Κατηγορία: Άρθρα στα Νέα

Συν Αθηνά και χείρα κίνει – μετά την επιδημία.

Εφημερίδα τα νέα, 18.05.2020

Η επιδημία του κορονοϊού βρήκε τη χώρα με  παραγωγική  βάση  ευάλωτη  σε  εξωτερικές διαταραχές. Κατά συνέπεια η ύφεση θα είναι μεγαλύτερη σε σύγκριση με άλλες χώρες.  Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μόλις πρόβλεψε ότι το ΑΕΠ θα υποχωρήσει το 2020 σε 9,6% ενώ μόλις μερικούς μήνες νωρίτερα περίμενε ασθενική μεγέθυνση. Εκεί που η αγορά εργασίας βελτιωνόταν αργά αλλά σταθερά το 2019, με την απότομη καραντίνα της οικονομίας χάθηκαν χιλιάδες θέσεις εργασίας . Η ανεργία το 2020 θα ανέλθει πάλι στο απαράδεκτο 20% και οι επενδύσεις θα καταρρεύσουν.

Πρόκειται αναμφίβολα για μια ψυχρολουσία της ελληνικής κοινωνίας που μόλις φαινόταν να συνέρχεται από την βαθιά κρίση της περασμένης δεκαετίας. Αλλά, τη φορά τούτη η δραματική χειροτέρευση της οικονομικής κατάστασης που θύμισε το 2010-11 δεν προκάλεσε κοινωνική αναταραχή και ακραία πόλωση, ούτε έξαρση του λαϊκισμού. Η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών θεώρησε ότι οι κυβερνητικοί χειρισμοί ήταν σωστοί και, παρά τις γνωστές εξαιρέσεις,  κατανόησε το πρόβλημα. Στην αποδοχή συνέβαλε και ο επαγγελματισμός με τον οποίο ο κυβερνητικός πυρήνας χειρίσθηκε τα προβλήματα.

Καθώς έχει αρχίσει η χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων, η δημόσια συζήτηση εστιάζει στην επόμενη μέρα. Αρωγός στην προσπάθεια είναι  η ΕΕ, με την αποδοχή τίτλων ως ενέχυρων από την ΕΚΤ, το πρόγραμμα SURE για τη στήριξη θέσεων εργασίας, ενίσχυση της δανειοδοτικής ικανότητας της ΕΤΕπ  κ.α. Φυσικά, η συζήτηση συνεχίζεται για την ίδρυση ενός επαρκούς Ταμείου Ανάκαμψης που όμως δεν θα καταλήγει σε αύξηση του χρέους των κρατών μελών.

Πράγματι η στήριξη χωρών όπως η Ελλάδα με τρόπο που δεν θα δημιουργεί νέα χρέη φαίνεται ότι πλησιάζει. Μπορεί φερ΄ ειπείν να είναι διαχειρίσιμο ένα χρέος που ανέρχεται σε περίπου 200% του ΑΕΠ της χώρας;  Ο δανεισμός  δεν αρκεί γιατί χειροτερεύει τις αυριανές συνθήκες.

Όμως, η εξωτερική βοήθεια δεν αρκεί και, άλλωστε, ουδέποτε άρκεσε.  Συν Αθηνά και χείρα κίνει λοιπόν. Στην Ελλάδα  πρέπει να επιταχυνθούν  μεταρρυθμίσεις που εκκρεμούν από καιρό και να λυθούν «δομικά» προβλήματα της οικονομίας. Ήδη στους μήνες της κρίσης δρομολογήθηκαν αλλαγές που προλειαίνουν το έδαφος για αυτές όπως η ενίσχυση του ΕΣΥ, οι ψηφιακές αλλαγές στο Δημόσιο και στην παιδεία, η απεμπλοκή εμβληματικών ιδιωτικοποιήσεων, ο νέος περιβαλλοντικός νόμος κ.α.

Ωστόσο η επόμενη μέρα εμπεριέχει κινδύνους ως προς τις μεταρρυθμίσεις. Η πολιτικο-οικονομική ανάλυση τους εντοπίζει στους συνήθεις υπόπτους- μυωπική συμπεριφορά πολιτικών εθισμένων σε πελατειακές διευθετήσεις, συντεχνιακό διεκδικητισμό,  ιδεολογικές ακαμψίες, ευφάνταστους μπαταχτσήδες του επιχειρηματικού κόσμου. Οι δυνάμεις του status quo είναι πράγματι ισχυρές και παρούσες.

Αναμφίβολα, κάθε νέο βήμα που πρέπει να γίνει θέτει ζητήματα ήθους, παιδείας και αντιλήψεων για τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των πολιτών.  Έτσι εξηγούνται και οι ηθικές εκκλήσεις κυβερνητικών αξιωματούχων και του πρωθυπουργού προς τους πολίτες να δείξουν υψηλό αίσθημα ευθύνης και έμπρακτη αλληλεγγύη, να αναλογισθούν τις επιπτώσεις της συμπεριφοράς τους σε τρίτους, να μη συμπεριφέρονται ως λαθρεπιβάτες (free rider) να μη παραβιάζουν  τους κανόνες που υποδεικνύει η επιστήμη. Την ίδια ρητορική υιοθέτησε ο Γιώργος Παπανδρέου, όταν   το 2011 διεκτραγωδούσε τη διαστροφή των εννοιών και ηθικών επιταγών: «Φθάσαμε πολλές φορές να ονομάζουμε ‘δικαιοσύνη’ τη σκανδαλώδη εύνοια. Κεκτημένα τα προνόμια λίγων  και των συντεχνιών […] Υγιή επιχείρηση, το κυνήγι του εύκολου πλουτισμού…» (ομιλία 2 Μαρτίου 2010). Ήταν φωνή βοώντος εν τη κομματική ερήμω.

Ελπίζω ότι αυτή τη φορά τα πράγματα θα είναι αλλιώς. Και μέχρι στιγμής είναι.

Advertisement

Αυξήσεις χωρίς μέλλον;

Δημοσιεύθηκε στα ΝΕΑ, 1.2.2019

Η κυβέρνηση αποφάσισε να επισπεύσει την εφαρμογή των διαδικασιών για  την αύξηση του κατώτατου μισθού την οποία η ίδια είχε καθυστερήσει. Τυπικά όμως διατήρησε τη διαδικασία για τον προσδιορισμό του όπως ίσχυε με τον νόμο 4172/2013. Ο νόμος εκείνος είχε ορίσει ότι οποιασδήποτε υπουργικής απόφασης θα έπρεπε προηγηθεί διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, κατάθεση γνώμης από ανεξάρτητους φορείς και να ληφθούν υπόψη η κατάσταση της οικονομίας, οι προοπτικές ανάπτυξης, η πορεία της παραγωγικότητας, η ανεργία κ.α.

Οι αποφάσεις  που ανακοινώθηκαν επίσημα στις 19 Φεβρουαρίου 2019 μετέτρεψαν τη διαδικασία διαβούλευσης σε τελετουργία χωρίς νόημα γιατί οι «κοινωνικοί  εταίροι» (ΓΣΕΕ, ΣΕΒ) δεν συμφώνησαν. Οι αποφάσεις συνοψίζονται ως εξής (βλ. λεπτομέρειες στην εφημερίδα τα Νέα 29.1.2019 κ.α.): Αύξηση του κατώτατου μισθού στον οποίο προστίθενται  τα επιδόματα τριετιών. Οι αυξήσεις αυτές παρασύρουν περαιτέρω επιδόματα (γάμου κλπ) που υπολογίζονται με βάση τον κατώτατο μισθό, ενώ επιβαρύνουν τους αυτοαπασχολούμενους και ελεύθερους επαγγελματίες μέσω των ασφαλιστικών εισφορών τους.  Για τις επιχειρήσεις οι δαπάνες εξαιτίας του νέου κατώτατου μισθού θα είναι μεγαλύτερες γιατί ανεβαίνει και το ύψος των εργοδοτικών εισφορών. Επίσης με την ίδια απόφαση καταργείται ο υποκατώτατος μισθός για νέους του νόμου 4093/2012, που θα δουν ως εκ τούτου  μεγαλύτερες αυξήσεις.

Τα άμεσα οφέλη για πολλούς εργαζόμενους που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό είναι προφανή. Θα δουν άμεσα σημαντική αύξηση των εισοδημάτων τους. Γεγονός είναι ότι η στήριξη των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων είναι αναγκαία.  Αλλά αυτό δεν πρέπει να μας εμποδίζει να εξετάσουμε  τις μεσο- ή μακροχρόνιες επιπτώσεις. Υπάρχει κίνδυνος τα οφέλη να εξανεμισθούν; Μπορούσε ο ίδιος στόχος να επιτευχθεί με άλλα μέσα ή να ενταχθεί σε μια φιλόδοξη στρατηγική ανάπτυξης;

Κατά τη γνώμη μου η κυβέρνηση, πρώτον, δεν εκτιμά σωστά πως λειτουργεί η πραγματική οικονομία. Η τελευταία μπορεί να λάβει αποφάσεις που εξουδετερώνουν το συνολικό όφελος για τους εργαζόμενους.  Για να ανταπεξέλθουν στις νέες επιβαρύνσεις οι μικρές ιδίως επιχειρήσεις,  που βρίσκονται ήδη σε οριακή κατάσταση και επιβιώνουν δύσκολα λόγω της γενικότερης κατάστασης και των φορολογικών βαρών, θα αναζητήσουν τρόπους διαφυγής, π.χ. αποφεύγοντας νέες προσλήψεις, περιορίζοντας την απασχόληση, επεκτείνοντας τη μερική και εκ περιτροπής απασχόληση ή καταφεύγοντας στην αδήλωτη («μαύρη») εργασία.  Ο κίνδυνος είναι λοιπόν να αυξηθεί η ανεργία και να χειροτερεύσουν οι συνθήκες εργασίας.

Δεύτερον, δεν εξετάσθηκαν σοβαρά εναλλακτικές δυνατότητες για τη βελτίωση των εισοδημάτων των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα π.χ. η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και των φορολογικών συντελεστών που θα αύξαινε το καθαρό εισόδημα χωρίς να προκαλεί προβλήματα επιβίωσης σε πολλές επιχειρήσεις.  Τέλος, επαναλαμβάνεται η προτίμηση φαινομενικά κοινωνικών μέτρων έναντι της οικονομικής λογικής, όπως είχε συμβεί αρκετές φορές στο παρελθόν. Π.χ. αποσυνδέει αυξήσεις μισθών από την παραγωγικότητα. Αυτό υπονομεύει ακόμη περισσότερο την ήδη χαμηλή εμπιστοσύνη στην ελληνική πολιτική και, επομένως, εξασθενίζει τις προοπτικές ανάπτυξης.

Η  απόφαση της κυβέρνησης (μαζί με άλλες) ήταν μάλλον προϊόν εκλογικών-πολιτικών εκτιμήσεων παρά σαφούς και τεκμηριωμένη ανάλυσης των πιθανών επιπτώσεών της στην απασχόληση των νέων, στο επίπεδο της ανεργίας και στις αντοχές της οικονομίας. Περιορίζει την ευελιξία των επιχειρήσεων. Εκ των πραγμάτων δίνει συνέχεια σε μια πολιτική που χειροτερεύει τις συνθήκες λειτουργίας του ιδιωτικού τομέα και στερεώνει ένα συγκεντρωτικό μοντέλο ρύθμισης όπου το κράτος έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο και απειλεί ουσιαστικά την ήδη ασθενική ανάκαμψη της οικονομίας.

Ένα βήμα μπρος και δύο πίσω

Δημοσιέυθηκε στην εφημερίδα τα Νέα 22-23. 12. 2018

Των ΠΑΝΟΥ ΚΑΖΑΚΟΥ και ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΚΑΛΚΟΥ  

Η πορεία των κοινωνιών (και των οικονομιών) δεν είναι ποτέ γραμμική και φυσικά η ελληνική δεν αποτελεί εξαίρεση. Τα αναπτυξιακά άλματα συχνά διαδέχονται επώδυνες επιβραδύνσεις αλλά και τραγικά πισωγυρίσματα που έχουν σημαδέψει τη νεότερη πολιτική ιστορία του τόπου. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στα χρόνια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, τα δύο πρώτα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ και, συναφώς, οι βαριές (αν και άνισες) θυσίες των Ελλήνων πολιτών στα προηγούμενα χρόνια εξανεμίστηκαν μπροστά στη θύελλα του πρωτόγνωρου πολιτικού τυχοδιωκτισμού που σάρωσε τη χώρα με χρονικό αποκορύφωμα το πρώτο μισό του 2015. Στη συνέχεια βέβαια, η συντριβή των αυταπατών των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στη σύγχρονη πραγματικότητα οδήγησε στην περίφημη «κωλοτούμπα» (όπως εγγράφηκε στο διεθνές πολιτικό λεξιλόγιο) και στην υπογραφή ενός τρίτου μνημονίου που απέτρεψε την επερχόμενη καταστροφή μίας άτακτης χρεοκοπίας. Υπό αυτό και μόνο το πρίσμα, ότι δηλαδή απετράπη μια χαοτική πτώχευση, μπορεί να θεωρηθεί  θετική επιλογή.  Η εφαρμογή  όμως  άφησε πολλές εκκρεμότητες για την επόμενη κυβέρνηση.

Αυτή η διαρκής κίνηση του εκκρεμούς μεταξύ προσαρμογής και χρεοκοπίας δείχνει να συνεχίζεται σήμερα, ενώ γίνεται ολοένα και περισσότερο αντιληπτός ο κίνδυνος ενός νέου πισωγυρίσματος. Άπό τη μια πλευρά, η κυβέρνηση έχει δεσμευθεί να πετύχει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και να εφαρμόσει σειρά ολόκληρη μεταρρυθμίσεων (βλ.  μεταξύ άλλων Statement on Greece της Ευρωομάδας τον Ιούνιο 2018). Από την άλλη πελυρά όμως  έχοντας πλέον εισέλθει στην προεκλογική περίοδο, φαίνεται ότι υποκύπτει στις βουλές του μακροοικονομικού λαϊκισμού  που απειλούν να συμπαρασύρουν τους οικονομικούς δείκτες, υποσκάπτοντας έτσι την, έστω αργή, ανάκαμψη της οικονομίας. Μιλάμε για ετερόκλητες παροχές – μονιμοποιήσεις, εξαιρέσεις, αναδρομικά σε νέες κατηγορίες του Δημοσίου, συνολικά τακτοποιήσεις ημετέρων, αναδρομική απαλλαγή πανεπιστημιακών από χρέη, έμμεση προστασία αυθαιρέτων, απευθείας αναθέσεις έργων σε ημέτερους κλπ.

Καταγράφυμε ταυτόχρονα αναχρονισμούς στην παιδεία, υπονόμευση της ανεξάρτητης δικαιοσύνης, καθυστερήσεις στην προώθηση άλλων αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, μείωση των δημόσιων επενδύσεων, αύξηση των λοιπών δαπανών του δημόσιου τομέα χωρίς προτεραιότητα στη βελτίωση των κοινωνικών υπηρεσιών.  Φυσιολογικά επομένως, δεν έχουμε σχολεία, δεν έχουμε πυροσβεστικές υπηρεσίες, δεν έχουμε ικανοποιητικές υπηρεσίες υγείας, αλλά έχουμε αχρείαστα «υπερπλεονάσματα». Με τη σειρά τους τα τελευταία χτίζονται πάνω στη φορολογική αφαίμαξη κάθε οικονομικής αξίας, στραγγαλίζοντας τη διαθέσιμη ρευστότητα σε μία οικονομία που υπο-χρηματοδοτείται (σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, την περίοδο 2015-2017 η Ελλάδα κατέγραψε  τη μεγαλύτερη αύξηση φόρων ανάμεσα στα κράτη-μέλη του).

Η πρώτη Έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Νοέμβριος 2018) επισημαίνει ακόμα τις υψηλές αβεβαιότητες του εξωτερικού περιβάλλοντος (σε μια περίοδο που η ανάπτυξη στην Ευρωζώνη επιβραδύνεται).

Ο βασικός όμως κίνδυνος υπονόμευσης της πορείας της οικονομίας πηγάζει από την απουσία οποιασδήποτε αναπτυξιακής στρατηγικής. Ο Ρωμαίος στωικός φιλόσοφος Σενέκας έλεγε ότι, όταν δεν γνωρίζεις σε ποιο λιμάνι θέλεις να πας, κανένας άνεμος δεν είναι ούριος. Πραγματικά, η κυβέρνηση πορεύεται δίχως πυξίδα, με τις αποφάσεις της να αφορούν αποκλειστικά τον βραχύ ορίζοντα των μικρο-πολιτικών επιλογών της.

Όλα αυτά μπορούν να αλλάξουν με ένα γενναίο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που οι σοβαρές ακαδημαϊκές και πολιτικές αναλύσεις και η οικονομική-θεσμική λογική υποδεικνύουν από καιρό.  Η πορεία μιας οικονομίας σε καμία περίπτωση δεν είναι αναπόδραστη αλλά, αντίθετα, προκαθορίζεται από τις οικονομικές αποφάσεις που λαμβάνουμε σε κρίσιμες περιόδους. Όπως αυτές που σύντομα θα κληθούν να πάρουν οι Έλληνες ψηφοφόροι.

Το τεφτέρι των παροχών: Χαρακτήρας και συνέπειες

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα τα Νέα  30.11.2018

Πως να μιλήσεις για τις «παροχές» σήμερα μετά από οχτώ χρόνια κρίσης;   Και πως να αντιμετωπίσεις μια  ακατάσχετη  ηθικολογία  που  δέεται υπέρ των θυμάτων  της κρίσης, μεταμφιέζεται με  της αλληλεγγύης  και,  έτσι , συγκαλύπτει επιλεκτικές  εύνοιες αλλά  και ευθύνες για την κατάσταση των πολλών;

Ας πούμε εξ αρχής ότι πρόκειται για αποσπασματικές παροχές  που χορηγούνται με  τη λογική των ατάκτως μαζεμένων  ετερόκλητων στοιχείων (garbage can μοντέλο).  Συνιστούν μια ηθικά διαβλητή παραχώρηση σε πρακτικές του παρελθόντος που θα έπρεπε να είχαν εγκαταλειφθεί  μετά από οχτώ χρόνια κρίσης. Και δεν έχουν σχέση με μια καλώς εννοούμενη κοινωνική πολιτική που ασκείται με σαφείς προτεραιότητες, συνέπεια και αποτελεσματικότητα. Αυτή ήταν η διάκριση που επιχείρησε να εξηγήσει ο Κώστας Σημίτης  στους καρεκλοκένταυρους των συντεχνιών  (και του τότε κόμματος) για να εισπράξει τότε την κατηγορία του «νεοφιλελεύθερου»  και, σήμερα, ετεροχρονισμένα τρόπον τινά, την απόπειρα διαβολής του.  Παρόμοια εξυγίανση είχε επιχειρηθεί με το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα των κυβερνήσεων ΝΔ-ΠΑΣΟΚ που θα αντικαθιστούσε τον πίθο των Δαναΐδων των προνοιακών επιδομάτων.

Αναμφίβολα η τρέχουσα πολιτική παροχών υποτάσσεται στη λογική του λεγόμενου εκλογικού κύκλου όπως διαπιστώνει ευσχήμως ο κ. Κουτεντάκης, συντνιστής του  Γραφείου Προϋπολογισμού  δίνοντας συνέχεια στη δική μας  κριτική στάση απέναντι στην κυβερνητική «εξουσία».

Οι λεπτομέρειες της νέας πολιτικής παροχών είναι γνωστές. Περιλαμβάνουν το περιβόητο «κοινωνικό μέρισμα», δηλαδή  ενίσχυση χαμηλών εισοδημάτων, που  όμως πρωτοδιανεμήθηκε το 2014 και εφέτος θα ανέλθει σε  710 εκ. ευρώ,  επιδότηση ενοικίου, κάποια μικρή μείωση του ΕΝΦΙΑ, επίδομα θέρμανσης   κ.α. Δέχομαι ότι ένα μέρος αυτού του κοινωνικού μερίσματος είναι αναγκαίο και έχει ηθική θεμελίωση.  Όμως, το συνοδεύουν  αποφάσεις για διορισμούς από το παράθυρο στο δημόσιο,  εύνοιες σε μεγάλους φοροφυγάδες,  αναβολή μείωσης παλαιών συντάξεων, αυξήσεις  μισθών σε επιλεγμένα τμήματα του Δημοσίου, κλπ.

Επιπλέον, η κυβερνητική προπαγάνδα υποκρύπτει συστηματικά ότι όλα αυτά δεν χρηματοδοτούνται από τη θεία πρόνοια και ότι γίνονται δυνατά επειδή περικόπτονται  πάλι οι δημόσιες επενδύσεις,  καταργούνται προγράμματα  για δεκάδες χιλιάδες ανέργους, ενώ οι ασφαλιστικές εισφορές διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα .  Άλλες «παροχές» είναι απλά υποσχέσεις για την επόμενη τριετία.!  Το «μείγμα» δεν πείθει.

Πρέπει τώρα να σταθούμε συγκεκριμένα στις πιθανές επιπτώσεις αυτής της πολιτικής παροχών (και υποσχέσεων). Συνοπτικά,  υπονομεύει την εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομική πολιτική – στη σταθερότητα και στη συνέπειά της- επομένως  αποτρέπει σοβαρές επιχειρηματικές πρωτοβουλίες.

Καθώς οι παροχές χρηματοδοτούνται από φόρους και περικοπές αναπτυξιακών δαπανών  (των επενδύσεων κυρίως) συμπιέζουν τους ρυθμούς μεγέθυνσης προς τα κάτω. Ας το πούμε απλά: Το δεσμευτικό λόγω συμφωνίας με τους «θεσμούς» πρωτογενές πλεόνασμα  3,5% ΑΕΠ λειτουργεί υφεσιακά και πολύ περισσότερο το μη αναγκαίο υπερπλεόνασμα.  Με τη διανομή του μειώνονται  ή αναβάλλονται εν τέλει άλλες αναπτυξιακές  παρεμβάσεις  (π.χ. δραστική μείωση των ασφαλιστικών εισφορών) για τις οποίες δεν υπάρχουν περιθώρια . Η κυβέρνηση δεν υπολόγισε σωστά το κόστος ευκαιρίας των επί μέρους μέτρων.

Και ακόμα, οι παροχές και υποσχέσεις για τα χρόνια μετά τις εκλογές τροφοδοτούν προσδοκίες ή ενθαρρύνουν όσους αποκλείονται από  τις δέσμες παροχών  για ανάλογες διεκδικήσεις που εν τέλει θα αποσταθεροποιήσουν τη δημόσια  οικονομία.  Ευνοούν ένα «πόλεμο τριβής» των πάσης φύσης ειδικών συμφερόντων που προσπαθούν ήδη να φορτώσουν το κόστος της προσαρμογής … στους άλλους.  Διογκώνουν  πάλι το κράτος  και  υποβαστάζουν  ένα αναπτυξιακό μοντέλο» – αυτό ακριβώς που μας οδήγησε στην κρίση και, οπωσδήποτε δεν μπορεί να αποδώσει  στις σημερινές συνθήκες.  Φορτώνουν νέα βάρη κυρίως στις νεότερες γενιές.

Τέλος, η πολιτική παροχών ασκείται  συνολικά σε βάρος των μεταρρυθμίσεων. Με τις προσθαφαιρέσεις στο τεφτέρι των παροχών κινδυνεύουμε να ξεχάσουμε τι ακριβώς έχει προηγηθεί. Υπενθυμίζω λοιπόν ότι  τον Ιούνιο του 2018  στο  τέλος του μνημονίου  η κυβέρνηση δεσμεύθηκε επίσημα «να συνεχίσει και ολοκληρώσει τις μεταρρυθμίσεις που προγράμματος του ΕΜΣ» (Eurogroup Statement on Greece of 22 June 2018.  Annex). Στο σχετικό κείμενο αναφέρεται ειδικότερα ότι η Ελλάδα πρέπει να ενισχύσει τη φορολογική διοίκηση ώστε να μπορεί να εκπληρώνει αποτελεσματικά το έργο της, να αποπληρώνει έγκαιρα τις οφειλές του κράτους σε προμηθευτές και εξαγωγείς, να ολοκληρώσει την ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων ως το 2020, να επανεξετάσει το σύστημα επιδοτήσεων των δημοσίων συγκοινωνιών, να συμβάλει στην αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος, ιδίως με τη λύση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, να εφαρμόσει ορισμένες αλλαγές στη δικαιοσύνη, να απλοποιήσει τις διαδικασίες έγκρισης επενδύσεων, να ολοκληρώσει τις χωροταξικές παρεμβάσεις (κτηματολόγιο, δασικοί χάρτες), να επιταχύνει τις ιδιωτικοποιήσεις και να εκσυγχρονίσει τη διαχείριση του ανθρώπινου κεφαλαίου στο Δημόσιο. Κάθε μία από τις δεσμεύσεις αυτές συνεπάγεται σειρά ολόκληρη θεσμικών-νομικών αλλαγών και αποφάσεων, αλλά, όπως διαπίστωσε η Επιτροπή τον Νοέμβριο, έχουν σχεδόν ξεχασθεί. Στο μεταξύ χάνουμε έδαφος στο πεδίο της ανταγωνιστικότητας.

Μπροστά στο δίλημμα παροχές ή ανάπτυξη η κυβέρνηση προκρίνει τις παροχές.

Μύθοι και λάθη στον δρόμο της ΕΕ, βιβλιοκριτική.

Εφημερίδα τα ΝΕΑ, 28-29 Απριλίου 2018

Το νέο βιβλίο του Παναγιώτη Ιωακειμίδη Ελλάδα – Ευρωπαϊκή Ενωση. Τρία λάθη και πέντε μύθοι
Μια νέα ερμηνεία για την κρίση της Ελλάδας στην ΕΕ
. Εκδ. Θεμέλιο, 2018 – απαντά σε ερωτήματα που θα έπρεπε να συζητούνται στον πολιτικό διάλογο. Η οπτική είναι προφανώς επηρεασμένη από την  ενεργό συμμετοχή του σε πολιτικές διεργασίες άλλοτε και σήμερα και από τη μακρά θητεία στο υπουργείο Εξωτερικών. Συντάσσεται με αυτό που θα ονόμαζα εκσυγχρονιστική φλέβα της δημόσιας πολιτικής. Κατά προέκταση, επικρίνει διάχυτες αντιλήψεις για την Ευρώπη, τη θέση της Ελλάδας σε αυτή και τις δυσκολίες προσαρμογής της χώρας  στο θεσμικό και οικονομικό πλαίσιο της ΕΕ.  Ο υπότιτλος είναι πρόγραμμα: τρία λάθη και πέντε μύθοι.

Μύθοι είναι κατά την εκτίμησή του μεταξύ άλλων ότι η ΕΕ αποτελεί ένα νεοφιλελεύθερο μόρφωμα, ότι δεν είναι αλληλέγγυα με την Ελλάδα, ότι η ΕΕ «δεν είναι αυτή που θέλουμε» – όλοι σε διάφορες παραλλαγές καλλιεργήθηκαν κυρίως από την Αριστερά στην Ελλάδα. Στους μύθους προσθέτει και «λάθη» όπως ονομάζει προσλήψεις – αντιλήψεις για τη χώρα π.χ. ότι είναι «εξ ορισμού» ευρωπαϊκή, ή ότι ως ειδική περίπτωση πρέπει να τυγχάνει ειδικής μεταχείρισης στην ΕΕ.

Το ερώτημα

Είναι φυσικά αδύνατο να αποδώσουμε πλήρως τα επιχειρήματα που αναπτύσσονται στο βιβλίο. Θα σταθώ όμως σε δύο από αυτά. Το πρώτο: Η ΕΕ δεν είναι καθαρά νεοφιλελεύθερη. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η Ενωση δεν αποτελεί απλά ένα σύστημα απορρύθμισης αλλά και ρύθμισης καθώς ολοένα και περισσότερο οι Συνθήκες περιέλαβαν διατάξεις που αφορούν μεταξύ άλλων στην προστασία του περιβάλλοντος, των καταναλωτών, των υπηρεσιών γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος, ενώ ενδυνάμωσαν τον ρόλο των διαρθρωτικών ταμείων για την ανάπτυξη των περιφερειών που βραδυπορούν ενώ υιοθέτησε σειρά εργαλείων προς αποτροπή νέων κρίσεων! Εντούτοις θεωρώ ότι μένει ανοιχτό το ερώτημα αν τελικά μεγαλύτερο βάρος και επιπτώσεις είχε το πρόγραμμα ανοίγματος των αγορών, δηλαδή η εσωτερική αγορά, και αν παρά τις τροποποιήσεις των Συνθηκών στη συνέχεια οι διαδικασίες της (π.χ. η ομοφωνία σε θέματα φορολογίας) δυσκολεύουν την ανάληψη θετικών πρωτοβουλιών πολιτικής.

Οι διευκρινίσεις

Ο Ιωακειμίδης βέβαια δεν αφήνει αμφιβολίες για τις δικές του πολιτικές προτιμήσεις – τη σοσιαλδημοκρατία – όμως έχω την εντύπωση ότι εδώ απαιτούνται πολλές διευκρινίσεις. Και τούτο διότι η σοσιαλδημοκρατία δεν είναι ένα αμετάβλητο πρότυπο πολιτικής. Αντίθετα εξελίσσεται υιοθετώντας φιλελεύθερες αντιλήψεις για την οικονομική πολιτική εγκαταλείποντας έτσι παραδοσιακές  σοσιαλδημοκρατικές θέσεις. Κατά βάθος, δύσκολα διακρίνεται από αντιλήψεις για κοινωνικό φιλελευθερισμό. Θέλω να πω ότι η σημερινή σοσιαλδημοκρατία κινείται σε ένα μεσαίο χώρο όπου γίνονται δυνατές συγκλίσεις σε επίπεδο πολιτικής με άλλες δυνάμεις που επίσης συγκλίνουν προς τον ίδιο χώρο όπως η χριστιανοδημοκρατία. Στην Ελλάδα  προς τον μεσαίο χώρο κινούνται τμήματα της ΝΔ γύρω από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, τo Δίκτυο για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη (της Αννας Διαμαντοπούλου), τμήματα του Κινήματος Αλλαγής κ.ά.

Κατά τον Παναγιώτη Ιωακειμίδη, τον μύθο του νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη συμπληρώνει ο μύθος της μη αλληλέγγυας Ευρώπης, τον οποίο επίσης απορρίπτει παραπέμποντας κυρίως  στις χρηματικές ροές από τον προϋπολογισμό της Ενωσης  προς την Ελλάδα, που είναι μια από τις τρεις πιο ωφελημένες χώρες της ΕΕ. Συνολικά επισημαίνει η Ελλάδα θα έχει εισπράξει ώς το 2020 περίπου 200 δισ. ευρώ. Γεγονός είναι ότι ειδικά την περίοδο της κρίσης τα διαρθρωτικά ταμεία και άλλοι μηχανισμοί της ΕΕ επέτρεψαν στις κυβερνήσεις μας να χρηματοδοτήσουν υποδομές, να αντιμετωπίσουν το Μεταναστευτικό και να στηρίξουν το κοινωνικό κράτος. Αλληλεγγύη υπήρξε επιπλέον με τις διακρατικές εντέλει δανειακές συμβάσεις και για την αποφυγή μιας άτακτης και χαοτικής χρεοκοπίας το 2010, το 2012 και το 2015! Οι τρεις συμβάσεις προέβλεπαν δάνεια πέρα από κάθε προηγούμενο στον κόσμο!

Η απάντηση

Πώς εξηγείται τότε ο μύθος αυτός, ότι η ΕΕ δεν ήταν αλληλέγγυα προς την Ελλάδα; Η απάντηση συνοπτικά: Απλά θέλαμε περισσότερα και δεν θέλαμε να αλλάξουμε! Ισως οι αντιλήψεις για αλληλεγγύη είναι εδώ επηρεασμένες από ιδιότυπες θεωρήσεις -προσλήψεις για τη θέση της χώρας στο ευρωπαϊκό σύστημα: Μας χρωστούν μάλλον παρά τους χρωστάμε ή, όπως το διατυπώνει ο Ιωακειμίδης, οι δικές μας θεωρήσεις για αλληλεγγύη επηρεάσθηκαν από «τη λανθάνουσα αντίληψη ότι η Ελλάδα δεν έχει υποχρεώσεις και δεν χρειάζεται να κάνει τις αναγκαίες προσαρμογές και μεταρρυθμίσεις για την ομαλή συμμετοχή της στην Ενωση».

Κατά προέκταση, αγνοήσαμε τάσεις που συνέδεαν τη βοήθεια με τις εσωτερικές προσαρμογές. Αλλά αυτό ακριβώς υπέδειξαν στο τέλος επιτακτικά  τα Μνημόνια (ανεξάρτητα από διάφορες τεχνοκρατικού τύπου επιφυλάξεις).

Η πορεία της χώρας στην ΕΕ έγινε δύσκολη καθώς διάφορες μεταρρυθμιστικές απόπειρες δεν τελεσφόρησαν τελικά. Το αποτέλεσμα ήταν να εμφανίζονται μεγάλες  διαρθρωτικές υστερήσεις της χώρας. Ο Ιωακειμίδης υπενθυμίζει σχετικά σειρά ολόκληρη διεθνών δεικτών –  ελευθερίας, ανταγωνιστικότητας, κοινωνικής δικαιοσύνης, απονομής δικαιοσύνης, διαφθοράς, διοικητικής αναποτελεσματικότητας. Πράγματι, όλοι οι δείκτες που αναφέρει και πολλοί άλλοι στηρίζουν εντέλει την ανάγκη για μεταρρυθμίσεις που στοχεύουν  στην ανάπτυξη, στις επενδύσεις και στην αύξηση της απασχόλησης.

Ατέλειες και ελλείμματα

Μια κρίση στην ουσία πολιτισμική

Ο συγγραφέας προσφέρει ακόμα μια κατανοητή εξήγηση του δύσβατου δρόμου της χώρας εντός της Ενωσης. Βασική του θέση είναι ότι οι αιτίες των δυσκολιών πρέπει να αναζητηθούν στο πολιτισμικό υπόστρωμα της χώρας και στις ποικίλες εκφάνσεις του. «Η κρίση», γράφει, «είναι πολιτισμική» και μόνο στην επιφάνεια δίκην κορυφής παγόβουνου εμφανίζεται ως δημοσιονομική. Σε άλλες ευκαιρίες έχω επίσης υποστηρίξει ότι καθαρά οικονομικές προσεγγίσεις δεν εξηγούν καλά ούτε την κρίση ούτε τις δυσκολίες υπέρβασής της, καθώς παραβλέπουν εντέλει τον ρόλο των θεσμών διακυβέρνησης, των αξιών και άτυπων κανόνων της κοινωνίας μας (βλέπε πελατειακού τύπου συναλλαγές). Ο Παναγιώτης Ιωακειμίδης δεν αμφιβάλλει ότι αυτή είναι η «Ευρώπη που θέλουμε», αλλά, προσθέτει, πρέπει να συνεχισθούν οι προσπάθειες για υπέρβαση των ατελειών και ελλειμμάτων που τη χαρακτηρίζουν. Το βιβλίο είναι ένα πρώτο ισχυρό αντίδοτο στις ψευδαισθήσεις της αντιμνημονιακής και αντιευρωπαϊκής εντέλει ρητορικής.

Οι εκλογές και οι μεταρρυθμίσεις

Δημοσίευση στην εφημερίδα Τα Νέα, 31.08.2015

Το διακύβευμα αυτών των εκλογών (όπως και των προηγούμενων) είναι η εφαρμογή του νέου «μνημονίου συνεννόησης» για το τριετές πρόγραμμα 2015-2018 που εγκρίθηκε από την ελληνική Βουλή με συντριπτική πλειοψηφία.
Κατά τη γνώμη μου η χώρα δεν έχει άλλη επιλογή από την εφαρμογή του (έστω με κάποιες βελτιώσεις), ακριβώς γιατί οι εσωτερικές μας πολιτικές επιλογές, δομές, θεσμοί και πρακτικές που είχαν καθιερωθεί από καιρό μας οδήγησαν στην κρίση και την παρατείνουν.
Έχει σημασία να υπενθυμίσουμε εν τάχει τι προβλέπει το μνημόνιο, πέρα από διάφορες φορολογικές επιβαρύνσεις: Ένα βιώσιμο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης ως το 2016, επανεκκίνηση των ιδιωτικοποιήσεων, αποτελεσματικότερη διαχείριση της δημόσιας οικονομίας (με ανεξάρτητες αρχές και σαφείς κανόνες), ευρύ φάσμα μεταρρυθμίσεων στις αγορές εργασίας και στην ενέργεια, αποτελεσματικότερο δικαστικό σύστημα κ.λπ.
Ακόμα και στις περισσότερες «λεπτομέρειες» το μνημόνιο έχει νόημα: κατάργηση των πρόωρων συντάξεων, αξιολογήσεις στο Δημόσιο, κίνητρα για γενόσημα, αυστηρότερο ορισμό του αγρότη κ.λπ. Πρόκειται, ουσιαστικά, για αλλαγή του παραδείγματος πολιτικής με έμφαση στον θεσμικό εκσυγχρονισμό.
Αλλά θα εφαρμοσθεί αυτό το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής; Θα αναλάβει το πολιτικό μας σύστημα τις ευθύνες του; Ο πολιτικός κίνδυνος είναι υπαρκτός. Μη ξεχνάμε ότι έχουμε 5 εκλογικές αναμετρήσεις και ένα δημοψήφισμα στα έξι χρόνια μνημονίων.
Η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα, η άρνησή του να συνεργασθεί με άλλους και η προκήρυξη εκλογών είναι ένα κακό προμήνυμα. Οι εκλογές αναβάλλουν πάλι τις αποφάσεις. Και μετά; Ποιος θα συνεργασθεί με ποιον αν δεν υπάρξει σαφής εντολή των πολιτών;
Αν και η επόμενη κυβέρνηση δεν τα καταφέρει, η χώρα θα διολισθαίνει για καιρό σε βαθύτερη ύφεση, αποδιάρθρωση θεσμών και μακροχρόνια οικονομική παρακμή με σημαία τη δραχμή!
Επιπλέον, στο μέτωπο της υπεράσπισης του μνημονίου η κατάσταση δεν είναι ξεκάθαρη.
Η κοινοβουλευτική συμμαχία που ενέκρινε τη συμφωνία με τους θεσμούς και αποδέχθηκε τα πρώτα «προαπαιτούμενα» δεν είναι συμπαγής και δείχνει ότι δεν έχει ενστερνισθεί το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Αυτό δείχνει π.χ. η αμφισημία των ηγετικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Υπονοούν ότι θα ανατρέψουν στην πράξη όσα έχουν ήδη υπογράψει. Τα λαϊκιστικά ένστικτα δεν ησυχάζουν εύκολα.
Η Νέα Δημοκρατία από την άλλη πλευρά σε ένα γενικό επίπεδο διακηρύσσει μεν ότι υποστηρίζει την παραμονή της χώρας στον πυρήνα της ΕΕ, αποδέχεται σε επίπεδο αρχών τις ευρωπαϊκές συναινέσεις, ψήφισε ως αξιωματική αντιπολίτευση το νέο μνημόνιο (πράγμα που πρέπει να της αναγνωρισθεί), αλλά σε μερικά συγκεκριμένα θέματα το κόμμα υποχωρεί σε παραδοσιακά αναχώματα.
Τέλος, οι υπερασπιστές της ευρωπαϊκής προοπτικής έχουν απέναντί τους ένα λαό οργισμένο και σε σύγχυση. Οργισμένο γιατί είδε το βιοτικό του επίπεδο να πέφτει απότομα και τρόπους ζωής να ανατρέπονται. Σε σύγχυση γιατί δεν μπορεί (και δεν έχει βοηθηθεί) να καταλάβει τι και γιατί συνέβη και, επομένως ποιες αλλαγές χρειάζονται.
Ας προσθέσουμε, ότι τμήματα της κοινωνίας αισθάνθηκαν ότι ετεροκαθορίζονται. Επομένως, αντιλήφθηκαν τα μνημόνια ως μια ταπεινωτική διαδικασία πράγμα που φυσιολογικά ενεργοποίησε αμυντικά ανακλαστικά. Έτσι βαδίζουμε προς τις εκλογές με τον κίνδυνο, όπως θα έλεγε ο Πορτοκάλογλου, νικητές και νικημένοι, όλοι να χάσουμε μαζί…