Ετικέτα: Μνημόνιο

Η επόμενη μέρα χωρίς ψευδαισθήσεις

Των Πάνου Καζάκου και Δημήτρη Σκάλκου

Δημοσιεύτηκε στο Βήμα 22.10.2017

Τη δημόσια συζήτηση απασχολεί ήδη και θα απασχολήσει ολοένα και περισσότερο τους επόμενους μήνες το ζήτημα της πορείας της ελληνικής οικονομίας μετά την τυπικά προβλεπόμενη λήξη του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής («Μνημονίου») τον Αύγουστο του 2018. Η επόμενη μέρα θα βρει την ελληνική οικονομία να έχει εξορθολογήσει τα δημόσια οικονομικά της και να έχει προωθήσει ένα σημαντικό αριθμό μεταρρυθμίσεων. Ταυτόχρονα όμως η οικονομία δεν φαίνεται να έχει οριστικά τροχοδρομηθεί στις ράγες μιας ισχυρής και διατηρήσιμης ανάπτυξης, ενώ ακόμη εκκρεμεί μια σειρά αναγκαίων θεσμικών και διαρθρωτικών αλλαγών. Θεωρούμε κρίσιμο να προσεγγίσουμε την επόμενη μέρα χωρίς ψευδαισθήσεις που μπορεί να αποβούν (για ακόμη μία φορά) καταστροφικές.

            Είναι σαφές ότι το πλαίσιο της οικονομικής διακυβέρνησης της Ε.Ε. περιορίζει σημαντικά τη δημοσιονομική κυριαρχία των κρατών-μελών της και ακόμη περισσότερο της ευρωζώνης (Δημοσιονομικό Σύμφωνο).  Συγκροτεί ένα περιβάλλον αυξημένης αμοιβαίας εποπτείας που δεν επιτρέπει εξαιρέσεις. Επομένως, η εξωτερική επιτήρηση της Ελλάδας που μόλις πρόσφατα βρέθηκε στα πρόθυρα μιας άτακτης χρεοκοπίας δεν πρόκειται να διακοπεί από τη μια στιγμή στην άλλη. Εκτός τούτου οι χώρες που ολοκλήρωσαν αντίστοιχα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής συνέχισαν να αποτελούν αντικείμενο οικονομικής παρακολούθησης (βλέπε σχετικά τις τακτικές PostProgramme Surveillance Reports της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πορτογαλία). Ακόμα και μια «καθαρή» έξοδος στις αγορές δεν συνεπάγεται και έξοδο από κάθε επιτήρηση!

Είναι προφανές ότι η αναγκαία προληπτική γραμμή στήριξης και ακόμη περισσότερο τα μέτρα ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους θα συνοδεύονται από οικονομική εποπτεία. Υπενθυμίζουμε ακόμα ότι δεσμευτήκαμε πρόσφατα για φορολογικά μέτρα και αλλαγές στο ασφαλιστικό της τάξης του 2% του ΑΕΠ για το 2019 και 2020 προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% ΑΕΠ ως το 2022. Στη συνέχεια, η χώρα θα πρέπει να διατηρήσει υψηλά (και μάλλον ανέφικτα) πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% μέχρι το 2060!

Οι τεχνικές πτυχές είναι δυσνόητες, π.χ. αν σε περίπτωση που αποκλίνουμε από τους στόχους, είναι προτιμότερο ένα τέταρτο (ή πέμπτο;) μνημόνιο  ή  μια από τις προβλεπόμενες προληπτικές γραμμές στήριξης του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ). Ωστόσο, αν και η Ελλάδα εμφανίζεται υποχρεωμένη να βαδίσει στο στενό μονοπάτι της δημοσιονομικής υπευθυνότητας, μπορεί μετά το 2018 να πετύχει μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας (φορολογική πολιτική, κοινωνική πολιτική, κ.ά.) συγκριτικά με τον σημερινό ασφυκτικό έλεγχο των Θεσμών. Το θέμα είναι υπό ποιες προϋποθέσεις θα έχει μεγαλύτερη ελευθερία και αν θα την αξιοποιήσει σωστά.

Όσον αφορά στις προϋποθέσεις, είναι προφανές ότι  πολλά θα εξαρτηθούν,  πρώτον, από την κατάσταση στην αφετηρία, αν δηλαδή θα έχουν ολοκληρωθεί με επιτυχία η τρίτη και οι επόμενες αξιολογήσεις. Τα περιθώρια ελευθερίας θα εξαρτηθούν επίσης από την ικανότητα της κυβέρνησης να  διαπραγματευθεί μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, ας πούμε στο 2% του ΑΕΠ, ώστε να διευρύνει το λεγόμενο «δημοσιονομικό χώρο» για μείωση των φόρων.  Η τελευταία με τη σειρά της προϋποθέτει ότι η οικονομική πολιτική ανακτά την αξιοπιστία της, όπως επαναλαμβάνει με κάθε ευκαιρία ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Και αυτό πάλι θα συμβεί αν τολμήσει γενναίες μεταρρυθμίσεις.

Στο πεδίο της πολιτικής διαχείρισης της επόμενης μέρας τα πράγματα είναι λιγότερο ξεκάθαρα. Η χώρα μας έχει μακρά παράδοση μακροοικονομικού λαϊκισμού, με τις εκάστοτε κυβερνήσεις (αλλά και αντιπολιτεύσεις) να προσαρμόζουν τις θέσεις τους περισσότερο στον πολιτικό κύκλο και να μη αναλαμβάνουν το κόστος αλλαγών παρά στις απαιτήσεις της οικονομικής πραγματικότητας. Ακόμα και οι προσεκτικές διατυπώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Θεσσαλονίκη ενεργοποίησαν  παλαιοκομματικά ανακλαστικά προϊδεάζοντας για το τι περιμένει μια κυβέρνηση ΝΔ. Επίσης, στην κυβερνητική πλευρά σήμερα, ήδη οι πρώτες δειλές αναφορές της στο «μέρισμα της ανάπτυξης» (την οποία ακόμη δεν έχουμε δει) και η δυστοκία της στον τομέα των μεταρρυθμίσεων αποτελούν ανησυχητικές ενδείξεις για τον τρόπο με τον οποίο κάποια τουλάχιστον στελέχη της αντιλαμβάνονται το τέλος των «μνημονίων». Ορισμένα μάλιστα καλλιεργούν τη νέα αυταπάτη ότι τότε θα «ανοίξουν οι κάνουλες» (κατά την αυθόρμητη δήλωση του κ. Φλαμπουράρη).

Αυτό φυσικά δεν θα μπορεί να συμβεί.

Η επόμενη μέρα δεν θα μοιάζει με μήνα του μέλιτος. Θα απαιτηθεί πρώτιστα μια πολιτική ηγεσία που θα κλείσει τα αυτιά της στις «σειρήνες» του λαϊκισμού, και θα αντιμετωπίσει τις αντιστάσεις του παλαιοκομματισμού και των ομάδων συμφερόντων. Δείγματα σχετικής βούλησης υπάρχουν. Έτσι θα  διαφυλαχθεί η δημοσιονομική σταθερότητα και  θα εφαρμοσθεί ένα εθνικό πρόγραμμα φιλόδοξων μεταρρυθμίσεων ώστε να κεφαλαιοποιηθούν, αντί να σπαταληθούν οι πολύχρονες θυσίες των ελλήνων πολιτών και να επιτευχθούν συνθήκες διατηρήσιμης ανάπτυξης.

Advertisement

Μια σύντομη υπεράσπιση των μεταρρυθμίσεων για υποψιασμένους

Δημοσιεύτηκε στο liberlal.gr Δευτέρα 03 Απριλίου 2017

Οι «μεταρρυθμίσεις» που προβλέπουν τα προγράμματα προσαρμογής τείνει να απαξιωθεί ως όρος στη δημόσια συζήτηση. Στόχος τους όμως είναι να βελτιώσουν την οικονομική αποτελεσματικότητα σε κράτος και οικονομία με καλύτερη χρήση των διαθέσιμων πόρων και αποτέλεσμα την υπέρβαση της κρίσης. Δεν αποτελούν «τεχνικό» ζήτημα, αλλά συνυφαίνονται με ευρύτερα, θεμελιώδη ζητήματα σχετικά με το μέγεθος και την ποιότητα του κράτους, την κατανομή βαρών μεταξύ των γενεών, την ατομική ευθύνη και λογοδοσία κλπ. Επομένως έρχονται σε πλήρη αντίθεση με διάχυτες «βολικές πεποιθήσεις» του παρελθόντος που συνοψίζαμε στον όρο «κρατισμός».

Τα επιμέρους σημεία του τελευταίου προγράμματος (Μνημόνιου ΙΙΙ) όπως επικαιροποιήθηκε τον Ιούνιο 2016 και έκτοτε έχει ουσιαστικά παγώσει επιδέχονται μεν βελτιώσεις μέσω διαπραγματεύσεων και ορθολογικότερης εφαρμογής, συνολικά όμως οι μεταρρυθμίσεις του αγγίζουν τις πηγές των «αποτυχιών του κράτους» μας: Διαφθορά και κακοδιαχείριση, διαπλοκή, εύθραυστη παραγωγική βάση, μη τήρηση του νόμου, όπου τα Εξάρχεια είναι μόνον η κορυφή του παγόβουνου της διαχεόμενης ανομίας κ.α. Αν αποτύχει και αυτό το Μνημόνιο η κατάληξη θα είναι η ανοιχτή χρεοκοπία, ένα χαοτικό καθεστώς δραχμής, νέα πτώση του βιοτικού επιπέδου και πολιτική αστάθεια.

Ειδικότερα (και για να άρουμε το ιδεολογικό πέπλο που επικρατεί) ο όρος «μεταρρυθμίσεις» υποδηλώνει σήμερα γενικά μέτρα που, μεταξύ άλλων,

(α) ανοίγουν τις αγορές στον ανταγωνισμό, καταργώντας μονοπώλια και άλλες μορφές προστασίας ευνοούμενων ομάδων,

(β) κάνουν αποτελεσματικότερη τη λειτουργία του κράτους (π.χ. με αξιολόγηση δομών και στελεχών),

(γ) στον δημοσιονομικό τομέα, περιορίζουν τη διακριτική ευχέρεια της εκάστοτε κυβέρνησης να δαπανά και φορολογεί ή να δημιουργεί ελλείμματα και χρέη (deficit bias) για να δώσει δώρα σε ευνοούμενους, και

(δ) εκλογικεύουν την κοινωνική πολιτική (π.χ. με την αντικατάσταση πάσης φύσης επιδομάτων με το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα ή Εισόδημα Κοινωνικής Αλληλεγγύης). Μεταρρύθμιση δεν σημαίνει κοινωνική αναλγησία, αλλά υπέρβαση του πελατειακού και αναποτελεσματικού «κράτους-παροχών».

Αυτό δεν σημαίνει ότι απορρίπτεται θεμελιωδώς η κρατική παρέμβαση στο πλαίσιό μιας γενναίας μεταρρυθμιστικής πολιτικής. Στο κράτος (σε διάφορα επίπεδα) αναγνωρίζεται ουσιαστικός ρόλος αρκεί να τον εκπληρώνει σωστά π.χ. να αξιοποιεί πραγματικά τις δυνατότητες για παραγωγή δημοσίων αγαθών (π.χ. «παιδεία»), να πετυχαίνει τους βασικούς του στόχους στην κοινωνική πολιτική και να ρυθμίζει τις οικονομικές δραστηριότητες ώστε να μειώνονται ή αποφεύγονται αρνητικές εξωτερικές επιπτώσεις (externalities).

Στην πράξη, η πραγματικά εναλλακτική αλλά μη ρεαλιστική πρόταση είναι η προάσπιση του status quo, ή και η ακόμα λιγότερο ρεαλιστική επιστροφή στο παρελθόν – σε δομές και συμπεριφορές που μας οδήγησαν στην κρίση.

Τώρα, απλοποιώντας κάπως, θεωρώ ότι υπάρχει ευρεία επιστημονική συναίνεση για τις θετικές επιπτώσεις των μεταρρυθμίσεων σε όρους γενικής ευημερίας. Ουσιαστικά αποτελούν το κλειδί για υπέρβαση της κρίσης και διατηρήσιμη ανάπτυξη. Σε ορισμένες περιπτώσεις ο υπολογισμός του γενικού οφέλους είναι σχεδόν παιδική άσκηση (Fraport, Ελληνικό κλπ) σε άλλες περιπτώσεις το γενικό όφελος είναι δυσδιάκριτο αλλά εξίσου υπαρκτό π.χ. αν εμπεδώνονται θεσμοί που λειτουργούν χωρίς αποκλεισμούς για να προσφύγω σε έναν όρο των Robinson και Acemoglou.

Όμως διαπιστώνουμε ότι ανεξάρτητα από το τι λέγει η οικονομική-πολιτική ανάλυση, στην πράξη οι μεταρρυθμίσεις καθυστερούν ή αλλοιώνονται. Έτσι φθάνουμε στο ερώτημα: Αν οι μεταρρυθμίσεις αποφέρουν καθαρά κέρδη ευημερίας για ολόκληρη την κοινωνία (όπως υποδεικνύει η επιστημονική έρευνα), τότε τι εμποδίζει πολλές από αυτές;

Παραθέτω επιλεκτικά έναν κατάλογο των εμποδίων: Ειδικά συμφέροντα που υπερασπίζονται το status quo και εμπλέκονται σε ένα πόλεμο φθοράς προκειμένου να αποφύγουν το κόστος ή να το μεταθέσουν σε άλλους, τον εκλογικό κύκλο (οι μεταρρυθμίσεις αποδίδουν κατά κανόνα μακροχρόνια, ενώ ο χρονικός ορίζοντας των πολιτικών δεν ξεπερνά τις επόμενες εκλογές), την αδιαφανή κατανομή βαρών, την ποιότητα της ηγεσίας, η οποία θα πρέπει να πιστεύει σε αυτό που κάνει, τις επικρατούσες ιδέες για το κράτος και την αγορά κ.α. Φυσικά, ο κατάλογος των παραγόντων που εμποδίζουν τις μεταρρυθμιστικές διαδικασίες δεν εξαντλείται σε αυτούς.

Στη συνέχεια στέκομαι σε δύο που επηρεάζουν το γενικότερο κλίμα: Ο πρώτος είναι η χαμηλή εμπιστοσύνη. Έχουμε σοβαρές εμπειρικές ενδείξεις ότι ένας υψηλός βαθμός εμπιστοσύνης σε θεσμούς και κυβέρνηση ευνοεί μεταρρυθμιστικά σχέδια και επηρεάζει θετικά τις οικονομικές επιδόσεις. Αυτό συμβαίνει διότι π.χ.

  • τα άτομα που εμπιστεύονται θεσμούς επενδύουν μακροπρόθεσμα,
  • δεν σπαταλούν χρόνο και πόρους για …προστασία ή βόλεμα και
  • είναι περισσότερο διατεθειμένα να δεχθούν μεταρρυθμίσεις, αν θέλετε, να συμπεριφέρονται αλτρουιστικά.

Οι διεθνείς συγκρίσεις δείχνουν ότι είμαστε μια χώρα χαμηλής εμπιστοσύνης (ΟΟΣΑ, 2017).

Δεύτερον, τα φανερά ειδικά συμφέροντα και οι αφανείς διαπλοκές στα ανώτερα κλιμάκια της κοινωνίας.

Απλοποιώντας κάπως και τελειώνοντας σημειώνω ότι βρισκόμαστε σε μια κατάσταση γενικευμένης δυσπιστίας όπου κάθε μια κοινωνική ομάδα ή κάθε ένας από τους παίκτες στη δημόσια σφαίρα (με εξαιρέσεις πάντως) διαμορφώνουν χωριστά και ανεξάρτητα τη δική τους άποψη για το τι πρέπει να γίνει σύμφωνα με τους δικούς τους ορισμούς συμφέροντος. Τότε, μας προειδοποιεί η θεωρία (βλ. δίλημμα των φυλακισμένων), θα καταλήξουν σε αποφάσεις που τελικά είναι χειρότερες για όλους (ή έστω για τους περισσότερους) από εκείνες οι οποίες θα μπορούσαν να προκύψουν αν συντονίζονταν και εκτιμούσαν σωστά και από κοινού τα οφέλη και κόστη των αλλαγών.

Ο ρόλος της ηγεσίας που εκπέμπει σαφή μηνύματα αλλαγής, αψηφά το βραχυχρόνιο πολιτικό κόστος και διεκδικεί την ψήφο των πολιτών με αυτήν ακριβώς την εντολή, είναι τότε κρίσιμος για την υπέρβαση της χειρότερης «λύσης», δηλαδή της ασταθούς στασιμότητας ή και αργόσυρτης διαδικασίας οικονομικής και κοινωνικής παρακμής. Στην περίπτωσή μας πολλά εξαρτώνται συγκεκριμένα από αυτό που οι διεθνείς θεσμοί αποκαλούν «οικειοποίηση» των μεταρρυθμίσεων (ownership), ότι δηλαδή οι κυβερνήσεις πρέπει να «ενστερνισθούν» και εφαρμόσουν αξιόπιστα ένα ευρύ μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα.

Κατά γράμμα ή σε γενικές γραμμές;

 Των ΠΑΝΟΥ ΚΑΖΑΚΟΥ ΚΑΙ ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΚΑΛΚΟΥ*

 Δημοσιεύθηκε  στη Καθημερινή της 11 Δεκεμβρίου 2016

Ένα ερώτημα που στη δημόσια συζήτηση δεν απαντάται ευκρινώς είναι το τι μπορούμε ρεαλιστικά να αναμένουμε αν το Μνημόνιο (= η πολιτική προσαρμογής)  εφαρμοσθεί «κατά γράμμα». Πιο συγκεκριμένα, ποιές δυσλειτουργίες σε θεσμούς και οικονομία και ποιοί κίνδυνοι θα εξαλειφθούν; Θα επιστρέψουμε τότε, και σε ποιο βαθμό, στην ανάπτυξη;

Είναι γεγονός ότι, η χαμηλή παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας προσφέρει σημαντικές δυνητικές δυνατότητες ανάκαμψης. Και ακόμη δεχόμαστε ότι, όσο μεγαλύτερη είναι η προηγούμενη σκλήρωση των οικονομικών θεσμών, τόσο μεγαλύτερες παρουσιάζονται οι δυνατότητες ανάπτυξης μιας οικονομίας. Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με μία πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ (Daude, 2016), οι υλοποιούμενες και σχεδιαζόμενες στο πλαίσιο των Μνημονίων (διαρθρωτικές) μεταρρυθμίσεις μπορούν να οδηγήσουν σε ορίζοντα δέκα ετών σε σημαντικότατη αύξηση του εγχώριου ΑΕΠ κατά 13,4%.

Σημειώνουμε ακόμα ότι, ενώ πιθανότητα δεν θα λείψουν οι τριβές και οι μάχες οπισθοφυλακής, ωστόσο το Μνημόνιο μάλλον ευνοείται μεταξύ άλλων και από το γεγονός ότι ουδείς επιθυμεί να δει τη βόμβα της χρεοκοπίας να σκάει στα χέρια του καθώς η τραυματική εμπειρία της διαπραγμάτευσης του καλοκαιριού του 2015 υπήρξε εξόχως διδακτική.

Μερικές ακόμα  αρχικές συνθήκες φαίνεται επίσης ότι ευνοούν τη  εφαρμογή του. Τα προηγούμενα χρόνια το δημοσιονομικό έλλειμμα μειώθηκε εντυπωσιακά και εφαρμόσθηκαν ορισμένες μεταρρυθμίσεις. Επίσης, οι κοινοτικοί πόροι εξακολουθούν να εισρέουν στη χώρα, η πολιτική βούληση τουλάχιστον σε επίπεδο κορυφής φαίνεται ότι υπάρχει, ο οικονομικός πυρήνας (ο τεχνοκρατικός πόλος του Williamson) γνωρίζει οικονομικά και ο νεοαριστερός  λαϊκισμός στην εξουσία πια  μεταμορφώνεται και χάνει τη γοητεία του. Άλλες αρχικές συνθήκες είναι όμως δυσμενείς- η κόπωση του κόσμου, η έλλειψη εμπιστοσύνης στην πολιτική, το ενδεχόμενο απότομων εξωτερικών διαταραχών έναντι των οποίων δεν έχουμε «μαξιλάρια».

Σημειώνουμε ακόμη ότι, διάφορα σημεία του Μνημονίου χρειάζονται ερμηνεία μεταξύ άλλων  και λόγω της «δημιουργικής ασάφειας» που εν μέρει τα χαρακτηρίζει, π.χ. στην περίπτωση των εργασιακών σχέσεων. Για τον λόγο αυτόν άλλωστε, παρατεταμένες  διαπραγματεύσεις οδήγησαν τον Ιούνιο 2016 σε μια πρώτη  «επικαιροποίηση» του Μνημονίου που ταυτόχρονα αποσαφήνισε εκκρεμότητες και τον Δεκέμβριο 2016 σε μια δεύτερη. Ακόμα και σήμερα εκκρεμούν κρίσιμα ζητήματα σχετικά με την ελάφρυνση του χρέους, τα τυχόν νέα μέτρα το 2018 αν οι θεσμοί κρίνουν ότι δεν είναι βιώσιμο, τους δημοσιονομικούς στόχους μετά το 2018 που δεν είναι μακριά, τη χρηματοδότηση του κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης το 2018, το ζήτημα των εργασιακών σχέσεων, την επανεξέταση του ασφαλιστικού κ.ά. Τον Δεκέμβριο 2016 έχουν καταγραφεί 93 μεγάλα και μικρά θέματα υπό διαπραγμάτευση.

Καθώς εξελίσσεται λοιπόν το τρίτο Μνημόνιο δεν θα εφαρμοσθεί κατά γράμμα, αλλά σε γενικές γραμμές και με τρόπο που να ανταποκρίνεται στην κατεύθυνση που υποδεικνύει. Όπως και τα προηγούμενα, το Μνημόνιο είναι ένα ευρύ και κατά βάση φιλελεύθερο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού της ελληνικής οικονομίας (και πολιτικής) που συγκρούεται με τις κληροδοτημένες δομές, παραδοσιακές συμπεριφορές και εξωπραγματικές αντιλήψεις για τον κόσμο και τη χώρα. Κάθε κεφάλαιό του αρχίζει ακριβώς με γενικές διατυπώσεις που προϊδεάζουν και νομιμοποιούν ό,τι ακολουθεί. Σε θεωρητικούς όρους στοχεύει συνολικά στις «αποτυχίες του (ελληνικού) κράτους».

Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης θα δείξει αν και σε ποιο βαθμό η πολιτική μας, παρά τις δυσκολίες και τις αντιδράσεις, είναι στο σωστό δρόμο για την εφαρμογή του. Αν λοιπόν δεν αρνηθεί (και πάλι!) να δεχθεί το κόστος της προσαρμογής και προκαλέσει αστάθεια, τότε μπορούμε ευλόγως να αναμένουμε τα εξής: η προσαρμογή θα αποφέρει πρωτογενή πλεονάσματα, θα περιορίσει τη χαοτική κανονιστική ρύθμιση των αγορών προϊόντων και εργασίας, θα δώσει ώθηση στη χωροταξία που συνιστά ένα απέραντο πεδίο πελατειακών δοσοληψιών, θα επιταχύνει την απονομή δικαιοσύνης που σήμερα πλησιάζει συχνά τα όρια της αρνησιδικίας, θα κάνει αποτελεσματικότερη τη δημόσια διοίκηση (αν οι τυπικές αλλαγές που επέρχονται δεν αλλοιωθούν από την επικρατούσα πολιτική και διοικητική κουλτούρα), θα περιορίσει τη φοροδιαφυγή και τη διαφθορά και την κακοδιαχείριση πόρων, θα αποτρέψει τον θεσμικό εκφυλισμό κλπ. Επίσης, το χρέος θα διευθετηθεί με ανεκτό τρόπο (ενδεικτικά ESM 2016), εξέλιξη που θα παραμερίσει μια τεράστια πηγή αβεβαιοτήτων.

Στο παραπάνω ευνοϊκό σενάριο, τα επόμενα δύο χρόνια θα έχουμε υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης που θα διευκολύνουν τη δημοσιονομική προσαρμογή. Η χώρα θα αποφύγει την εφαρμογή του περιβόητου «κόφτη», την υποχρέωση δηλαδή να περικόψει πρωτογενείς δαπάνες (μισθούς και συντάξεις, κυρίως του Δημοσίου) σε περίπτωση αποκλίσεων από τις προβλέψεις κατά την εκτέλεση του προϋπολογισμού. Θα ανακτήσει αξιοπιστία, θα αξιοποιήσει τις δυνατότητες της «ποσοτικής χαλάρωσης» του Μάριο Ντράγκι, που θα επιτρέψουν φθηνότερη και πιο άνετη χρηματοδότηση της οικονομίας, θα καταφέρει να εξέλθει στις αγορές. Επίσης, θα αποκτήσει μερικά «μαξιλάρια» στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ) για την περίπτωση ανάγκης. Όλα αυτά εδράζονται σε γενικές γραμμές στην οικονομική λογική και στους ισχύοντες κανόνες του παιγνιδιού. Με δύο λόγια, αν το Μνημόνιο εφαρμοσθεί «κατά γράμμα», η χώρα θα ξεφύγει από τα σημερινά αδιέξοδα.

Παρά ταύτα, είναι φανεροί οι εσωτερικοί και εξωτερικοί κίνδυνοι αποτυχίας του προγράμματος προσαρμογής. Η ως τώρα εμπειρία δικαιολογεί επιφυλάξεις για την κατάληξη των προσπαθειών προσαρμογής και κυρίως των μεταρρυθμίσεων. Υπάρχει απόσταση ανάμεσα σε τυπικές νομοθετικές ρυθμίσεις και πραγματικότητα  καθώς τυπικοί  νόμοι  δεν εφαρμόζονται αμέσως ή εφαρμόζονται με κενά, ενώ άλλοι προσκρούουν στην κουλτούρα των διαφόρων «στεγανών» του κράτους. Π.χ. εκκρεμούν υπουργικές αποφάσεις για την εφαρμογή της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης ενώ η ίδια δεν φαίνεται να διασφάλισε τη διατηρησιμότητα του συστήματος που εξελίσσεται σε σισύφειο έργο, στις ιδιωτικοποιήσεις αντιδρούν κομματικοί, συνδικαλιστικοί και τοπικοί αξιωματούχοι, αντιτιθέμενα επιχειρηματικά συμφέροντα προασπίζονται τα κεκτημένα συμφέροντα της διαπλοκής  τραπεζών, επιχειρηματιών και πολιτικών, οι τράπεζες έμειναν ολόκληρο το 2016 χωρίς διοικήσεις, κ.ά. Σε ευαίσθητους  τομείς που είχαν διαφύγει της εποπτείας των θεσμών διαπιστώνουμε καθαρή οπισθοδρόμηση (π.χ. στην εκπαίδευση). Η μεταρρύθμιση έχει εξελιχθεί σε ένα απέραντο εργοτάξιο αλλά χωρίς συνεκτικό σχέδιο και με τους μηχανικούς να διαφωνούν για τα πάντα.

Η εμπειρία της εφαρμογής των προηγούμενων δύο Μνημονίων καταδεικνύει την απόσταση ανάμεσα στην τυπική υιοθέτηση των μεταρρυθμίσεων και την αποτελεσματική εφαρμογή τους (βλέπε τον παρακάτω πίνακα). Σύμφωνα με περιοδική έκθεση του ΟΟΣΑ για τη χώρα μας (OECD Economic Surveys, 2016), η Ελλάδα εμφανίζει συγκριτικά το μικρότερο ποσοστό υλοποίησης μεταρρυθμίσεων ανάμεσα στις χώρες που κλήθηκαν να εφαρμόσουν προγράμματα προσαρμογής (70% στην Ελλάδα, έναντι 98% στην Πορτογαλία και 97% στην Ιρλανδία). Επιπρόσθετα, πάντοτε ελλοχεύει ο συχνός κίνδυνος της τροποποίησης ή ακόμη και της εγκατάλειψης των μεταρρυθμίσεων σε βάθος χρόνου (reform reversal).

graphima

Η οικονομία δεν λειτουργεί ερήμην της πολιτικής. Στην περίπτωση των δύο προηγούμενων Προγραμμάτων, οι σχεδιαστές τους υιοθέτησαν μία μάλλον αισιόδοξη προσέγγιση σύμφωνα με την οποία «τα πράγματα θα χειροτερεύσουν πριν γίνουν καλύτερα». Εκτός τούτου, οι θεσμοί αρχικά υποεκτίμησαν τις αστοχίες των προγραμμάτων (βλέπε ενδεικτικά συζήτηση για τον «πολλαπλασιαστή») και στη συνέχεια τις απέδωσαν αποκλειστικά στην απροθυμία ή την ανικανότητα των ελληνικών κυβερνήσεων να προωθήσουν τις προβλεπόμενες ρυθμίσεις.

Τέλος, οι θεσμοί υποβάθμισαν εκείνες τις ενδείξεις του εξωτερικού περιβάλλοντος που υποδεικνύουν την αναγκαιότητα αναπροσαρμογής της ακολουθούμενης πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο ώστε να στηριχθούν αποτελεσματικότερα οι εθνικές προσπάθειες.

Οι «αποτυχίες της πολιτικής» αποτελούν ενδογενή μεταβλητή κάθε πολιτικο-οικονομικού συστήματος και ως τέτοιες πρέπει να ενσωματώνονται στον σχεδιασμό ενός προγράμματος προσαρμογής. Σε αυτό το πλαίσιο, επισημαίνουμε τρεις προϋποθέσεις επιτυχούς εφαρμογής του:

Πρώτον, η ομαλή εφαρμογή του Μνημονίου προϋποθέτει ότι η κυβέρνηση και επιπρόσθετα η αντιπολίτευση «ενστερνίζονται» όχι μόνο τα ειδικά μέτρα του Μνημονίου, αλλά και τη φιλοσοφία του. Εδώ ακριβώς εκκινούν τα προβλήματα εφαρμογής, που πηγάζουν από τις κληροδοτημένες αντιλήψεις και τα κατεστημένα συμφέροντα.

Δεύτερον, η οικονομική πολιτική οφείλει να ενισχύει τις εφαρμοζόμενες μεταρρυθμίσεις. Σε περιβάλλον ύφεσης, οι μεταρρυθμίσεις αργούν να αποδώσουν τα προσδοκώμενα οφέλη, κάτι που συνακόλουθα αδυνατίζει την κοινωνική αποδοχή τους. Σήμερα, η δραματική έλλειψη ρευστότητας στην οικονομία, οι υφεσιακές επιπτώσεις του προϋπολογισμού 2017 (κυρίως λόγω νέων φόρων), η αναιμική ανάπτυξη της ευρωζώνης, είναι παράγοντες που απειλούν να εγκλωβίσουν την οικονομία στην «παγίδα χαμηλής ανάπτυξης», όπου οι προσδοκίες (οικονομικό κλίμα) συντρίβονται και ο «επιταχυντής της ανάπτυξης» δεν λειτουργεί.

Τρίτον, οι σχεδιαζόμενες παρεμβάσεις πρέπει να ανταποκρίνονται στις ανάγκες και ιδιαιτερότητες της εθνικής οικονομίας. Ως παράδειγμα, σημειώνουμε ότι οι προωθούμενες αλλαγές στις αγορές εργασίας δεν πρέπει να παρακάμψουν τη διάχυτη ανομία με ποικίλες μορφές  (αδήλωτη εργασία, απλήρωτη εργασία με διάφορα τεχνάσματα κ.ά.), τη νομοθεσία που διέπει τον συνδικαλισμό (ιδίως στο Δημόσιο), την υποβάθμιση των δικτύων ασφάλειας των εργαζομένων σε συνθήκες ευελιξίας.

Συμπερασματικά, η ανάταξη της εθνικής οικονομίας περνά μέσα από τις ευρείες μεταρρυθμίσεις του παραγωγικού μας μοντέλου. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος.

 

*Ο Πάνος Καζάκος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή. Ο Δημήτρης Σκάλκος είναι υπ. διδάκτωρ οικονομικών επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και στέλεχος του υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης.

 

Ένα χρόνο μετά το δημοψήφισμα: Οι κίνδυνοι μιας νέας αποτυχίας δεν εξαλείφθηκαν

Δημοσιεύθηκε στη Huffington Post: 06/07/2016   

Σχεδόν ένα χρόνο μετά το περίεργο δημοψήφισμα, στις 16 Ιουνίου 2016, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί συμφώνησαν με την Ελλάδα ένα «συμπληρωματικό μνημόνιο συνεννόησης» (supplemental MoU) αφού προηγουμένως η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε σειρά «προαπαιτούμενων». Ήταν ένα βήμα για την εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής (τρίτου Μνημονίου) που συμφωνήθηκε τον Αύγουστο του 2015.

Το τρίτο Μνημόνιο και το «συμπληρωματικό Μνημόνιο» ισοδυναμούν με δύο νέες προσπάθειες για αλλαγή και σταθεροποίηση της σιδηροτροχιάς πάνω στην οποία θα κινούνται κράτος, οικονομία και κοινωνία τα επόμενα χρόνια. Αν οι αλλαγές ολοκληρωθούν θα επιφέρουν θεμελιώδη μεταβολή όχι μόνο του περιεχομένου, αλλά και των θεσμών της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.

Tα κρίσιμα ερωτήματα παραμένουν αν αυτή η διαδικασία αλλαγής κατεύθυνσης και θεσμών συνεχισθεί και αν θα πετύχει τους στόχους της. Τα ερωτήματα είναι εύλογα: την περίοδο από τον Ιούνιο 2015 μέχρι σήμερα χαρακτηρίζουν αλλεπάλληλοι γύροι διαπραγματεύσεων για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του προγράμματος, απότομες εντάσεις (π.χ. με το ΔΝΤ), συγκλίσεις της τελευταίας στιγμής και μετάθεση ορισμένων προβλημάτων για αργότερα. Το ίδιο ισχύει και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό αν εξετάσουμε ολόκληρη την περίοδο 2009-2016.

Η κυβέρνηση αισιοδοξεί ότι η χώρα επιστρέφει στην ομαλότητα και στην ανάπτυξη. Μια νέα αποτυχία θα είχε πλέον ανυπολόγιστες συνέπειες για το μέλλον της χώρας.

Η επίσημη αισιοδοξία έχει κάποια βάση. Αν εφαρμοσθεί ομαλά το Μνημόνιο, θα διοχετευθούν στη οικονομία σημαντικοί πόροι (ΕΣΠΑ κλπ), θα γίνουν ή ολοκληρωθούν οι μεταρρυθμίσεις που, μεταξύ άλλων, πειθαρχούν τη δημοσιονομική διαχείριση και εκλογικεύουν τη ρύθμιση των αγορών και θα αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη χωρίς την οποία η επενδυτική δραστηριότητα θα παραμείνει αναιμική.

Παρά τη δέσμευση του πυρήνα της κυβέρνησης να εφαρμόσει το πρόγραμμα προσαρμογής και παρά το γεγονός ότι συγκλίνουν προς αυτή τα περισσότερα κόμματα της αντιπολίτευσης (και κυρίως τα δύο μεγαλύτερα), αφού δεν προτείνουν την καταγγελία του, αλλά την καλύτερη εφαρμογή του, ενώ η κοινή γνώμη εξακολουθεί να στηρίζει την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη, η πορεία της χώρας δεν είναι διασφαλισμένη. Δε συμμερίζομαι την ανεπιφύλακτη προσδοκία ότι θα επιτευχθούν οι στόχοι.

Κινδύνους προκάλεσαν στο παρελθόν-και μπορεί να προκαλέσουν στο μέλλον- αποφάσεις που υπακούουν στην πολιτική-εκλογική λογική μάλλον, παρά στην οικονομική και παραβλέπουν τις σημερινές περιστάσεις. Τέτοιες κινήσεις βιώνουμε σχεδόν καθημερινά (βλ. τεχνάσματα με την Cosco) καθώς τμήματα του ευρύτερου κυβερνητικού μηχανισμού και της κοινής γνώμη δεν έχουν «ενστερνισθεί» το πρόγραμμα και τη φιλοσοφία του.

Δεν πρέπει να κρυβόμαστε. Η οικονομική και θεσμική φιλοσοφία του τρίτου Μνημονίου και του συμπληρώματός του διαφέρει ουσιωδώς από (α) εκείνη την οποία ακόμα υιοθετούν ανοιχτά ή σιωπηρά τμήματα του πολιτικού κόσμου και των πολιτών που δεν εμπιστεύονται τους μηχανισμούς της αγοράς και, συναφώς (β) τις πελατειακές συντεχνιακές πρακτικές που στρεβλώνουν τυπικούς κανόνες και καταλήγουν σε ένα αντιπαραγωγικό εν τέλει αλισβερίσι και εκτεταμένη προσοδοθηρία σε συνθήκες αδιαφάνειας. Θα χρειασθεί ακόμα μεγάλη ιδεολογική προσπάθεια για να αλλάξει το κλίμα σε κόμματα, οργανώσεις και πολίτες.

Όμως, συνολικά εξετάζοντας τα πράγματα, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις αντί της συνεπούς (όμως πιθανόν με βελτιώσεις) εφαρμογής του προγράμματος: Η έξοδος από την Ευρωζώνη(και πιθανόν από την ΕΕ) θα οδηγούσε αμέσως σε πολύ βαθιά πολιτική και οικονομική κρίση (μια πρώτη ιδέα πήραμε το περασμένο καλοκαίρι), ενώ η συνέχιση της αμυντικής εφαρμογής του Μνημονίου που προσπαθεί να διασώσει θεσμούς και πρακτικές του παρελθόντος, κατά το «μοντέλο του α΄εξαμήνου 2015»(«μένουμε αλλά δεν εφαρμόζουμε» συμφωνίες) θα παρέτεινε για ένα διάστημα την αγωνία και θα κατέληγε επίσης σε χρεοκοπία.

Πολιτική αναξιοπιστία και «συσχετισμοί» κατά του Μνημονίου

Δημοσιεύθηκε στο Books’ Journal, τεύχος 60/ Νοέμβριος 2015.

Πολιτική αναξιοπιστία και «συσχετισμοί» κατά του Μνημονίου.  

Οι τρέχουσες διαπραγματεύσεις με τους «θεσμούς» καθ’ οδόν προς την πρώτη αξιολόγηση του νέου Μνημονίου ανέδειξαν άλλη μια φορά τις δυσκολίες εφαρμογής του. Υπενθυμίζω ότι τον Αύγουστο η ελληνική Βουλή ψήφισε με συντριπτική πλειοψηφία τον νόμο 4336/2015  με τον οποίο κυρώθηκε μια νέα δανειακή σύμβαση και ένα τριετές πρόγραμμα προσαρμογής («μνημόνιο ΙΙΙ»)  Ο κύριος στόχος της ελληνικής πλευράς ήταν να αποφευχθεί η χρεοκοπία. Για να τον πετύχει έπρεπε τελικά να ανακαλέσει διάφορα μέτρα που είχε λάβει μονομερώς το α’ εξάμηνο του 2015 ( «100 δόσεις», γενόσημα κ.α.), να εφαρμόσει όσες μεταρρυθμίσεις είχαν συμφωνηθεί με τις προηγούμενες κυβερνήσεις  (ασφαλιστικό 2010, ιδιωτικοποιήσεις κ.α.) και, λόγω της δραματικής επιδείνωσης της οικονομίας από τα τέλη του 2014 με αποκορύφωμα τους κεφαλαιακούς ελέγχους, να υιοθετήσει νέα επώδυνα μέτρα- αύξηση διαφόρων συντελεστών φόρου, περικοπές στις συντάξεις κ.α. Αλλά τι πιθανότητες υπάρχουν να υλοποιηθούν οι δεσμεύσεις;

Η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα που δυσκολεύεται να ισορροπήσει τη δημόσια οικονομία της και να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις. Αυτές οι δυσκολίες είναι τρόπον τινά αναπόφευκτες όχι μόνο σε περιόδους ύφεσης. Όμως την κατάσταση επιδεινώνει εδώ η εξασθένιση της αξιοπιστίας της πολιτικής  και, ειδικότερα, της εμπιστοσύνης ότι νόμοι και συμφωνίες δεσμεύουν πραγματικά τις κυβερνήσεις. Η αξιοπιστία είχε ήδη πληγεί μετά από χρόνια δημοσιονομικής κακοδιαχείρισης (ελλειμμάτων, φορολογικής αστάθειας) και κακής οικονομικής πολιτικής με χαρακτηριστικό της την έλλειψη σταθερού προσανατολισμού και την υπαγωγή της σε πελατειακές πρακτικές. Κλονίσθηκε πλήρως στα χρόνια της κρίσης.

Εκτός τούτου, οι προβλεπόμενες στο νέο Μνημόνιο αλλαγές σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο επηρεάζουν ευθέως τα εισοδήματα. Έχουν επομένως έντονο αναδιανεμητικό χαρακτήρα. Ευλόγως προκαλούν αντιδράσεις και θα τις προκαλούσαν ακόμα και σε ιδανικές συνθήκες. Εξίσου σημαντικό είναι όμως ότι  σε πολλές περιπτώσεις επιφέρουν ανακατανομή εξουσίας και ανατρέπουν τις περιβόητες δικτυώσεις επιρροής που στήριζαν πάσης φύσης κεκτημένα και προσόδους.

Σε κάθε τμήμα του κράτους έχουν εμπεδωθεί (α) τυπικοί κανόνες που ορίζουν αρμοδιότητες και εξουσίες, (β) τις σχέσεις του με άλλα τμήματα («συναρμοδιότητες») και (γ) άτυπες συμπεριφορές π.χ. στις εφορίες, στην Ανώτατη Παιδεία, στα νοσοκομεία, στις σχέσεις οικονομικών παραγόντων και πολιτικών. Συχνά, αξιωματούχοι εντός των διαφόρων ιεραρχιών, έχουν λόγω του τυπικού τους ρόλου, ευκαιρίες και δυνατότητες να αντλήσουν παράτυπα οφέλη. Το αποτέλεσμα είναι μηχανισμοί αναδιανομής εισοδημάτων, πέρα από τους επίσημους, (εντείνουν) που συχνά αντιστρατεύονται την επίσημη πολιτική αναδιανομής, όπως π.χ. στην περίπτωση  της διαφθοράς…..Θα μπορούσε κανείς να περιγράψει τις διάφορες ομάδες ή άτομα σε υπηρεσίες που με βάση τις θέσεις εξουσίας και τις άτυπες διασυνδέσεις («διαπλοκή») πετυχαίνουν αναδιανομές. Συνολικά πρόκειται για ομάδες  προσοδοθήρων (rent seeker). Προφανώς η δύναμή τους (και οι άτυπες πρόσοδοι) εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες, π.χ. από  αναποτελεσματικούς τυπικούς κανόνες λογοδοσίας και από βασικές αξίες της κοινωνίας…..

Σημασία έχει να τονίσουμε ότι  οι ειδικότερες εξουσίες συνδέονται με προνόμια και ευκαιρίες άντλησης πλούτου και εισοδημάτων χωρίς παραγωγικό αντίκρισμα. Επομένως η άσκηση της ειδικότερης εξουσίας (π.χ. ενός χειρούργου, εφοριακού, υπουργού κλπ) δεν είναι απλά και μόνο μέρος της ειδικότητας, της επαγγελματικής ηθικής και ικανότητας ούτε, σε άλλες περιπτώσεις, απλό παίγνιο εξουσίας (μολονότι και αυτό υπάρχει όπως μας βεβαιώνει η ψυχολογία). Οι  υπάρχουσες ή επικρατούσες κατανομές εξουσίας  ορίζουν την κατανομή των εισοδημάτων (και αντίτροφα). Αποφέρουν απτά οικονομικά οφέλη. Αυτό κάνει κατανοητό γιατί οποιαδήποτε σχετική αλλαγή στις δυνατότητες επιρροής προσκρούει σε ισχυρές αντιστάσεις.

Το νέο Μνημόνιο τροποποιεί δυνητικά ρουτίνες και συμπεριφορές σε ολόκληρο το φάσμα του πολυδαίδαλου κράτους και σε όσους είχαν προνομιακή πρόσβαση σε αυτό (π.χ. προμηθευτές) και προκαλεί τριγμούς ανάλογης έντασης. Τροποποιεί απότομα τα δεδομένα στα οποία βάσιζαν τα προγράμματά τους μισθωτοί του Δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, επιχειρηματίες, δημοσιογράφοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, ΟΤΑ κλπ.   Έπρεπε να αναμένεται ότι η εφαρμογή του θα είναι ηράκλειος άθλος που ακόμα και οραματικοί πολιτικοί και ειδικοί θα δυσκολεύονταν να διεκπεραιώσουν- ηράκλειος με την έννοια ότι μόνο μια κυβέρνηση που έχει ισχυρή νομιμοποίηση, βούληση και δύναμη να υπερβεί αντιστάσεις μπορεί να τον φέρουν εις πέρας.  Όμως, η εντελώς ασαφής συζήτηση για πάσης φύσης «ισοδύναμα» που θα αντικαθιστούσαν διάφορες δεσμεύσεις του Μνημονίου αποκαλύπτει μάλλον πολιτική αμηχανία παρά αποφασιστικότητα καθώς και τη δύναμη των συσχετισμών και αναδιανεμητικών συμμαχιών! Παρερμηνεύεται ως μήνυμα μη εφαρμογής της συμφωνίας. Και συνυφαίνεται με ιδεολογικές εμμονές που δοκιμάσθηκαν στο παρελθόν και απέτυχαν.

Μερικά παραδείγματα: Η διαφάνεια στις προμήθειες με την εφαρμογή των κανόνων της ΕΕ είναι δέσμευση των Μνημονίων και προφανώς περιορίζει τις δυνατότητες αλλοίωσης του ανταγωνισμού μέσω πελατειακών δικτυώσεων. Η  ανεξαρτησία της ΓΓ Δημοσίων Εσόδων περιορίζει την εξουσία της εκάστοτε πλειοψηφίας  να χειρίζεται τη δημόσια οικονομία κατά το δοκούν και επομένως εξυπηρετεί ευνοούμενους. Οι ιδιωτικοποιήσεις περιορίζουν τη δύναμη των συντεχνιών, δηλαδή την ικανότητά τους να αντιστρατεύονται οικονομικές επιταγές και να λειτουργούν τις επιχειρήσεις σε βάρος του συνόλου.  Στην Ανώτατη Παιδεία, ο θεσμός των Συμβουλίων έγινε στόχος των εσωτερικών παραγόντων σε Ιδρύματα που δεν επιθυμούσαν οικονομικό έλεγχο.  Η αξιολόγηση στη Δημόσια Διοίκηση επίσης θα περιορίσει τα κομματικά- συντεχνιακά δίκτυα προστασίας των ανεπαρκών και επομένως την ικανότητα συνδικαλιστών να πωλούν προστασία – κλασική περίπτωση επιλεκτικών κινήτρων τύπου Olson! Ένας συνδικαλιστικός νόμος, κατά τις καλύτερες πρακτικές της Ευρώπης, θα εμπόδιζε μειοψηφίες εντός του σώματος των εργαζομένων να αυθαιρετούν αντιδημοκρατικά και να συμβάλλουν με ένα επιθετικό διεκδικητισμό στο κλείσιμο επιχειρήσεων και στην ανεργία. Στα ιδιωτικοποιούμενα λιμάνια της χώρας μια ανεξάρτητη εποπτική αρχή  θα μπορούσε να ελέγξει ιδιοτελείς οικονομικές συμπεριφορές κλπ.

Συνοψίζω: Το νέο μνημόνιο (όπως και τα προηγούμενα) αφορά το μέλλον της χώρας και, φυσικά, την εξουσία. Αυτό το τελευταίο συχνά το παραβλέπουμε στη δημόσια συζήτηση. Και όμως είναι κρίσιμο για το τι τελικά θα επιτευχθεί. Με κάθε προβλεπόμενο βήμα αλλάζουν οι περιβόητοι «συσχετισμοί» και οι παγιωμένες δοσοληψίες. Μέσω της ανατροπής τους θα μπορούσε να παραμερισθεί ό,τι καθηλώνει τη χώρα και να απελευθερωθούν δημιουργικές δυνάμεις- ή , έστω, ό,τι απέμεινε από αυτές.

Υπάρχει εσωτερική δέσμευση για την εφαρμογή του νέου Μνημονίου;

Δημοσιεύτηκε στη Huffington Post, 27/10/2015

Στις τρέχουσες διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς αναδείχθηκαν οι δυσκολίες εφαρμογής του Μνημονίου, δηλαδή της τυπικής της δέσμευσης για ένα πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής. Μετά τη συμφωνία με τον ΕΜΣ το Μνημόνιο ψηφίσθηκε από τη Βουλή.

Εγείρονται βέβαια ευαίσθητα ζητήματα. Δεν συζητώ εδώ ποια πλευρά έχει δίκιο. Και βεβαίως υπάρχει θέμα ερμηνείας κάθε παραγράφου. Όμως επισημαίνω ότι το εύρος των διαφωνιών με τους εταίρους καθώς και διάφορες παράλληλες εκτός Μνημονίου αποφάσεις και δηλώσεις δείχνουν ότι το Μνημόνιο γίνεται αντιληπτό από την κυβέρνηση και ίσως από την πλειοψηφία των πολιτών ως ένας ανεπίτρεπτος εξωτερικός «κορσές». Αποστασιοποιούνται από αυτό με διάφορα τεχνάσματα. Με άλλα λόγια, για να χρησιμοποιήσω την αντισηπτική γλώσσα των Βρυξελλών και του ΔΝΤ, δεν το θεωρούν «ιδιοκτησία» μας. Ας προσθέσουμε ειδικότερα πως αν η κοινωνία δεν αισθανθεί ότι η προσαρμογή είναι και δική της υπόθεση, τότε καμιά πίεση από τα έξω δεν θα φέρει τις αναγκαίες αλλαγές.

Υπενθυμίζω όμως ότι έχουμε υπογράψει πανηγυρικά ότι:

«για την επιτυχία απαιτείται ο ενστερνισμός του προγράμματος μεταρρυθμίσεων από τις Ελληνικές αρχές. Επομένως η κυβέρνηση είναι έτοιμη να λάβει οποιαδήποτε μέτρα ενδέχεται να κριθούν κατάλληλα για τον σκοπό αυτόν, καθώς οι περιστάσεις μεταβάλλονται. Η κυβέρνηση δεσμεύεται να διαβουλεύεται με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό ταμείο για όλες τις ενέργειες που αφορούν την επίτευξη των στόχων του Μνημονίου Συνεννόησης, πριν από την οριστικοποίηση και τη νομική έγκρισή τους» (βλ. Σύμβαση χρηματοδοτικής διευκόλυνσης μεταξύ του ΕΜΣ και της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδας και του ΕΤΧΣ στο νόμο 4336/2015 ΦΕΚ 94/14.8.2015, σελ. 1014).

Τα μέτρα και η οικονομική φιλοσοφία από την οποία απορρέουν περιγράφονται αναλυτικά στο Μνημόνιο μαζί με τα επίσης δεσμευτικά χρονοδιαγράμματα. Αλλά εννοούμε ό,τι υπογράψαμε;

Τα προβλήματα εφαρμογής που καταγράφονται δείχνουν ότι η οικονομική φιλοσοφία του μνημονίου αμφισβητείται στην πράξη, πράγμα που τροφοδοτεί την αβεβαιότητα. Όμως, η ιστορική μας εμπειρία έχει δείξει ότι τα πράγματα μπορούν να πάνε καλύτερα με λιτότητα μεν αλλά με σαφή δέσμευση των κυβερνήσεων για δημοσιονομική εξυγίανση και τουλάχιστον κάποιες μεταρρυθμίσεις.

Την περίοδο 1993-1999 η χώρα αναπτύχθηκε πράγμα που διέψευσε την υπόθεση ότι η δημοσιονομική προσαρμογή οδηγεί οπωσδήποτε σε ύφεση. Σωρευτικά, σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, η ελληνική οικονομία αύξησε κατά 20% (!) περίπου το ΑΕΠ της κατά την περίοδο 1993- 2000, ενώ έγινε μεγάλης έκτασης δημοσιονομική προσαρμογή ακόμα και αν παραβλέψουμε κάποια «τεχνάσματα», π.χ. το δημοσιονομικό έλλειμμα από 13,6% του ΑΕΠ (1993) μειώθηκε στο 3,6% (1999) και επιτεύχθηκαν πρωτογενή πλεονάσματα.

Η διαφορά από την εμπειρία των μνημονίων είναι ότι τότε η κυβέρνηση είχε πεισθεί και πείσει ότι θα εφαρμόσει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να ικανοποιήσει τα κατά Μάαστριχτ κριτήρια ένταξης στην Ευρωζώνη. Σίγουρα, δεν ήταν ενθουσιασμένη καθώς είχε απέναντί της ένα εν πολλοίς εχθρικό κόμμα, αλλά ως το 2000 δεν άφησε την πυξίδα. Έτσι διαμορφώθηκαν θετικές προσδοκίες γύρω από την πορεία της ελληνικής οικονομίας που ευνόησαν την ανάπτυξη.

Πρακτικά, η μεταγενέστερη εμπειρία της εποχής των Μνημονίων (σε σύγκριση με εκείνη τη θετική εμπειρία 1993-1999) θα πρέπει γίνει ένα καλό μάθημα. Ας το διατυπώσουμε καθαρά: Το μνημόνιο δεν θα εφαρμοσθεί αν η μισή Ελλάδα το αντιστρατεύεται και οι κυβερνήσεις το αμφισβητούν ή, απλούστερα αν δεν εφαρμοσθεί σταθερά και με συνέπεια. Αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει ευρύτερες συναινέσεις για τις αρχές που θα πρέπει να διέπουν τη λειτουργία του κράτους και της αγοράς και θα ήταν στον πυρήνα μιας «κουλτούρας καλής διακυβέρνησης».

Δεν παραβλέπω πόσο δύσβατος είναι ο δρόμος της προσαρμογής. Πρώτον, το πρόγραμμα είναι πολύπλοκο, εμπροσθοβαρές και φιλόδοξο. Οι στόχοι δεν θα επιτευχθούν αν και η νέα κυβέρνηση το θεωρεί ανεπίτρεπτο «εξωτερικό κορσέ» και αν παίζει με μια κρυφή αντζέντα. Δεύτερον, οι μεταρρυθμίσεις θα εφαρμοστούν σε ένα περιβάλλον ύφεσης καθώς το δεύτερο εξάμηνο του έτους αναμένεται να είναι το χειρότερο σε σχέση με το πρώτο και η ύφεση θα συνεχισθεί το 2016. Η διεθνής εμπειρία μας δείχνει ότι η επιτυχής εφαρμογή μεταρρυθμίσεων είναι πολύ πιο δύσκολη σε περιβάλλον ύφεσης. Τρίτον, η σημερινή κυβέρνηση πρέπει να τα βγάλει πέρα με τις σωρευτικές συνέπειες των προηγούμενων αρνητικών εξελίξεων – των ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων, της αβεβαιότητας, της επενδυτικής άπνοιας κλπ.

Αλλά, όπως έδειξε η μάταιη αναζήτηση άλλων εξωτερικών (και εξωτικών) πόρων για να μη γίνουν οι αναγκαίες τομές, δεν υπάρχει άλλη λύση από την εφαρμογή του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής (λέγε: δημοσιονομικής εξυγίανσης και μεταρρυθμίσεων). Ας το πάρουμε απόφαση για να μη διολισθήσουμε σε μια βαθύτερη κρίση και μακρά στασιμότητα.