Κατηγορία: Άρθρα στο Books Journal

Η ιδιότυπη κριτική του Sandel στην «καθοδηγούμενη από την αγορά αξιοκρατική ηθική»! 

Η βιβλιοκριτική δημοσιεύθηκε στο The Books’ Journal,  τ. 136, Νοεμβρίου 2022 με τον τίτλο «Μανιφέστο κατά του κοινωνικού φιλελευθερισμού», είναι όμως κριτική στον Sandel.

Το ζήτημα της αξιοκρατίας ταλαιπωρεί τη δημόσια ζωή της χώρας ήδη από τις απαρχές του νεοελληνικού κράτους. Απασχολεί εντατικά τα ΜΜΕ κάθε φορά που οι αρχές της παραβιάζονται απροσχημάτιστα και επανέρχεται όποτε επιχειρούνται μεταρρυθμίσεις στον πυρήνα των οποίων ενυπάρχουν αξιοκρατικές αρχές. Αυτό συμβαίνει σήμερα στην παιδεία, και θα έπρεπε να επεκταθεί ή σχεδιάζεται σε δημόσια διοίκηση,  νοσοκομεία και ΕΣΥ,  δικαιοσύνη,  κρατικές επιχειρήσεις και τα δημόσια έργα.  Ήταν φυσικό λοιπόν ότι προσέλκυσε την προσοχή μου το βιβλίο του Michael J. Sandel με τον παράδοξο εκ πρώτης όψεως τίτλο   Η τυραννία της αξίας. Τι έχει απογίνει το γενικό καλό; Εκδόσεις Πόλις, 2022, σε βατή, όσο μπορώ να κρίνω, μετάφραση, του Μιχάλη Μητσού  και επιμέλεια του Γιάννη Μπαλαμπανίδη.  Το βιβλίο εξετάζει το αίτημα και την πράξη της αξιοκρατίας κυρίως στις ΗΠΑ και ευκαιριακά σε άλλες  προηγμένες χώρες της Δύσης, μας επιτρέπει όμως να εμβαθύνουμε στο θέμα πέρα από  την αδιάκοπη καταγραφή διαδοχικών επεισοδίων  αναξιοκρατίας σε Ελλάδα και αλλού και συμπληρώνει την ήδη διαθέσιμη βιβλιογραφία στη χώρα μας. 

Τώρα, για να παρακολουθήσουμε τα επιχειρήματα  και τους περιορισμούς της ανάλυσης του Sandel πρέπει να καταλάβουμε εξ αρχής τον δικό του ορισμό  της αξιοκρατίας: Δεν είναι ακριβώς ό,τι συνήθως αντιλαμβάνεται ο κοινός νους (και τα λεξικά), αλλά  η αέναη επιδίωξη (και θεσμική κατοχύρωση) της οικονομικής επιτυχίας συχνά σε συνθήκες ανταγωνισμού με βάση τα φυσικά ταλέντα, τις γνώσεις και την ευσυνείδητη  δουλειά. Αυτή η επιδίωξη εκτρέφει κατά τον  Sandel μια προβληματική ηθική – την πεποίθηση των πετυχημένων ότι «παίρνουν ό,τι αξίζουν» ή ότι σε μία ανταγωνιστική οικονομία της αγοράς οι κερδισμένοι αξίζουν από ηθική άποψη τα κέρδη τους. Οι πετυχημένοι  τείνουν να αντιστρατεύονται αναδιανεμητικές πολιτικές και συνακόλουθα  να βλέπουν αφ΄ υψηλού (αλαζονικά) όσους μένουν πίσω. Ο Sandel την ονομάζει «καθοδηγούμενη από την αγορά αξιοκρατική ηθική»! 

Ο Sandel δεν εξετάζει τις διαφορετικές διαδικασίες που συγκροτούν το πλαίσιο εντός του οποίου ξεδιπλώνεται (ή αποτρέπεται) η επιδίωξη της επιτυχίας, ούτε ενδιαφέρεται για τα μεθοδολογικά προβλήματα μέτρησης των προσόντων και ταλέντων. 

Ο  Sandel  εκτιμά ότι η  αξιοκρατία (όπως την ορίζει) με την ηθική της είναι τμήμα της κυρίαρχης ιδεολογίας στις ΗΠΑ ή αλλού και ότι συνυφαίνεται με προκαταλήψεις ως προς τα προσόντα  που θεωρείται ότι πρέπει να κατέχει κανείς στη δημόσια ζωή με  σπουδαιότερο την πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Πρόκειται, γράφει, για πεποιθήσεις που έχουν τεράστιες συνέπειες καθώς διαμορφώνουν π.χ. τον τρόπο  με τον οποίο οι παραδοσιακοί πολιτικοί  στις ΗΠΑ από όλο το πολιτικό φάσμα  αντιμετωπίζουν τη στασιμότητα των μισθών: Προτείνουν στους εργαζόμενους να αποκτήσουν πτυχίο Πανεπιστημίου. 

Εκτός τούτου  κυρίαρχη στις ΗΠΑ αντίληψη για την επιτυχία παρακινεί όσους έχουν πόρους και δύναμη να καταφεύγουν στην απάτη  ή δωροδοκία για να εξασφαλίσουν την εισαγωγή των παιδιών τους σε κορυφαία πανεπιστήμια.  Και, γενικότερα, ο  Sandel δέχεται ότι οι τεράστιες ανισότητες δεν αποτελούν γόνιμο έδαφος για ίσες ευκαιρίες για όλους: Οι πλούσιοι έχουν τη δυνατότητα να σπρώξουν τα παιδιά τους προς τα πάνω και να εξουδετερώσουν διαδικασίες αξιολόγησης για εισδοχή στα καλύτερα Πανεπιστήμια. 

Ο Sandel λοιπόν δεν αγνοεί ότι υπάρχει διάσταση ανάμεσα σε διακηρυγμένες αρχές και πραγματικότητα αλλά υποστηρίζει εμμέσως ότι η μη εφαρμογή διακηρυγμένων αξιοκρατικών αρχών σε αναπτυγμένες οικονομίες (κυρίως του αγγλοσαξονικού χώρου) είναι υποδεέστερο ζήτημα μπροστά στους κινδύνους που προκύπτουν από τη σύζευξή της με ένα αχαλίνωτο ατομικισμό, δηλαδή με μια νοοτροπία που  θέτει τον εαυτό μας πάνω από το «κοινό καλό». Κατά προέκταση τον ενδιαφέρουν περισσότερο η ηθική όσων πετυχαίνουν στη ζωή  και λιγότερο τα ερωτήματα αν  θεσμοί και διαδικασίες γενικά επιβραβεύουν τις προσπάθειές απόκτησης προσόντων, σε τι διαφέρουν από χώρα σε χώρα  και ποιες  οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες έχουν οι διαφορές – ας πούμε για την εθνική οικονομία. 

Παράλληλα,  στέκεται στην αντίληψη της νεοκλασικής οικονομικής για τις αμοιβές που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του επικρατούντος στις ΗΠΑ πολιτισμικού μείγματος. Παραπέμπει σχετικά στον  Gregory Mankiv που έγραφε ότι «οι άνθρωποι πρέπει  να παίρνουν αυτό που τους αξίζει. Κάποιος που συνεισφέρει περισσότερο στην κοινωνία αξίζει και το μεγαλύτερο εισόδημα, το οποίο αντανακλά και αυτή την συνεισφορά».  Αυτό συμβαίνει υπό τον όρο του ανόθευτου ανταγωνισμού στις αγορές. «Μπορεί κανείς εύκολα να συμπεράνει ότι, σε αυτές τις ιδανικές συνθήκες, κάθε άνθρωπος λαμβάνει τη σωστή ανταμοιβή».  Τότε, η αγοραία αξία καθενός (τι παίρνει δηλαδή) ταυτίζεται με την κοινωνική συνεισφορά του. Η όποια ανταμοιβή είναι  δίκαιη. Οι άνθρωποι παίρνουν ό,τι αξίζουν χάρις στο ταλέντο τους, την σκληρή δουλειά, τη μάθηση και τις γνώσεις.  Το επιχείρημα νομιμοποιεί ηθικά τις  μεγάλες εισοδηματικές διαφορές. 

Ο Sandel, αντίθετα, απορρίπτει την άποψη ότι οι άνθρωποι αμείβονται ή πρέπει να αμείβονται ανάλογα με τα προσόντα και ταλέντα τους. Προς τούτο    ανασκοπεί και ερμηνεύει την πλούσια σε ιδέες πολιτική φιλοσοφία γύρω από το ζήτημα της αμοιβής ανάλογα με τα προσόντα. Ενδεικτικά, υπενθυμίζει την άποψη εμβληματικών  φιλελεύθερων στοχαστών Friedrich Hayek,  Frank Knight, John Rawls κ.α. Κατά την ερμηνεία του Sandel,  o  Friedrich Hayek υποστήριζε ότι οι μισθοί και τα εισοδήματα  δεν ανταμείβουν το ταλέντο ή τα επιτεύγματά μας αλλά αντανακλούν συγκυριακά την οικονομική αξία των αγαθών και υπηρεσιών που προσφέρουν  όσοι συμμετέχουν στην αγορά.  Είναι προϊόν της «τύχης». Ο Frank Knight έγραφε   ότι  το να ανταποκρίνεσαι σε αυτά που ζητά η αγορά  δεν είναι αναγκαστικά το ίδιο πράγμα με το να συνεισφέρεις πραγματικά στην κοινωνία και ο John Rawls ότι οι προσωπικές επιδόσεις συχνά δεν οφείλονται στα  ταλέντα και τις προσωπικές προσπάθειες. Αυτοί οι παράγοντες παίζουν βέβαια κάποιο ρόλο, όμως λειτουργούν σε  δεδομένες συνθήκες: Π.χ. οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις που ευνοούν τη  επιτυχία. Και ακόμα: Ειδικά οι έμφυτες ικανότητες δεν δικαιολογούν υψηλότερες αμοιβές. Το πρακτικό συμπέρασμα είναι ότι τα κέρδη στον αγώνα για επιτυχία (τα υψηλά εισοδήματα) πρέπει να μοιράζονται  μέσω αναδιανεμητικών πολιτικών.

Τον  Sandel όμως δεν ικανοποιούν τα επιχειρήματα αυτά. Υποστηρίζει  ότι αυτοί οι φιλελεύθεροι απορρίπτουν μεν την ιδέα  ότι σε μία ανταγωνιστική οικονομία της αγοράς οι κερδισμένοι αξίζουν από ηθική άποψη τα κέρδη τους, αλλά δεν υπερασπίζονται το κοινό καλό αποφασιστικά καθώς παραβλέπουν τις ηθικές συνέπειες της καθοδηγούμενης από την αγορά αξιοκρατίας.  Η αέναη επιδίωξη  της ατομικής επιτυχίας κάθε ατόμου και ανάλογης αμοιβής, υποθάλπει ή συνυφαίνεται με ένα νοσηρό ατομικισμό: Εκτρέφει συμπεριφορές που αντιστρατεύονται το γενικό καλό, το οποίο υποτίθεται ότι υπηρετεί καθώς προκαλεί ένα τοξικό μείγμα αλαζονείας στους κερδισμένους και εξευτελισμού ή  δυσαρέσκειας σε όσους μένουν πίσω στην ανελέητη κούρσα επιτυχίας και κοινωνικής ανόδου. 

Αυτό δεν αλλάζει ακόμα και αν ξεπερασθούν οι ταξικοί φραγμοί και εφαρμοσθούν προγράμματα ίσων ευκαιριών, όπως προτείνουν οι φιλελεύθεροι που υποστηρίζουν το κοινωνικό κράτος, δηλαδή ακόμα και αν  όλοι έχουν τις ίδιες ευκαιρίες  να ανελιχθούν  και τα παιδιά της εργατικής τάξης να ανταγωνίζονται ισότιμα  τα παιδιά των προνομιούχων. Και τότε  πάλι, υποστηρίζει ο Sandel, επικαλούμενος προγενέστερες αναλύσεις, 

«θα προκαλούνταν αισθήματα αλαζονείας στους κερδισμένους και εξευτελισμού στους χαμένους. Οι κερδισμένοι θα θεωρούσαν την επιτυχία τους  ΄μια δίκαιη ανταμοιβή για τις δικές τους ικανότητες, τις δικές τους προσπάθειες , τις δικές τους αναμφισβήτητες επιτυχίες΄, και κατά συνέπεια θα κοιτούσαν αφ΄υψηλού  τους λιγότερο επιτυχημένους από αυτούς. Εκείνοι που δεν θα κατάφερναν   να ανελιχθούν  θα ένιωθαν    ότι δεν μπορούν να κατηγορήσουν παρά μόνο τον εαυτό τους». 

Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, γράφει ο Sandel, πρόσφερε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα  αλαζονείας : 

«Η ριψοκίνδυνη και άπληστη συμπεριφορά  των τραπεζών  της  Γουόλ Στριτ  έφερε την παγκόσμια οικονομία στο χείλος της κατάρρευσης, με αποτέλεσμα να χρειαστεί ένα μαζικό πακέτο βοήθειας  με χρήματα των φορολογούμενων. Την ώρα λοιπόν που οι ιδιοκτήτες  σπιτιών και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις  αγωνίζονταν να ανακάμψουν , οι μεγαλοτραπεζίτες  της Γουόλ Στριτ έσπευδαν να εισπράξουν μπόνους δεκάδων  δισεκατομμυρίων δολαρίων.»   

Και προσθέτει: 

« Η σημερινή κοσμική αξιοκρατική τάξη πραγμάτων ηθικοποιεί την επιτυχία με τρόπους που απηχούν  την παλιά πίστη στη θεία πρόνοια: παρόλο που οι επιτυχημένοι δεν χρωστούν τη δύναμη  και τον πλούτο τους στη θεία παρέμβαση – αλλά ανελίσσονται  χάρις στη δική τους προσπάθεια και τη δική τους σκληρή δουλειά- η επιτυχία τους είναι αποτέλεσμα της ανώτερης αρετής τους. Οι πλούσιοι είναι πλούσιοι επειδή αξίζουν περισσότερο  από τους φτωχούς. Αυτή η θριαμβολογική πλευρά της αξιοκρατιίας  είναι ένα είδος προνοιακής σκέψης  (providentialism) χωρίς Θεό […] Δεν έχει σχέση τόσο με την καλλιέργεια της αλληλεγγύης ή την εμβάθυνση  των δεσμών μεταξύ των πολιτών, όσο με την ικανοποίηση των καταναλωτικών τους προτιμήσεων με βάση το ΑΕΠ. Αυτό φτωχαίνει τον δημόσιο λόγο»  

Είμαστε πράγματι μακριά από τον αριστοτελική αγωνία για πολιτική αρετή και  φρόνηση με ανάλογη διαπαιδαγώγηση των πολιτών.  

Ένα ευφυές μανιφέστο κατά του κοινωνικού φιλελευθερισμού.

Κατά τη γνώμη μου η συνολική προσέγγισή του  Sandel εμπεριέχει πολλά θετικά στοιχεία: Μας παρακινεί να ξανασκεφθούμε τη διαταραγμένη ισορροπία μεταξύ του κοινού καλού και της αέναης επιδίωξης της ατομικής επιτυχίας όπως τη θέλει ο ανταγωνισμός. Υποδείχνει την ανάγκη για μια νέα ηθική σε πολιτική και κοινωνία. Απορρίπτει, επιστρατεύοντας την πολιτική φιλοσοφία, το δόγμα της πολιτικής οικονομίας ότι τελικά η αμοιβή του καθενός ανταποκρίνεται στην κοινωνική του συνεισφορά.  Πέραν τούτου ο Sandel εκθέτει την αναντιστοιχία μεταξύ αξιοκρατικών διακηρύξεων (του τύπου «ο καθένας λαμβάνει ό,τι αξίζει») και συμπεριφορών στην πράξη που τις ακυρώνουν.

Όμως η προσέγγισή του  πάσχει σε άλλα σημεία. Πρώτον, υπάρχει θέμα ορισμού. Η αξιοκρατία του Sandel δεν είναι ακριβώς ό,τι συνήθως αντιλαμβάνεται ο κοινός νους (και τα λεξικά), δηλαδή ουσιαστικά να μη γίνονται διακρίσεις σε βάρος των καλύτερων, αλλά στοιχείο ενός πολιτισμικού μείγματος που περιλαμβάνει, επαναλαμβάνω, την αέναη επιδίωξη της επαγγελματικής και οικονομικής επιτυχίας σε συνθήκες ανταγωνισμού, την ιδέα ότι οι πετυχημένοι «παίρνουν ό,τι αξίζουν» και  συνακόλουθα, την τάση τους να υποτιμούν του άλλους και να αντιστρατεύονται αλαζονικά αναδιανεμητικές πολιτικές. Κατά την αντίληψή του πρόκειται για ένα κυρίαρχο στις ΗΠΑ ιδίως πολιτισμικό στίγμα. 

Δεύτερον, ο Sandel  γενικεύει στο ζήτημα της κακής ηθικής των πετυχημένων μολονότι φυσικά δεν λείπουν εκδηλώσεις χαμηλής κοινωνικής ευθύνης και αναφέρεται απλουστευτικά στις κοινωνικές σχέσεις σε επιχειρήσεις και θεσμούς.  Το σπουδαιότερο ίσως είναι ότι δεν αναγνωρίζει διαφοροποιήσεις, που είναι  ιδιαίτερα χρήσιμες στη συγκριτική πολιτική, ούτε  στηρίζεται σε συστηματική σύγκριση διεθνών εμπειρικών. Συχνά επιχειρηματολογεί με δυαδικό τρόπο (binary). Στην πραγματικότητα όμως τα στοιχεία που περιέλαβε στο πολιτισμικό μείγμα διαφέρουν από χώρα σε χώρα, ακόμα και στο εσωτερικό κάθε χώρας, καθώς  και από αγορά σε αγορά. Στον ιδιωτικό τομέα λόγου χάριν  ο ανταγωνισμός  θέτει όρια στην πρόσληψη ανίκανων ή αδιάφορων, ανεπαρκών ή ανεκπαίδευτων για εργασίες που απαιτούν γνώσεις, αποτρέπει την ανάθεση έργων σε φιλικούς αλλά κακούς υπεργολάβους, την τοποθέτηση ανεπαρκών συγγενών σε διευθυντικές θέσεις  κ.α.   

Προτάσσοντας το ερώτημα αν η επιδίωξη της ατομικής επιτυχίας  είναι καλή ή κακή ηθικά, ο Sandel παρακάμπτει το ζήτημα ότι μπορεί να ισχύουν περισσότερο ή λιγότερο αξιοκρατικές διαδικασίες σε μία κοινωνία. Έτσι όμως αφαιρεί τη βάση για κάθε πρακτική συζήτηση σχετικά με τα πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα θεσμών όπως η αξιολογηση, η διαφάνεια και η καθιέρωση κινήτρων. Αυτό δε σε μια εποχή στην οποία αξιολογούνται σχεδόν τα πάντα – άνθρωποι, επιχειρήσεις, κράτη.  Κατά προέκταση παραβλέπει συγκεκριμένα πορίσματα συγκριτικών ερευνών σύμφωνα με τα οποία  κοινωνίες, στις οποίες  λειτουργούν καλύτερα οι κανόνες του υγιούς ανταγωνισμού και επιβραβεύονται όσοι αποκτούν περισσότερα προσόντα και εργάζονται ευσυνείδητα, αναπτύσσουν μεγαλύτερο δυναμισμό και επιτυγχάνουν υψηλότερα επίπεδα ευημερίας σε σύγκριση με άλλες όπου ο ανταγωνισμός νοθεύεται με πάσης φύσης μεθόδους. Συχνά μάλιστα ο υγιής ανταγωνισμός παντρεύεται με  υψηλά επίπεδα ευθύνης έναντι του συνόλου. Και η  φιλοσοφία του κοινωνικού κράτους ανταποκρίνεται, έστω εν μέρει,  στο αίτημα για ίσες ευκαιρίες. Μερικές φορές είχα την εντύπωση διαβάζοντας την Τυραννία της αξίας ότι είναι ένα επεξεργασμένο μανιφέστο κατά του σύγχρονου κοινωνικού φιλελευθερισμού. 

Συναφώς, η προσέγγιση Sandel φαινομενικά μόνο ικανοποιεί δήθεν προοδευτικές αντιλήψεις για την κοινωνία. Και αυτό γιατί, λογικά,  υποβάλλει το συμπέρασμα ότι δεν χρειάζονται πολιτικές που σκοπεύουν στη δημιουργία ίσων ευκαιριών για κοινωνική άνοδο στις ΗΠΑ κ.α. Εκεί (και αλλού) το κύριο όχημα είναι πράγματι η εκπαίδευση. Στη λογική του  Sandel όλα αυτά περιττεύουν γιατί ωθούν περισσότερους στο κυνήγι της επιτυχίας. Κατά προέκταση, ο Sandel  υποθάλπει  ένα κίβδηλο εν τέλει εξισωτισμό, τον οποίο παντρεύει με τη λαϊκιστική απόρριψη των ελίτ.

 Λογικά, το δίλημμα  που θέτει συνοψίζεται ως εξής : Αν ο σκοπός δεν αξίζει  γιατί να υποβληθούμε σε οποιονδήποτε κόπο; 

Τι κρατάμε από το έργο του Sandel για την ελληνική περίπτωση; 

Πολλά από τα ζητήματα που εγείρει ο  Sandel  τα συναντούμε και εδώ. Γεγονός είναι ότι εισοδηματικές ανισότητες συνεπάγονται άνισες ευκαιρίες κοινωνικής ανόδου υποσκάπτοντας έτσι την αρχή των ίσων ευκαιριών. Επίσης, διαπιστώνουμε υπερβολική έμφαση στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Οι οικογένειες  κάνουν ό,τι μπορούν για να στείλουν το παιδί τους στα Πανεπιστήμια προκειμένου να αποκτήσουν τυπικά προσόντα είτε για την είσοδο στο Δημόσιο, είτε σε ορισμένα καθ΄ υπόθεση προσοδοφόρα επαγγέλματα γιατρών, μηχανικών κ.α. Κοινωνία και πολιτική πίεζαν ακατάπαυστα για επέκταση («μαζικοποίηση») της πανεπιστημιακής παιδείας ώστε να επιτρέψει σε ολοένα και περισσότερους απόφοιτους των γυμνασίων (παλαιότερα) και των λυκείων (σήμερα) να εισέλθουν στα Πανεπιστήμια. Το μαζικό άνοιγμα των Πανεπιστημίων διευκόλυνε μεταξύ άλλων ο πολλαπλασιασμός των ΑΕΙ και των Τμημάτων τους, καθώς και η εισαγωγή σε πολλά από αυτά χωρίς επαρκείς γνώσεις όπως έδειχναν οι βαθμοί κάτω από τη βάση. Η επαγγελματική-τεχνική εκπαίδευση υποβαθμίσθηκε. Το τελευταίο βήμα έγινε με την ένταξη των ΤΕΙ  (υποτίθεται της κορυφής της επαγγελματικής – τεχνικής παιδείας) στα Πανεπιστήμια προκειμένου να ικανοποιηθούν προεκλογικά (πριν από το 2019) πάγια αιτήματα διδασκόντων και πιθανόν διδασκομένων. 

Σε αντίθεση με την ιεράρχηση του Sandel, στην Ελλάδα δεν ενδιαφέρει τόσο  η υποκειμενική επιδίωξη της επιτυχίας, αλλά προέχει αν θεσμοί και διαδικασίες γενικά επιβραβεύουν τις προσπάθειές των ανθρώπων  να αποκτήσουν προσόντα  και τι οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες έχει  η παράκαμψή τους για το σύνολο- ας πούμε την εθνική οικονομία. 

Γεγονός είναι επίσης ότι μέσω οικογενειακών και φιλικών διασυνδέσεων και πελατειακών σχέσεων παρακάμπτονται συστηματικά τυπικοί κανόνες (π.χ. προσλήψεις στο Δημόσιο μέσω ΑΣΕΠ) που εξασφαλίζουν ότι οι καλύτερα προετοιμασμένοι επιλέγονται για την είσοδο στο Δημόσιο. Εύκολα τεκμηριώνεται ότι  οι διορισμοί σε διάφορες θέσεις γίνονται συχνά (αν και όχι πάντοτε) με κριτήριο την κομματική νομιμοφροσύνη, δημόσια έργα κατατεμαχίζονται  για να ανατεθούν σε ημέτερους εργολάβους, κ.ο.κ.  και εφαρμόζονται συχνά ευφάνταστες μέθοδοι για την καταστρατήγηση κάθε έννοιας αξιοκρατίας. 

Πολυάριθμα  άρθρα και βιβλία  ων ουκ έστιν αριθμός εξετάζουν τον ρόλο του πελατειακού συστήματος και της οικογένειας στην Ελλάδα ως πηγών πολύμορφων διακρίσεων. Το βασικό μοτίβο τους είναι ότι οι οικογενειακές διασυνδέσεις και οι άτυπες πελατειακές διευθετήσεις  δεν υποτάσσονται σε οποιαδήποτε έννοια αξιοκρατίας ή «κοινού καλού»  και επηρεάζουν αρνητικά την ποιότητα των κρατικών υπηρεσιών, το μέγεθος της επιχειρηματικότητας, την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, ως ένα βαθμό τα χρέη και την εσωστρέφεια της κοινωνίας και την ποιότητα της πολιτικής καθαυτής.  Οι πρακτικές αυτές δεν χαρακτηρίζουν μία μόνο πολιτική παράταξη και έχουν δηλητηριάσει το πολιτικό κλίμα καθώς έχουν προκαλέσει γενικευμένη μη εμπιστοσύνη  σε θεσμούς και πρόσωπα.  

Σύμφωνα με  έρευνες γνώμης,  στη χώρα μας και οι πολίτες θεωρούν πως οι νόμοι δεν εφαρμόζονται με τον ίδιο τρόπο για όλους (71% των ερωτώμενων), υπάρχει  μεροληψία στη Δικαιοσύνη (81%), και γενικά αναξιοκρατία  (80,5%). Επίσης, οι έρευνες γνώμης δείχνουν, όπως το θέτουν οι Μαρατζίδης και Σιάκας, ότι «ο θεσμός που εμπιστευόμαστε περισσότερο είναι η οικογένεια  και μάλιστα με τόσο μεγάλη διαφορά από τους υπόλοιπους»

Στο ιδεολογικό επίπεδο η αξιολόγηση προσόντων, ευσυνειδησίας, ειδίκευσης  έχει γίνει ανάθεμα.  Διάχυτα είναι «προοδευτικά» ιδεολογήματα  (του τύπου «η αριστεία είναι ρετσινιά») που υποθάλπουν υποκριτικά  έναν αντιπαραγωγικό εν τέλει εξισωτισμό,  παντρεύουν την κριτική τους με όλα τα χαρακτηριστικά του αβαθούς λαϊκισμού, ιδίως με τη γενικευμένη  απόρριψη των ελίτ και αντιστρατεύονται μέτρα όπως η αξιολόγηση γενικά στο Δημόσιο και ειδικά στην Παιδεία, η ανασύσταση των προτύπων και πειραματικών σχολείων κ.α.  

Σε πυκνή διατύπωση ο κόσμος μας διαφέρει από τον κόσμο που ανατέμνει ο Sandel στον οποίο  «η καθοδηγούμενη από την αγορά αξιοκρατία» έχει αναχθεί σε υπέρτατη αρχή. Το θεσμικό και ιδεολογικό κλίμα της Ελλάδας διαφέρει σε σύγκριση με το αμερικανικό. Σε αντίθεση με όσα περιγράφει ο Sandel για τις ΗΠΑ, η αξιοκρατία εδώ είναι το ζητούμενο. 

Ωστόσο δεν πρέπει να γενικεύουμε. Η ίδια η οικονομική εξέλιξη  και οι διεθνείς συνθήκες επέβαλαν διαδικασίες αξιοκρατικές ώστε να επιλέγονται  πολλοί που έχουν ταλέντο, εξειδικευμένες γνώσεις και εργάζονται ευσυνείδητα. Η ελληνική κοινωνία έχει αποδεχθεί ορισμένες μορφές αξιολόγησης π.χ. τις εισαγωγικές εξετάσεις στα Πανεπιστήμια, διορισμούς στο Δημόσιο μέσω του ΑΣΕΠ παρά τις απόπειρες παράκαμψής του, τις αξιολογήσεις της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς κ.α.  

Μετά τις εκλογές του 2019 και την ανάληψη της κυβέρνησης από τη ΝΔ, ένα κόμμα με βαθιές πελατειακές δικτυώσεις αλλά με μία ηγεσία σήμερα προσανατολισμένη σε  φιλελεύθερες αρχές, εντάθηκαν οι θεσμικές τομές που στόχευαν στην αποτίμηση γνώσεων και ικανοτήτων σε ορισμένες περιοχές πολιτικής κυρίως στην εκπαίδευση και στη Δημόσια Διοίκηση. 

Αυτή η αξιοκρατική επιτάχυνση, αιτιολογήθηκε και αιτιολογείται με διάφορα επιχειρήματα: Προάγει  την παραγωγικότητα και την καινοτομία, την της χώρας στον διεθνή  ανταγωνισμό, την ποιότητα τοι κοινωνικού κράτους. Επομένως υπηρετεί  το γενικό καλό. Με απλά λόγια η χώρα θα τα καταφέρει στο διεθνές και ευρωπαϊκό πεδίο αν αξιοποιεί και επιβραβεύει ταλέντα, ικανότητες και ευσυνείδητες προσπάθειες των ανθρώπων της. 

Τυπική είναι σήμερα η ηρωική προσπάθεια της υπουργού Παιδείας κ. Κεραμέως που προτείνει ή προωθεί εκ νέου την αυτοαξιολόγηση των σχολικών μονάδων  (ως πρώτου σταδίου μιας συνολικής διαδικασίας αξιολόγησης), τον θεσμό των πειραματικών και προτύπων σχολείων,  τις  μετρήσεις  PISA (Programme for International Student Assessment) του ΟΟΣΑ, την καθιέρωση πιστοποιητικού παιδαγωγικής επάρκειας  για υποψήφιους καθηγητές,  που θα αποκτάται μετά από παρακολούθηση  ειδικών προγραμμάτων στα Πανεπιστήμια, το σύστημα επιλογής εκπαιδευτικών για διοικητικές θέσεις, τον θεσμό των μεντόρων (συμβούλων νεοδιορισμένων από εμπειρότερους) κ.λ.π. 

Κατά τη γνώμη μου και ο Στέφανος Μάνος υπερασπίζεται χωρίς εάν και εφόσον (αλλά με κάποια ανεδαφικότητα) την ανάγκη για αξιοκρατία. Γράφει, ενδεικτικά, ότι  

«το σύστημα της αμοιβής και της διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού στο Δημόσιο είναι προβληματικό […] Στο Δημόσιο θα έπρεπε να χειριζόμαστε το ανθρώπινο δυναμικό λίγο ή πολύ όπως θα το έκανε μια ευνομούμενη πολιτεία. Σε αξιολογώ συστηματικά, προσπαθώ να σε βοηθήσω να γίνεις καλύτερος. Αν αποτύχεις επανειλημμένως σε διώχνω. Αν είσαι καλύτερος σε πληρώνω καλύτερα […] Είναι ανήθικο να πληρώνει ένας φορολογούμενος για κάποιον που είναι αποδεδειγμένα ακατάλληλος» […] Δεν θα φτιάξουμε κράτος αν δεν ενσωματώσουμε τη διαδικασία αξιολόγησης του προσωπικού». 

Υιοθετώ λοιπόν  ένα διαφορετικό πλαίσιο  προσέγγισης του ζητήματος της αξιοκρατίας από εκείνο του Sandel. Ίσως μάλιστα μπορούμε να αντιστρέψουμε το επιχείρημα του: Το κοινό καλό,  η αίσθηση της κοινότητας, η διάθεση για αλληλεγγύη, γενικά η εμπιστοσύνη στην κοινωνία και η ανάπτυξη έχουν μεταξύ άλλων ως  προϋπόθεση την αξιοκρατία με την έννοια της αποφυγής διακρίσεων που οφείλονται στην πελατειακή- κομματική και οικογενειακή λογική σε βάρος όσων έχουν ταλέντο και προσόντα ή είναι παραγωγικότεροι.  

Για το έργο αυτό η ανάλυσή του Sandel δεν μας χρησιμεύει ιδιαίτερα.  

Advertisement

Από το εγώ στο εμείς; – κοινωνία και κράτος στην κρίση του κορονοϊού.  

Books’  Journal,  Μάρτιος 2020

Η επιδημία του κορονοϊού είναι μια δοκιμασία για όλους – για την κοινωνία πάνω από όλα, την οικονομία και το κράτος. Διολισθαίνουμε στην καλύτερη περίπτωση προς μια νέα στασιμότητα[1] και στη χειρότερη προς μια νέα ύφεση και, επομένως, σε απώλειες εισοδημάτων για τους περισσότερους και θέσεων εργασίας για πολλούς.

Η κυβέρνηση εφαρμόζει σειρά αποφάσεων  που έχουν πολλούς ταυτόχρονα  στόχους – να επιβραδύνουν τη διάδοση του ιού, να συγκρατήσουν τις υφεσιακές επιπτώσεις να επισπεύσουν τεχνολογικές και αλλαγές (που  θα έπρεπε να είχαν γίνει από καιρό) και να διατηρήσουν την κοινωνική συνοχή στηρίζοντας κυρίως ευάλωτες στην ύφεση ομάδες.

Τους σκοπούς αυτούς υπηρετούν διαφορετικές δέσμες μέτρων: Η πρώτη περιλαμβάνει πρωτόγνωρες για τις μεταδικτατορικές γενιές παρεμβάσεις που περιορίζουν θεμελιώδεις ελευθερίες – κατακτήσεις της φιλελεύθερης Δημοκρατίας μας (βλ. πιο κάτω). Η δεύτερη «αντικυκλικά» μέτρα (εγκατάλειψη του πρωτογενούς πλεονάσματος κ.α.) που  επιτρέπει, τρίτον,  τη χρηματοδότηση της στήριξης όσων θίγονται από τους περιορισμούς με  έκτακτα επιδόματα, αναβολές πληρωμής φόρων και ασφαλιστικών εισφορών κ.α. Τέλος επιχειρείται η ανακατανομή δημόσιων και ευρωπαϊκών πόρων για την ενίσχυση δημόσιων υποδομών (ΕΣΥ,  εσπευσμένη εφαρμογή νέων τεχνολογιών σε παιδεία, δημόσια διοίκηση κ.α.). Όλα τα μέτρα μας υπενθύμισαν παλαιά ερωτήματα: Πόσο και κυρίως τι είδους κράτος χρειάζεται, πως πρέπει να διαμορφωθούν οι σχέσεις του με τον ιδιωτικό τομέα, πως προστατεύονται οι ελευθερίες, ποιες προσαρμογές της καθημερινότητας στις νέες συνθήκες επέρχονται;

Ελευθερίες έναντι κοινού σκοπού.

Πολιτικά και πολιτειακά κρίσιμη είναι η  δέσμη που περιορίζει τις ελευθερίες που θεωρούμε σήμερα αυτονόητες. Συνοψίζεται στο σύνθημα «μένουμε σπίτι».   Όλες σχεδόν οι ελευθερίες είναι υπό πίεση. Υπενθυμίζω τους περιορισμούς στις διαπροσωπικές επαφές («κοινωνική απόσταση») με κυρώσεις σε περιπτώσεις παραβιάσεών τους, μετακινήσεις των ανθρώπων, στις συγκεντρώσεις, στη διασκέδαση, στις μεταφορές, στην άσκηση ελευθέριων επαγγελμάτων, στις επιχειρήσεις, στις διασυνδέσεις με το εξωτερικό. Περιορίζουν ακόμα και τη δυνατότητα των πολιτών να διαμαρτυρηθούν.  Ουσιαστικά βιώνουμε στην κυριολεξία το δίλημμα ελευθερίες έναντι προσωρινών περιορισμών που επιβάλλει ο αποσαφηνισμένος κοινός  σκοπός: Να επιβραδυνθεί η διάδοση της ασθένειας και να αποτραπούν ανθρώπινες απώλειες. Τον έλεγχο σκοπιμότητας και νομιμότητας και τη νομιμοποίηση των μέτρων διασφαλίζουν η διάκριση των εξουσιών, η ελευθερία γνώμης, η λειτουργία των ΜΜΕ, οι ενδιάμεσοι φορείς, η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης (για να μη ξεχνάμε τον Μοντεσκιέ).

Οι ελευθερίες μας δεν απειλούνται.

Μερικοί (ιδίως αυτοαποκαλούμενοι αριστεροί, αλλά ευτυχώς όχι οι επίσημοι φορείς της Αριστεράς) υποψιάζονται ιδεοληπτικά ότι η κυβέρνηση σχεδιάζει κρυφίως ή θα εκμεταλλευθεί την «ευκαιρία» να εκτρέψει μονίμως τη χώρα από τη φιλελεύθερη-δημοκρατική πορεία της, την  οποία οι ίδιοι, αντιφάσκοντας, εχθρεύονται. Αλλά, ο κίνδυνος  εκτροπής είναι σήμερα μηδαμινός: Η κυβέρνηση δεν επιχείρησε να αλώσει τον τύπο και τους τηλεοπτικούς σταθμούς αυτή την κρίσιμη περίοδο, ούτε να ακυρώσει το έργο της δικαιοσύνης  ή να την υποτάξει στην εκτελεστική εξουσία, ούτε να αναζητήσει φαντασιακούς εσωτερικούς πολιτικούς εχθρούς, ούτε ανέστειλε τη λειτουργία του Κοινοβουλίου, το οποίο επικυρώνει τακτικά τις έκτακτες ρυθμίσεις των Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου.  Κατά τούτο διαφέρει πράγματι από τις ανελεύθερες πρακτικές που δοκίμασε ο ΣΥΡΙΖΑ ένα διάστημα.[2] Επιπλέον συνεννοείται με την αντιπολίτευση, η οποία συνδράμει, ενημερώνει καθημερινά την κοινή γνώμη  με την παρουσία του καθηγητή  Σ. Τσιόδρα και την επιστημονική επιτροπή του ΕΟΠΥ και προσπαθεί να ορίσει την ημερομηνία λήξης πάντοτε σε συνάρτηση με την εξέλιξη της πανδημίας. Τα μέτρα είναι έκτακτα ακριβώς επειδή οι συνθήκες είναι έκτακτες. Σκεφθείτε πως θα δηλητηριαζόταν το πολιτικό κλίμα αν  είχαμε υπουργό υγείας τον κ. Πολάκη και Δημόσιας τάξης τον κ. Παπαγγελόπουλο!

Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, η κυβέρνηση  δεν σήκωσε μπαϊράκι και δεν ξεκίνησε  «σκληρή διαπραγμάτευση» στα τυφλά για να δικαιολογήσει κάποια απόκλιση από την πολιτική της ΕΕ. Ούτε αγνόησε το Eurogroup για να κλείσει  την Ελλάδα στον εαυτό της. Το ευτύχημα είναι βέβαια ότι και η ΕΕ δείχνει να αντιλαμβάνεται την έκταση του προβλήματος και προχωρεί σε κινήσεις που πριν από μερικούς μήνες θα ήταν αδιανόητες όπως το νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, η αναστολή των δημοσιονομικών περιορισμών του Συμφώνου Σταθερότητας και η αγνόηση των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα που είχαν συμφωνηθεί πριν από την επιδημία.

Ειδικά ως προς τους περιορισμούς, η κυβέρνηση είχε δύο αντιπάλους – την έλλειψη εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα  μετά από τόσες  αποτυχίες και την παράδοξη αντίληψη τμημάτων της κοινωνίας για τις ελευθερίες.

Την έλλειψη εμπιστοσύνης  κατέγραφαν όλες οι έρευνες γνώμης πριν από την έλευση της επιδημίας.  Σύμφωνα με  τις στατιστικές  του ΟΟΣΑ η χώρα μας είναι (ήταν) χώρα χαμηλής εμπιστοσύνης των πολιτών σε πολιτική και επίσημους θεσμούς. Άλλωστε  υπήρξαν και εκρηκτικά συμπτώματα δυσπιστίας στο παρελθόν. Οι δήθεν «αγανακτισμένοι» του 2011  ήθελαν να καεί η Βουλή, το παραλίγο μαζικό κίνημα «δεν πληρώνω» στρεφόταν κατά κάθε έννοιας νομοκρατίας. Είναι προφανές ότι μια κρίσιμη προϋπόθεση για να λειτουργήσει μια κοινωνία είναι ότι τα μέλη της εμπιστεύονται αρκετά τα άλλα, ότι έχουν συνείδηση των ευθυνών τους έναντι των άλλων. Αλλιώς καραδοκούν  κρίσεις. Όλα αυτά παραπέμπουν φυσικά στο ζήτημα της ηθικής βάσης, των αξιών της κοινωνίας.

Επίσης,  συχνά στο παρελθόν οι ελευθερίες παρεξηγήθηκαν, όπως είχε επισημάνει ο Γιώργος Παπανδρέου όταν αντιμετώπισε τις πρώτες δυσκολίες προσαρμογής μετά την κρίση του 2009-10 για να αποτραπεί μια ανοιχτή χρεοκοπία.

« Φτάσαμε πολλές φορές να ονομάζουμε ΄δικαιοσύνη΄ τη σκανδαλώδη εύνοια. Κεκτημένα τα προνόμια των λίγων και των συντεχνιών. Δικαίωμα τη  πρόκληση εις βάρος των υπολοίπων[…] Υγιή επιχείρηση, το κυνήγι του εύκολου πλουτισμού. Την ανταγωνιστική παραγωγή, την μετατρέψαμε σε ανταγωνισμό για μια κρατική ή ευρωπαϊκή επιδότηση. Τη φοροδιαφυγή, σε έκφραση προσωπικής μαγκιάς»[3].

Αυτή η παρεξήγηση διαρκείας μαζί με διάφορες άλλες «αυταπάτες» εξασθένισε ίσως μετά το δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015 και τη μετατροπή του ΟΧΙ σε ΝΑΙ, αλλά δυσκολεύει ακόμα το έργο της σημερινής κυβέρνησης.

Αντικυκλική πολιτική και κοινωνική συνοχή.

Τα περιοριστικά μέτρα είναι αιτία μιας νέας ύφεσης, η οποία  δεν ξέρουμε ακόμα πόσο βαθιά θα εξελιχθεί (η ΤτΕ προβλέπει μηδενική ανάπτυξη το 2020, ενώ άλλοι υπολογίζουν ύφεση της τάξης του 4%). Όπως σημειώσαμε όμως η κυβέρνηση, εκτός των πάσης φύσεως περιορισμών, αποφάσισε μέτρα που υπηρετούν την άμβλυνση της επερχόμενης ύφεσης, και την «αποζημίωση» εκείνων που πραγματικά χάνουν εισοδήματα και εργασία στον ιδιωτικό τομέα.

Είχαμε στο παρελθόν επισημάνει τα ελλείμματά της πολιτικής: Την πατρωνία, μεροληπτικές παρεμβάσεις υπέρ ατόμων ή οργανώσεων συμφερόντων που αποφέρουν πολιτικά οφέλη αλλά  έχουν αρνητικές  μακροχρόνιες επιπτώσεις στο σύνολο, (αυτό ονομάζεται «γνωσιακή ασυνέπεια»), συχνά την περιφρόνηση της επιστημονικής γνώσης, τη χαλαρή εφαρμογή του νόμου, κλπ. Κατά προέκταση απέφευγε ή ανέβαλε αποφάσεις που είχαν πολιτικό κόστος και ας ήταν αναγκαίες.

Η  πρόσφατη κρίση έδειξε ότι η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και, γενικά,  η αντιπολίτευση μπροστά σε μεγάλες απειλές λειτουργούν διαφορετικά και αυτό είναι μια πηγή αισιοδοξίας. H κυβέρνηση, που έχει θεσμικά το γενικό πρόσταγμα,

  • ακούει και επικαλείται την επιστήμη για τα μέτρα προστασίας από τον ιό,
  • προσπαθεί να στηρίξει όσους μισθωτούς και όσες επιχειρήσεις θίγονται από τα αναπόφευκτα μέτρα,
  • οργανώνει τις υποδομές και μετακινεί πόρους του ΕΣΠΑ για να ενισχύσει το ΕΣΥ,
  • προσπαθεί να αξιοποιήσει τις νέες τεχνολογίες, επιταχύνοντας βίαια τον ψηφιακό μετασχηματισμό   του κράτους,
  • ενημερώνει συνεχώς και αξιόπιστα τους πολίτες για την κατάσταση και την εξέλιξη της επιδημίας (μέσω του καθηγητή Τσιόδρα και της επιστημονικής ομάδας του ΕΟΠΥ, της πολιτικής προστασίας και λοιπών αξιωματούχων κλπ.

Θεωρητικό και πρακτικό ενδιαφέρον έχει η αναδιάταξη της δημοσιονομικής διαχείρισης: Η  κυβέρνηση αναθεώρησε τον προϋπολογισμό και ανασχεδιάζει το ΕΣΠΑ ύψους περίπου 10 δις. για την ενίσχυση των επιχειρήσεων. Επίσης, αποφάσισε την παροχή έκτακτου μισθού 800 ευρώ  στη μεγάλη πλειονότητα των εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα – μιθωτών και ελευθέρων επαγγελματιών που θίγονται από τα μέτρα.

Γενικά το κράτος, παρόλα τα κουσούρια του, αντέδρασε σχετικά γρήγορα και χωρίς «μνημόνια» σε αυτή την πρωτόγνωρη πρόκληση. Έκανε αυτό ακριβώς που παρέλειψε την εποχή των «μνημονίων», οικειοποιήθηκε δηλαδή σκοπό και μέσα.  Πιθανόν σε αυτό συντέλεσε η αποφασιστικότητα της ηγεσίας και η, ας πούμε, διαχιριστική επάρκεια πολλών στελεχών, τα οποία, επιπλέον, είναι εξοικειωμένα με τις νέες τεχνολογίες.

Και η κοινωνία;

Όπως  διαπίστωνε η νέα ΠτΔ κ. Σακελλαροπούλου, τα περιοριστικά μέτρα έρχονται σε αντίθεση με την ιδιοσυγκρασία μας.  Σε αυτό θα συμφωνούσαν και οι περισσότεροι ιστορικοί μας: Ο Θάνος Βερέμης  ανέδειξε την κληρονομιά του κοτζαμπασιδισμού και των κλεφταρματωλών,[4] ο Κώστας Κωστής μίλησε για το «κακομαθημένο παιδί της ιστορίας»[5] η Μαρία Ευθυμίου εξέθεσε σχεδόν λυρικά τις αντιφατικές πτυχές του χαρακτήρα του[6]      και ο Γιώργος Παγουλάτος ανέλυσε την ελληνική ιδιαιτερότητα (exceptionalism) που έχει πολιτισμικές ρίζες και αποτυπώθηκε  στη διαρκή απόκλιση της ελληνικής οικονομικής πολιτικής από τον ευρωπαϊκό κανόνα.[7]

 

Όμως σήμερα, μπροστά στην κοινή απειλή φαίνεται ότι η κοινωνία μας βγάζει προς τα έξω τον καλό της εαυτό. Με άλλα λόγια οι αγκυλώσεις , τις οποίες διεκτραγωδούν όλες σχεδόν οι επιστημονικές αναλύσεις και η λογοτεχνία μας, εμφανίζονται μεν και σήμερα περιστασιακά, αλλά δεν καθορίζουν τη συνολική εικόνα.

Σε γενικές γραμμές φαίνεται ότι η κοινωνία τιθασεύει τον άναρχο «αντισυστημισμό» της – με εξαιρέσεις πάντοτε: Επιχειρήσεις και πολίτες συμμορφώνονται με τις υποδείξεις της πολιτικής προστασίας, μολονότι οι απώλειες εισοδημάτων  ιδίως στον ιδιωτικό τομέα δεν είναι αμελητέες. Τα συνδικάτα δεν προβάλλουν ανεδαφικές απαιτήσεις.  Οι ιδιωτικές χορηγίες για τα νοσοκομεία (και την άμυνα) είναι εντυπωσιακές. Η προσαρμογή των μικρομεσαίων επίσης. Γενικά αναπτύσσονται ποικίλες μορφές αλληλεγγύης π.χ. σε επίπεδο γειτονιάς ή ευρύτερης οικογένειας. Ο εθελοντισμός δίνει το δικό του παρόν.  Με τον τρόπο αυτό τα άτομα ξεπερνούν τις συνέπειες της κοινωνικής απομόνωσης που συνιστούν οι γιατροί («μείνετε σπίτι»). Το κοινωνικό κλίμα  δεν χαρακτηρίζει μόνον ο φόβος, αλλά και μια διάθεση αλληλεγγύης. Τέτοια κινητοποίηση για ένα κοινό σκοπό μπορεί πράγματι μόνο το κράτος να πετύχει, όταν βεβαίως λειτουργεί αποτελεσματικά και εκπέμπει αξιοπιστία, δηλαδή υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Και πάντως, sine qua non για  την  υπέρβαση των δυσκολιών παραμένει η συνείδηση της κοινής μοίρας , η επίκληση των ριζών, η  αίσθηση της κοινής απειλής για την εθνική κοινότητα. Αυτά είναι τα πολιτισμικά μας αλεξίσφαιρα.

Βέβαια, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις διαταραγμένων ατόμων, περιθωριακών μικροομάδων, δυστυχώς ακόμα και μερικών ΜΚΟ,  καθώς και παραβατικές συμπεριφορές «ξύπνιων» επιχειρηματιών που συμπεριφέρονται ως λαθρεπιβάτες  στις κρίσιμες αυτές στιγμές. Σημειώστε τη λέξη λαθρεπιβάτες γιατί θα την χρειασθούμε και στο μέλλον! Είναι συνώνυμη του τζαμπατζή. Υποδηλώνει το άτομο που δεν τηρεί ένα γενικό κανόνα νομίζοντας ότι έτσι αντλεί κάποιο όφελος σε βάρος του συνόλου. Εμβληματικός σχετικά είναι ο «στρατηγικός κακοπληρωτής». Η απαξίωση των ευφάνταστων συμπεριφορών λαθρεπιβάτη, που μας ταλαιπώρησαν ιδιαίτερα στο παρελθόν και εξηγούν εν μέρει την κρίση, θα πρέπει να γίνει κεντρικό  στοιχείο μιας νέας ηθικής!

Όσα βιώνουμε  διαψεύδουν, έστω σε έκτακτες συνθήκες,  την υπόθεση ότι οι πολίτες γενικά δεν εμπιστεύονται το κράτος, την πολιτική, τους κεντρικούς θεσμούς. Σήμερα, η κοινωνία γενικά δείχνει ότι εμπιστεύεται την πολιτική και την επιστήμη. Ίσως σε αυτό συμβάλλουν, μεταξύ άλλων,  η αποφασιστικότητα και η διαχειριστική επάρκεια της κυβέρνησης αλλά και το γεγονός ότι επιστράτευσε την επιστήμη, η οποία με τη σειρά της  δεν εκπέμπει διαφορετικά μηνύματα.  Μέχρι τώρα. Η κυβέρνηση θα πρέπει πάντως στο μέλλον να αποφύγει οτιδήποτε θα κατέστρεφε την εμπιστοσύνη που  γεννιέται σε αυτή την κρίση, π.χ. αφήνοντας να παρεισδύσουν πελατειακές πρακτικές με τις χαρακτηριστικές τους  επιλεκτικές εύνοιες.

Αναμφίβολα, τα μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού έχουν επώδυνες συνέπειες για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Όμως, νομίζω ότι σημαντικότερες μπορεί να  αποδειχθούν οι συνέπειες για την κουλτούρα μας – τις αξίες, ιδέες, εθισμούς και συμπεριφορές. Είναι αναρίθμητες οι εκκλήσεις στους πολίτες να συμπεριφερθούν υπεύθυνα και  αλληλέγγυα, να αναλογισθούν το μερίδιο της ατομικής ευθύνης έναντι του κοινωνικού συνόλου, να συμμορφώνονται στις οδηγίες της Πολιτείας, να συνεργάζονται με τις αρχές όταν πρέπει να διεκπεραιώνουν υποθέσεις τους. Συναφώς τονίζεται η   κοινωνική ευθύνη των επιχειρήσεων.

Ποιος ξέρει; Μετά από μια μακρά περίοδο έξαρσης του ατομικισμού  ίσως ανανεώσουμε σε μόνιμη βάση τη σημασία της αλληλεγγύης, της καλώς εννοούμενης λιτότητας, της ηθικής του καθήκοντος. Αυτό θα ήταν μια βαθιά πολιτισμική αλλαγή. Αν  επέλθει,  τότε ναι, όπως θα έλεγε ο Νίκος Πορτοκάλογλου, «θα περάσει κι΄ αυτό!».

 

[1] Τράπεζα της Ελλάδος  Έκθεση του Διοικητή για το 2019. Αθήνα 2020

[2] Βλ. Πάνος Καζάκος  Ελεγχόμενες πτωχεύσεις, οικονομική κρίση και μνημόνια 2009-2019, εκδόσεις Καθημερινής, Αθήνα 2019

[3] Ομιλία του Γιώργου Παπανδρέου στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ, 2.3. 2010

[4] Θάνος Βερέμης Δόξα και αδιέξοδα, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2016

[5] Κώστας Κωστής Τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας, εκδόσεις  Πατάκη, Αθήνα 2018

[6] Μαρία Ευθυμίου Μόλις λίγα χιλιόμετρα . Ιστορίες για την ιστορία , εκδόσεις Πατάκη  Αθήνα 2019..

[7] Γιώργος Παγουλάτος  Το νησί που φεύγει, εκδόσεις Παπαδόπουλος, Αθήνα 2016.

Μεταβαλλόμενη ταυτότητα και κρίση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.

Books’ Journal, 2019

Για το βιβλίο του  Γιώργου Σιακαντάρη Το Πρωτείο της Δημοκρατίας- η σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2019.

Το βιβλίο του Γιώργου Σιακαντάρη Το Πρωτείο της Δημοκρατίας- η σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία δημοσιεύεται σε μια δύσκολη εποχή για την (ευρωπαϊκή) σοσιαλδημοκρατία (και, γενικά για την πολιτική). Δεν είναι μια ακόμα ιστορία της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά μάλλον ένας προσωπικός αναστοχασμός σε ζητήματα θεωρίας και πολιτικής  που την απασχόλησαν. Ο σ.  πιστεύει ότι οι ιδέες μετρούν. Διαπιστώνει, επίσης, ότι η σοσιαλδημοκρατία βρίσκεται σε κρίση και προβλέπει, έμμεσα, σκοτεινό το μέλλον της αν δεν ανανεωθεί.

Η σοσιαλδημοκρατία δεν εδραιώθηκε στην Ευρώπη ως ένα κλειστό και άκαμπτο σύστημα. Εξαρχής σημαδεύθηκε από εσωτερικές εντάσεις  που κρατούν ως τις μέρες μας. Ο εσωτερικός κριτικός λόγος είναι εντυπωσιακός. Ορισμένοι εμβληματικοί εκπρόσωποί της τόνιζαν περισσότερο τις δημοκρατικές διαδικασίες, ενώ άλλοι, στην αρχή ιδίως και περίπου ως τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β΄ΠΠ, το σοσιαλιστικό στόχο σε διάφορες εκδοχές του. Διαφορές υπήρχαν και για τις σχέσεις με τη μαρξιστική θεωρία και για την αξιολόγηση του συγκεντρωτικού μοντέλου που επικράτησε στην ΕΣΣΔ. Οι σχετικές αντιπαραθέσεις δεν εκτυλίσσονταν μόνο σε ένα στενό κύκλο διανοουμένων, αλλά διαπερνούσαν τους κομματικούς μηχανισμούς και έδειχναν δρόμους στην πολιτική.

Αναμφίβολα, η σοσιαλδημοκρατία ήταν μια από τις μεγάλες και ελκυστικότερες  ιδέες της νεότερης ιστορίας.

Είναι αδύνατο να αποδώσουμε εδώ την tour d’ horizon του Γιώργου Σιακαντάρη στον κόσμο της – τις διαφορετικές πολιτικούς δρόμους της στις χώρες που άνθισε (Γερμανία, Γαλλία, Σουηδία, Ενωμένο Βασίλειο, Ιταλία), τις εμβληματικές προσωπικότητες του πνεύματος και της πολιτικής που καθόρισαν τον χαρακτήρα της, τις φιλοσοφικές πηγές της, τα σημερινά της προβλήματα και τις αναζητήσεις λύσεων.  Αυτά όλα τα εκθέτει ο Γ.Σ. στο βιβλίο του με τον χαρακτηριστικό υπότιτλο «η σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία» που απευθύνεται στους μυημένους. Περιορίζομαι στη συνέχεια να εξετάσω επιλεγμένες απόψεις για τον ρόλο του διαφωτισμού ως φιλοσοφικής πηγής της, τη μεγάλη αναθεωρητική συζήτηση που τη διαχώρισε από το κομμουνιστικό κίνημα και την ριζοσπαστική αριστερά, τις μεταγενέστερες αναζητήσεις στίγματος σε ένα μεταβαλλόμενο κόσμο και τις αιτίες της σοσιαλδημοκρατικής κρίσης (που όμως είναι και κρίση της πολιτικής εν γένει).

Βέβαια αυτά και πολλά άλλα είναι ξένα στην ελληνική συζήτηση που κινήθηκε σε ένα ιδιαίτερο πολιτικό κλίμα. Εδώ επικράτησε στην «αριστερά»  μετά τον πόλεμο η κομμουνιστική και σταλινική εκδοχή της. Οι έλληνες διανοούμενοι της αριστεράς είχαν μαγευτεί από το κομμουνιστικό μοντέλο. Υπήρξαν βέβαια και μεγάλες εξαιρέσεις  και μία από αυτές ήταν ο Νίκος Πουλαντζάς. Πάντως, σοσιαλδημοκρατικές ή σοσιαλιστικές κινήσεις είχαν μάλλον τον χαρακτήρα περιθωριακών λεσχών ή ήταν ψευδεπίγραφες (όπως το θνησιγενές σοσιαλιστικό κόμμα του Γεωργίου Παπανδρέου!) και, οπωσδήποτε, δεν είχαν σοβαρές προσβάσεις σε συνδικάτα και εργατική τάξη.

Αργότερα, στη μεταπολίτευση, ο πολιτικός ανταγωνισμός στους χώρους αυτούς ήταν μεταξύ ενός ΠΑΣΟΚ (του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος) που κατήγγειλε τους συμβιβασμούς της σοσιαλδημοκρατίας (και του ευρωκομμουνισμού) με πρωταγωνιστή τον Ανδρέα Παπανδρέου[1] και ενός δογματικού ΚΚΕ που έδωσε και κέρδισε μεν τη μάχη για τη «σφραγίδα» εναντίον των «αναθεωρητών» του ΚΚΕ Εσωτερικού, αλλά καθηλώθηκε σε χαμηλά εκλογικά ποσοστά. Το ΠΑΣΟΚ μετέτρεψε τη σοσιαλδημοκρατία σε ανάθεμα. Το ίδιο ήταν ένα λαϊκιστικό κόμμα με έντονα τριτοκοσμικά χαρακτηριτικά και όχι σοσιαλιστικό ή σοσιαλδημοκρατικό κόμμα δυτικοευρωπαϊκού τύπου.

Πρόσφατα βέβαια η ιδέα της σοσιαλδημοκρατίας φάνηκε να ανακάμπτει στην Ελλάδα. Οι σχετικές αναφορές είναι είτε ρητές, όπως στο βιβλίο του Γ.Σ. και μερικών ακόμα διανοουμένων,[2]  είτε έμμεσες και ντροπαλές με τη βοήθεια όρων όπως «προοδευτική συμμαχία» ή «δημοκρατική συμπαράταξη» και με την επιδίωξη αντίστοιχων φορέων να είναι μέλη της ευρύτερης οικογένειας της σοσιαλδημοκρατίας στην ΕΕ. Προς τα εκεί συγκλίνει ρητορικά και ο ΣΥΡΙΖΑ (ή τμήματά του) από την ώρα που εγκατέλειψε τον αριστερό ριζοσπαστισμό του. Βρίσκεται όμως σε σύγχυση και παραμένει εκτός της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατικής οικογένειας για πολλούς λόγους: Απέκτησε ιδίως την περίοδο της ελληνικής κρίσης έντονα λαϊκιστικά χαρακτηριστικά, διολίσθησε σε πρακτικές ανελευθερίας (με τις γνωστές απόπειρες ελέγχου των ΜΜΕ, της Δικαιοσύνης της ΤτΕ κλπ) σε συνδυασμό με την χωρίς αιδώ προσφυγή σε παλαιοκομματικές πρακτικές, υιοθέτησε ξεπερασμένες αντιλήψεις για τον ρόλο του κράτους παρόλο που υπέγραψε τρία προγράμματα προσαρμογής («μνημόνια»), ενώ δεν κρύβει τριτοκοσμικές συμπάθειες και διασυνδέσεις (π.χ. με την ηγεσία της Βενεζουέλας). Η ηγετική ομάδας και η αυλή της δεν είναι αξιόπιστος εταίρος της σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη, ούτε μάλιστα της ριζοσπαστικής αριστεράς!

Όταν λοιπόν στη συνέχεια  μιλάμε για τη σοσιαλδημοκρατία μιλάμε περί ευρωπαϊκών πραγμάτων, όχι ελληνικών. Και εκεί θα μείνουμε στη συνέχεια.

  1. Ο διαφωτισμός ως φιλοσοφική πηγή.

Ο Γ.Σ. αφιερώνει ένα κεφάλαιο στις φιλοσοφικές πηγές της σοσιαλδημοκρατίας. Ξεχωρίζω εδώ την κατά τη γνώμη μου σπουδαιότερη – τον διαφωτισμό.[3] Αφετηρία είναι η διαπίστωσή του ότι είναι αδύνατο να κατανοηθεί η σοσιαλδημοκρατία  αν δεν αποσαφηνισθούν οι σχέσεις της με τον διαφωτισμό.

Ο σ. είναι σαφής: Όχι όλη η αριστερά, αλλά η σοσιαλδημοκρατία αποτελεί απότοκο του διαφωτισμού. Και υπενθυμίζει ότι ο διαφωτισμός ανέδειξε τη λογική (και την εμπειρία) ως αποτελεσματικά όπλα κατά της άγνοιας και των προκαταλήψεων, αμφισβήτησε το ρόλο της αυθεντίας.  Ο σ. απορρίπτει την υπόθεση άλλων ότι ο διαφωτισμός  οδήγησε απευθείας στον ολοκληρωτισμό! Ορθώς υποστηρίζει ότι ο διαφωτισμός ενέπνευσε και θεμελίωσε θεωρητικά προσπάθειες για την ελευθεροτυπία, την παιδεία για όλους, την ανεκτικότητα απέναντι στις μειονότητες, την ελάφρυνση των ποινών κλπ. Οι φιλόσοφοι του διαφωτισμού έδωσαν αγώνα κατά του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας.

Η σοσιαλδημοκρατία, γράφει ο Γ.Σ. είναι ένα ζωντανό πολιτικό παράδειγμα του διαφωτισμού.[4] Αλλά, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι το μόνο. Ο φιλελευθερισμός και  ο ρεπουμπλικανισμός  επίσης αντλούν  από τον διαφωτισμό. Το ίδιο ισχύει και για τον εθνικισμό του 19ου αιώνα που συνυφάνθηκε με τον φιλελευθερισμό. Ούτε η συντήρηση έμεινε τελικά αν και ετεροχρονισμένα ανεπηρέαστη από τον διαφωτισμό (και τα ιστορικά παθήματα), όπως μπορεί κανείς εύκολα να δείξει με παράδειγμα τη γερμανική Χριστιανοδημοκρατία. Όλα αυτά τα ρεύματα αλληλοτροφοδοτήθηκαν, διατηρώντας πάντως μια σχετική αυτοτέλεια. Η κοινή πηγή και οι αλληλεπιδράσεις εξηγούν τη σημερινή ευρεία συναίνεση των δυνάμεων αυτών για το πρωτείο της φιλελεύθερης Δημοκρατίας (όχι απλά της Δημοκρατίας) και την κοινή απόρριψη του αριστερού ριζοσπαστισμού και του ακροδεξιού λαϊκισμού.

  1. Ρεβιζιονισμός έναντι μπολσεβικισμού και αριστερού ριζοσπαστισμού.

Όμως, την ιστορία της σοσιαλδημοκρατίας χαρακτηρίζουν ίσως εντονότερα από άλλα ρεύματα σκέψης και πολιτικής  βασανιστικές θεωρητικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις που είχαν ως αφετηρία κοσμογονικές αλλαγές σε οικονομία και πολιτική.

Στις αρχές του 20ου αιώνα τυπικές ήταν οι διαφορετικές αντιλήψεις που μπορούν να συνοψισθούν στον όρο «διένεξη για τον αναθεωρητισμό» (Revisionismusstreit). Ένα θέμα της ήταν η αποσαφήνιση της ιδέας της σοσιαλδημοκρατίας (της κατεύθυνσης που έπρεπε να ακολουθήσει ) και, κατά προέκταση, η οριοθέτησή της έναντι άλλων ρευμάτων σκέψης και πολιτικής που αναδύθηκαν στον χώρο της ευρύτερης αριστεράς  και κυρίως έναντι του μπολσεβικισμού, που αντλούσε από το 1917 από τις αντιλήψεις του Λένιν και τις (αρχικές) θέσεις του Τρότσκι, αλλά και έναντι του ριζοσπαστισμού που εκπροσωπούσε η Ρίζα Λούξεμπουργκ.

Ο μπολσεβικισμός εδραιώθηκε τελικά και επικράτησε με πραξικόπημα στην ημιφεουδαρχική τσαρική Ρωσία, όπου ο βιομηχανικός τομέας ήταν μικρός και η συντριπτική πλειοψηφία αμόρφωτες αγροτικές μάζες.

Αντίθετα, η σοσιαλδημοκρατία εξελίχθηκε στο περιβάλλον του εξελισσόμενου καπιταλισμού και των συνθηκών δημοκρατίας που βαθμιαία επιβάλλονταν ιδίως προς το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Ο αναθεωρητισμός (ρεβιζιονισμός), όπως αποκλήθηκε η αμφισβήτηση βασικών στοιχείων του μαρξισμού, επικράτησε. Ο αναθεωρητισμός (ρεβιζιονισμός) επεξεργαζόταν θεωρητικά και  πρότεινε λύσεις σε πρακτικά προβλήματα σε αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες που υπήρχαν εργατικά συνδικάτα, ελεύθερες εκλογές για το κοινοβούλιο, νόμιμα κόμματα, δυνατότητα ανάπτυξης συνεταιρισμών. Στην αρχή δεν εγκατέλειψε τη σοσιαλιστική προοπτική. Οι αναθεωρητές πίστευαν ότι μέσα από αυτούς τους θεσμούς όχι μόνο θα εκπαιδευόταν η εργατική τάξη και θα βελτιώνονταν οι συνθήκες εργασίας και ζωής αλλά και θα άνοιγε ο δρόμος για το βαθμιαίο πέρασμα στον σοσιαλισμό. Υποστήριζαν τη μόρφωση των εργαζομένων ώστε να κατανοήσουν τον ιστορικό τους ρόλο και τη συνδικαλιστική δράση ως ενεργό αλληλεγγύη. Επομένως, η  σοσιαλδημοκρατία ήταν μια απάντηση στο ερώτημα πως θα γίνει η μετάβαση στον σοσιαλισμό  σε αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες με κοινοβουλευτικούς θεσμούς! Και, πράγματι προς τα τέλη του 19ου αιώνα αναπτύχθηκαν μαζικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και συνδέθηκαν με ισχυρά εργατικά συνδικάτα σε Αγγλία,  Γερμανία, Γαλλία (λιγότερο) κ.α. [5] Τελικά ο αναθεωρητισμός καθόρισε τον χαρακτήρα της σοσιαλδημοκρατίας. Προβεβλημένος εκπρόσωπός του στη Γερμανία ήταν ο Eduard Bernstein, στη Γαλλία ο Jean Jaures και στην Ιταλία ο Carlo Rosselli με τις ιδέες για ένα φιλελεύθερο σοσιαλισμό.[6]

Η διένεξη εκείνη οδήγησε τελικά σε μια διαφορετική θεώρηση του μαρξισμού, που παρέμεινε πάντως για μεγάλο χρονικό διάστημα βασικό στοιχείο του ιδεολογικού εξοπλισμού της σοσιαλδημοκρατίας. Συνοψίσθηκε στην πυκνή διατύπωση του Bernstein: «για μένα αυτό που ονομάζει κανείς τελικό σκοπό του σοσιαλισμού είναι τίποτα. Η κίνηση είναι το παν».

Στο πλαίσιο της διένεξης μεταξύ  (κομμουνιστών) και σοσιαλδημοκρατών γίνεται κατανοητή η άποψη του Γ.Σ. ότι το πρωτείο της Δημοκρατίας είναι αυτό που χαρακτηρίζει τη σοσιαλδημοκρατία η οποία σε αυτό κατέληξε μέσα από διαδοχικές θεωρητικές και προγραμματικές επεξεργασίες. «Η δημοκρατία είναι η εγκάρσια γραμμή που διασχίζει όλες τις αξίες και αρχές της σοσιαλδημοκρατίας».[7]

Πρέπει όμως να τονίσω, ότι η έμφαση στο «πρωτείο της δημοκρατίας»  διαχωρίζει μεν τη σοσιαλδημοκρατία από πάσης φύσης ολοκληρωτισμούς, αλλά ταυτόχρονα ανοίγει δρόμους για συνεννοήσεις και συνεργασίες με φιλελεύθερους ακόμα και συντηρητικούς χώρους.  Κάνοντας ένα άλμα στην εποχή μας, σημειώνω ότι ήταν ο αστικός κόσμος κυρίως που αμέσως μετά τον πόλεμο έδωσε την ιδεολογική και πολιτική μάχη κατά των κομμουνιστικών κομμάτων που εμπνέονταν από τον σταλινισμό. Και σήμερα, η σοσιαλδημοκρατία, μαζί με την Χριστιανοδημοκρατία, τους φιλελεύθερους και άλλες μικρότερες πολιτικές ομάδες, συγκροτούν ένα συστημικό μπλοκ που, παρά τα κουσούρια του, αντιστέκεται στην άνοδο του ακροδεξιού λαϊκισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στα κράτη-μέλη της.  Συγκλίσεις υπήρξαν και γύρω από ένα πυρήνα αξιών. Σε αυτές (και στην ανάπτυξη που ακολούθησε) οφείλεται η σταθερότητα της μεταπολεμικής Ευρώπης και οι ενοποιητικές διαδικασίες της.  Ας σημειωθεί ότι ο όρος «κοινωνική οικονομία της αγοράς», που πρωτοπαρουσίασε η Χριστιανοδημοκρατία, πέρασε και στη Συνθήκη της Λισαβόνας με τη συμφωνία των φιλελευθέρων και των σοσιαλδημοκρατών.[8]

Όμως, τα προηγούμενα δεν αναιρούν τις ιδιαίτερες ταυτότητες των ιδεολογικών ρευμάτων που  προκύπτουν σε ένα γενικό επίπεδο από τη διαφορετική στάθμιση των αξιών που παντρεύουν, φερ΄ ειπείν της οικονομικής αποτελεσματικότητας και της δικαιοσύνης, της ελευθερίας και της ισότητας των ευκαιριών, των ανοιχτών αγορών και της ρύθμισής τους όπως φαίνεται καθαρά  σε ζητήματα προστασίας του περιβάλλοντος. Οι συμβιβασμοί αναζητούνται τότε λιγότερο σε επίπεδο αρχών και περισσότερο στη συγκεκριμένη πολιτική πράξη, όπου σταθμίζονται οφέλη και κόστη – όταν η διαδικασία κινείται ορθολογικά.

Μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο η σοσιαλιστική στόχευση, αντικαταστάθηκε βαθμιαία από τα σοσιαλδημοκρατικά μοντέλα κοινωνικού κράτους (Σουηδία, Ενωμένο Βασίλειο) που ανταγωνίζονταν, σύμφωνα με  την κατηγοριοποίηση του  Esping-Andersen τα «συντηρητικά» μοντέλα κοινωνικού κράτους («κοινωνικής οικονομίας της αγοράς») και τα φιλελεύθερα του αγγλοσαξωνικού χώρου. Τις διαφορές αναλύει ο Γ.Σ. [9]

  1. Ο τρίτος δρόμος.

Ο Γ.Σ.  αναγνωρίζει ότι σήμερα η σοσιαλδημοκρατία «οφείλει να καταθέσει νέες προτάσεις πολιτικής» λαβαίνοντας υπόψη τις τεκτονικές αλλαγές που έχουν στο μεταξύ συμβεί – την επιτάχυνση της παγκοσμιοποίησης, τη συνυφασμένη με αυτή δύναμη του χρηματοπιστωτικού συστήματος, την αλλαγή στα συστήματα παραγωγής μέσω των νέων τεχνολογιών και του ανταγωνισμού κλπ. Κατά τη γνώμη μου, αυτό ακριβώς επιχείρησε ο λεγόμενος «τρίτος δρόμος» και επιχειρούν σήμερα σοσιαλδημοκρατικοί φορείς προτάσσοντας έννοιες όπως προοδευτική πολιτική και «καλή κοινωνία».[10] Επιχειρούν δηλαδή να προσαρμόσουν την σοσιαλδημοκρατική θεωρία και πολιτική στις νέες συνθήκες.

Ειδικά ο τρίτος δρόμος ήταν μια από τις πιθανές απαντήσεις στο ίδιο πρόβλημα, το οποίο  ειρήσθω εν παρόδω αντιμετωπίζουν και οι συντηρητικοί και οι φιλελεύθεροι. Σε γενικές γραμμές ο τρίτος δρόμος  αποκρυσταλλώθηκε στις θεωρητικές  επεξεργασίες του Antony Giddens [11]και μετουσιώθηκε σε συγκεκριμένη πολιτική στο Ενωμένο Βασίλειο από τους εργατικούς του Tony Blair και στη Γερμανία από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα υπό τον Gerhard Schröder με την ετικέτα «νέο κέντρο».  Υπενθυμίζω ότι αφετηρία του τρίτου δρόμου  ήταν η παραδοχή ότι η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία είχε ξεπερασθεί από τις παγκόσμιες εξελίξεις- τις ανοιχτές αγορές, την τεχνολογία, τα μέσα επικοινωνίας, τις πολυεθνικές εταιρείες. Το πρόβλημα όμως είναι ότι η πολιτική του τρίτου δρόμου συνολικά ευνόησε ή έστω δεν απέτρεψε εξοργιστικές στρεβλώσεις του σύγχρονου καπιταλισμού, που εξελίχθηκε σε ένα «καπιταλισμό των μυημένων» στα χρηματοπιστωτικά.

Ο Γ.Σ. δεν παραβλέπει  φυσικά τον τρίτο δρόμο, αλλά  τελικά δεν του αποδίδει τη σημασία που νομίζω ότι είχε τόσο στο θεωρητικό όσο και στο πρακτικό επίπεδο. Οι  αναφορές του σε αυτόν δεν αρκούν για να αναδείξουν την πολυπλοκότητα των ζητημάτων που ανέδειξε και εξακολουθούν να απασχολούν τη σοσιαλδημοκρατία (και τις σημερινές κοινωνίες).

  1. Η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας.

Ο Γ.Σ. μοιράζεται την ίδια θέση με πολλούς άλλους αναλυτές ότι η σοσιαλδημοκρατία είναι σε κρίση. Πράγματι, η εκλογική της δύναμη μειώθηκε ακόμα και στη Γερμανία. Σε άλλες χώρες, μπορεί να συγκράτησε τις δυνάμεις της, αλλά δεν μπορεί να σχηματίσει αυτοδύναμα κυβέρνηση.

Πως εξηγείται αυτή η κρίση;

Οι απαντήσεις που δίνονται διαφέρουν. Πολλοί αποδίδουν την κρίση της σοσιαλδημοκρατίας στις αυξανόμενες ανισότητες – εισοδηματικές και προοπτικών ανέλιξης.  Οι ανισότητες υπονόμευσαν κατά την άποψη αυτή την  εμπιστοσύνη στη σοσιαλδημοκρατία που (συν)κυβερνούσε ότι ήταν σε θέση να ικανοποιήσει προσδοκίες που πάντοτε τη συνόδευαν για μια δικαιότερη κοινωνία.

Άλλοι υποστηρίζουν ότι η σοσιαλδημοκρατία υποτίμησε τις ανισότητες φύλου, φυλής, εθνότητας, μειονοτήτων,  και σεξουαλικότητας, δηλαδή στην ουσία τα ιδιαίτερα προβλήματα ορισμένων κοινωνικών ομάδων. Την άποψη αυτή φαίνεται να συμμερίζεται και ο σ. όταν  υποστηρίζει ότι η σοσιαλδημοκρατία αδυνατεί να ερμηνεύσει τα νέα κοινωνικά φαινόμενα  όπως είναι η ανασύνθεση των ταξικών και επαγγελματικών ταυτοτήτων, είναι ανίκανη να προωθήσει πολιτικές προάσπισης του γενικού καλού, όπως αυτό προβάλλεται στις νέες συνθήκες, τις οποίες δεν κατανοεί,   δείχνει αδιάφορη απέναντι στις προκλήσεις της κοινωνίας της γνώσης, αναδιπλώνεται σε ξεπερασμένες συνταγές! [12]

Η ανάλυση αυτή κατά τη γνώμη μου  δεν αποδίδει την πρέπουσα σημασία στα συγκεκριμένα διλήμματα της σοσιαλδημοκρατίας:  Πως να συνταιριάξει τις  προσδοκίες της βιομηχανικής εργασίας (κυρίως) που ήταν και η κοινωνική βάση της, με νέα, ας πούμε ταυτοτικά κινήματα; Στρεφόμενη προς τα τελευταία κινδυνεύει να αποξενωθεί ακόμα περισσότερο από τη βιομηχανική της βάση.  Στρεφόμενη προς τη βιομηχανική εργασία  που συρρικνώνεται περιορίζει την εκλογική της βάση.

Σπεύδω να προσθέσω ότι παρόμοια διλήμματα απασχολούν και τους των σύγχρονους συντηρητικούς: Αυτοί κινδυνεύουν επίσης να χάσουν τη στήριξη, ας πούμε, του αστικού κορμού τους – των νοικοκυραίων – αναθεωρώντας παραδοσιακές αντιλήψεις για την οικογένεια, το έθνος, το φύλλο, τις εθνοτικές μειονότητες  ή στρεφόμενοι απότομα στα δυναμικά και καινοτόμα τμήματα της κοινωνίας δίνοντας ταυτόχρονα την εντύπωση ότι εγκαταλείπουν  τα άλλα που διατηρούν τις παραδόσεις τους ή και επιζητούν την κρατική προστασία μπροστά στις δραματικές αλλαγές που τα απειλούν. Οι φιλελεύθεροι, βέβαια, δεν έχουν τέτοια προβλήματα και για αυτό έχουν πιο περιορισμένη επιρροή.

Κλείνοντας επαναλαμβάνω ότι το βιβλίο του Γ.Σ είναι μια φρέσκη κριτική αναδρομή σε φιλοσοφικές πηγές, ιδέες και  πολιτική πράξη της σοσιαλδημοκρατίας. Μας υπενθυμίζει μια ιστορία με πλούσια ερεθίσματα και μας αναγκάζει να σκεφτόμαστε με άλλους όρους τις τρέχουσες θεωρητικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις στην Ευρώπη, να βλέπουμε δηλαδή τη μεγάλη εικόνα και να μη χανόμαστε στον τακτικισμό της καθημερινής πολιτικής. Τέλος το βιβλίο δείχνει με τον τρόπο του πόσο ρηχή είναι η σχετική συζήτηση στην Ελλάδα για το περιεχόμενο της «προοδευτικότητας».

—————– // —————

[1] Βλ. Ανδρέας Παπανδρέου Μετάβαση στον σοσιαλισμό. Προβλήματα και στρατηγική για το ελληνικό κίνημα, εκδόσεις Αιχμή, Αθήνα 1977.

[2] Από τις πρόσφατες παρεμβάσεις για το θέμα ξεχωρίζω το βιβλίο του Ξενοφώντα Κοντιάδη  Η σοσιαλδημοκρατία σήμερα, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2017. Βλ. επίσης την παλαιότερη δημοσίευση  Ανδρέας Πανταζόπουλος Ο μαρασμός της σοσιαλδημοκρατίας, εκδόσεις το Πέρασμα, Αθήνα 2009. Ουσιαστικά την ίδια προβληματική αναπτύσσει ο Γιάννης  Μπαλαμπανίδης  Ευρωκομμουνισμός, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2016. Ειδικά το ιταλικό ΚΚ βρέθηκε σε μια επίπονη διαδικασία μετασχηματισμού του σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Σε ανύποπτο για τα ελληνικά πράγματα χρόνο συζήτησαν το ειδικό ζήτημα της σχέσης φιλελευθερισμού και σοσιαλδημοκρατίας ο Δημήτρης Σκάλκος και ο Τάκης Μίχας στο Φιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία, εκδόσεις Ελάτη, Αθήνα 2005.

[3] Βλ. Γιώργου Σιακαντάρη Το πρωτείο της σοσιαλδημοκρατίας, η σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία, εκδόσεις Αλεξένδρεια, Αθήνα 2019, σελ. 37 και μετά.

[4] Όπως πριν, σελ. 44.

[5] Βλ. Όπως πριν, σελ. 77- 163.

[6] Όπως πριν, 110 και μετά.

[7] Όπως πριν, σελ. 15.

[8] Βλ. Πάνος Καζάκος  Έτοιμη για το μέλλον; Η Ευρώπη μετά την αναθεώρηση των Συνθηκών, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2008, σελ. 47-48. Οι σοσιαλδημοκράτες προτιμούσαν πάντως νωρίτερα τον όρο «σοσιαλδημοκρατική συναίνεση» την οποία δεν θεωρούσαν συνώνυμο της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς».

[9] Γιώργου Σιακαντάρη Το πρωτείο της σοσιαλδημοκρατίας, όπως αλλού,  κεφάλαιο 6, σελ. 243-265.

[10] Βλ. ενδεικτικά Making progressive policies work. A handbook of ideas. Policy Network, London 2014.

[11] Βλ. μεταξύ πολλών άλλων Antony Giddens Ο τρίτος δρόμος , μετάφραση Ανδρέα Τάκη και Κατερίνας Γεωργοπούλου, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 1998.

[12] Γιώργου Σιακαντάρη Το πρωτείο της σοσιαλδημοκρατίας, όπως αλλού, σελ. 19-22.

Τα τρία μνημόνια ως σισύφειο έργο – Ένας απολογισμός για υποψιασμένους και μη.

Δημοσιεύθηκε στο Books’ Journal, τ. 90, Σεπτέμβριος 2018

Στις 20 Αυγούστου  τέλειωσε με το τρίτο Μνημόνιο μία περίοδος που άρχισε με την κρίση χρέους 2009-10. Αναμφίβολα επρόκειτο για μια παταγώδη αποτυχία του παλαιού πολιτικού κατεστημένου. Η κρίση ήταν αποτέλεσμα του αναπτυξιακού μοντέλου που συχνά περιγράφεται ως πελατειακός καπιταλισμός ή κρατισμός. Το μοντέλο στηριζόταν σε βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις για την οικονομία, συναφείς παραδόσεις πολιτικής αριστερά και δεξιά και ασθενείς εν τέλει θεσμούς. Αποδείχθηκε πως δεν ήταν βιώσιμο καθώς οδηγούσε σε δημοσιονομικά ελλείμματα διαρκείας, συσσώρευση χρεών, κατανάλωση και εισαγωγές πέρα από τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας. Εκτός τούτων καλλιεργούσε την πεποίθηση ότι θα ήταν δυνατή  η αδιάκοπη χρηματοδότησή του με μεγάλα ελλείμματα. Οδηγούσε κατ΄ευθείαν στα βράχια – σε μια ανεξέλεγκτη χρεοκοπία. Η χώρα ως πολιτικό σώμα ζούσε μεταξύ άλλων και  μια δημοσιονομική «συλλογική αυταπάτη».[1]

Ακολούθησαν τρία μνημόνια (=προγράμματα οικονομικής προσαρμογής) και δάνεια περίπου 280 δις Ευρώ για να αποφευχθεί μια χαοτική χρεοκοπία της χώρας. Η χώρα προχώρησε τα χρόνια των μνημονίων όπως ο μύθος του Σισύφου:  Ο μυθολογικός μας ήρωας έσπρωχνε ένα βράχο προς την κορυφή του βουνού, αλλά όταν έφθανε εκεί ο βράχος κυλούσε προς τα κάτω. Ο Σίσυφος ήταν καταδικασμένος από τους θεούς να τον σπρώχνει πάλι προς τα πάνω. Η διαφορά με το δράμα των μνημονίων είναι ότι μόνοι μας ρίχναμε τον βράχο προς τα κάτω. Αυτό συνέβη το 2015 και απειλεί να επαναληφθεί το 2019.

Στη διαδικασία αναζήτησης διεξόδου η πολιτική ηγεσία της χώρας ήταν σε μεγάλο βαθμό θεατής σε σύγχυση  καθώς οι «λύσεις» επιβλήθηκαν από τους εταίρους στην ΕΕ και το ΔΝΤ (αρχικά «Τρόικα»). Ουδέποτε στην ελληνική ιστορία βρέθηκε η ελληνική οικονομική πολιτική σε τόσο διεισδυτική  επιτήρηση από τους ξένους. Τα προγράμματα προσαρμογής αντικατόπτριζαν τους συσχετισμούς δύναμης και την οικονομική φιλοσοφία που επικράτησε σε ολόκληρη την ΕΕ δίκην «δόγματος».  Οι κυβερνήσεις μας, παρόλο που αποφάσιζαν σχεδόν καθ’ υπόδειξη των ξένων διάφορα μέτρα συμπεριφέρθηκαν συνολικά ως «κουτοπόνηροι υποτακτικοί» (όπως έγραψε κάποτε ο Αργύρη Φατούρος για τους πολιτικούς μας την εποχή του σχεδίου Μάρσαλ[2])  που υπογράφουν τα πάντα και στη συνέχεια προσπαθούν να αποφύγουν το πικρό ποτήρι της εφαρμογής.

Τώρα, ποιο είναι το αποτέλεσμα; Τι ακριβώς επιτεύχθηκε με τα μνημόνια και τι έμεινε για αργότερα;

2.

Γεγονός είναι ότι υπάρχουν πράγματι ενδείξεις ανάκαμψης της οικονομίας, κυρίως από τον τουρισμό και τη μικρή αύξηση των εξαγωγών. Προηγήθηκαν δύο χρόνια ύφεσης που ανέτρεψαν μια ανάλογη βελτίωση του 2014. Αλλά, η  ανάπτυξη είναι ασθενική και εύθραυστη, ενώ η χώρα μετά από τόσο μακρά ύφεση θα έπρεπε να τρέχει. Η ανεργία μειώθηκε  κάπως αν και όχι τόσο για τους νέους. Θα δούμε πως θα εξελιχθεί τον επόμενο Χειμώνα.

Υπό την πίεση των δανειστών και την απειλή χρεοκοπίας  έγιναν κάποιες μεταρρυθμίσεις, π.χ. στο εντελώς ανορθολογικό ασφαλιστικό και σε φορολογική διοίκηση με τη σύσταση της ΑΑ Δημοσίων Εσόδων.

Επίσης, η δημόσια οικονομία συμμαζεύθηκε, καθώς τα πρωτογενή ελλείμματα από τα θηριώδη 22 δις ευρώ του 2009 εξαλείφθηκαν. Τα μεγάλα άλματα σε αυτά έγιναν όμως ως το 2014 τόσο από την κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου, όσο και από την κυβέρνηση Α. Σαμαρά. Η πορεία συνεχίσθηκε χάρη στην αλλαγή πολιτικής του Α. Τσίπρα, ο οποίος υπέγραψε ένα τρίτο «μνημόνιο» αφού ζήτησε από τον κόσμο να απορρίψει κάθε μνημόνιο με δημοψήφισμα.  Σήμερα (2018) ο προϋπολογισμός προβλέπει «πρωτογενές πλεόνασμα», δηλαδή έσοδα πάνω από τις δαπάνες για να πληρώνει τόκους για τα χρέη του Δημοσίου.

3.

Υπάρχουν όμως πολλά αλλά.

Πρώτον,  η περίοδος προσαρμογής θα μπορούσε να είχε συντομευθεί αν δεν είχαν μεσολαβήσει οι καταστροφικές αποφάσεις της περιόδου 2015-2016 της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Σύμφωνα με υπολογισμούς του ΕΜΣ κόστισαν δεκάδες δις ευρώ στη χώρα και προκάλεσαν την ύφεση του 2015 και 2016. Σήμερα βρισκόμαστε  εκεί που είμαστε στα τέλη του 2014.

Δεύτερον, την περίοδο των μνημονίων συνολικά κατέρρευσε το ΑΕΠ της χώρας με πρωτοφανή τρόπο υποχωρώντας κατά 25% από το 2008 και η ανεργία παραμένει υψηλή κοντά στο 20%.  Εκατοντάδες χιλιάδες νέοι με προσόντα κυρίως εγκαταλείπουν τη χώρα μαζικά. Ο πληθυσμός συρρικνώνεται. Οι τράπεζες είναι φορτωμένες με τεράστια χαρτοφυλάκια κόκκινων δανείων και το δημόσιο χρέος της Ελλάδας εξακολουθεί να είναι το υψηλότερο στην Ευρωζώνη, κοντά στο 180% του ΑΕΠ.

Υπάρχουν και άλλες ορατές ανοιχτές πληγές. Η Ελλάδα έχει μείνει με ανεπαρκείς δημόσιες υπηρεσίες, πολύ υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, αδύναμα θεσμικά όργανα, πολλές μεταρρυθμιστικές εκκρεμότητες και δυσμενή δημογραφικά στοιχεία.  Η ποιότητα των δημοσίων υπηρεσιών υποφέρει από περικοπές και έλλειψη προσωπικού, κομματισμό και απαρχαιωμένες δομές. Υπάρχει διάχυτη απογοήτευση και αύξηση της φτώχειας.

Γενικά, η ελληνική οικονομία έχει θεραπεύσει λίγες μόνο από τις παλαιές παθογένειες όπως δείχνουν όλες οι διεθνείς συγκρίσεις. Π.χ. Το World Economic Forum, δείχνει μεταξύ άλλων ότι στην «αποτελεσματικότητα του δημοσίου τομέα», κατέχουμε μεταξύ 137 χωρών, την περίοπτη 134η θέση! Χαρακτηριστικά πάλι, η  IMD  βρήκε ότι στην κατηγορία των δεικτών της «Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητας», η Ελλάδα βρίσκεται κι εφέτος στην 61η θέση, σημειώνοντας την τρίτη χειρότερη επίδοση μεταξύ των 63 χωρών που συμμετέχουν στην έρευνα (όπως ακριβώς και πέρυσι).[3]

Όλα αυτά μας ανησυχούν για το μέλλον, καθώς δείχνουν ότι οι πολιτικές που εφαρμόσθηκαν συνολικά με τα τρία μνημόνια δεν είχαν αναπτυξιακό αντίκρισμα.  Στα οκτώ χρόνια που πέρασαν είδαμε επιδερμικές διορθώσεις που αφορούσαν κυρίως τους φόρους  και τις δαπάνες του κράτους και την αγορά εργασίας, αλλά ελάχιστες μεταρρυθμίσεις που θα ενθάρρυναν σοβαρές επενδύσεις και επομένως την αύξηση του ΑΕΠ και θα δημιουργούσαν νέες θέσεις εργασίας. Η πολιτική μας κυβέρνησε χωρίς αναπτυξιακό σχέδιο και αντιπαθώντας κάθε μεταρρυθμιστική πρόταση. Μόνη της μέριμνα ήταν να εξασφαλίσει την επόμενη δόση των δανείων με επιδερμικές κινήσεις.

Στο μεταξύ, την ώρα που τέλειωσε το τρίτο Μνημόνιο μαζεύονται σύννεφα στον περίγυρό μας  που θα δυσκολέψουν την πορεία μας τα επόμενα χρόνια. Η χώρα είναι ευάλωτη σε εξωτερικές αναταραχές. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στο τεράστιο χρέος της χώρας ύψους περίπου 340 δις ευρώ, αλλά και σε απελπιστικά λαθεμένες αποφάσεις της κυβέρνησης π.χ. να μη θωρακίσει τη χώρα μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας. Υπόσχεται επίσης επιστροφή στην πολιτική παροχών και όχι μεταρρυθμίσεις για τις οποίες έχει δεσμευθεί.[4]  Όλα αυτά, μαζί με άλλες προβληματικές επιλογές –  υπερφορολόγηση, κομματισμό, υπονόμευση του κράτους δικαίου κ.α. – ευνοούν την προσοδοθηρία, μαγνητίζουν καιροσκόπους και  λειτουργούν αντιαναπτυξιακά.

Γιατί όλα αυτά; Η απάντηση είναι απλή: Είναι ισχυρές οι αντιστάσεις κατά της μετάβασης από τον εσωστρεφή πελατειακό καπιταλισμό της μεταπολίτευσης σε μια  ανοιχτή οικονομία και κοινωνία που θωρακίζεται με  κατάλληλους θεσμούς. Αυτήν όμως τη μετάβαση υποδείκνυαν σε γενικές γραμμές τα μνημόνια παρόλες τις αναγνωρισμένες ατέλειές του στις λεπτομέρειες.

Ας το πούμε καθαρά: Χωρίς μια φιλική προς την ανάπτυξη δημοσιονομική πολιτική και μια κρίσιμη μάζα φιλελεύθερων κατά βάση μεταρρυθμίσεων που θα αλλάξουν ριζικά τις σχέσεις κράτους και οικονομίας στην Ελλάδα δεν θα βγούμε από το τέλμα της χαμηλής ανάπτυξης και δεν θα αποφύγουμε μια νέα κρίση παρά τις πρόσφατη μετάθεση αποπληρωμής χρεών.

Αυτό θα είναι το στοίχημα της επόμενης κυβέρνησης.

[1] Δανείζομαι τον όρο από το Alberto Alesina and Roberto Perroti  The political economy of budget constraints,  IMF Staff Papers Vol. 42, No 1 March 1995.

[2] Αργύρης Φατούρος «Πως κατασκευάζεται ένα επίσημο πλαίσιο διείσδυσης: Οι Ηνωμένες Πολιτείες στην Ελλάδα 1947-1948», στο Ι. Ιατρίδης (επιμέλεια) Η Ελλάδα στη δεκαετία 1040-1950. Ένα έθνος σε κρίση, εκδόσεις θεμέλιο , σελ. 419-460.

[3]   International Institute for Management Development  (IMD) World Competitiveness Yearbook, 2017. Βλ. επίσης τις εκθέσεις του OECD.  Βλ. επίσης επισκόπηση των  διαχρονικών υστερήσεων σε σειρά ολόκληρη τομέων πολιτικής στο Αριστείδης Χατζής,  «Εμπόδια στις μεταρρυθμίσεις», στο Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους Κρίση, μεταρρυθμίσεις και ανάπτυξη, Πρακτικά Συνεδρίου 27-28 Μαρτίου 2017 στην αίθουσα γερουσίας της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2017, σελ.59-87.

[4] Βλ. Βλ. Eurogroup Statement on Greece of 22 June 2018,  Annex. Περαιτέρω  λεπτομέρειες των ελέγχων που θα κληθούν να διασφαλίσουν ότι και μετά τις 20 Αυγούστου διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και δημοσιονομική πειθαρχία θα συνεχιστούν περιλαμβάνονται στο προαναφερθέν ¨συμπληρωματικό μνημόνιο» Βλ.  Supplemental Memorandum of Understanding: Greece, Third review of the ESM programme, 18.1.2018.

Ο δύσβατος δρόμος της ανάπτυξης μετά τον εμφύλιο. Βιβλιοκριτική.

Books’ Journal  τ.87 , Μάιος 2018.

Ανδρέα Κακριδή Κυριάκος Βαρβαρέσος – Η βιογραφία ως οικονομική ιστορία, Τράπεζα της Ελλάδος, Κέντρο Πολιτισμού Έρευνας και Τεκμηρίωσης, Αθήνα 2017.

Η μελέτη αυτή του Ανδρέα Κακριδή εκθέτει με σαφήνεια τα πολύπλοκα οικονομικά προβλήματα της εποχής  στην οποία έζησε ο Κυριάκος Βαρβαρέσος. Ο σ. αναδεικνύει πράγματα σχεδόν άγνωστα στο ευρύ κοινό (και σε εμένα). Η μελέτη του είναι εντυπωσιακά τεκμηριωμένη. Δεν αφήνει αμφιβολίες για το ότι οι εξελίξεις στην Ελλάδα ήταν μέρος γενικότερων εξελίξεων. Άλλωστε αυτό δεν ισχύει μόνο για την οικονομία όπως φάνηκε καθαρά στον εμφύλιο.  Ο Ανδρέας Κακριδής αξιοποίησε  πολλά ελληνικά και ξένα αρχεία και άλλες πηγές. Τις πρωτογενείς πηγές συμπλήρωσαν δημοσιεύματα του τύπου, η σχετική με τα θέματα εκτεταμένη αρθρογραφία και συνεντεύξεις με στενούς συνεργάτες του βιογραφούμενου.

Ο Κυριάκος Βαρβαρέσος ήταν γόνος μιας μεσοαστικής οικογένειας. Σπούδασε στη Νομική του Πανεπιστημίου Αθηνών, παρακολούθησε μεταπτυχιακά στο Μόναχο και το Βερολίνο όπου εξοικειώθηκε με τη γερμανική οικονομική σκέψη και ειδικά με την αντίδραση της λεγόμενης ιστορικής σχολής στη βρετανική οικονομική παράδοση. Όπως προκύπτει από τη  βιογραφία η επαφή εκείνη επηρέασε την οικονομική σκέψη του και ιδιαίτερα την τάση του να εξετάζει τις συγκεκριμένες συνθήκες όπου επρόκειτο να εφαρμοσθούν οικονομικές ιδέες σε κάθε χώρα.  Ανέλαβε νωρίς δημόσιες θέσεις: Διετέλεσε, ανώτερος δημόσιος υπάλληλος,  καθηγητής , υπουργός οικονομικών μετά την πτώχευση του 1932, Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος  ως το 1946 και υπουργός. Είχε διεθνείς εμπειρίες και αναγνώριση. Αποκορύφωμα της πορείας του ήταν η εκλογή του στο πρώτο συμβούλιο της Παγκόσμιας Τράπεζας, όπου παρέμεινε ως το 1957. Ο Βαρβαρέσος ήταν ένα από τα παράθυρα της χώρας στον κόσμο. Ήδη κατά τούτο, ξέφευγε από τον επαρχιωτισμό της πολιτικής ζωής του τόπου, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, τον αντιμετώπιζε με καχυποψία.

Έχω σοβαρές επιφυλάξεις για βιογραφίες που συχνά είναι καθαρές αγιογραφίες και παρακάμπτουν τη δυναμική που αναπτύσσεται στην κοινωνία. Η βιογραφία του Κυριάκου Βαραβαρέσου που υπογράφει ο Α. Κακριδής αποτελεί μια λαμπρή εξαίρεση και ως εκ τούτου έχει όλα τα προσόντα για να άρω τις επιφυλάξεις μου. Το βιβλίο δεν σκιαγραφεί απλά τη σταδιοδρομία του Κυριάκου Βαρβαρέσου. Εμπλουτίζει τις γνώσεις μας και διεισδύει στο θεσμικό, πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο εντός του οποίου δραστηριοποιήθηκε ο Βαρβαρέσος. Ο Ανδρέας Κακριδής αναδεικνύει όχι μόνο τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα της εποχής αλλά και τις διαφορετικές οπτικές των μελών της πολιτικής ή οικονομικής ελίτ, τις ιδέες που υιοθετούσαν και τις αντιπαλότητές τους.  Έτσι αναβαθμίζεται ο ρόλος και οι περιορισμοί του οικονομικού, πολιτικού και κοινωνικού περιβάλλοντος. Και δίνεται μια ευρύτερη εικόνα εντός του οποίου κινήθηκε (και τελικά απογοητεύθηκε) ο Βαρβαρέσος. Ο σ. βλέπει τη βιογραφία, όπως υποδηλώνει και ο υπότιτλος ως εργαλείο στην υπηρεσία της οικονομικής ιστορίας του τόπου.

Η βιογραφία  όπως την εννοεί ο Ανδρέας Κακριδής δεν είναι λοιπόν το κατά κανόνα εξιδανικευμένο χρονικό ενός προσώπου, μια αγιογραφία, αλλά ευκαιρία να ξετυλιχθεί μια ολόκληρη εποχή.[1] Όπως γράφει προγραμματικά «ανοίγει ένα παράθυρο στις αγωνίες, τις επιτυχίες και τις απογοητεύσεις τεσσάρων δεκαετιών ελληνικής οικονομικής ιστορίας… Φωτίζει μια σειρά από κρίσιμα ζητήματά της». Παραπέμπει σε διαχρονικά  προβλήματα πολιτικής που είναι και σήμερα επίκαιρα π.χ. πως θα συμβιβασθεί η σταθεροποίηση με την ανάπτυξη, ποιος είναι ο ρόλος του κράτους και της αγοράς στην αναπτυξιακή διαδικασία και πόσο η τελευταία συνυφαίνεται με την διανεμητική δικαιοσύνη!  Η ιστορία επαναλαμβάνεται τηρουμένων των αναλογιών: Σήμερα συζητούμε αν και πως θα συνεχισθεί η σταθεροποίηση μετά το 2018 και πως θα επιστρέψει η χώρα σε στιβαρή και διατηρήσιμη ανάπτυξη.

Τεχνοκράτης απέναντι σε πολιτικούς.

Το βιβλίο του Ανδρέα Κακριδή δεν παραλείπει να περιγράψει τον καμβά των πολιτικών εξελίξεων στη χώρα με τις συνήθεις ευκαιριακές συμμαχίες, διασπάσεις, προσωπικές αντιπαλότητες  και .… μετονομασίες κομμάτων μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Τη ρευστότητα ευνοούσε η απλή αναλογική. Ουσιαστικά καταλαβαίνει κανείς γιατί τελικά ο Βαραβαρέσος επέλεξε να παραιτηθεί από το Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1949 και να μείνει στις ΗΠΑ ως ειδικός οικονομικός σύμβουλος της Παγκόσμιας Τράπεζας αντί να αναλάβει το υπουργείο οικονομικών που του πρόσφερε η κυβέρνηση Πλαστήρα σε εκείνο το ρευστό πολιτικό κλίμα. Αλλά δεν έκοψε τους δεσμούς με τη χώρα. Δέχθηκε το 1951 μετά από πρόσκληση του Ν. Πλαστήρα, να μελετήσει την κατάσταση και να προτείνει μέτρα για την αντιμετώπιση του οικονομικού προβλήματος της χώρας. Το αποτέλεσμα ήταν η πασίγνωστη  Έκθεση επί του οικονομικού προβλήματος της Ελλάδος.[2] Η Έκθεση ερμηνεύθηκε διαφορετικά ανάλογα με τις ιδεολογικές προτιμήσεις και τους ορισμούς συμφερόντων όσων συμμετείχαν στη σχετική συζήτηση.

Όπως τεκμηριώνει πειστικά ο Ανδρέας Κακριδής, ο Βαρβαρέσος εκτιμούσε ότι σε χώρες όπως η Ελλάδα οι ηγεσίες θεωρούσαν συχνά την εξωτερική βοήθεια και τον δανεισμό ως μέσο για να παρακάμψουν τα εσωτερικά τους προβλήματα. Εξετάζοντας την κατάσταση στην Ελλάδα σε διάφορες ευκαιρίες ανέδειχνε κυρίως αυτά. Αναπόφευκτα, μεγάλωναν οι διαφορές του από την πολιτική και οικονομική ηγεσία του τόπου. Π.χ. τον Σεπτέμβριο 1947 για κάποιες προτάσεις της ελληνικής κυβέρνησης προς τον ΟΕΟΣ όπου συντονίζονταν οι ενέργειες των μελών του για την αξιοποίηση της οικονομικής βοήθειας έγραφε ότι σε αυτές «περιλαμβάνεται πάσα χονδροειδής υπερβολή και πάσα ανακρίβεια, η επιστήμη κακοποιείται κατά πρωτοφανή τρόπον, η φρασεολογία μοιάζει με κουβεντολόι».[3] Είμαι βέβαιος ότι τα ίδια θα έγραφε δεκαετίες αργότερα για το «υπόμνημα για τις σχέσεις Ελλάδας και ΕΚ» της κυβέρνησης Α. Παπανδρέου το 1982 μόλις λίγους μήνες μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΚ, με το οποίο ζητούσε πρόσθετη βοήθεια χωρίς οποιαδήποτε δέσμευση ή για το «πενταετές πρόγραμμα 1983-87» που φυσικά πήγε στο αρχείο μετά το τηλεοπτικό πανηγύρι της παρουσίασής του (το πρόγραμμα αγνοούσε ότι η Ελλάδα ήταν μέλος της ΕΚ!) ή για τα σχέδια παράλληλου νομίσματος το 2015.

Βαθμιαία, ο Βαρβαρέσος αποστασιοποιείται από την ελληνική πολιτική σκηνή και μέρος της οικονομικής ελίτ. Ήδη το 1946 έστειλε στον αμερικανό υπουργό εξωτερικών Dean Acheson ανεπίσημα, ουσιαστικά καθ΄ υπέρβαση των καθηκόντων του,  υπόμνημα για την ελληνική οικονομική κατάσταση που περιέχει δριμύτατη κριτική  μεταξύ άλλων της τότε πολιτικής ηγεσίας του τόπου. Έγραφε στη συνοδευτική του επιστολή «παρότι επί περισσότερα από τριάντα χρόνια συμμετείχα στη διαχείριση των οικονομικών προβλημάτων της Ελλάδας και την άσκηση οικονομικής πολιτικής, σήμερα δεν έχω καμία σχέση με τους επίσημους ελληνικούς κύκλους  στην Αθήνα ή στο εξωτερικό, ούτε με τα επίσημα σχέδια και την πολιτική της χώρας…»[4]

Το υπόμνημα εκείνο υποστηρίζει την παροχή οικονομικής βοήθειας προς την Ελλάδα υπό την προϋπόθεση όμως «ορθής οικονομικής πολιτικής» και ασκεί δριμύτατη κριτική στην τότε πολιτική ηγεσία του τόπου και στη βρετανική πολιτική. Δεν αμφιβάλλει ότι τη χώρα κυβερνούσαν πολιτικοί (τότε η «Δεξιά») που έβλεπαν την εξουσία ως μέσο εξυπηρέτησης και συντήρησης  των πολιτικών τους φίλων» και «είχαν την υποστήριξη από μια ισχυρή ομάδα βιομηχάνων, εμπόρων και τραπεζιτών που επεδίωκαν, μέσω της πολιτικής τους επιρροής, να διατηρήσουν τον έλεγχο σημαντικών κλάδων της εθνικής οικονομίας.»[5] Κατά προέκταση, αυτές οι ομάδες δεν ενδιαφέρονταν για καλύτερη χρήση των διαθέσιμων πόρων, ούτε να συνεισφέρουν στην ανασυγκρότηση. Εναπέθεταν τις ελπίδες για διατήρηση του status quo στην άφθονη ξένη βοήθεια.

Ωστόσο, η «αυταπάτη» για αιώνια ξένη επιδότηση θα αρχίσει να χάνει έδαφος με τις κυβερνήσεις Πλαστήρα (και των αμερικανών!). Ο ίδιος ανέθεσε στον  Βαρβαρέσο τη μελέτη που αναφέραμε. Ο Γ. Καρτάλης στο μεταξύ προσπάθησε να συμμαζέψει τη δημόσια οικονομία, προετοιμάζοντας εν τέλει το έδαφος για το μεγάλο άλμα στην οικονομική πολιτική του Σπύρου Μαρκεζίνη μετά από τις εκλογές του 1952 που έγιναν με πλειοψηφικό και έδωσαν σε ένα κόμμα (τον Ε.Σ) συντριπτική πλειοψηφία στη Βουλή. Τότε δρομολογήθηκαν θεσμικές και πολιτικές εξελίξεις που οδήγησαν σε αυτό που πολλοί ονόμασαν «πρώτο εκσυγχρονισμό» και, σε πιο απτούς όρους,  στο οικονομικό θαύμα και τη σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ.[6]

Η Έκθεση του 1952: Όχι σε μεγαλεπήβολα σχέδια.

Τελειώνουμε με ειδικότερη αναφορά στην προαναφερθείσα ΄Εκθεση επί του οικονομικού προβλήματος της Ελλάδος του Κυριάκου Βαρβαρέσου. Χαρακτηριστικά για τη μεθοδολογία του Ανδρέα Κακριδή, η παρουσίαση αρχίσει με μια αναφορά στα πολύπλοκα από τη φύση τους και αλληλένδετα προβλήματα της χώρας στις αρχές της δεκαετίας του ΄50, αμέσως δηλαδή μετά τον καταστροφικό εμφύλιο.  Το πρώτο ήταν η βραχυχρόνια  σταθεροποίηση για την εξάλειψη των τεράστιων ανισορροπιών στον κρατικό προϋπολογισμό και στο εμπορικό ισοζύγιο. Στο πλαίσιο αυτό έπρεπε να επανεξετασθούν πάσης φύσης παρεμβάσεις στην αγορά (διανομές τροφίμων με δελτίο, επιδοτήσεις κλπ.) που αντιμετώπιζαν συμπτώματα μάλλον παρά βαθύτερες αιτίες των προβλημάτων. Το δεύτερο ήταν η δρομολόγηση της ανάπτυξης με το κατάλληλο μείγμα πολιτικής και κυρίως με κάθε πρόσφορο μέτρο για την εκβιομηχάνιση.

Ο Κυριάκος  Βαρβαρέσος προειδοποιούσε για την ανεδαφικότητα  μεγαλεπήβολων  όπως υποστήριζε σχεδίων για την εκβιομηχάνιση που εν τέλει ήταν επηρεασμένα από τη σοβιετική εμπειρία (μέχρι τότε). Τόνιζε μεταξύ άλλων ότι τέτοια μεγαλεπήβολα βιομηχανικά σχέδια θα οδηγούσαν σε σπατάλη πόρων ενώ δεν θα έλυναν τα αμεσότερα προβλήματα απασχόλησης (καθώς θα ήταν επενδύσεις έντασης κεφαλαίου) και βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου.  Εκτιμούσε ότι χρειαζόταν μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση με άξονες  τις βασικές υποδομές και την ενθάρρυνση της ελαφράς βιομηχανίας και έμφαση στην παραγωγή ειδών ευρείας κατανάλωσης.

Οι απόψεις αυτές είχαν την οικονομική λογική τους, αλλά αντιμετωπίσθηκαν τότε εχθρικά πανταχόθεν – αριστερά, κεντρώα  και δεξιά. Οι συντεχνίες αντέδρασαν. Η περιγραφή των αντιδράσεων εκείνων από τον Ανδρέα Κακριδή  μας υπενθυμίζει τις χρόνιες παθολογίες της ελληνικής πολιτικής.

Βέβαια, σε πολλά ζητήματα ο Κυριάκος Βαρβαρέσος δεν είχε δίκιο, σε άλλα όμως είχε, ιδίως όταν επιχειρούσε να περάσει την οικονομική λογική σε συγκεκριμένες πολιτικές αποφάσεις. Φαίνεται ότι δεν έβλεπε δυνατή την κατάργηση του τότε ισχύοντος κρατικού παρεμβατισμού στις αγορές (π.χ. ελέγχους των τιμών) και υποτίμησε τις δυνατότητες εκβιομηχάνισης της χώρας. Τη δεκαετία μετά τις συζητήσεις εκείνες η χώρα άρχισε να αναπτύσσεται γρήγορα, η παραγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών πλησίασε την παραγωγή καταναλωτικών αγαθών, το ξένο παραγωγικό κεφάλαιο έπαιξε ρόλο στην επιτάχυνση της ανάπτυξης και άρχισε να ανθίζει η μεταποίηση. Το 1963/64 η βιομηχανική παραγωγή ξεπέρασε την αγροτική. Η δυναμική εκείνη θα συνεχισθεί παρά τις πολιτικές αναταράξεις  ως τα τέλη της δεκαετίας του 70.

Στο μεταξύ ο Κυριάκος Βαρβαρέσος είχε βρεθεί σε «εκούσιο εκπατρισμό» στις ΗΠΑ.

[1] Βλ. εισαγωγή στο Ανδρέας Κακριδής  Κυριάκος Βαρβαρέσος. Η βιογραφία ως οικονομική ιστορία,  έκδοση της ΤτΕ, Αθήνα 2017.

[2] Βλ. Κυριάκος Βαρβαρέσος  Έκθεσις επί του οικονομικού προβλήματος της Ελλάδος, εκδόσεις Σαββάλα, Αθήνα 2002 (πρόκειται για ανατύπωση της πρώτης έκδοσης του 1952).

[3] Ανδρέας Κακριδής  Κυριάκος Βαρβαρέσος. Η βιογραφία ως οικονομική ιστορία, όπως αλλού, σελ. 462.

[4]  Ανδρέας Κακριδής  Κυριάκος Βαρβαρέσος. Η βιογραφία ως οικονομική ιστορία, όπως αλλού, σελ. 418.

[5] Ανδρέας Κακριδής  Κυριάκος Βαρβαρέσος. Η βιογραφία ως οικονομική ιστορία, όπως αλλού, σελ.  σελ. 420.

[6] Βλ. μεταξύ πολλών άλλων Πάνος Καζάκος  Ανάμεσα σε κράτος και αγορά. Οικονομία και οικονομική πολιτική στη μεταπολεμική Ελλάδα 1944-2000,  εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2001, κεφάλαιο 2 (η μεταβατική περίοδος) και κεφάλαιο 3 ( από την ανασυγκρότηση στην ανάπτυξη).

Η «καθαρή έξοδος από το μνημόνιο» ως λαϊκιστική υπόσχεση.

Δημοσιεύθηκε στο Books’ Journal,  τ.  85, Ιούνιος  2018.

Η χώρα πέρασε στην τελική φάση εφαρμογής του (τρίτου) μνημονίου που λήγει τον Αύγουστο του 2018 σύροντας αρκετές εκκρεμότητες. [1] Υπάρχουν πολλές αβεβαιότητες για την τελική έκβαση των τρεχουσών διεργασιών.  Όμως, καθώς τώρα  έχουμε το ορόσημο του Αυγούστου 2018, ευλόγως συζητούμε, τι θα συμβεί μετά από αυτό.

Ο διακηρυγμένος στόχος της κυβέρνησης, όπως είχε αρχικά διατυπωθεί από τον ίδιο τον πρωθυπουργό ήταν να πετύχει «καθαρή έξοδο στις αγορές». Αυτό σήμαινε ή υπονοούσε ότι τότε η κυβέρνηση

  • θα απαλλαγεί από κάθε εποπτεία ή επιτήρηση
  • θα δανείζεται από τις αγορές χωρίς όρους (=μνημόνια) και, συναφώς,
  • θα μπορέσει να ασκήσει οικονομική πολιτική εν πολλοίς αντίθετη προς όσα επέβαλε το μνημόνιο και, ενδεχομένως, να άρει μέτρα και μεταρρυθμίσεις των χρόνων της κρίσης – συνοπτικά, να δώσει τέλος στη «λιτότητα» και στις αντιδημοφιλείς μεταρρυθμίσεις της τρόικας.

Η έξοδος στις αγορές δεν σημαίνει το τέλος της επιτήρησης.

Βέβαια, με το τέλος του μνημονίου λήγει και η θητεία της τρόικας, δηλαδή της εποπτείας  από ΕΕ/ΕΜΣ, ΔΝΤ και ΕΚΤ όπως τη γνωρίσαμε μέχρι σήμερα, με τα προαπαιτούμενα για κάθε εκταμίευση δόσης και τριμηνιαίες αξιολογήσεις της  προόδου σε δημοσιονομικά και μεταρρυθμίσεις. Ήταν αναμφίβολα μια ταπεινωτική διαδικασία που δεν συγκάλυπτε ο πέπλος της «σκληρής» διαπραγμάτευσης ιδίως αν λάβει κανείς υπόψη ότι εξέταζε εξονυχιστικά τα γρανάζια της εξουσίας ερεθίζοντας τα αμυντικά ανακλαστικά σε πολιτική, διοίκηση και οργανώσεις συμφερόντων.

Αλλά πόση πραγματική ελευθερία κινήσεων ανακτά η κυβέρνηση μετά το 2018; Εκτιμώ ότι στις σχετικές αρχικές προσδοκίες αντικατοπτρίζονταν αντιλήψεις για την εθνική κυριαρχία που ουδεμία σχέση έχουν με τα σημερινά δεδομένα στην Ευρώπη και στον κόσμο και, ειδικότερα, παραβλέπουν ότι η ΕΕ εξελίχθηκε σε ένα  «μεταμοντέρνο» μόρφωμα».[2] Τα κράτη έχουν στην πράξη επαναπροσδιορίσει το περιεχόμενο της εθνικής κυριαρχίας υπακούοντας σε από κοινού συμφωνημένους κανόνες. Η EE επιτρέπει να αναλαμβάνονται αξιόπιστες δεσμεύσεις από αυτοπεριοριζόμενα εθνικά κράτη και να λειτουργούν θεσμοί όπως η «ανοιχτή μέθοδος συντονισμού», η στενή «αμοιβαία εποπτεία» στη δημοσιονομική πολιτική και η ΕΚΤ χωρίς να ενεργοποιούνται υπέρμετρα εθνικά ανακλαστικά.  Ίσως για τον λόγο αυτό η ΕΕ είναι ξένη σε όσους έχουν γαλουχηθεί με αντιλήψεις περί εθνικής κυριαρχίας άλλων εποχών!

Αυτά σε ένα, ας πούμε. φιλοσοφικό επίπεδο. Όμως μπορούμε να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι:

Στην ΕΕ προβλέπονται  παρακολούθηση των εξελίξεων μετά τα μνημόνια (post-programme monitoring) αλλά και ενισχυμένη εποπτεία όσο καιρό ο λόγος χρέους υπερβαίνει το 75% (σήμερα είναι περίπου 330%!).[3] Με τα σημερινά δεδομένα αυτό δεν πρόκειται να επιτευχθεί πριν από το 2060!

Επίσης, ακόμα και υπό ομαλές συνθήκες ισχύουν για όλους οι κανόνες της νέας οικονομικής διακυβέρνησης στην ΕΕ και ΕΖ[4] – δημοσιονομικό σύμφωνο, ευρωπαϊκό εξάμηνο, όροι για την εκταμίευση πόρων από τα διαρθρωτικά ταμεία (π.χ. επίτευξη συμφωνημένων μεσοπρόθεσμων στόχων) και, φυσικά, οι κανόνες ανταγωνισμού της εσωτερικής αγοράς που διαμορφώνουν το πλαίσιο εντός του οποίου οφείλει να παρεμβαίνει το κράτος στην οικονομία και να λειτουργούν οι επιχειρήσεις.[5] Αυτό μεταξύ άλλων θέτει όρια στη διασπορά  επιχορηγήσεων σε κρατικές και ιδιωτικές επιχειρήσεις που ελέγχονται μέσω της Επιτροπής και των εθνικών αρχών ανταγωνισμού.

Το πλέγμα θεσμών και κανόνων οριοθετεί το πεδίο άσκησης εθνικής πολιτικής. Δεν το καταργεί βεβαίως. Η «καθαρή έξοδος» κατά τον βαθμό που γίνεται αντιληπτή ως ολική απαλλαγή από κάθε ευρωπαϊκή και διεθνή εποπτεία είναι αδύνατη όσο η Ελλάδα είναι μέλος της ΕΕ και της Ευρωζώνης με τις αμοιβαίες υποχρεώσεις και τους κανόνες διακυβέρνησής της.

Επιπλέον,  την εποπτεία της όντως δυσλειτουργικής διακρατικής τρόικας (ΕΕ, ΕΚΤ/ΕΜΣ, ΔΝΤ) θα αντικαταστήσει ένα πολυπλοκότερο και δυσκολότερα αντιμετωπίσιμο σύστημα εποπτείας- κατ’ αρχάς από τις ίδιες τις αγορές και συμπληρωματικά από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και το ΔΝΤ! Οι αγορές θα παρακολουθούν και αξιολογούν ευθέως την πολιτική της και θα επηρεάζουν τους όρους τυχόν νέων δανείων στην Ελλάδα. Θα είναι μια νέα κατάσταση χωρίς δυνατότητες άμεσης  «πολιτικής διαπραγμάτευσης» σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε μέχρι σήμερα. Η «καθαρή έξοδος» υποτιμά την εποπτεία που ασκούν οι αγορές σε μοναχικούς καβαλάρηδες.  Για τον λόγο αυτό μπορεί η έξοδος στις αγορές να αφαιρέσει μάλλον παρά να προσθέσει βαθμούς ελευθερίας από την ελληνική κυβέρνηση, δηλαδή να συμβεί το ακριβώς αντίθετο από αυτό που η ίδια προσδοκά!

Εκτός τούτου: Τι ακριβώς έχουν κατά νου ως ουσιαστική πολιτική όσοι δέονται υπέρ της νέας αυτονομίας;

Η ενεργοποίηση της λαϊκιστικής υπόσχεσης.[6]

Οι επίσημες δηλώσεις είναι ως προς αυτό στην καλύτερη περίπτωση διφορούμενες και υπαινικτικές. Υποκρύπτουν ένα είδος ασαφούς ιδεολογικής νοσταλγίας για μια εποχή που μπορούσαν να υπόσχονται τα πάντα στους πάντες, να παραβλέπουν υπεροπτικά «τεχνοκρατικούς» περιορισμούς και να αντιδρούν σε κάθε απόπειρα εκλογίκευσης του συστήματος.[7]

Όπως δήλωνε ο Ε. Τσακαλώτος στη Βουλή κατά τη συζήτηση του τελευταίου πολυνομοσχεδίου τον Ιανουάριο 2018 : «Έχει ήδη αρχίσει να αλλάζει η ισορροπία  στο τι κάνουμε γιατί είμαστε υποχρεωμένοι  και το τι κάνουμε για τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας». Η λογική ερμηνεία: Αυτό που κάνουν γιατί είναι υποχρεωμένοι δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας! Άλλοι το διατυπώνουν άκομψα: Δεν συμφωνούμε αλλά τι να κάνουμε; Υπομονή ως τον Αύγουστο.

Βέβαια, ουδέν μεμπτό θα υπήρχε αν η «αλλαγή ισορροπίας» ή το ταξικό πρόσημο ήταν απλώς κωδικοί για μια διαφανή και οικονομικά αιτιολογημένη αναδιανομή εισοδημάτων,  πολιτική που προστατεύει πραγματικά φτωχούς και άνεργους, στηρίζει «περιεκτικούς» (inclusive) θεσμούς κλπ.  Αλλά δεν είναι μόνον ούτε κυρίως  αυτό που εξέπεμψαν αρχικά με το σύνθημα της «καθαρής εξόδου».

Δεν αμφιβάλλω λοιπόν ότι ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, ο Γιώργος Χουλιαράκης και μερικοί ακόμα ρεαλιστές γνωρίζουν πλέον τι δεν θα μπορούν να κάνουν μετά το 2018 και έχουν στο γραφείο τους τις σχετικές «τεχνοκρατικές» πληροφορίες. Με  πιο πρόσφατες δηλώσεις τους οριοθετούν τις δυνατότητες.[8] Άλλωστε, έχουν δεσμεύσει τη  χώρα να συνεχίσει την περιοριστική δημοσιονομική πολιτική δημιουργώντας πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% ως το 2021 και, για να πετύχει τον στόχο αυτό, να  εφαρμόσει μέτρα  περικοπής των ελλειμμάτων του ασφαλιστικού το 2019 και τη μείωση του αφορολόγητου το 2020.[9] Τέλος, οι τράπεζες έχουν δεσμευθεί έναντι του ευρωπαϊκού εποπτικού μηχανισμού (SSM) για 40.000 πλειστηριασμούς  κατοικιών κάθε χρόνο την τριετία 2019-2021.[10]

Αυτά συγκροτούν ήδη από μόνα τους τον σκληρό σκελετό ενός προγράμματος μετά το τρέχον πρόγραμμα. Θα εμπλουτισθεί κατά πάσα πιθανότητα με περαιτέρω στοιχεία τους επόμενους μήνες καθώς η κυβέρνηση έχει δεσμευθεί να ετοιμάσει, σε συνεργασία φυσικά με την Επιτροπή,  μια «φιλόδοξη και ολοκληρωμένη αναπτυξιακή στρατηγική» πριν από το τέλος του τρέχοντος προγράμματος.[11] Αυτή η στρατηγική (= νέο πρόγραμμα μαζί με όσα προαναφέρθηκαν) θα περιλαμβάνει φυσικά και κυρίως μεταρρυθμίσεις – όσες δεν θα ολοκληρωθούν ως τον Αύγουστο και όσες δεν έγιναν ως τώρα.

Γιατί λοιπόν, αφού ξέρουν, εφαρμόζουν έστω δυσανασχετώντας το τρίτο μνημόνιο και ουσιαστικά έχουν δεχθεί τον σκληρό σκελετό ενός τέταρτου για την τριετία 2019- 2021 εξέπεμψαν το μήνυμα της «καθαρής εξόδου» αφήνοντας να εννοηθεί ότι δεν θα συνεχίσουν τις μεταρρυθμίσεις που απαιτεί μια σύγχρονη κοινωνία, αλλά θα επιλέξουν μια εναλλακτική πολιτική; Η απάντηση είναι ότι με την «καθαρή έξοδο» επιχείρησαν να κλείσουν ένα διπλό χάσμα που χωρίζει την πολιτική οικονομικής προσαρμογής σε όρους μνημονίου, πρώτον, από τη λαϊκιστική υπόσχεση του παρελθόντος όπως είχε αποτυπωθεί στο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης το 2014 και ανανεώθηκε με το δημοψήφισμα του 2015 και, δεύτερον,  από  τις προσδοκίες και ιδεολογικές προτιμήσεις μεγάλου τμήματος του στελεχιακού πυρήνα και της κοινωνικής βάσης. Το σύνθημα της «καθαρής εξόδου» με όσα κυρίως υπονοεί αποτέλεσε παραχώρηση στο αγροίκο αντιμνημονιακό πνεύμα που οι ίδιοι εξέθρεψαν και απειλεί να απεγκλωβίσει πλήρως το τζίνι του λαϊκισμού.

Από την αυταπάτη του 2015 στην αυταπάτη του 2018;

Με βάση τις ως τώρα εμπειρίες από τον σχεδιασμό και την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και εκδηλώσεις δυσανεξίας κατά την ψήφιση μνημονιακών μέτρων, μπορούμε να εκμαιεύσουμε και περιγράψουμε πιο συγκεκριμένα τις προσδοκίες της κομματικής βάσης (και μερικών ηγετικών στελεχών), συνδικαλιστικών στελεχών με τους δικούς τους ορισμούς συμφερόντων, αυτοδιοικητικών παραγόντων, ιδεολόγων της ανυπακοής σε κάθε μέτρο εκλογίκευσης, πανεπιστημιακών με κομματικές περγαμηνές κ.α. Αυτές οι προσδοκίες βρίσκονται εκτός του πλαισίου που διαπραγματεύεται σήμερα ο οικονομικός πόλος της κυβέρνησης.[12]

Όσοι  λοιπόν υιοθετούν την προοπτική της «καθαρής εξόδου» ελπίζοντας ότι έτσι θα ασκηθεί πολιτική με πλήρη αυτονομία ελπίζουν ή υπονοούν ποικιλοτρόπως, ότι θα μπορούν, αναστρέφοντας όσα ψήφισαν μέχρι σήμερα, να χορηγούν πάσης φύσης επιδόματα με λιγότερους εξωτερικούς περιορισμούς και αυθαίρετα κριτήρια, να αποδυναμώσουν ανεξάρτητες αρχές (συμπεριλαμβανομένης της Τράπεζας της Ελλάδος και της δικαιοσύνης) μεταξύ άλλων με την τοποθέτηση ημετέρων όπως συνέβη στην ΕΕΤΤ, [13] να ιδρύουν νέους κρατικούς «φορείς» χωρίς εξωτερικές οχλήσεις, να αποτρέπουν ιδιωτικοποιήσεις, να επιχορηγούν ελλειμματικές κρατικές επιχειρήσεις.

Η «καθαρή έξοδος» θα τους επιτρέψει, φαντάζονται, να εξουδετερώσουν με νομοθετικά τεχνάσματα τη μακροχρόνια δέσμευση της δημόσιας περιουσίας στην Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας, να ελέγξουν την εφαρμογή νέων τεχνολογιών στις ιδιωτικές υπηρεσίες (βλ. taxi beat) και γενικά να εισάγουν κανονιστικές ρυθμίσεις προς όφελος ευνοούμενων ομάδων, να αναστείλουν πλειστηριασμούς για ληξιπρόθεσμες οφειλές σε τράπεζες, εφορία και ασφαλιστικά ταμεία, να αποκαταστήσουν τον κομματικό-πολιτικό έλεγχο των φορολογικών μηχανισμών πράγμα που έκαναν ήδη με το πρόσφατο πολυνομοσχέδιο, ιδρύοντας νέο φορολογικό σώμα  υπό τον έλεγχο του υπουργού οικονομίας. [14] Έτσι ανατρέπουν εν μέρει αυτό  ακριβώς που επέβαλαν τυπικά και παρά τις αντιστάσεις τα μνημόνια, δηλαδή την απομάκρυνση της «πολιτικής» από τον φορολογικό μηχανισμό.

Μπορούμε να διευρύνουμε και άλλο τον κατάλογο με βάση πάντοτε δικές τους δηλώσεις αλλά και του τρόπου αντίληψης των πραγμάτων που αυτές αποκαλύπτουν: Υπαινίσσονται ή προαναγγέλλουν ρητά και απροϋπόθετα αύξηση των συντάξεων (αργότερα, γιατί προς το παρόν τις περικόπτουν) και επαναφορά των εργασιακών σχέσεων στο πρότερο καθεστώς (κλαδικές συμβάσεις κλπ) ενώ κωλυσιεργούν ήδη σε ζητήματα μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Το συνονθύλευμα σκόρπιων, υπονοούμενων ή μη και ανεπεξέργαστων  στοιχείων που υποκρύπτει ο όρος «καθαρή έξοδος», δεν είναι ρεαλιστικό ούτε εντός του θεσμικού συστήματος της Ευρώπης, ούτε εκτός.  Υπόσχεται  επιστροφή στην εύκολη ευημερία με δάνεια, παροχές και λοιπές κομματικές εύνοιες  της περιόδου πριν από την κρίση με τους όρους του πελατειακού κρατισμού, αγνοώντας ότι ουδείς θα το χρηματοδοτεί και η παραγωγική οικονομία δεν το αντέχει. Δεν ανταποκρίνεται στα δεδομένα του διεθνούς περιβάλλοντος, ούτε της τεχνολογικής εξέλιξης, ούτε είναι προϊόν μάθησης από την ιστορική μας εμπειρία. Το σπουδαιότερο ίσως: Δεν λύνει τα βαθιά διαρθρωτικά προβλήματα της χώρας.  Αντίθετα καλλιεργεί προσδοκίες για την παλινόρθωση θεσμών και πολιτικών που μας οδήγησαν στην κρίση.

Ωστόσο, δεν λείπουν ρεαλιστικές φωνές. Ξεχωρίζουμε τον αν. υπουργό οικονομίας Γ. Χουλιαράκη. Κατά τη γνώμη  του  μετά το τέλος του μνημονίου είναι ορατός ο κίνδυνος «να ξανακυλήσουμε στις παλιές μας συνήθειες» και «ενός νέου δημοσιονομικού παραστρατήματος, ιδιαίτερα καθώς το 2019 είναι εκλογικό έτος». Επίσης και συναφώς, επεσήμανε πως «πρέπει να συνεχίσουμε τις μεταρρυθμίσεις για να επιστρέψουμε σε υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης». [15]  Όμως το μεταρρυθμιστικό έργο που εννοούν οι ρεαλιστές δεν είναι αυτό ακριβώς που προσδοκά μεγάλο μέρος του στελεχιακού δυναμικού, των οργανώσεων συμφερόντων  και της ευρύτερης  κοινής γνώμης. Έρχεται επίσης σε αντίθεση με τρέχουσες πρακτικές που υπονομεύουν βασικές αρχές του κράτους δικαίου και προσθέτουν εμπόδια στον δρόμο για επιστροφή στην κανονικότητα.

Ναι, η χώρα κινδυνεύει να περάσει από την αυταπάτη του 2015 στην αυταπάτη του 2018.

[1] Βλ.  συνολική παρουσίαση και ανάλυση των εξελίξεων  στο European Commission  Comliance Report. ESM Stability Support Programme for Greece. Third Review, January 2018. Σειρά προαπαιτούμενων ψηφίσθηκαν με το «πολυνομοσχέδιο» στις 15.1.2018. Βλ.  νόμο 4512/2018.

[2] Robert Cooper The post-modern state and the world order,  Demos, London 1996.

[3] Βλ. κανονισμό  (ΕΕ) αριθ. 472 / 2013 για την ενίσχυση της οικονομικής και δημοσιονομικής εποπτείας των κρατών μελών στην Ζώνη του Ευρώ,  άρθρο 14.

[4]  Βλ. Panos Κazakos, Panos «Ursachen der europäischen Krise und Auswirkungen auf Griechenland und Deutschland»  in Armin Hatje et al (Hgbr)  Verantwortung und Solidarität in der Europäischen Union, Nomos Verlag, Baden-Baden, 2015, S. 33-59.

[5] Βλ. ενδεικτικά και μεταξύ άλλων άρθρα 101, 102 και 107 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ (ΣΛΕΕ).

[6] Δανείζομαι τον όρο από τον  Cas Mudde ΣΥΡΙΖΑ: Η διάψευση της λαϊκιστικής υπόσχεσης, εκδόσεις Επίκεντρο, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2015. Βλ. επίσης για το θέμα του λαϊκισμού, μεταξύ πολλών άλλων Τάκης Παππάς, Τάκης Λαϊκισμός και κρίση στην Ελλάδα, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2015.

[7]  Βλ. ενδιαφέρουσα κριτική αυτής της αντίληψης για «επιστροφή της πολιτικής» στο Νικόλας Σεβαστάκης  Φαντάσματα του καιρού μας. Αριστερά, κριτική, φιλελεύθερη δημοκρατία, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2016, σελ. 21 και μετά.

[8] Βλ. δηλώσεις του Ε. Τσακαλώτου στην  εφημερίδα τα Νέα, 1.2.2018 και στην εφημερίδα η Καθημερινή 10.2.2018.

[9]  Βλ. Supplemental Memorandum of Understanding: Greece, Third review of the ESM programme, 18.1.2018

[10] European Commission, Compliance Report. ESM Stability Support Programme for Greece. Third Review, όπως αλλού, σελ. 17.

[11] Βλ. Eurogroup  Statement on Greece, 22.1.2018.

[12] Βλ. δηλώσεις  του Πιέρ Μοσκοβισί στις εφημερίδες η Καθημερινή και  Εφημερίδα των Συντακτών  9.2.2018 και του Ε. Τσακαλώτου στην εφημερίδα η Καθημερινή 10.2.2018.

[13] Βλ. αποκαλυπτική ανάλυση στο  www.liberal.gr    30.1.2018.

[14] Βλ. νόμο 4512/2018

[15] Βλ.  iefimerida.gr  19.1.2018.