Ετικέτα: Ευρωπαϊκή Ένωση

Η επόμενη μέρα χωρίς ψευδαισθήσεις

Των Πάνου Καζάκου και Δημήτρη Σκάλκου

Δημοσιεύτηκε στο Βήμα 22.10.2017

Τη δημόσια συζήτηση απασχολεί ήδη και θα απασχολήσει ολοένα και περισσότερο τους επόμενους μήνες το ζήτημα της πορείας της ελληνικής οικονομίας μετά την τυπικά προβλεπόμενη λήξη του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής («Μνημονίου») τον Αύγουστο του 2018. Η επόμενη μέρα θα βρει την ελληνική οικονομία να έχει εξορθολογήσει τα δημόσια οικονομικά της και να έχει προωθήσει ένα σημαντικό αριθμό μεταρρυθμίσεων. Ταυτόχρονα όμως η οικονομία δεν φαίνεται να έχει οριστικά τροχοδρομηθεί στις ράγες μιας ισχυρής και διατηρήσιμης ανάπτυξης, ενώ ακόμη εκκρεμεί μια σειρά αναγκαίων θεσμικών και διαρθρωτικών αλλαγών. Θεωρούμε κρίσιμο να προσεγγίσουμε την επόμενη μέρα χωρίς ψευδαισθήσεις που μπορεί να αποβούν (για ακόμη μία φορά) καταστροφικές.

            Είναι σαφές ότι το πλαίσιο της οικονομικής διακυβέρνησης της Ε.Ε. περιορίζει σημαντικά τη δημοσιονομική κυριαρχία των κρατών-μελών της και ακόμη περισσότερο της ευρωζώνης (Δημοσιονομικό Σύμφωνο).  Συγκροτεί ένα περιβάλλον αυξημένης αμοιβαίας εποπτείας που δεν επιτρέπει εξαιρέσεις. Επομένως, η εξωτερική επιτήρηση της Ελλάδας που μόλις πρόσφατα βρέθηκε στα πρόθυρα μιας άτακτης χρεοκοπίας δεν πρόκειται να διακοπεί από τη μια στιγμή στην άλλη. Εκτός τούτου οι χώρες που ολοκλήρωσαν αντίστοιχα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής συνέχισαν να αποτελούν αντικείμενο οικονομικής παρακολούθησης (βλέπε σχετικά τις τακτικές PostProgramme Surveillance Reports της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πορτογαλία). Ακόμα και μια «καθαρή» έξοδος στις αγορές δεν συνεπάγεται και έξοδο από κάθε επιτήρηση!

Είναι προφανές ότι η αναγκαία προληπτική γραμμή στήριξης και ακόμη περισσότερο τα μέτρα ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους θα συνοδεύονται από οικονομική εποπτεία. Υπενθυμίζουμε ακόμα ότι δεσμευτήκαμε πρόσφατα για φορολογικά μέτρα και αλλαγές στο ασφαλιστικό της τάξης του 2% του ΑΕΠ για το 2019 και 2020 προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% ΑΕΠ ως το 2022. Στη συνέχεια, η χώρα θα πρέπει να διατηρήσει υψηλά (και μάλλον ανέφικτα) πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% μέχρι το 2060!

Οι τεχνικές πτυχές είναι δυσνόητες, π.χ. αν σε περίπτωση που αποκλίνουμε από τους στόχους, είναι προτιμότερο ένα τέταρτο (ή πέμπτο;) μνημόνιο  ή  μια από τις προβλεπόμενες προληπτικές γραμμές στήριξης του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ). Ωστόσο, αν και η Ελλάδα εμφανίζεται υποχρεωμένη να βαδίσει στο στενό μονοπάτι της δημοσιονομικής υπευθυνότητας, μπορεί μετά το 2018 να πετύχει μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας (φορολογική πολιτική, κοινωνική πολιτική, κ.ά.) συγκριτικά με τον σημερινό ασφυκτικό έλεγχο των Θεσμών. Το θέμα είναι υπό ποιες προϋποθέσεις θα έχει μεγαλύτερη ελευθερία και αν θα την αξιοποιήσει σωστά.

Όσον αφορά στις προϋποθέσεις, είναι προφανές ότι  πολλά θα εξαρτηθούν,  πρώτον, από την κατάσταση στην αφετηρία, αν δηλαδή θα έχουν ολοκληρωθεί με επιτυχία η τρίτη και οι επόμενες αξιολογήσεις. Τα περιθώρια ελευθερίας θα εξαρτηθούν επίσης από την ικανότητα της κυβέρνησης να  διαπραγματευθεί μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, ας πούμε στο 2% του ΑΕΠ, ώστε να διευρύνει το λεγόμενο «δημοσιονομικό χώρο» για μείωση των φόρων.  Η τελευταία με τη σειρά της προϋποθέτει ότι η οικονομική πολιτική ανακτά την αξιοπιστία της, όπως επαναλαμβάνει με κάθε ευκαιρία ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Και αυτό πάλι θα συμβεί αν τολμήσει γενναίες μεταρρυθμίσεις.

Στο πεδίο της πολιτικής διαχείρισης της επόμενης μέρας τα πράγματα είναι λιγότερο ξεκάθαρα. Η χώρα μας έχει μακρά παράδοση μακροοικονομικού λαϊκισμού, με τις εκάστοτε κυβερνήσεις (αλλά και αντιπολιτεύσεις) να προσαρμόζουν τις θέσεις τους περισσότερο στον πολιτικό κύκλο και να μη αναλαμβάνουν το κόστος αλλαγών παρά στις απαιτήσεις της οικονομικής πραγματικότητας. Ακόμα και οι προσεκτικές διατυπώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Θεσσαλονίκη ενεργοποίησαν  παλαιοκομματικά ανακλαστικά προϊδεάζοντας για το τι περιμένει μια κυβέρνηση ΝΔ. Επίσης, στην κυβερνητική πλευρά σήμερα, ήδη οι πρώτες δειλές αναφορές της στο «μέρισμα της ανάπτυξης» (την οποία ακόμη δεν έχουμε δει) και η δυστοκία της στον τομέα των μεταρρυθμίσεων αποτελούν ανησυχητικές ενδείξεις για τον τρόπο με τον οποίο κάποια τουλάχιστον στελέχη της αντιλαμβάνονται το τέλος των «μνημονίων». Ορισμένα μάλιστα καλλιεργούν τη νέα αυταπάτη ότι τότε θα «ανοίξουν οι κάνουλες» (κατά την αυθόρμητη δήλωση του κ. Φλαμπουράρη).

Αυτό φυσικά δεν θα μπορεί να συμβεί.

Η επόμενη μέρα δεν θα μοιάζει με μήνα του μέλιτος. Θα απαιτηθεί πρώτιστα μια πολιτική ηγεσία που θα κλείσει τα αυτιά της στις «σειρήνες» του λαϊκισμού, και θα αντιμετωπίσει τις αντιστάσεις του παλαιοκομματισμού και των ομάδων συμφερόντων. Δείγματα σχετικής βούλησης υπάρχουν. Έτσι θα  διαφυλαχθεί η δημοσιονομική σταθερότητα και  θα εφαρμοσθεί ένα εθνικό πρόγραμμα φιλόδοξων μεταρρυθμίσεων ώστε να κεφαλαιοποιηθούν, αντί να σπαταληθούν οι πολύχρονες θυσίες των ελλήνων πολιτών και να επιτευχθούν συνθήκες διατηρήσιμης ανάπτυξης.

Advertisement

Κρίση νομιμοποίησης και εκδοχές του μέλλοντος της ΕΕ

Δημοσιεύθηκε  στο liberal.gr  της 2 Ιανουαρίου 1997

Έχει σημασία στις σημερινές συνθήκες αμφισβήτησης και αβεβαιοτήτων να υπενθυμίσουμε ότι η ΕΕ είναι συνολικά, παρά τα ελλείμματά της, το πλέον επιτυχημένο πείραμα διεθνών σχέσεων. Η Ένωση ενίσχυσε την ικανότητα των κρατών μελών  να πετυχαίνουν κοινούς στόχους π.χ. να παράγουν δημόσια αγαθά όπως είναι η ειρηνική συμβίωσή τους και να αντιμετωπίζουν τις λεγόμενες externalities του τύπου «κάνε φτωχότερο τον γείτονα» (beggar my neighborhood policies).  Τέλος, η ΕΕ απέφερε σαφή οικονομικά οφέλη στα μέλη της αν και όχι στον ίδιο βαθμό για όλα.

Το οικοδόμημα στηρίζεται σε θεμελιώδη κοινά χαρακτηριστικά των κρατών μελών που, απλά, απλούστερα είναι σύγχρονες φιλελεύθερες δημοκρατίες με διάφορες εκδοχές «κοινωνικού κράτους».

Παρά ταύτα, η ΕΕ βρίσκεται επί ξυρού ακμής καθώς κατατρύχεται από μια πολυεπίπεδη κρίση νομιμοποίησης. Τα συμπτώματα αυτής της κρίσης είναι πολλά: με εμφανέστερο την άνοδο των λαϊκιστικών, αντιευρωπαϊκών κινημάτων. Ένας σκληρός αντιευρωπαϊκός λαϊκισμός κερδίζει έδαφος παντού – σε Ηνωμένο Βασίλειο, Ολλανδία, Γαλλία, Αυστρία κ.α.

Οι πιο επιτυχημένες λαϊκιστικές κινήσεις καταγγέλλουν την Ευρώπη και, κυρίως, τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ των χωρών τους, εξαγγέλλουν απλοϊκές λύσεις για σύνθετα προβλήματα, καλλιεργούν ψευδαισθήσεις και εκθειάζουν την εθνική κυριαρχία (καλύτερα μόνοι, παρά με άλλους). Στην άκρα δεξιά αμφισβητούν θεμελιώδεις αξίες των φιλελεύθερων δημοκρατιών. Όμως, εκμεταλλεύονται πραγματικά προβλήματα.

Ίσως βιώνουμε ένα φαινόμενο που έχει επαναληφθεί στην ιστορία π.χ. στις δεκαετίες του 1920 και 1930: Η ευρωπαϊκή ενοποίηση, η παγκοσμιοποίηση και οι νέες τεχνολογίες προκαλούν αναταράξεις, «αναδιαρθρώσεις» και αβεβαιότητες στις κοινωνίες. Οι αντιδράσεις ή άμυνες οικονομιών και κοινωνιών κατά μεγάλων κυμάτων ομογενοποίησης  είναι τότε αναπόφευκτες ιδίως αν έχουν την αίσθηση ότι  η πολιτική έχασε τον έλεγχο των αλλαγών.

Πράγματι, η ΕΕ και η Ευρωζώνη δεν έχουν προσφέρει αξιόπιστες ή αποτελεσματικές λύσεις μεγάλων οικονομικών προβλημάτων τα οποία απαριθμώ επιτροχάδην: Αναιμική και καθυστερημένη ανάκαμψη, το τραύμα και τα χρέη που προκάλεσε η χρηματοπιστωτική κρίση, το διευρυνόμενο ρήγμα Βορρά/Νότου, βουνά δημοσίων και ιδιωτικών χρεών, η επέκταση της ανασφάλειας στις αγορές εργασίας όπου μειώνεται το ποσοστό των «βιώσιμων» θέσεων εργασίας.

Γιατί λοιπόν αυτό το γενικά πετυχημένο μοντέλο διεθνούς συνεργασίας περιήλθε σε κρίση νομιμοποίησης και γιατί φαίνεται ότι αδυνατεί να λύσει προβλήματα; Οι αιτίες είναι πολλές. Παραβλέποντας τις λαϊκιστικές ιαχές, θα εξετάσω στη συνέχεια δύο παράγοντες που με φέρνουν κοντύτερα σε ό,τι συζητείται (ή θα πρέπει λογικά να συζητηθεί) στους θεσμούς:

  • Πρώτον, την ασυμμετρία νομισματικής και οικονομικής πτυχής στην Ευρωζώνη και,
  • δεύτερον, το τωρινό μοντέλο ή «μείγμα» οικονομικής πολιτικής.

Η Ευρωζώνη είναι μια ισχυρή και συγκεντρωτική νομισματική ένωση με ήπια ως ασθενή οικονομική ένωση. Στην κρίση έγινε εμφανές ότι έλειπαν τόσο εξισορροπητικοί μηχανισμοί, συγκρίσιμοι με εκείνους εμπεδωμένων ομοσπονδιών όπως οι ΗΠΑ και η Γερμανία, όσο και ένας αποτελεσματικός μηχανισμός αντιμετώπισης κρίσεων για την περίπτωση ασύμμετρων διαταραχών.

Αυτή η θεμελιώδης ασυμμετρία συνυφαίνεται, όπως είπαμε, με «λάθη» πολιτικής. Την περίοδο της κρίσης οι κυβερνήσεις (και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί) προσπάθησαν να σταθεροποιήσουν τις χειμαζόμενες οικονομίες  με περιοριστικά δημοσιονομικά μέτρα και «χαλαρή» νομισματική πολιτική – χαμηλά επιτόκια και αγορά κρατικών ομολόγων («ποσοτική χαλάρωση»). Ουσιαστικά ανέθεσαν τη σταθεροποίηση της Ευρωζώνης στην ΕΚΤ. Αλλά ιδίως τα χαμηλά επιτόκια εξουδετερώθηκαν από την υπερχρέωση των κρατών, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Το αποτέλεσμα ήταν μια αναιμική και, πιθανόν, πρόσκαιρη μεγέθυνση. Επίσης, όπως διαπιστώνει ο Paul De Grauwe οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που προώθησαν οι θεσμοί αύξησε τις απώλειες όσων πλήττονται από την παγκοσμιοποίηση.

Βέβαια, δεν έλειψαν πολιτικές πρωτοβουλίες για ανανέωση του ευρωπαϊκού σχεδίου μετά την κρίση του 2008-2010. Όμως διαπιστώνουμε ότι σταθεροποίησαν μεν τις οικονομίες, πράγμα που δεν υποτιμώ, αλλά σε απογοητευτικά επίπεδα. Δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα όσον αφορά σε θεμελιώδη προβλήματα της Ένωσης και παγίωσαν βασικά χαρακτηριστικά του μοντέλου οικονομικής πολιτικής.

Λογικά επομένως αναζητούνται λύσεις για τα προβλήματα αυτά. Οι επίσημες  ιδέες  που ήδη κυκλοφορούν εντάσσονται στη λογική της ever closer union, δηλαδή, του αργόσυρτου μετασχηματισμού της ΕΕ προς την κατεύθυνση μιας βαθύτερης (και αποτελεσματικότερης) οικονομικής και πολιτικής ένωσης. Όμως δεν διακρίνω κάποια ισχυρή κίνηση προς μιαν «άλλη Ευρώπη» στις πολιτικές ελίτ που έχουν τον πρώτο λόγο. Ούτε συζητούν ένα ομοσπονδιακό άλμα καθώς στις παραδοσιακές επιφυλάξεις προστέθηκε και η πίεση του εθνολαϊκισμού. Αντίθετα, διακρίνω μια ιδιότυπη στάση προάσπισης του status quo στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και στην οικονομική πολιτική με υποβάθμιση των προβλημάτων οικονομικής και κοινωνικής συνοχής σε ευρωπαϊκό και εθνικόεπίπεδο, ευγενείς συμπαιγνίες στον χρηματοπιστωτικό τομέα και ανοχή των φορολογικών παραδείσων στην Ευρώπη.

Εναλλακτικά πάντως προτείνονται ιδέες για «λιγότερη Ευρώπη». Αυτό μπορεί να γίνει με επανεθνικοποίηση διαφόρων πολιτικών, όπως επιζητούσε μονίμως το ΕΒ, ή τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού πυρήνα με λιγότερα κράτη μέλη ή, τέλος, με τη διάλυση της Ευρωζώνης, αλλά όχι της ΕΕ συνολικά.

Οι ιδέες αυτές δεν θα έλυναν αλλά θα διόγκωναν τα προβλήματα που αναφέραμε. Εκτός τούτου, ειδικά η ολοσχερής διάλυση της Ευρωζώνης είναι το λιγότερο ρεαλιστικό σενάριο, παρά τα προβλήματα και την πίεση των εθνικιστικών και λαϊκιστικών κινημάτων σε Ιταλία, Γαλλία κ.α. και παρά τις αστοχίες της πολιτικής. Κατά τη γνώμη μου δεν θα ανταποκρινόταν ούτε στα καλώς οριζόμενα ελληνικά συμφέροντα. Η πεπατημένη της ever closer με τις ασάφειές της είναι ο πιθανότερος δρόμος και ας μη ενθουσιάζει. Δεν θα αλλάξει τους τωρινούς συσχετισμούς δύναμης ούτε τη γενική κατεύθυνση (και τις μονομέρειες) της οικονομικής πολιτικής.

Όπως και να έχει το πράγμα, οι κυβερνήσεις θα συζητήσουν τον Μάρτιο 2017 τις μελλοντικές διαδικασίες. Ελπίζω να έχουμε λόγο και εμείς. Χρειαζόμαστε ιδέες για το πώς η Ελλάδα θα ήθελε να εξελιχθεί η Ευρώπη και ποια συγκεκριμένα θέση θα ήθελε να έχει σε αυτή.

 

Είναι η κοινωνία μας «μπλοκαρισμένη»; Η θετική όψη των πραγμάτων και οι κίνδυνοι αποτυχίας των μεταρρυθμίσεων

BooksJournal, τεύχος 63 Φεβρ. 2016

Οι διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με τους «θεσμούς» (πρώην τρόικα, νυν τετραμερή) εισήλθαν σε μια κρίσιμη φάση. Από εδώ και πέρα θα πρέπει να συμφωνηθούν οι «λεπτομέρειες» εφαρμογής του νέου Μνημονίου[1]  σε ευαίσθητες περιοχές πολιτικής. Η επιτυχής ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων θα φέρει μεν επώδυνα μέτρα, αλλά είναι προτιμότερη από την αποτυχία τους, την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη και τη χρεοκοπία. Αν οι πολιτικές δυνάμεις ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του νέου Μνημονίου, θα γίνουν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις – δημοσιονομική εξυγίανση, σταθερό φορολογικό σύστημα, βιώσιμο ασφαλιστικό, αποκομματικοποιημένη Δημόσια Διοίκηση, σύγχρονο ρυθμιστικό σύστημα  κλπ. Τότε η χώρα  θα λειτουργεί με τρόπο συμβατό προς το ευρωπαϊκό θεσμικό περιβάλλον και τα δεδομένα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Η οικονομία θα ανακάμψει.

Το ερώτημα είναι βέβαια τι πιθανότητες έχει αυτό το αισιόδοξο σενάριο. Θα τα καταφέρουμε ή είναι η πολιτική και η κοινωνία  «μπλοκαρισμένες» (βλ. πιο κάτω) και αδυνατούν να λύσουν θεσμικά και δομικά προβλήματα; Κινδυνεύουμε τότε να μείνουμε για πολλά χρόνια ακόμα σε μια κατάσταση προϊούσης παρακμής, που θα χαρακτηρίζεται από πτώση της παραγωγής και των εισοδημάτων, μόνιμα μεγάλη ανεργία, έξοδο των νέων, ανασφάλεια και διάτρητα δίκτυα κοινωνικής ασφάλειας, πολιτική αστάθεια.  Αυτό ουσιαστικά δεν συνέβη από το 2009 μέχρι σήμερα; Έχουμε λόγους να ελπίζουμε ότι η τάση θα ανατραπεί; Υπενθυμίζω ότι το πρώτο (2010) και το δεύτερο (2012) πρόγραμμα προσαρμογής απέτυχαν. Δείχνει η εμπειρία εκείνη ότι, ανεξαρτήτως προθέσεων,  η αποτυχία είναι πάλι πιθανή;

Η θετική όψη των πραγμάτων.

Διαπιστώνω μερικούς σημαντικούς παράγοντες που ευνοούν το αισιόδοξο σενάριο. Κατ’ αρχάς, η κυβέρνηση (μετά την αποφασιστική κατ’ αρχάς αλλαγή πλεύσης του πρωθυπουργού) και οι περισσότερες δυνάμεις της αντιπολίτευσης (στην τελευταία ιδίως μετά την εκλογή του Κ. Μητσοτάκη στην προεδρία της Ν.Δ.)  έχουν πλέον, μετά την αλλαγή πλεύσης  του πρωθυπουργού, μια κοινή βάση – το νέο Μνημόνιο που υπερψήφισαν στη Βουλή. Την κοινή βάση συσκοτίζει βέβαια η ρητορική της πολιτικής αντιπαράθεσης, παρά ταύτα η μεγάλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία υπέρ του νέου (τρίτου κατά σειρά) Μνημονίου θα μπορούσε να συνιστά λόγο αισιοδοξίας.  Θεωρώ ότι ήταν ένα πρώτο βήμα για να αναιρεθεί ο διχασμός της πολιτικής και των πολιτών σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς και, το σπουδαιότερο, για να δημιουργηθεί ελάχιστη συναίνεση για τους «κανόνες του παιγνιδιού» σε οικονομία, κοινωνία και πολιτική. Θα δούμε αν θα αντέξει και έχει  συνέχεια.

Επίσης, η  κοινή γνώμη, παρά την ύφεση και την αποτυχία των προγραμμάτων, εξακολουθεί να υποστηρίζει το Ευρώ. Σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου Μακεδονίας[2] το 60,5% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι επιλέγουν την παραμονή της χώρας στο ευρώ, έστω και αν αυτό σημαίνει την εφαρμογή ενός νέου μνημονίου (με άλλα λόγια αν η κυβέρνηση αναγκαζόταν να εγκαταλείψει τις λεγόμενες «κόκκινες γραμμές» της). Αντίθετα, μόνο το 28% των ερωτηθέντων προτιμά έξοδο από την ευρωζώνη και επιστροφή στη δραχμή.

Ας προσθέσουμε ότι, αντικειμενικά, μια χώρα εσωστρεφής, υπερχρεωμένη, με ανεπίτρεπτα υψηλή ανεργία, αναποτελεσματική Δημόσια Διοίκηση, κάποιες διεφθαρμένες υπηρεσίες, αναξιόπιστους θεσμούς και δυσλειτουργικές αγορές  δεν έχει άλλη επιλογή. Το πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων του Μνημονίου στηρίζεται στην οικονομική λογική και εν πολλοίς έχουν αναπτυξιακή και κοινωνική διάσταση. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές ισορροπημένα εφαρμοζόμενες και με τις απαραίτητες διορθώσεις θα προετοιμάσουν το έδαφος για την επιστροφή σε συνθήκες διατηρήσιμης ανάπτυξης. Το ίδιο ισχύει για τη δημοσιονομική «πειθαρχία».  Γενικά και για να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα οικονομολόγων, επιζητούν λύσεις στις «αποτυχίες του κράτους». Δεν συμφωνώ με τον ισχυρισμό ότι, από τεχνική άποψη, το πρόγραμμα «δεν βγαίνει».

Αυτά, ως προς τη θετική όψη των πραγμάτων. Ωστόσο, μένει να αποδειχθεί αν η υποστήριξη του ευρώ θα αντέξει κατά την εφαρμογή της πολιτικής οικονομικής προσαρμογής και αν και σε ποιο βαθμό η τελευταία θα ολοκληρωθεί έστω με διορθώσεις.   Δεν πρέπει να υποτιμάται ο πολιτικός κίνδυνος, δηλαδή  το πρόγραμμα να μη βγει πολιτικά. Γεγονός είναι ότι πολλοί παράγοντες θολώνουν τις προοπτικές του.

Το πρόγραμμα μπορεί να μη βγει «πολιτικά».

Πρώτον λοιπόν και παρά τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων,  μεγάλα τμήματα της κοινωνίας μας, μετά από έξι χρόνια συνεχούς ύφεσης (με ένα μικρό διάλειμμα το 2014) δεν έχουν πεισθεί ότι είναι ορθή η επιλογή της εφαρμογής των Μνημονίων και της παραμονής στην Ευρωζώνη ή και στην ΕΕ. Δεν έχει εξηγηθεί επαρκώς ότι αυτή η επιλογή συμφέρει σε όρους σταθεροποίησης και ανάκαμψης της οικονομίας ή ότι οποιαδήποτε εναλλακτική λύση θα έφερνε χειρότερη δυσπραγία. Η διάχυτη δυσπιστία αποτυπώθηκε στις 5 Ιουλίου 2015  στο 61% υπέρ του ΌXI στο Δημοψήφισμα. Και βέβαια είχε τροφοδοτηθεί από τη ρητορική της απόρριψης που είχαν καλλιεργήσει ο ΣΥΡΙΖΑ και, νωρίτερα , μέχρι το 2012 η ΝΔ.

Την ίδια διάχυτη αμφισβήτηση τρέφουν διάφορες κινήσεις της κυβέρνησης – ο ανταρτοπόλεμος  σε ζητήματα ιδιωτικοποιήσεων (βλ. ΟΛΠ), η «σκληρή» πάλι διαπραγμάτευση για το ασφαλιστικό, η συστηματική υποβάθμιση θεσμών που είχαν συσταθεί είτε πριν είτε κατά τη διάρκεια των Μνημονίων (ΓΓ Δημοσίων Εσόδων, ΕΣΡ), οι περιστασιακές ρητορικές εκρήξεις αξιωματούχων κατά του ΔΝΤ, οι δηλώσεις αποστασιοποίησης από το πρόγραμμα.

Πιθανόν, κάποιες από τις κινήσεις αυτές θα μπορούσαν καλοπροαίρετα να ερμηνευθούν ως επικοινωνιακά τεχνάσματα που τελικά μειώνουν τις αντιστάσεις στις αλλαγές που έγιναν ή θα γίνουν. Όμως, έχουν βαθύτερες ρίζες:  Πηγάζουν από την βαριά ιδεολογική κληρονομιά της ελληνικής Αριστεράς (π.χ. εξιδανίκευση του μεγάλου κράτους, προτεραιότητα στις κρατικοποιήσεις, αγνόηση οικονομικών περιορισμών με υποσχέσεις προς όλους, ακατέργαστη αντιευρωπαϊκή ρητορική κ.λ.π.). Το χάσμα που τη χωρίζει από τη φιλοσοφία του Μνημονίου είναι μεγάλο και εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως. Το βάρος της ιδεολογικής κληρονομιάς μεγαλώνει καθώς συμμαχεί με τις πελατειακές και συντεχνιακές παραδόσεις της χώρας.

Σε αυτό το πλαίσιο μεγάλα τμήματα της πολιτικής και οικονομικής ηγεσίας του τόπου (και της κυβέρνησης) εφαρμόζουν το πρόγραμμα χωρίς να το πιστεύουν – στη διατύπωση του Μνημονίου (και του Ομήρου!): δεν το ενστερνίζονται- όπως δείχνουν διάφορες ιδέες για αναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου, «ισοδύναμα» ή «παράλληλο πρόγραμμα» κλπ. Ειδικά, η εντελώς νεφελώδης ως προς τις αναδιανεμητικές επιπτώσεις συζήτηση για πάσης φύσης «ισοδύναμα» που θα αντικαθιστούσαν διάφορες δεσμεύσεις του Μνημονίου αποκαλύπτει μάλλον πολιτική αμηχανία παρά αποφασιστικότητα καθώς και τη δύναμη των συσχετισμών και αναδιανεμητικών συμμαχιών! Και συνυφαίνεται με ιδεολογικές εμμονές και κομματικές συμμαχίες που δοκιμάσθηκαν στο παρελθόν και απέτυχαν.

Οι κοινωνικές αντοχές.

Δεύτερον, οι εγχώριες συνθήκες είναι δυσμενέστερες από εκείνες του 2010 ή του 2011-12. Τότε η χώρα είχε περισσότερες αντοχές, και λιγότερη απογοήτευση,  φτώχεια και αβεβαιότητα.

Από το 2008/9 μέχρι σήμερα το ΑΕΠ μειώθηκε περίπου κατά 30% και η ανεργία διατηρείται σε απαράδεκτα υψηλά επίπεδα. Πιθανόν, αυξάνεται ο αριθμός εκείνων που εκτιμούν ότι «δεν έχουν να χάσουν τίποτε» και εκείνων που κάνουν θυσίες χωρίς να διακρίνουν κάποια αξιόπιστη προοπτική. Ταυτόχρονα νέες προκλήσεις, όπως οι μαζικές εισροές οικονομικών μεταναστών και προσφύγων  δοκιμάζουν την ικανότητα των αρχών να τις διαχειριστούν, προκαλώντας πρόσθετες αβεβαιότητες. Τις αντοχές πολιτών και πολιτικών δοκιμάζουν και τα νέα μέτρα που εφαρμόζονται.  Επομένως, οι αντιδράσεις της κοινής γνώμης τα επόμενα χρόνια δεν είναι προβλέψιμες, ούτε η ανταπόκριση των κομμάτων στις διαθέσεις της. Και σημαντικά τμήματα του πληθυσμού αξιοποιούν τη δυνατότητα να εκφράσουν τη «διαφωνία» τους «αποχωρώντας» είτε από την επίσημη οικονομία είτε από τη χώρα![3]

Συναφώς, στην τρέχουσα συζήτηση διαπιστώνουμε μια μεγάλη αντίφαση ανάμεσα σε ευρεία υποστήριξη γενικά υπέρ της παραμονής στην Ευρωζώνη και στις συνεχείς δυσκολίες εφαρμογής των προβλεπόμενων σε αυτή μέτρων. Η αμφισημία των κομματικών δυνάμεων και οι ηχηρές αντιδράσεις των κοινωνικών ομάδων και συμφερόντων που θίγονται κάθε φορά από τα μέτρα προσαρμογής (επαναλαμβανόμενες απεργίες, γενικές απεργίες, πορείες) είναι ανησυχητικά συμπτώματα μιας «μπλοκαρισμένης κοινωνίας», όπως χαρακτηρίζει ο Anthony Giddens κοινωνίες όπου τα κατεστημένα συμφέροντα ή ο δομικός συντηρητισμός παρεμποδίζουν τις αναγκαίες αλλαγές.[4] Και, δεν υπάρχει μια τόσο  ισχυρή παραγωγική βάση σφυρηλατημένη στον διεθνή ανταγωνισμό που να είναι ικανή λόγω μεγέθους να στηρίζει αποτελεσματικά τις μεταρρυθμίσεις.

Γεγονός είναι ότι πολλά μέτρα του Μνημονίου συνεπάγονται μειώσεις εισοδημάτων, ενώ άλλα φέρνουν στην επιφάνεια ζητήματα κατανομής των βαρών της προσαρμογής.  Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στο συνταξιοδοτικό. Σε τέτοιες περιπτώσεις, πρέπει να βρεθεί μια ισορροπία μεταξύ διαφορετικών αρχών (δικαιοσύνη έναντι οικονομικής αποτελεσματικότητας). Πρέπει επίσης να αιτιολογείται πειστικά: Γιατί πρέπει να προστατευθούν οι σημερινοί συνταξιούχοι και όσοι έχουν «ώριμα» συνταξιοδοτικά δικαιώματα (π.χ. μέσω της «προσωπικής διαφοράς»)  σε βάρος των σημερινών εργαζομένων που τα χρηματοδοτούν;  Παρόμοια προβλήματα εμφανίζονται και σε άλλους τομείς: Φορολογία, ιδιωτικοποιήσεις κλπ.  Σε όλα αυτά η κυβέρνηση έχει μπροστά της ένα τείχος – τη διάχυτη δυσπιστία για τις προθέσεις της που εμποδίζει κάθε ορθολογική συζήτηση.

Ας προσθέσουμε ότι τις δυσκολίες πολλαπλασιάζουν η φύση και η  κλίμακα των αλλαγών που θίγουν  πολυάριθμες πηγές προσόδων (=εισοδημάτων χωρίς παραγωγικό αντίκρισμα) και θεσπίζουν θυσίες  κεκτημένων, ενώ διαταράσσουν ιστορικές ισορροπίες και συμπαιγνίες. Δεν συνιστούν παρέμβαση σε ένα μόνον ή λίγους τομείς της οικονομίας ή της πολιτικής π.χ. στην υγεία.

Τον Ιανουάριο 2016 διογκώθηκαν οι κοινωνικές αντιδράσεις με αφετηρία το ασφαλιστικό. Θα δούμε αν τελικά η εξέλιξη θα διαψεύσει (πάλι) ή θα επιβεβαιώσει την αισιόδοξη υπόθεση ότι μια κρίση μπορεί να προκαλέσει αλλαγές στα συστήματα αξιών  δημιουργώντας μια νέα ηθική σε πολίτες και πολιτικούς.[5] Σύμφωνα με την υπόθεση αυτή, σε μια κατάσταση κρίσης μπορεί να αναγνωριστεί η πίστη στη συλλογική δράση, η σημασία της λιτότητας (όπως περίπου την όριζε διορατικά ο Enrico Berlinguer τη δεκαετία του ’70),[6] της αλληλεγγύης και της θυσίας, και να ενδυναμωθεί το αίτημα για πολιτική που δρα για το σύνολο και όχι για να ικανοποιεί άναρχα, εγωιστικά και μυωπικά επιμέρους αιτήματα.

[1] To «Μνημόνιο συνεννόησης» περιλαμβάνεται στο νόμο 4336/14.8.2015.

[2] Την έρευνα διεξήγαγε το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο- Μονάδα Κοινής Γνώμης και Αγοράς του Πανεπιστημίου Μακεδονίας  υπό την επιστημονική ευθύνη του Ν. Μαρατζίδη. Τα πορίσματά της δημοσιεύθηκαν στις 20.7.2015. Σε παρόμοια αποτελέσματα κατέληξαν και άλλες έρευνες όπως της MRB το 2014 και της Alco.

[3] Δανείζομαι τους όρους «διαφωνία» και «αποχώρηση» από το  Albert O. Hirschman, Αποχώρηση, Διαφωνία και Αφοσίωση- Αντιδράσεις στην παρακμή επιχειρήσεων, οργανώσεων και κρατών, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2002, σελ. 31. Ο Hirschman εισήγαγε τις έννοιες της «διαφωνίας» (voice) και της «αποχώρησης» (exit) ως τις βασικές κατηγορίες εκδήλωσης δυσαρέσκειας πολιτών και καταναλωτών στην παρακμή οργανισμών και επιχειρήσεων. Αυτού του τύπου η αντίδραση δεν αλλάζει τα πράγματα.

[4] Βλ. Anthony Giddens, Europe in the Global Age, Polity Press, 2007.

[5] Federico Rampini Le dieci cosec he non sarano piu le stesse, Milano 2009.

[6] Βλ. μεταξύ πολλών άλλων την πρόσφατη μελέτη του  Γιάννη Μπαλαμπανίδη Ευρωκομμουνισμός : Από την κομμουνιστική στη ριζοσπαστική ευρωπαϊκή Αριστερά, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2015.

Εφαρμογή του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής για να αποφύγουμε το Grexit

Δημοσιεύτηκε στη Huffington Post, 22/01/2016

Τους προηγούμενους μήνες μέχρι σήμερα η κυβέρνηση διαπραγματεύεται με τους «θεσμούς» διάφορα τμήματα του Μνημονίου. Τι λοιπόν επιχειρεί μετά τη συμφωνία για ένα τρίτο Μνημόνιο;

Μία απάντηση είναι ότι προσπαθεί να βελτιώσει κάποιους όρους και κυρίως τη δημοσιονομική πτυχή αλλά δεν απορρίπτει στην πράξη (παρά κάποιες ρητορικές εξάρσεις) το γενικό πλαίσιο της δανειακής σύμβασης και του νέου Μνημονίου. Αν πετύχει, αυτό θα είναι καλό για τη χώρα (αν και όχι οπωσδήποτε για τον ΣΥΡΙΖΑ).

Αν όμως επιχειρεί να αλλάξει το ίδιο το πλαίσιο και τη φιλοσοφία του γιατί το αμφισβητεί ιδεολογικά, τότε δύο τινά μπορεί να συμβούν: Ή θα αποτύχει όπως ακριβώς συνέβη το πρώτο εξάμηνο του 2015, οπότε κατέληξε σε κεφαλαιακούς ελέγχους και αποδοχή άνευ όρων της χειρότερης πρότασης των θεσμών, ή θα θέσει σε κίνδυνο την παραμονή της χώρας σε ΕΕ και ΕΖ. Αυτό δεν θα είναι απλά το τέλος του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και η αρχή μιας μακράς περιόδου στασιμότητας και περιθωριοποίησης της χώρας.

Υποθέτω ότι δεν υπάρχει πλέον πρόθεση για ρήξη όπως το α’ εξάμηνο του 2015. Αλλά, στον χώρο της αριστεράς και της άκρας δεξιάς επενεργεί ένας ισχυρός και τοξικός τρόπος σκέψης για την οικονομία και τον κόσμο που επηρεάζει πολιτικές αποφάσεις.

Δεν υποτιμούμε τις δυσκολίες της οικονομικής προσαρμογής που επιβάλλεται όχι τόσο από τα Μνημόνια όσο από την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας. Προς το παρόν ο κίνδυνος του Grexit και κατά προέκταση μιας νέας βαθιάς ύφεσης έχει μειωθεί δραστικά, καθώς η κυβέρνηση εκπληρώνει διάφορα δύσκολα προαπαιτούμενα, αλλά δεν έχει εξαλειφθεί. Οι «θεσμοί» άρχισαν να εξετάζουν την πορεία του προγράμματος. Εστιάζουν σε κρίσιμα θέματα όπως τη δημοσιονομική διαχείριση (« δημοσιονομικό κενό του 2016»), τις κυβερνητικές δεσμεύσεις για τη συνέχεια («Μεσοπρόθεσμο»), το ασφαλιστικό, τον εκσυγχρονισμό της Δημόσιας Διοίκησης, το άνοιγμα της ενεργειακής αγοράς την ολοκλήρωση της τραπεζικής μεταρρύθμισης. Κάθε ένα από τα πρώτα τρία θέματα είναι ικανό να ρίξει την κυβέρνηση. Από την αποτίμηση της προόδου θα εξαρτηθεί η πρώτη αξιολόγηση, η συνέχιση της χρηματοδοτικής συνδρομής του ΕΜΣ και βεβαίως η διευθέτηση του χρέους. Αν η αξιολόγηση είναι αρνητική τότε το πιθανότερο είναι ότι το ζήτημα του grexit θα επανέλθει στη δημόσια συζήτηση.

Τυχόν έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη και (με τα σημερινά δεδομένα) από την ΕΕ θα σήμαινε, πρώτον, πλήρη αλλαγή κατεύθυνσης της ελληνικής ευρωπαϊκής πολιτικής δεκαετιών. Οι ελληνικές κυβερνήσεις υποστήριζαν δύο πράγματα ταυτόχρονα – την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης προς μια ομοσπονδιακή κατεύθυνση και τη συμμετοχή της Ελλάδας στις σχετικές πρωτοβουλίες παρά τα προβλήματα προσαρμογής που αντιμετώπιζε η χώρα σε κάθε στάδιο της ενοποίησης. Ανέμεναν ότι μόνον έτσι θα ενισχύονταν η ασφάλεια της χώρας και οι μηχανισμοί μεταφοράς πόρων («αλληλεγγύης») από τις πλουσιότερες στις φτωχότερες χώρες, όπως ακριβώς συμβαίνει σε κλασικές ομοσπονδίες.

Η Αριστερά (ΣΥΡΙΖΑ) όμως εκλάμβανε, μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον, την ΕΕ ως νεοφιλελεύθερο μόρφωμα, που έπρεπε να αλλάξει. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί γίνονταν αντιληπτοί ως πηγές περιορισμού της εθνικής πολιτικής που εμποδίζουν την εφαρμογή ενός εκτεταμένου κρατικού παρεμβατισμού για να εξέλθει η χώρα από την κρίση. Από πολλές πλευρές το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ που εξαγγέλθηκε στη Θεσσαλονίκη τον Σεπτέμβριο 2014 και είχε έντονα λαϊκιστικά χαρακτηριστικά και η στάση της κυβέρνησης κατά την επτάμηνη διαπραγμάτευση με την τρόικα μέχρι τον Ιούλιο 2015 αποκάλυπταν αυτή τη θεμελιώδη απορριπτική στάση. Εξασθένισε μεν τώρα μετά το τρίτο Μνημόνιο, αλλά εξακολουθεί να αντικατοπτρίζεται σε διάφορες αποφάσεις ή εξαγγελίες.

Το σπουδαιότερο όμως είναι, δεύτερον, ότι η ρήξη δεν θα έλυνε τα προβλήματά μας. Με βάση τη διεθνή εμπειρία αλλά και τα ελληνικά δεδομένα σήμερα, η έξοδος από την Ευρωζώνη θα είχε σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις και θα προκαλούσε δυσβάστακτο κόστος σε οικονομία και κοινωνία. Πιθανόν, το νέο νόμισμα (η δραχμή;) θα υποτιμηθεί πολύ και θα μείνει ασταθές στη συνέχεια, καθώς η χώρα θα εμπλακεί σε ένα σπιράλ πληθωρισμού-υποτιμήσεων-πληθωρισμού, η ύφεση θα είναι βαθύτερη, οι εισαγωγές θα υπαχθούν σε καθεστώς διοικητικών ελέγχων, θα διακοπούν οι εισροές πόρων από την ΕΕ, τα δημοσιονομικά και τραπεζικά προβλήματα θα διογκωθούν και η χώρα θα συρθεί σε διαπραγματεύσεις για το χρέος σε συνθήκες χρεοκοπίας! Τη γενική κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής θα βαραίνουν αβεβαιότητες που θα εμποδίζουν την ανάκαμψη για πολύ καιρό. Στα προηγούμενα προσθέτουμε τις ευρύτερες αρνητικές επιπτώσεις σε πολιτική σταθερότητα και κοινωνική συνοχή.

Μια πρώτη εικόνα (και προειδοποίηση) για τις επιπτώσεις μιας εξόδου και πτώχευσης έδωσε η κρίση του Ιουνίου 2015. Τότε η Ελλάδα βρέθηκε εκτός (του προηγούμενου) προγράμματος προσαρμογής και εκτός χρηματοπιστωτικής ομπρέλας, διέκοψε την πληρωμή ληξιπρόθεσμης δόσης προς το ΔΝΤ, αναγκάσθηκε να κλείσει προσωρινά τις τράπεζες και να εισάγει μονιμότερους κεφαλαιακούς ελέγχους (συμπεριλαμβανομένων και των ορίων άντλησης μισθών και συντάξεων κάθε μέρα και εβδομάδα από τις τράπεζες), καθυστέρησε περισσότερο τις εξοφλήσεις οφειλών του Δημοσίου σε προμηθευτές, προκάλεσε προβλήματα στις εξαγωγές και τρόμαξε κάθε σοβαρό επενδυτή. Το αποτέλεσμα ήταν να ανατραπούν οι αισιόδοξες προβλέψεις για την οικονομία και η χώρα να περιέλθει εκ νέου σε στασιμότητα.

Επομένως, είναι προτιμότερη η εφαρμογή του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής εντός της Ευρωζώνης σε συνδυασμό με τη διευθέτηση του χρέους η οποία σχεδιάζεται να πραγματοποιηθεί μετά την πρώτη αξιολόγηση. Η έξοδος από το Ευρώ εμπεριέχει τον κίνδυνο να διαγράψουμε ένα κύκλο και να υποστούμε τεράστιο κόστος για να επιστρέψουμε με χειρότερες προϋποθέσεις κάτω από την ευρωπαϊκή ή διεθνή ομπρέλα.