήρα του συγγραφέα, εκτιμώ  ότι φωτίζει ικανοποιητικά ένα από τα πολλά δράματα που εκτυλίχθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες. Αξιοποιεί προς τούτο τις δικές του εμπειρίες ως στελέχους της ΑΤΕ και αργότερα Διοικητή της ΑΤΕbank. Σε όλη την περίοδο μέχρι την κρίση του 2009-10 και τη ελεγχόμενη πτώχευση της χώρας έζησε εκ των έσω τη ροή των γεγονότων, τους πολιτικούς στροβιλισμούς που είχαν προηγηθεί – την άνοδο του λαϊκισμού τη δεκαετία του 80, την απόπειρα αλλαγής παραδείγματος οικονομικής πολιτικής από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, που τελικά πρόσκρουσε σε ένα σκυροδερματικά θωρακισμένο κοινωνικό μέτωπο αποτροπής της,   τον διπρόσωπο εκσυγχρονισμό, την επαγγελία «επανίδρυσης του κράτους» που αποδείχθηκε ανέφικτη. Όλα αυτά τα χρόνια εναλλάσσονταν οι αντιλήψεις των κυβερνήσεων για τις κρατικές επιχειρήσεις.

Η μελέτη του Δημήτρη Μηλιάκου είναι μια case study που ξεκλειδώνει το εν πολλοίς «μαύρο κουτί» της νεοελληνικής πολιτικής οικονομίας και αναδείχνει τον κυρίαρχο ρόλο των πελατειακών πρακτικών στις οποίες οι ιστορικοί μας και οι κοινωνιολόγοι παραπέμπουν συνεχώς ως επιβίωση (και μετάλλαξη) προνεωτερικών θεσμών.

Δεν κατανοούμε πολλά από τα παράδοξα της ΑΤΕ αν δεν λάβουμε υπόψη αυτό το βασικό δομικό χαρακτηριστικό της χώρας. Επομένως είναι απαραίτητο, προτού αναφερθώ στο βιβλίο, να σταθώ για λίγο σε αυτό.

3. Το πελατειακό παίγνιο.

Στο πελατειακό σύστημα οι  κυβερνήσεις καθιδρύουν θεσμούς και εφαρμόζουν πολιτικές που αποκλείουν  άτομα και κοινωνικές ομάδες, ενώ ευνοούν  όσους νομίζουν ότι πρέπει να υποστηρίξουν. Εννοείται ότι αντλούν οφέλη από αυτούς. Δεν εφαρμόζουν γενικά ισχύοντες κανόνες χωρίς αποκλεισμούς.

Αντλώντας από μια εξαιρετική πρόσφατη μελέτη του Άρη Τραντίδη[1] δέχομαι συνοπτικά ότι  σε ένα δικομματικό σύστημα το πολιτικό παίγνιο βρίσκεται σε ισορροπία Nash, ή αν θέλετεσε  ισορροπία τρόμουΔηλαδή, οποιαδήποτε μονομερής κίνηση ενός κυβερνώντος κόμματος προς εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που μειώνουν το πεδίο των πελατειακών σχέσεων θα δώσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στο κόμμα της αντιπολίτευσης.  

Στη δημόσια συζήτηση οι πελατειακές πρακτικές γίνονταν συχνά και μάλλον υποκριτικά αντιληπτές σαν ζήτημα ηθικής, όμως είχαν βαθιές επιπτώσεις σε οικονομία και κράτος. Ενδεικτικά μόνον σημειώνω εδώ ότι συσχετίζονται καλά με την  αναποτελεσματικότητα του κράτους (του συστήματος διακυβέρνησης) και τη διαφθορά. Το αποτέλεσμα είναι η κακή χρήση των διαθέσιμων πόρων  π.χ. για διορισμούς και ευνοϊκές ρυθμίσεις για τους ημέτερους μάλλον παρά για την καλή παραγωγή δημοσίων αγαθών,  οικονομικές ανισορροπίες (ελλείμματα, χρέη), χαμηλή  εμπιστοσύνη στους τυπικούς θεσμούς (κυβέρνηση, πολιτικά κόμματα, Βουλή κ.α.),

Για να αποφύγω παρεξηγήσεις ξεκαθαρίζω εδώ το εξής: Δίπλα στην πελατειακή λογική λειτουργούσε στη χώρα και η   λογική (ή η αξία) του δημοσίου συμφέροντος. Αυτό εξηγεί και τις προόδους που επιτεύχθηκαν σε επίπεδο δημοκρατικών θεσμών, κράτους δικαίου, κοινωνικής πολιτικής (παρά τις αντιφάσεις της), εκπαίδευσης, υποδομών. Εξηγεί ακόμα και όσες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες αναλήφθηκαν κατά καιρούς. Επομένως η ισορροπία τρόμου που αναφέραμε δεν επικαλύπτει τα πάντα.

4. Η ΑΤΕ κρίκος της παρεμβατικής αλυσίδας στο περιβάλλον της ΕΕ.  

Η ΑΤΕ ήταν μέρος ενός ευρύτερου συστήματος κρατικής παρέμβασης που είχε διαμορφωθεί πριν από την ένταξη στην ΕΕ. Περιλάμβανε μηχανισμούς στήριξης των τιμών των αγροτικών προϊόντων, άμεσες εισοδηματικές ενισχύσεις, επιδοτήσεις των αγροτικών εισροών, μέτρα προστασίας από τις εισαγωγές (δασμούς και ποσοτικούς περιορισμούς κυρίως) και ευνοϊκή πιστωτική πολιτική μέσω της ΑΤΕ και των συνεταιρισμών. Για τη στήριξη του αγροτικού τομέα είχαν λοιπόν καθιδρυθεί ποικίλες διαδικασίες και θεσμοί με ισχυρή ιδεολογική νομιμοποίηση. Η ΑΤΕ ήταν κρίσιμος κρίκος  στη θεσμική αλυσίδα στην οποία ανήκαν διάφοροι «αυτόνομοι» ή κρατικοί οργανισμοί

 Δημήτρης Μηλιάκος εκθέτει εν συντομία το ιστορικό της ΑΤΕ κατά τη μεταπολεμική περίοδο, από την ανασυγκρότηση (1945-1954) μέχρι την κρίση της περασμένης δεκαετίας. 

Οι επίσημοι στόχοι της παρεμβατικής πολιτικής φαίνονταν καλοί: Να σταθεροποιηθούν τα εισοδήματα των αγροτών  και να αναπτυχθεί η εγχώρια παραγωγή προς την κατεύθυνση προϊόντων με καλή εσωτερική και εγχώρια ζήτηση.  Όμως, όπως λένε οι Γερμανοί, ο δρόμος προς την κόλαση είναι γεμάτος καλές προθέσεις. Ολόκληρο το σύστημα ήταν προφανώς  εκτεθειμένο  στην πελατειακή  λογική. Το βιβλίο του Δημήτρη Μηλιάκου προσφέρει ικανή τεκμηρίωση σχετικά. Σε αυτό το σύστημα είχαν επενδυθεί ατομικά και οικογενειακά,  πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα, προσδοκίες, ιδέες.

Έτσι, στην ιστορία της ΑΤΕ επαναλαμβάνονται γνώριμα μοτίβα: πολιτική εξουσία που ταλαντεύεται μεταξύ προσαρμογών στο διεθνές περιβάλλον και ιδιοτελών  κινήτρων, ιδέες που δικαιολογούν συστηματικές αντιστάσεις σε μέτρα εκλογίκευσης (εξορθολογισμού του θεσμού).  Η ΑΤΕ είχε  λοιπόν τα βαρίδια της, π.χ. κατά τον βαθμό που ήταν εργαλείο για πελατειακές χορηγήσεις δανείων ή για τη στελέχωσή της.

Από την άλλη πλευρά όμως δεν έλειψαν στο αντίξοο ιδεολογικό κλίμα της εποχής αξιοσημείωτες αποφάσεις εξορθολογισμού και μείωσης του εναγκαλισμού της με την πολιτική. Π.χ. το 1992 μετατράπηκε σε Ανώνυμη Εταιρεία, ενώ άλματα αναδιάρθρωσης και εξωστρέφειας έγιναν την περίοδο 2004-2009 (βλ. πιο κάτω).

Όμως, ολόκληρο το παρεμβατικό σύστημα στη γεωργία εκτέθηκε στη διαφορετική οικονομική λογική που υπηρετούσε η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ)  της ΕΕ (τότε ΕΚ). Η ΚΑΠ προστάτευε μεν τους κοινοτικούς παραγωγούς έναντι του ανταγωνισμού τρίτων χωρών ώστε φερ΄ ειπείν να κρατά σχετικά υψηλά τις τιμές των αγροτικών προϊόντων, ταυτόχρονα όμως άνοιγε τις εσωτερικές πόρτες στον ανταγωνισμό. Επίσης υποστήριζε ολοένα και περισσότερο διαρθρωτικές αλλαγές.[2]

Η ελληνική αγροτική πολιτική και οι βασικοί της θεσμοί (ΑΤΕ, Συνεταιρισμοί, Ασφαλιστικό σύστημα, λοιποί θεσμοί στήριξης του παραγωγού) όφειλαν να προσαρμοσθούν στα νέα θεσμικά δεδομένα της ΕΕ. Και φυσικά η ίδια η παραγωγή.

Η ένταξη επέφερε αλλαγές και στον τομέα της χρηματοδότησης. Τα επιτόκια των αγροτικών δανείων ήταν επιδοτούμενα  στην Ελλάδα. Με την ένταξη στην ΕΕ η βραχυχρόνια χρηματοδότηση δεν θα μπορούσε να ασκείται γενικά επιδοτούμενη με κεφάλαια της Τράπεζας της Ελλάδος.  Υπήρχαν πάντως φωνές που υποστήριζαν ότι αυτό ακριβώς δεν έπρεπε να συμβεί και ότι η ΑΤΕ θα έπρεπε να συνεχίσει τον κοινωνικό ρόλο που ασκούσε.

Συνολικά πρέπει να δούμε όσα συνέβησαν στην ΑΤΕ σε στενή σχέση τόσο με τις αλλαγές στο οικονομικό περιβάλλον που επέφερε η ένταξη στην ΕΕ, όσο και με τον τρόπο λειτουργίας της κοινωνίας και, οπωσδήποτε της πολιτικής.  

Οι συνήθειες αναλύσεις στην περίπτωση της ΑΤΕ περιέχουν μεν αρκετές τεχνικές λεπτομέρειες, αλλά δεν φωτίζουν τις επιπτώσεις της πελατειακής λογικής στην ίδια και στο ευρύτερο τραπεζικό σύστημα, ούτε συναφώς τις ανακολουθίες της επίσημης πολιτικής,  τα (ανταγωνιστικά) επιχειρηματικά συμφέροντα, τον ρόλο των οργανώσεων συμφερόντων εντός και εκτός της Τράπεζας και  των επίσημων θεσμών της χώρας (όπως η Τράπεζα της Ελλάδος) και των ευρωπαϊκών μηχανισμών. Γενικά, δεν φωτίζουν τις αφανείς συμπαιγνίες που επηρέαζαν τη λειτουργία της και σφράγισαν τελικά  τη μοίρα της. Τις φωτίζει όμως επαρκώς το ανά χείρας βιβλίο.

Στην περίπτωσή της ΑΤΕ παίχθηκε ένα δράμα, καθώς  της μεταβίβασης προηγήθηκε μια περίοδος (2004-2009) κατά τη διάρκεια της οποίας έγιναν σοβαρές προσπάθειες μέρους του στελεχιακού δυναμικού της Τράπεζας και του Διοικητή  της για την επιβίωσής της ως Ανώνυμης Εταιρείας με κύριο μέτοχο το κράτος, δηλαδή για τον εκσυγχρονισμό της.  Αυτές τις προσπάθειες και τα αποτελέσματά τους  περιγράφει γλαφυρά ο Δημήτρης Μηλιάκος.

5.  Αναδιάρθρωση και εξυγίανση. .

Τη σύντομη περίοδο της θητείας του ως υποδιοικητή  1992-1994 έγιναν μερικά  βήματα που άλλαξαν τη φυσιογνωμία της τράπεζας – η μετατροπή της σε ΑΕ, γεγονός που είχε επιπτώσεις στον τρόπο λειτουργίας της και, συναφώς, η έξοδος από την αποκλειστική άσκηση της αγροτικής πίστης εκτός αγροτικού τομέα, ώστε να μη αποτελεί ένα πολιτικά κατευθυνόμενο αναδιανεμητικό ταμείο, αλλά ένα κανονικό πιστωτικό ίδρυμα που προσφέρει πολλαπλές τραπεζικές υπηρεσίες.σ’ ένα ολοένα ανταγωνιστικό τραπεζικό περιβάλλον.

Όμως, η εξέλιξη της ΑΤΕ με κύριο μέτοχο το κράτος παρέμεινε  ως το 2004 αποκαρδιωτική. Η Διοίκηση Μηλιάκου την ανέλαβε τον Μάιο του 2004 με αρνητικά ίδια κεφάλαια και ζημιές που ξεπερνούσαν τα τέσσερα δισ. ευρώ. Κανονικά η Τράπεζα θα έπρεπε να είχε τεθεί υπό επιτήρηση από την Τράπεζα της Ελλάδος, αφού τα ίδια κεφάλαια είχαν εξανεμιστεί. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ήταν πολλά. Ενδεικτικά , ο Όμιλος Αλλαμανή όφειλε 210 εκατ. ευρώ και η Sex Form 65 εκατ. ευρώ. Επιπλέον, η ΑΤΕ παρείχε εγγυητικές  σε ιδιωτικές εταιρείες χωρίς ουσιαστικές διασφαλίσεις. Το βιβλίο περιέχει ολόκληρο κεφάλαιο (σελ. 69 και μετά) για τις εξίσου προβληματικές σχέσεις μεταξύ αγροτικών συνεταιρισμών, ΑΤΕ και πολιτικής.  Ο Δημήτρης Μηλιάκος γράφει:

«Οι ένοχοι δεσμοί στελεχών με τις αμφιλεγόμενες και ενίοτε χαριστικές δανειοδοτήσεις σε επιχειρηματίες, στο μεγαλύτερο μέρος των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, σχεδόν στο σύνολο των χρηματιστηριακών εταιρειών, στους συνεταιρισμούς, στις εταιρείες μετοχικού ενδιαφέροντος της ΑΤΕ, καθώς και οι κάθε μορφής πελατειακές σχέσεις με το κυβερνόν τότε κόμμα, ήταν τροχοπέδη στην πορεία της Τράπεζας» (σελ. 102).

Αυτές και άλλες συναφείς παρατηρήσεις με την ανάλογη τεκμηρίωση είναι η χαρά κάθε ερευνητή που υιοθετεί, έστω με κάποιες επιφυλάξεις, την οπτική της δημόσιας επιλογής.

Η νέα διοίκηση αποδύθηκε σε ένα αγώνα δρόμου για την εξυγίανση της ΑΤΕ. Έχει σημασία να σταθούμε λίγο σε αυτόν.

Ένα από τα δύο μεγάλα θέματα, που την απασχόλησαν ήταν τα θαλασσοδάνεια σε συγκεκριμένες εταιρείες και ομίλους που ξεπέρασαν  τα 700 εκ. ευρώ. Τα δάνεια αυτά, γράφει ο συγγραφέας,  χορηγήθηκαν με την λογική της διαπλοκής  χωρίς την τήρηση στοιχειωδών κριτηρίων χορήγησης δανείων που πρέπει να εφαρμόζουν οι τράπεζες. Έτσι

«η  Αγροτική είχε καταντήσει η «εύκολη» λύση όχι μόνο για τους δανειοδοτηθέντες αλλά και για τις άλλες τράπεζες, που την ήθελαν ως τον «σκουπιδοτενεκέ» του Τραπεζικού Συστήματος. Χαρακτηριστικό της κατάστασης αυτής ήταν ότι αρνούνταν τη χρηματοδότηση εταιρειών μετοχικού τους ενδιαφέροντος και πίεζαν υπουργούς για τη χρηματοδότηση τους από την ΑΤΕ, ποντάροντας στην κρατική μετοχική πλειοψηφία»( σελ. 33-44).

Η  Τράπεζα προχώρησε στη διασφάλιση, έστω και εκ των υστέρων, των συμφερόντων της με την εγγραφή υποθηκών και την είσπραξη των καθυστερημένων οφειλών αυτής της κατηγορίας.

Δεύτερον, πραγματοποιήθηκε το 2005 αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας κατά 1,2 δισ. ευρώ που της έδωσε τη δυνατότητα να κάνει άλματα εκσυγχρονισμού.

Τρίτον,  ρυθμίσθηκε το ασφαλιστικό των υπαλλήλων της βάσει του νόμου 3371/2005. Τα ταμεία οδηγούνταν στη χρεοκοπία λόγω των ελλειμάτων που διογκώνονταν και των επιβαρύνσεων από προγράμματα εθελουσίας εξόδου, της μείωσης των ορίων ηλικίας αλλά και των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων. Η λύση που συζητήθηκε τότε, όπως και σε άλλα Ταμεία εκτός ΑΤΕ, ήταν η ένταξή τους στο ΙΚΑ-ΕΤΕΑΜ με εφάπαξ καταβολή ενός σημαντικού ποσού κατά το προηγούμενο της ALPHA Bank κ.α.

Τέταρτον, επιταχύνθηκε η απεμπλοκή της από ζημιογόνες συμμετοχές σε επιχειρήσεις. Η ίδια όμως διατήρησε  τον δημόσιο χαρακτήρα της, πράγμα που αποδείχθηκε μοιραίο για την τύχη της όταν άλλαξε η κυβέρνηση το 2009 και ξέσπασε η οικονομική κρίση το 2010.

Πέμπτον, η τράπεζα έγινε πιο εξωστρεφής εξαγοράζοντας το 2006 μία ρουμανική και μσυμμετέχοντας στο κεφάλαιο μιας σερβικής τράπεζας. Τον ίδιο δρόμο είχαν νωρίτερα χαράξει οι άλλες μεγάλες τράπεζες της χώρας.

Έκτον, βελτίωσε δραστικά τις κτηριακές και τεχνολογικές υποδομές της, ολοκληρώνοντας το 2008 την κατασκευή του Μηχανογραφικού Κέντρου της Τράπεζας, ψηφιοποίησε to 2017 το Ιστορικό Αρχείο της  ATE Bank με τη συγχρηματοδότηση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης, ανάπλασε τους εξωτερικούς της χώρους κ.α.

Συνολικά, βεβαιώνει ο Δημήτρης Μηλιάκος, η ΑΤΕ βελτίωσε  τους βασικούς δείκτες και τα οικονομικά της αποτελέσματα και έγινε υπολογίσιμος παίκτης στην τραπεζική αγορά. Τα τελευταία χρόνια της ιστορίας της, η ΑΤΕbank πέτυχε να κατατάσσεται στην τέταρτη και πέμπτη θέση μεταξύ των μεγάλων τραπεζών στην Ελλάδα, ανάλογα με την κατηγορία της υπό εξέτασης τραπεζικής εργασίας.

Αλλά ακόμα και στις ευνοϊκές συνθήκες της περιόδου 2004-2009 δεν έλειψαν πολιτικές παρεμβάσεις που προκαλούσαν προβλήματα στην τράπεζα. Χαρακτηριστικά, όταν έκλεισε η ΚΥΔΕΠ,     η κυβέρνηση της ΝΔ με οικουμενική ομοφωνία επέβαλε την πρόσληψη των ασχέτων με τα τραπεζικά υπαλλήλων της ΚΥΔΕΠ στην Αγροτική Τράπεζα, την Αγροτική Ασφαλιστική και στο Υπουργείο Γεωργίας.  Η «λύση» αυτή θα εφαρμοσθεί συχνά και μετά το 2010 από άλλες κυβερνήσεις σε ιδεολογική σύγχυση, π.χ. μετατάσσοντας πλεονάζοντες υπαλλήλους του ΟΣΕ στα ΑΕΙ όπου μάλιστα  μερικοί μηχανοδηγοί έγιναν προϊστάμενοι… φοιτητικών εστιών! Το αποτέλεσμα ήταν να προκαλούνται προβλήματα λειτουργίας, βαθμολογικής ιεραρχίας, μισθολογικής «τακτοποίησης» και, φυσικά, ποιότητας των υπηρεσιών. 

6. Η οικονομική κρίση και το άδοξο τέλος της ΑΤΕ.  

Μετά το 2009 το τραπεζικό σύστημα κλονίσθηκε καθώς η χώρα βρέθηκε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, η εμπιστοσύνη των καταθετών μειώθηκε και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αυξάνονταν ραγδαία. Σε αυτή την κατάσταση οι τράπεζες υπέστησαν ένα ακόμα πλήγμα με το περιβόητο PSI (2012). Αναπόφευκτα η κρίση παρέσυρε και την ΑΤΕ Bank.

Γεγονός είναι ότι η αδιαφάνεια χαρακτήριζε πολλά από όσα συνέβησαν στη συνέχεια υπό τη σκιά των προγραμμάτων προσαρμογής («Μνημονίων») και της τρόικας.  Ο Δημήτρης Μηλιάκος, που δεν ήταν πλέον διοικητής,  υποστηρίζει ότι η ΑΤΕ Bank μπορούσε να επιβιώσει ως ανεξάρτητη τράπεζα.

Υπάρχουν δύο  σημαντικά θέματα εδώ. Το πρώτο: Πόσες τράπεζες μπορούσε να αντέξει η χώρα μας; Αυτό το θέμα  ήταν από καιρό επίκαιρο. Άλλωστε είχε προηγηθεί μια επώδυνη διαδικασία συγχωνεύσεων και εξαγορών στον τραπεζικό τομέα  που μείωσαν δραστικά τον αριθμό των τραπεζών. Το 1999 ηAlpha Bank  μεγεθύνθηκε αποκτώντας δύο παραδοσιακά ιδρύματα,  πρώτα την Ιονική και στη συνέχεια το 2013 την Εμπορική Τράπεζα από την Credit Agricole SA. Τα αναμενόμενα οφέλη κατά το επίσημο σκεπτικό  των συγχωνεύσεων αυτών ήταν ότι θα επιτύγχαναν  οικονομίες κλίμακας κυρίως μέσω της ενοποίησης του δικτύου υποκαταστημάτων, του εξορθολογισμού των δραστηριοτήτων  και της ενοποίησης της διοικητικής δομής. Ανάλογες εξελίξεις είχαμε με πρωταγωνιστή την Τράπεζα Πειραιώς. 

Στη δίνη των δραματικών εξελίξεων ιδίως μετά την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη σύρθηκε και η ΑΤΕ.

Έπρεπε όμως να μεταβιβάσει το κράτος ειδικά την ΑΤΕ Bank στην Πειραιώς εξαφανίζοντας την πρώτη  ως παίκτη από την τραπεζική αγορά. Την απόφαση αμφισβητεί ο Δημήτρης Μηλιάκος γιατί κατά τη γνώμη του έγινε με αδιαφανείς διαδικασίες και δυσμενείς για το κράτος  όρους.

Στο κεφάλαιο 9 του βιβλίου εκθέτει πως με την κυβερνητική αλλαγή του 2009-10 άρχισαν «πολιτικές μεθοδεύσεις» (π.χ. αναιτιολόγητες εγγραφές μεγάλων προβλέψεων στον ισολογισμό του 2009, με αποτέλεσμα η τράπεζα να εμφανίσει ζημίες και να μειωθεί ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας, απαξιωτικές δηλώσεις το 2010 του διαδόχου διοικητή της Τράπεζας στη Βουλή του τύπου «δεν αξίζει ούτε μία δραχμή»). Επίσης, η όλη διαδικασία ήταν αδιαφανής.  Χαρακτηριστικό σύμπτωμα της αδιαφάνειας ήταν ότι  τον Αύγουστο του 2011 η ΤτΕ ανέθεσε στον διεθνή οίκο BlackRock  Solutions  διαγνωστική μελέτη των δανειακών χαρτοφυλακίων των ελληνικών τραπεζών. Η μελέτη έμεινε ως το τέλος «εμπιστευτική» μολονότι σε αυτή βασίσθηκαν οι αποφάσεις που αφορούσαν στις τράπεζες.

Τέλος επιβλήθηκε πολιτικά η συμμετοχή της ΑΤΕbank  στα δύο προγράμματα κουρέματος τίτλων του δημοσίου PSI (Private Sector Involvement) που προκάλεσε τεράστια ζημιά στην τράπεζα (και στις λοιπές τράπεζες), την οποία  η τότε κυβέρνηση ΝΔ- ΠΑΣΟΚ αρνήθηκε να καλύψει παρά τις δεσμεύσεις της.

Τελικά ζημιώθηκε και το δημόσιο όταν η κυβέρνηση  μεταβίβασε την τράπεζα στην Πειραιώς έναντι ενός τιμήματος που ανταποκρινόταν στην απαξίωση που είχε η ίδια προκαλέσει! Ο εσωτερικός εκσυγχρονισμός αναιρέθηκε ουσιαστικά την περίοδο της κρίσης και κατέληξε στην πώλησή της  στην Τράπεζα Πειραιώς.

Γιατί λοιπόν μεταβιβάσθηκε η ΑΤΕ στην Πειραιώς με δυσμενείς όρους;  Η απάντηση που δίνει στο ερώτημα αυτό ο Δημήτρης Μηλιάκος είναι απλή – για να διασωθεί η Τράπεζα Πειραιώς. Τελικά απαντά στην απορία ποιος ωφελήθηκε από αυτή (η Τράπεζα Πειραιώς) και ποιος ζημιώθηκε (το κράτος και οι φορολογούμενοι) που συνήθως μένει αναπάντητη. Έμμεσα θεωρεί τη μεταβίβαση ως προϊόν της μεταλλαγμένης στην κρίση διαπλοκής. Με τον όρο εννοούμε συνήθως τις αδιαφανείς συναλλαγές ισχυρών θεσμικών, πολιτικών και οικονομικών παραγόντων σε ανώτατο επίπεδο.[3]

 Όμως σημειώνω, ότι ο Δημήτρης Μηλιάκος παραθέτει εντίμως και εν εκτάσει τις διαφορετικές απόψεις της ΕΚΤ, της ΤτΕ  και του ίδιου του ΔΝΤ για την τύχη της  ΑΤΕbank και τις πιθανές εναλλακτικές λύσεις. Παραθέτει συναφώς την τρόπον τινά επίσημη άποψη που συνόψισε τον Αύγουστο 2012 ο τότε διοικητής της ΤτΕ Γιώργος Προβόπουλος σε ομιλία του ομιλία του στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής. Εκεί υποστήριξε ότι με τη μεταβίβαση «αποφεύχθηκε η χειρότερη λύση, που  ήταν πρόταση της Τρόικας και αφορούσε το κλείσιμο της τράπεζας» και ότι η τράπεζα

« δεν ήταν βιώσιμη αφού εμφάνιζε χρόνια δομικά προβλήματα», και «εμφάνιζε ένα κακής ποιότητας ενεργητικό λόγω του κρατικού εναγκαλισμού και αδυναμιών στο πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων. Αυτά κατέληγαν συχνά σε μια δανειοδοτική πολιτική που παράβλεπε τα τραπεζικά κριτήρια…»(σελ. 2007-9).

Ένα δεύτερο θεμελιώδες ερώτημα που έπρεπε να απαντηθεί ήταν το εξής: θα μπορούσε μακροχρόνια να αντέξει στην αγορά η ΑΤΕbank ως κρατική τράπεζα.  Ο Δημήτρης Μηλιάκος  εκτιμά ότι ναι θα μπορούσε παραπέμποντας στα αποτελέσματα της πολιτικής εξυγίανσης που είχε εφαρμόσει.

Η επικρατούσα άποψη ήταν τότε διαφορετική με κύριο οικονομικό επιχείρημα  ότι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις είναι αποτελεσματικότερες από τις δημόσιες. Και η ΑΤΕ είχε μετατραπεί μεν σε ΑΕ, αλλά  κύριος μέτοχος παρέμενε το κράτος. Επομένως η αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας και η εμπέδωση θεσμών ανοιχτής οικονομίας δεν θα την άφηναν αλώβητη. Άλλωστε είχαν προηγηθεί δεκάδες άλλων ιδιωτικοποιήσεων που απέφεραν στο κράτος με τις πωλήσεις τους έσοδα.

Ο Δημήτρης Μηλιάκος δεν απορρίπτει γενικά τη λογική της αποκρατικοποίησης. Όμως διατυπώνει σειρά επιφυλάξεων για τον τρόπο που έγινε η ιδιωτικοποίηση της ΑΤΕ με τη μεταβίβασή της στην Τράπεζα Πειραιώς: Η μεταβίβαση ήταν αδιαφανής και επιζήμια για το κράτος.    

Το μελαγχολικό συμπέρασμά του: «Η Τράπεζα ερχόταν από πολύ μακριά, υπήρξε καταξιωμένος και ανεπανάληπτος θεσμός, ταυτισμένος με την κοινωνικοοικονομική πορεία της χώρας. Η Τράπεζα είχε όλες τις προϋποθέσεις να συνεχίσει αδιατάρακτα την κοινωνική και αναπτυξιακή της συμβολή στην πορεία της χώρας» (σελ. 228-9).

Πάνος Καζάκος

Ομότιμος καθηγητής 

του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.


[1] Aris Trantidis  Clientelism and economic policy. Greece and the crisis, Routledge, London and New York, 2016. Βλ. επίσης  Θ. Πελαγιδης και Μιχάλης Μητσόπουλος Ανάλυση της ελληνικής οικονομίας . Η προοδοθηρία και οι μεταρρυθμίσεις, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2006.Daron Acemoglou, Davide Ticchi and Andrea Vindigni  “Emergence and persistence of inefficient states”, in Journal of European Economic Association, 9(2), April 2011, pp 177-288. Βλ. επίσης αναρίθμητες ειδικές μελέτες των Δημήτρη Σωτηρόπουλου για την Δημόσια Διοίκηση, του Μάνου Ματσαγκάνη για τις κοινωνικές ασφαλίσεις κλπ.

[2] Βέβαια, η ΚΑΠ είχε τα προβλήματά της καθώς, μεταξύ άλλων,  ευνοούσε τα προϊόντα του ευρωπαϊκού Βορρά, προκαλούσε  προβλήματα σε τρίτες χώρες και είχε έντονα γραφειοκρατικά χαρακτηριστικά. Εν πολλοίς στην ΚΑΠ αντικατοπτρίζονταν οι περιβόητοι συσχετισμοί δύναμης στην ΕΕ μεταξύ κυβερνήσεων και  αγροτικών οργανώσεων, αλλά και γεωργίας και βιομηχανίας.

[3] Βλ. λεπτομέρειες για το θέμα της διαπλοκής σε Θοδωρής Πελαγίδης και Μιχάλης Μητσόπουλος  Ανάλυση της ελληνικής οικονομίας . Η προσοδοθηρία και οι μεταρρυθμίσεις, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2006. 

Advertisement

Μεταρρυθμίσεις σε μια ‘μπλοκαρισμένη κοινωνία’

Πρόλογος στο βιβλίο του Σκάλκου, Δ. Αλλάζει η Ελλάδα; Η πολιτική οικονομία των μεταρρυθμίσεων, εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2016, σελ.  11-27.

Στο ανά χείρας κείμενο ο Δημήτρης Σκάλκος προσεγγίζει συνοπτικά σειρά ερωτημάτων σχετικά με τις μεταρρυθμιστικές διαδικασίες. Εκκινεί από μια φιλελεύθερη οπτική. Αποδελτιώνει την ακαδημαϊκή έρευνα για να εξηγήσει ή κατανοήσει όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα της κρίσης και των Μνημονίων.

Ουσιαστικά, θα μπορούσε κανείς να διαπιστώσει ότι στη χώρα επιχειρείται  ένα είδος «έξωθεν ωθούμενου εκσυγχρονισμού»  θεσμών και δομών που όμως προσκρούει στους περιβόητους εσωτερικούς παράγοντες. Αυτούς αναδείχνει ο συγγραφέας (βλ. πιο κάτω).

Παραβλέποντας εν μέρει τις ιδιαιτερότητες διαφορετικών περιόδων, σημειώνω ότι ένας παρόμοιος και πάλι έξωθεν ωθούμενος εκσυγχρονισμός επιχειρήθηκε στο πλαίσιο της αμερικανικής βοήθειας προς την Ελλάδα από το 1947. Όπως έχω περιγράψει σε διάφορες ευκαιρίες, τότε όπως και σήμερα, δεν χορηγήθηκε απλά βοήθεια για να τη διαχειριστούν εν λευκώ οι έλληνες πολιτικοί, αλλά η βοήθεια συνδέθηκε με όρους και εποπτεία, πράγμα που προκάλεσε τριβές με τους  πολιτικούς και τμήματα της οικονομικής ελίτ και της γραφειοκρατίας. Οι όροι στόχευαν στην οικονομικά αποτελεσματική χρήση της βοήθειας και ειδικότερα στη δημιουργία τυπικών θεσμών μιας οικονομίας της αγοράς και όχι στην αναπαραγωγή του πελατειακού συστήματος που απασχολούσε μεγάλο μέρος του ελληνικού κατεστημένου.

Το ίδιο λοιπόν συμβαίνει και σήμερα: Η βοήθεια των θεσμών χορηγείται υπό την εποπτεία τους συνδέεται με όρους οικονομικής και θεσμικής πολιτικής («αιρεσιμότητα») που αφορούν σε ένα ευρύτατο φάσμα περιοχών πολιτικής – δημοσιονομική διαχείριση, συνταξιοδοτικό σύστημα, ιδιωτικοποιήσεις, φορολογικό σύστημα, δικαιοσύνη κλπ. Επομένως δεν πρόκειται για μεμονωμένες αλλαγές. Επιζητείται κατ’ ουσίαν  να επέλθει «καθεστωτική αλλαγή», δηλαδή μετάβαση από τον εσωστρεφή πελατειακό καπιταλισμό της μεταπολίτευσης σε μια  ανοιχτή οικονομία και κοινωνία που θωρακίζεται με  κατάλληλους θεσμούς.

Σε πιο τεχνική – οικονομική διατύπωση, οι μεταρρυθμίσεις των Μνημονίων επιχειρούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των «αποτυχιών του κράτους»: Σε αυτές εντοπίζουμε πράγματι τα μεγαλύτερα προβλήματα και όχι στις αποτυχίες των αγορών, που είναι βέβαια υπαρκτές, αλλά δεν μας αφορούν κατά τον βαθμό που οι αγορές προϊόντων (βλ. ενέργεια) και υπηρεσιών  ήταν κρατικά κηδεμονευόμενες ή, λιγότερο αιχμηρά, είχαν υπαχθεί στην πολιτική διαδικασία συναλλαγών.

Οι προσαρμογές που συνιστούν τα μνημόνια  έρχονται σε μετωπική σύγκρουση με παγιωμένες πρακτικές και συμπεριφορές, κληροδοτημένους τυπικούς θεσμούς και ιδεοληψίες. Το εύρος των αλλαγών εξηγεί εν πολλοίς και την ένταση των δυσκολιών στις οποίες προσκρούουν. Όπως είχε υποστηρίξει ο  Douglas North  και μας υπενθυμίζδει ο Δ. Σκάλκος, «όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των κανόνων που αλλάζουν, τόσο μεγαλύτερος ο αριθμός των χαμένων και συνεπώς των αντιτιθέμενων.» Επιμένω στον συστημικό ή καθεστωτικό χαρακτήρα της αλλαγής γιατί εξηγεί εν πολλοίς τα προβλήματα «μετάβασης» που αντιμετωπίζουμε – τα χαοτικά χαρακτηριστικά της δημόσιας πολιτικής.

Τηρουμένων των αναλογιών η ιστορική διαδικασία που βιώνουμε σήμερα έχει αρκετές ομοιότητες προς τις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού με τη χαρακτηριστική τους ακραία εκδοχή κρατικισμού. Ο ελληνικός κρατικισμός είναι βέβαια ηπιότερος σε σύγκριση με εκείνους για τον απλό λόγο ότι συνδυάσθηκε με δημοκρατικούς θεσμούς, την ένταξη στην ΕΕ και ικανά στοιχεία οικονομίας της αγοράς. Αλλά το κράτος με τους δαιδαλώδεις μηχανισμούς παρέμβασης και ρύθμισης βρισκόταν στο κέντρο της οικονομίας. Δεν σχεδίαζε «κεντρικά», αλλά προστάτευε συγκεκριμένες ομάδες, αναδιένειμε αδιαφανώς πόρους και δημιουργούσε στρεβλώσεις στις αγορές.  Επιπλέον, ο ελληνικός κρατισμός που συνυφάνθηκε με λαϊκιστικές πολιτικές και θηριώδη δανεισμό είχε ευρεία αποδοχή. Ουσιαστικά οι κύριες πολιτικές δυνάμεις πλειοδοτούσαν στην επέκταση των παροχών, των υπηρεσιών, των ευνοιών.

Βιβλία όπως αυτό προστίθενται σε πολλά άλλα που προηγήθηκαν (Αρίστος Δοξιάδης, Γιώργος Μπήτρος, Δημήτρης  Ιωάννου, Τάκης Παππάς κ.α.). Οι συγγραφείς, μολονότι ορμώμενοι από εν μέρει διαφορετικές θεωρητικές αφετηρίες και εμπειρίες  περιγράφουν και εξηγούν την ελληνική κρίση, υποστηρίζουν την ανάγκη για βαθιές μεταρρυθμίσεις και αντιτάσσονται στη λεγόμενη «προοδευτική» κριτική των κατά βάση φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων που ήταν ο πυρήνας της αντιμνημονιακής έξαρσης και ιδιαίτερα ηχηρή μέχρι την υπογραφή του τρίτου Μνημονίου από κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούλιο 2015.

Οι περισσότερες προοδευτικές κριτικές των οικονομικών μεταρρυθμίσεων που κωδικοποιήθηκαν εν πολλοίς στα Μνημόνια μάλλον υπερασπίζοταν και συνεχίζουν να υπερασπίζονται υφιστάμενες καταστάσεις, τις οποίες χαρακτηρίζει η προσοδοθηρία, η διαφθορά, η αδιαφάνεια και η αναποτελεσματική χρήση ανθρώπινων και υλικών πόρων, παρά ανταποκρίνονταν σε κάποιο αποσαφηνισμένο σοσιαλιστικό όραμα.  Τούτο ήταν εμφανέστερο όταν καταγγέλλονταν μέτρα πολιτικής ως νεοφιλελεύθερα ακόμα και όπου είχαμε απλώς εκλογίκευση της κρατικής παρέμβασης, π.χ. όταν αντικαταστάθηκε το επίδομα ανεργίας με επιδοτούμενη απασχόληση. Με τον τρόπο αυτόν εμποδίσθηκε μια πραγματιστική προσέγγιση των μεταρρυθμίσεων.

Τέλος, μεγάλο μέρος της «προοδευτικής» ανάλυσης επικεντρώθηκε στις αποτυχίες της αγοράς (ανισότητες, μονοπωλιακές τάσεις, αγνόηση εξωτερικών επιπτώσεων κτλ.), οι οποίες είναι υπαρκτές, ειδικά μάλιστα όταν οι αγορές είναι ασύδοτες, αλλά παραμένει τυφλό ή απλώς ηθικολογεί όταν πρόκειται για το κράτος και για τα δικά του εγγενή προβλήματα, τα οποία οδηγούν επίσης σε «αποτυχίες». Δεν αντιλαμβανόταν τη σημασία του υγιούς ανταγωνισμού για την ποσότητα και την ποιότητα των προσφερόμενων αγαθών και υπηρεσιών, δεν συζητά σοβαρά ζητήματα γραφειοκρατίας, πολιτικού καιροσκοπισμού, κρατικών μονοπωλίων και θεσμών προσοδοθηρίας σε βάρος του συνόλου κτλ.

3.

Ο Δημήτρης Σκάλκος διαπιστώνει ότι η Ελλάδα είναι μια «μπλοκαρισμένη κοινωνία», υιοθετώντας έναν όρο του  Άντονι Γκίντενς κατά τον οποίο «μπλοκαρισμένη» είναι μια κοινωνία όπου τα κατεστημένα συμφέροντα ή ο δομικός συντηρητισμός παρεμποδίζουν τις αναγκαίες αλλαγές. Η Ελλάδα, γράφει, είναι ένας τύπος κοινωνίας που αναγνωρίζει αλλά ταυτόχρονα αδυνατεί να υπερβεί τα δομικά της προβλήματα. Συμφωνώντας ο Δ. Σκάλκος παραπέμπει σχετικά σε πρόσφατη έρευνα του Ευρωβαρόμετρου (6.11.2015), σύμφωνα με την οποία το 74% των ερωτηθέντων ελλήνων πολιτών τοποθετείται θετικά απέναντι στις μεταρρυθμίσεις στην οικονομία (αντίστοιχα υψηλά ήταν τα ποσοστά σε προηγούμενες μετρήσεις).  Εν τούτοις, γράφει, σε όλη τη χρονική διάρκεια της κρίσης  είναι διάχυτη στο κοινωνικό σώμα η απόρριψη σχεδόν του συνόλου των προωθούμενων μεταρρυθμίσεων (και συμφωνηθέντων στα Μνημόνια), όπως εκφράστηκε με τα αποτελέσματα των τελευταίων εκλογικών αναμετρήσεων, το πλήθος των κινητοποιήσεων διαμαρτυρίας και κορυφώθηκε με το εκκωφαντικό ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του Σεπτεμβρίου 2015. Πως εξηγούνται όλα αυτά;

Στη δημόσια συζήτηση  οι ελληνικές εμπειρίες – τόσο η πορεία προς την κρίση, όσο και η σύγχυση που ακολούθησε μέχρι σήμερα- ανατέμνονται από διαφορετικές οπτικές γωνιές. Ξεχωρίζουμε κάπως σχηματικά τις θεσμικές, τις πολιτισμικές και τις πολιτικές. Οι τελευταίες είτε τονίζουν τον ρόλο των αξιωματούχων, είτε τις επιπτώσεις «κακών πολιτικών επιλογών» (ή της αδράνειας). Από καιρό προτείνονται και  συνθετικές προσεγγίσεις. Σε όλες τις κριτικές οι κρατικοί θεσμοί και τα ιδεολογήματα που κυριάρχησαν κατέχουν προνομιακή θέση.

Ο σ. απορρίπτει τις απλουστευτικές εν τέλει εξηγήσεις που αποδίδουν όσα συνέβησαν πριν από την κρίση και συμβαίνουν κατά τη διάρκειά της σε ανικανότητα, άγνοια ή «λάθη» των πολιτικών αξιωματούχων. Και, πράγματι, λάθη που επαναλαμβάνονται δεν είναι λάθη αλλά οφείλονται σε εμπεδωμένους τρόπους σκέψεις και στο θεσμικό περιβάλλον εντός του οποίου τα πρόσωπα δρουν.

Βασική θέση του Δημήτρη Σκάλκου είναι, λοιπόν, ότι η ελληνική κρίση και οι δυσκολίες αντιμετώπισής της οφείλονται σε θεσμική αποτυχία, αν και δεν παραγνωρίζει   τον ρόλο της κουλτούρας στην οικονομική διαδικασία (κάποια στιγμή παραπέμπει στην έννοια του «κοινωνικού κεφαλαίου») και των ιδεοληψιών. Όμως,  θεωρεί περισσότερο πειστικές τις ερμηνείες που εστιάζουν στη θεσμική αρχιτεκτονική ως καθοριστικού παράγοντα για την οικονομική ανάπτυξη. Σε μία από αυτές οι πολιτικοί οικονομολόγοι Daron Acemoglu και James Robinson, προτείνουν τη διάκριση των συστημάτων ανάμεσα σε αυτά που οργανώνονται γύρω από συμμετοχικούς (inclusive) και σε εκείνα που λειτουργούν με   «εκμεταλλευτικούς» (extractive) θεσμούς. Οι πρώτοι ενθαρρύνουν τον οικονομικό ανταγωνισμό και την συμμετοχή των πολιτών στην οικονομική ζωή. Οι δεύτεροι κατανέμουν οφέλη και κατευθύνουν προσόδους σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες. Οι συμμετοχικοί θεσμοί μεσοπρόθεσμα υπονομεύουν τις δοσμένες ισορροπίες ισχύος καθώς  επιτρέπουν τη μη-κατευθυνόμενη καινοτομική δράση ενθαρρύνοντας τις διαδικασίες «δημιουργικής καταστροφής». Αντίθετα, οι εκμεταλλευτικοί θεσμοί αναπαράγουν τις κυρίαρχες οικονομικές και πολιτικές δομές.

Συναφώς, ο Δ. Σκάλκος  εκτιμά ότι η σημερινή κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας συνιστά πρώτιστα ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα «θεσμικής αποτυχίας» (institutional failure). Πλήθος θεσμικών ελλειμμάτων της ελληνικής οικονομίας  έχουν καταγραφεί από διεθνείς οργανισμούς (ΟΟΣΑ, Παγκόσμια Τράπεζα, κ.ά.). Η ελληνική οικονομία, προσθέτει, εμφανίζεται να υστερεί στην παγκόσμια κατάταξη της οικονομικής ελευθερίας (πχ. στις ετήσιες εκθέσεις Index of Economic Freedom του Heritage Foundation), όπου καταγράφονται σημαντικές θεσμικές υστερήσεις στην ποιότητα της γραφειοκρατίας, την προστασία των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, κ.λπ.

Ενδιαφέρον έχει σχετικά η επισήμανση του σ. ότι οι πολίτες δεν είναι ανίσχυροι απέναντι σε αναποτελεσματικούς θεσμούς, αλλά συχνά οι βρίσκουν διάφορους τρόπους να παρακάμπτουν. Αντλεί σχετικά από τη θεωρία του Albert O. Hirschman.  Έτσι πχ., η χρόνια υποβάθμιση των υπηρεσιών δημόσιας υγείας δεν οδήγησε στην άσκηση πιέσεων για την αναβάθμισή τους. Αντίθετα, οι πολίτες κατευθύνθηκαν προς τις ιδιωτικές υπηρεσίες περίθαλψης και για τις οποίες σήμερα δαπανούν το μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους συγκριτικά με τις χώρες του ΟΟΣΑ. Αντίστοιχα, η υποβάθμιση του συστήματος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης δεν οδήγησε στην μεταρρύθμισή του αλλά στην αύξηση της ιδιωτικής δαπάνης για εξωσχολική/φροντιστηριακή υποστήριξη. Η «διαφωνία» των ελλήνων πολιτών για την αναποτελεσματικότητα των δημόσιων οργανισμών και υπηρεσιών ξεθύμαινε με την «αποχώρησή» τους (με την εξαίρεση βέβαια των,  στερούμενων της απαιτούμενης οικονομικής ή πολιτικής δύναμης, εγκλωβισμένων), ενώ οι δημόσιοι οργανισμοί μπορούσαν να συνεχίζουν ανεμπόδιστα την αναπαραγωγή τους χρηματοδοτούμενοι από τους ελλειμματικούς προϋπολογισμούς και το υψηλό δημόσιο χρέος.

Η κρίση έκλεισε παλαιές μορφές διαφωνίας και διαφυγής και άνοιξε καινούργιες, με σπουδαιότερες τη μετανάστευση ειδικευμένων (γιατρών, μηχανικών κλπ)  προς τις δυτικές χώρες και τη μεταφορά εδρών επιχειρήσεων σε γειτονικές. Αυτές μπορεί να λύνουν ατομικά ή οικογενειακά προβλήματα επιβίωσης, αλλά χειροτερεύουν την οικονομική κατάσταση.

Τώρα, ο συγγραφέας εξετάζει πολλά ειδικότερα ερωτήματα: τη σχέση κρίσης και μεταρρυθμίσεων, τον ρόλο των οργανωμένων συμφερόντων, τις κυρίαρχες ιδέες, τις ευθύνες της πολιτικής ηγεσίας, τη σημασία της εξωτερικής συνδρομής, την κατανομή του κόστους των μεταρρυθμίσεων και τις διαθέσιμες στρατηγικές.  Στη συνέχεια αναφέρομαι επιλεκτικά σε ορισμένα από αυτά παραπέμποντας για τα υπόλοιπα στο ίδιο το κείμενο.

Πρώτα στη σχέση κρίσης και μεταρρυθμίσεων. Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι γιατί να αποφασίσουν οι πολιτικοί να εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις που έχουν υψηλό πολιτικό κόστος, αν δεχτούμε όπως προτείνει η δημόσια επιλογή, ότι απλώς ενδιαφέρονται για την επανεκλογή τους και έχουν πεισθεί από τις εμπειρίες τους ως τώρα ότι οι πρακτικές που εφαρμόζουν αποδίδουν εκλογικά ή ανταποκρίνονται στις (ανομολόγητες) αξίες της πλειοψηφίας;

Στο ερώτημα αυτό μια απάντηση προσφέρει η θεωρία της κρίσης. Σύμφωνα με αυτή, οικονομικές κρίσεις είτε διευκολύνουν είτε προκαλούν ευθέως (οικονομικές) μεταρρυθμίσεις, ενώ δεν αναμένονται τολμηρές αποφάσεις σε περιόδους υψηλών ή και μέτριων ρυθμών μεγέθυνσης, που κάνουν δυνατή την ικανοποίηση πάσης φύσεως αιτημάτων.

Όσον αφορά τον μηχανισμό μέσω του οποίου μια κρίση οδηγεί σε μεταρρυθμίσεις (ή, απλούστερα, όσον αφορά το ερώτημα γιατί η κρίση προκαλεί μεταρρυθμίσεις), υπάρχουν διαφορετικές, εν μέρει επικαλυπτόμενες υποθέσεις. Μία είναι ότι σε συνθήκες κρίσης η πολιτική ηγεσία μπορεί να συνειδητοποιήσει ότι κάτι πρέπει να γίνει για να αποφευχθεί η καταστροφή. Η υπόθεση αυτή στηρίζεται στην παραδοχή ότι οι πολιτικοί μπορεί να ενδιαφερθούν για το γενικό καλό. Τα κίνητρά τους είναι μεικτά και δεν εξαντλούνται απλώς στο άμεσο προσωπικό (πολιτικό ή οικονομικό) συμφέρον. Οι περιστάσεις (αυξανόμενη ανεργία, υπερχρέωση και στασιμότητα) θα τους οδηγήσουν σε συνεργασία με τεχνοκρατικούς πόλους και θα τους πείσουν ότι οι αποτυχημένες πολιτικές δεν μπορούν να συνεχιστούν.

Η αφετηρία της δημόσιας επιλογής διαφέρει. Σύμφωνα με αυτή, οι κρίσεις προσφέρουν ένα παράθυρο ευκαιρίας για αλλαγές μακράς πνοής σε αρτηριοσκληρωτικές κοινωνίες, γιατί ο φόβος ή η εμφάνιση μιας κρίσης μπορεί να μετατοπίσει τις προτεραιότητες μιας αγχωμένης κοινής γνώμης, ιδιαίτερα στον «μεσαίο χώρο» και στον περίγυρό του, να αποδυναμώσει πανίσχυρες συντεχνίες και γενικότερα να εξασθενίσει την αντιπολίτευση σε μεταρρυθμίσεις. Μπορεί π.χ. να παρακινήσει οργανωμένα συμφέροντα να αναγνωρίσουν ότι «συμφέρει» να σταματήσουν τώρα τον «πόλεμο χαρακωμάτων» (war of attrition) και να δεχτούν ότι οι μεταρρυθμίσεις θα φέρουν σημαντικά οφέλη στο μέλλον.

Έχει διατυπωθεί ακόμα η υπόθεση ότι η κρίση επηρεάζει την πολιτική μέσω του πολιτισμικού κλίματος: Η κρίση αναδεικνύεται ως η ιστορική στιγμή, στην οποία αρχίζουν να αλλάζουν τα συστήματα αξιών και δημιουργείται μια νέα ηθική σε πολίτες και πολιτικούς. Αυτή είναι η υπόθεση του Federico Rampini. Σε μια κατάσταση κρίσης μπορεί να αναγνωριστεί η πίστη στη συλλογική δράση, η σημασία της λιτότητας (όπως περίπου την έβλεπε διορατικά ο Enrico Berlinguer τη δεκαετία του ’70), της αλληλεγγύης και της θυσίας, και να ενδυναμωθεί το αίτημα για ένα κράτος που οφείλει να δρα για το σύνολο και όχι για να ικανοποιεί άναρχα επιμέρους αιτήματα.

Η αντίθετη προς τις προηγούμενες υπόθεση είναι ότι μια κρίση δυσκολεύει μάλλον παρά ευνοεί το μεταρρυθμιστικό έργο. Στην a priori ανάλυση ένας λόγος είναι ότι περιορίζει τις δυνατότητες μιας κυβέρνησης να αποζημιώσει όσους θίγονται από τις μεταρρυθμίσεις, ένας άλλος ότι σκληραίνει η στάση αποφασιστικών παραγόντων της δημόσιας ζωής, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να μπλοκάρουν αποφάσεις (άτυποι veto players). Στην κρίση ενεργοποιούνται τα αμυντικά ανακλαστικά των διαφόρων παικτών που αναπτύσσουν μη αλληλέγγυες στρατηγικές και επιχειρούν να φορτώσουν το κόστος σε άλλους. Οι κοινωνικές διαιρέσεις εντείνονται (αύξηση των ανέργων, περιθωριοποίηση, φτώχεια) και επηρεάζουν την πολιτική σταθερότητα. το αποτέλεσμα μπορεί να είναι αλλεπάλληλες και απρόβλεπτες κρίσεις και επικίνδυνες πολιτειακές αλλοιώσεις.

Η εμπειρική έρευνα δεν βοηθά να επιλέξουμε με ασφάλεια και βεβαίως υπάρχουν παραδείγματα που επιβεβαιώνουν τη μια ή την άλλη υπόθεση. Κατά τη γνώμη μου τα ευρήματά της δεν επαρκούν για να μας οδηγήσουν στη βεβαιότητα ότι μετά από κρίσεις αναδύεται μια νέα θετική δυναμική. Πιθανόν οι αντιδράσεις στην κρίση εξαρτώνται από σειρά ολόκληρη πολιτικών «μεταβλητών» – από την πολιτειακή δομή, τους θεσμούς διευθέτησης συγκρούσεων συμφερόντων και την ιστορία τους σε σταθερές δημοκρατίες, τις πολιτικές παραδόσεις, τη «θεά τύχη» με τη μορφή μιας μεταρρυθμιστικής ηγεσίας κ.ά. Ο Δημήτρης Σκάλκος σημειώνει ότι η Ελλάδα διαψεύδει μέχρι σήμερα την υπόθεση της «καλής κρίσης» καθώς η σφοδρότητα της οικονομικής κρίσης δεν οδήγησε σε αποδοχή και υιοθέτηση των προωθούμενων μεταρρυθμίσεων. Κατά τη γνώμη του μάλιστα, στην αποτυχία συνέβαλαν και τα ελαττώματα των προγραμμάτων προσαρμογής που παραγνώρισαν τις εσωτερικές ισορροπίες και την κοινωνικο-οικονομική δομή της χώρας. Έτσι, στο μακρο-οικονομικό επίπεδο, η παρουσία λιγότερων «παικτών αρνησικυρίας» (veto players) επέτρεψε την εφαρμογή κυρίως δημοσιονομικών μέτρων. Αντίθετα, οι επιχειρούμενες αλλαγές στο επίπεδο της μικρο-οικονομίας αποδείχθηκαν σημαντικά δυσκολότερες καθώς οι «παίκτες» υπήρξαν περισσότεροι, πολιτικά οργανωμένοι και το κόστος γι’ αυτούς ήταν υψηλό.

Οι τελευταίες παρατηρήσεις επιτρέπουν τη μετάβαση στο επόμενο θέμα: Το συντεχνιακό φαινόμενο έχει κεντρική θέση σε όλες τις πολιτικές και πολιτικο-οικονομικές αναλύσεις.

Η κυριαρχία των οργανωμένων ομάδων συμφερόντων που επιζητούν τον προσπορισμό οικονομικών προσόδων οδηγεί συχνά στην «αιχμαλωσία του κράτους» (state capture), δηλαδή  στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους μέσα από την επιτυχή άσκηση επιρροής στη διαμόρφωση της κυβερνητικής πολιτικής και ειδικότερα του νομοθετικού και κανονιστικού πλαισίου). Όταν μάλιστα τα ειδικά συμφέροντα κυριαρχούν αδιάλειπτα και για μεγάλο χρονικό διάστημα προκαλούν «θεσμική σκλήρωση»: Παρεμποδίζουν κάθε αλλαγή που θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντά τους, αλλά επιβάλλεται λόγω της οικονομικής εξασθένισης ή αλλαγής του διεθνούς περιβάλλοντος.

Στην Ελλάδα, η δημόσια συζήτηση εστίασε στον ρόλο του παραδοσιακού πελατειακού συστήματος – στις σχέσεις ανταλλαγής δηλαδή μεταξύ μεμονωμένων πολιτών και οικογενειών με τους πολιτικούς. Ουσιαστικά εννοούμε εδώ εξατομικευμένες εκδουλεύσεις έναντι ψήφων που ευνοούνται από διάφορους κανόνες του πολιτικού παιγνίου («σταυρός», υπουργική ασυλία, κανόνες δημοσίων προμηθειών κλπ). Αυτό πράγματι συμβαίνει σε ευρεία κλίμακα. Αλλά, παράλληλα πολλαπλασιάστηκαν, εμπεδώθηκαν  και δραστηριοποιούνται στη χώρα ομάδες συμφερόντων που είναι σε θέση να επιζητούν προνομιακή μεταχείριση και να την πετυχαίνουν. Αυτές εννοούμε με τον όρο «συντεχνίες» που ήταν ιδιαίτερα ισχυρές σε κρατικά μονοπώλια και Δημόσια Διοίκηση. Στην περίπτωσή τους πράγματι αντιστρέφεται η σχέση μεταξύ πολιτών και πολιτικών, με τις συντεχνίες να έχουν το πάνω χέρι ή και να κρατούν τους πολιτικούς σε ομηρεία. Το έχει εξηγήσει καλά ο Χρυσάφης Ιορδάνογλου. Σε δυσμενείς οικονομικούς καιρούς, όπου το συνολικό επίπεδο της προσόδου μειώνεται, επιδίδονται σε έναν «πόλεμο φθοράς» (war of attrition) προκειμένου να αποτρέψουν επώδυνες για αυτές μεταρρυθμίσεις.

Όσον αφορά τις κυρίαρχες ιδέες, ο Δ. Σκάλκος  ανανεώνει την κριτική στην διανόηση και στα ΜΜΕ που συνέβαλαν γενικά στη δημιουργία ενός αντιφιλελεύθερου πνευματικού κλίματος. Οι διανοούμενοι, γράφει συνοψίζοντας μια απέραντη βιβλιογραφία και τις φιλελεύθερες ανησυχίες του Friedrich Ηayek,  Mancur Olson κ.α., είναι μεταφορείς απόψεων οι οποίοι απολαμβάνουν σεβασμού λόγω της αναγνώρισης της ειδικής γνώσης που κατέχουν και συνακόλουθα επηρεάζουν την διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Η σημασία του ρόλου τους πολλαπλασιάζεται από το γεγονός ότι ο μέσος πολίτης είναι «ορθολογικά αδαής», στο βαθμό που επιλέγει να μην αφιερώσει τον απαιτούμενο χρόνο στη μελέτη των δημόσιων υποθέσεων καθώς (και σε αντίθεση με τους επαγγελματίες των ιδεών) δεν θα βελτιώσει  κατ’ αυτόν τον τρόπο άμεσα το εισόδημά του. Επίσης, η εγχώρια «αγορά ιδεών» παρουσιάζει ακαμψίες και στρεβλώσεις λόγω της διαπλοκής των μέσων μαζικής επικοινωνίας με επιχειρηματικά συμφέροντα που συναλλάσσονται με το δημόσιο χρήμα.   

Όμως, κεντρικά στοιχεία της κυρίαρχης ιδεολογίας θα έπρεπε να αναλυθούν σε μεγαλύτερο βάθος. Δεν αρκεί η αναφορά στην «οικονομοφοβία» και στον ρόλο ενός μεγάλου τμήματος της διανόησης και των ΜΜΕ. Σήμερα διαθέτουμε πλειάδα εμπειρικών και ιστορικών ερευνών οι οποίες εξετάζουν πολλά από αυτά – τον αντιδυτικισμό, την προκατάληψη εναντίον του ανταγωνισμού και της διαφάνειας  κλπ. Τελευταία,  ο Στάθης Καλύβας πρόσθεσε με σαφήνεια τη σημασία της εξιδανίκευσης της αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού που έτεινε να νομιμοποιήσει έναν άναρχο και επεκτεινόμενο κρατικό παρεμβατισμό – και συνεχίζει να το κάνει σήμερα!

Το βιβλίο του Δ. Σκάλκου μας υπενθυμίζει τελικά ότι εκκρεμεί η απάντηση στο ερώτημα για το μέλλον του σύγχρονου φιλελευθερισμού στην Ελλάδα. Η κωδικοποίηση των προβλημάτων δείχνει πόσο πολύπλοκη είναι η σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα και αλλού. Τι πιθανότητες έχει ο φιλελευθερισμός απέναντι στην ιστορία, στην πολιτική κουλτούρα και τους θεσμούς της; Σίγουρα, δεν υπάρχει ένας φιλελευθερισμός (ούτε μια εκδοχή μεταρρυθμίσεων). Άκραίες εκδοχές δεν έχουν πολλές πιθανότητες και είναι άγονη η συζήτηση για το ποιος είναι ο «αυθεντικός» φιλελευθερισμός.

Οποιαδήποτε ρεαλιστική απάντηση (και μεταρρυθμιστική πρόταση συνολικά) δεν μπορεί παρά να στηρίζεται σε ένα συμβιβασμό ή «μίγμα» διαφορετικών αξιών ή αρχών. Για τον λόγο αυτόν άλλωστε προστίθενται διάφορα επίθετα στον όρο – κοινωνικός, ριζοσπαστικός, σύγχρονος, πραγματιστικός φιλελευθερισμός. Οι προσθήκες επιθέτων σε έναν «-ισμό» αντανακλούν την απάντηση της πραγματικής εξέλιξης σε δήθεν αιώνια καθαρά πρότυπα (που έχουν όμως άλλη χρησιμότητα) και αυξάνουν τις πιθανότητες για συγκλίσεις και εν τέλει για πρόοδο. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλες έννοιες. Υπενθυμίζω όρους όπως χριστιανικός σοσιαλισμός, σοσιαλ-δημοκρατία (ή κοινωνική δημοκρατία), δημοκρατικός σοσιαλισμός και ακόμα φιλελεύθερος σοσιαλισμός. Εδώ τα πράγματα δυσκολεύουν γιατί υπάρχουν δυσδιάκριτες «ανταλλακτικές σχέσεις» (trade-offs) μεταξύ τους. Ανακύπτουν τότε ζητήματα στάθμισης μάλλον διαφορετικών αρχών (π.χ. ελευθερίας και ίσων ευκαιριών, αποτελεσματικότητας και ασφάλειας) και διαμόρφωσης πρακτικής πολιτικής παρά ιδεολογικής καθαρότητας στο περιθώριο των εξελίξεων.  Το βιβλίο του Δημήτρη Σκάλκου δείχνει ακριβώς την πολυπλοκότητα της κατάστασης.