Books’ Journal τ.87 , Μάιος 2018.
Ανδρέα Κακριδή Κυριάκος Βαρβαρέσος – Η βιογραφία ως οικονομική ιστορία, Τράπεζα της Ελλάδος, Κέντρο Πολιτισμού Έρευνας και Τεκμηρίωσης, Αθήνα 2017.
Η μελέτη αυτή του Ανδρέα Κακριδή εκθέτει με σαφήνεια τα πολύπλοκα οικονομικά προβλήματα της εποχής στην οποία έζησε ο Κυριάκος Βαρβαρέσος. Ο σ. αναδεικνύει πράγματα σχεδόν άγνωστα στο ευρύ κοινό (και σε εμένα). Η μελέτη του είναι εντυπωσιακά τεκμηριωμένη. Δεν αφήνει αμφιβολίες για το ότι οι εξελίξεις στην Ελλάδα ήταν μέρος γενικότερων εξελίξεων. Άλλωστε αυτό δεν ισχύει μόνο για την οικονομία όπως φάνηκε καθαρά στον εμφύλιο. Ο Ανδρέας Κακριδής αξιοποίησε πολλά ελληνικά και ξένα αρχεία και άλλες πηγές. Τις πρωτογενείς πηγές συμπλήρωσαν δημοσιεύματα του τύπου, η σχετική με τα θέματα εκτεταμένη αρθρογραφία και συνεντεύξεις με στενούς συνεργάτες του βιογραφούμενου.
Ο Κυριάκος Βαρβαρέσος ήταν γόνος μιας μεσοαστικής οικογένειας. Σπούδασε στη Νομική του Πανεπιστημίου Αθηνών, παρακολούθησε μεταπτυχιακά στο Μόναχο και το Βερολίνο όπου εξοικειώθηκε με τη γερμανική οικονομική σκέψη και ειδικά με την αντίδραση της λεγόμενης ιστορικής σχολής στη βρετανική οικονομική παράδοση. Όπως προκύπτει από τη βιογραφία η επαφή εκείνη επηρέασε την οικονομική σκέψη του και ιδιαίτερα την τάση του να εξετάζει τις συγκεκριμένες συνθήκες όπου επρόκειτο να εφαρμοσθούν οικονομικές ιδέες σε κάθε χώρα. Ανέλαβε νωρίς δημόσιες θέσεις: Διετέλεσε, ανώτερος δημόσιος υπάλληλος, καθηγητής , υπουργός οικονομικών μετά την πτώχευση του 1932, Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος ως το 1946 και υπουργός. Είχε διεθνείς εμπειρίες και αναγνώριση. Αποκορύφωμα της πορείας του ήταν η εκλογή του στο πρώτο συμβούλιο της Παγκόσμιας Τράπεζας, όπου παρέμεινε ως το 1957. Ο Βαρβαρέσος ήταν ένα από τα παράθυρα της χώρας στον κόσμο. Ήδη κατά τούτο, ξέφευγε από τον επαρχιωτισμό της πολιτικής ζωής του τόπου, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, τον αντιμετώπιζε με καχυποψία.
Έχω σοβαρές επιφυλάξεις για βιογραφίες που συχνά είναι καθαρές αγιογραφίες και παρακάμπτουν τη δυναμική που αναπτύσσεται στην κοινωνία. Η βιογραφία του Κυριάκου Βαραβαρέσου που υπογράφει ο Α. Κακριδής αποτελεί μια λαμπρή εξαίρεση και ως εκ τούτου έχει όλα τα προσόντα για να άρω τις επιφυλάξεις μου. Το βιβλίο δεν σκιαγραφεί απλά τη σταδιοδρομία του Κυριάκου Βαρβαρέσου. Εμπλουτίζει τις γνώσεις μας και διεισδύει στο θεσμικό, πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο εντός του οποίου δραστηριοποιήθηκε ο Βαρβαρέσος. Ο Ανδρέας Κακριδής αναδεικνύει όχι μόνο τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα της εποχής αλλά και τις διαφορετικές οπτικές των μελών της πολιτικής ή οικονομικής ελίτ, τις ιδέες που υιοθετούσαν και τις αντιπαλότητές τους. Έτσι αναβαθμίζεται ο ρόλος και οι περιορισμοί του οικονομικού, πολιτικού και κοινωνικού περιβάλλοντος. Και δίνεται μια ευρύτερη εικόνα εντός του οποίου κινήθηκε (και τελικά απογοητεύθηκε) ο Βαρβαρέσος. Ο σ. βλέπει τη βιογραφία, όπως υποδηλώνει και ο υπότιτλος ως εργαλείο στην υπηρεσία της οικονομικής ιστορίας του τόπου.
Η βιογραφία όπως την εννοεί ο Ανδρέας Κακριδής δεν είναι λοιπόν το κατά κανόνα εξιδανικευμένο χρονικό ενός προσώπου, μια αγιογραφία, αλλά ευκαιρία να ξετυλιχθεί μια ολόκληρη εποχή.[1] Όπως γράφει προγραμματικά «ανοίγει ένα παράθυρο στις αγωνίες, τις επιτυχίες και τις απογοητεύσεις τεσσάρων δεκαετιών ελληνικής οικονομικής ιστορίας… Φωτίζει μια σειρά από κρίσιμα ζητήματά της». Παραπέμπει σε διαχρονικά προβλήματα πολιτικής που είναι και σήμερα επίκαιρα π.χ. πως θα συμβιβασθεί η σταθεροποίηση με την ανάπτυξη, ποιος είναι ο ρόλος του κράτους και της αγοράς στην αναπτυξιακή διαδικασία και πόσο η τελευταία συνυφαίνεται με την διανεμητική δικαιοσύνη! Η ιστορία επαναλαμβάνεται τηρουμένων των αναλογιών: Σήμερα συζητούμε αν και πως θα συνεχισθεί η σταθεροποίηση μετά το 2018 και πως θα επιστρέψει η χώρα σε στιβαρή και διατηρήσιμη ανάπτυξη.
Τεχνοκράτης απέναντι σε πολιτικούς.
Το βιβλίο του Ανδρέα Κακριδή δεν παραλείπει να περιγράψει τον καμβά των πολιτικών εξελίξεων στη χώρα με τις συνήθεις ευκαιριακές συμμαχίες, διασπάσεις, προσωπικές αντιπαλότητες και .… μετονομασίες κομμάτων μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Τη ρευστότητα ευνοούσε η απλή αναλογική. Ουσιαστικά καταλαβαίνει κανείς γιατί τελικά ο Βαραβαρέσος επέλεξε να παραιτηθεί από το Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1949 και να μείνει στις ΗΠΑ ως ειδικός οικονομικός σύμβουλος της Παγκόσμιας Τράπεζας αντί να αναλάβει το υπουργείο οικονομικών που του πρόσφερε η κυβέρνηση Πλαστήρα σε εκείνο το ρευστό πολιτικό κλίμα. Αλλά δεν έκοψε τους δεσμούς με τη χώρα. Δέχθηκε το 1951 μετά από πρόσκληση του Ν. Πλαστήρα, να μελετήσει την κατάσταση και να προτείνει μέτρα για την αντιμετώπιση του οικονομικού προβλήματος της χώρας. Το αποτέλεσμα ήταν η πασίγνωστη Έκθεση επί του οικονομικού προβλήματος της Ελλάδος.[2] Η Έκθεση ερμηνεύθηκε διαφορετικά ανάλογα με τις ιδεολογικές προτιμήσεις και τους ορισμούς συμφερόντων όσων συμμετείχαν στη σχετική συζήτηση.
Όπως τεκμηριώνει πειστικά ο Ανδρέας Κακριδής, ο Βαρβαρέσος εκτιμούσε ότι σε χώρες όπως η Ελλάδα οι ηγεσίες θεωρούσαν συχνά την εξωτερική βοήθεια και τον δανεισμό ως μέσο για να παρακάμψουν τα εσωτερικά τους προβλήματα. Εξετάζοντας την κατάσταση στην Ελλάδα σε διάφορες ευκαιρίες ανέδειχνε κυρίως αυτά. Αναπόφευκτα, μεγάλωναν οι διαφορές του από την πολιτική και οικονομική ηγεσία του τόπου. Π.χ. τον Σεπτέμβριο 1947 για κάποιες προτάσεις της ελληνικής κυβέρνησης προς τον ΟΕΟΣ όπου συντονίζονταν οι ενέργειες των μελών του για την αξιοποίηση της οικονομικής βοήθειας έγραφε ότι σε αυτές «περιλαμβάνεται πάσα χονδροειδής υπερβολή και πάσα ανακρίβεια, η επιστήμη κακοποιείται κατά πρωτοφανή τρόπον, η φρασεολογία μοιάζει με κουβεντολόι».[3] Είμαι βέβαιος ότι τα ίδια θα έγραφε δεκαετίες αργότερα για το «υπόμνημα για τις σχέσεις Ελλάδας και ΕΚ» της κυβέρνησης Α. Παπανδρέου το 1982 μόλις λίγους μήνες μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΚ, με το οποίο ζητούσε πρόσθετη βοήθεια χωρίς οποιαδήποτε δέσμευση ή για το «πενταετές πρόγραμμα 1983-87» που φυσικά πήγε στο αρχείο μετά το τηλεοπτικό πανηγύρι της παρουσίασής του (το πρόγραμμα αγνοούσε ότι η Ελλάδα ήταν μέλος της ΕΚ!) ή για τα σχέδια παράλληλου νομίσματος το 2015.
Βαθμιαία, ο Βαρβαρέσος αποστασιοποιείται από την ελληνική πολιτική σκηνή και μέρος της οικονομικής ελίτ. Ήδη το 1946 έστειλε στον αμερικανό υπουργό εξωτερικών Dean Acheson ανεπίσημα, ουσιαστικά καθ΄ υπέρβαση των καθηκόντων του, υπόμνημα για την ελληνική οικονομική κατάσταση που περιέχει δριμύτατη κριτική μεταξύ άλλων της τότε πολιτικής ηγεσίας του τόπου. Έγραφε στη συνοδευτική του επιστολή «παρότι επί περισσότερα από τριάντα χρόνια συμμετείχα στη διαχείριση των οικονομικών προβλημάτων της Ελλάδας και την άσκηση οικονομικής πολιτικής, σήμερα δεν έχω καμία σχέση με τους επίσημους ελληνικούς κύκλους στην Αθήνα ή στο εξωτερικό, ούτε με τα επίσημα σχέδια και την πολιτική της χώρας…»[4]
Το υπόμνημα εκείνο υποστηρίζει την παροχή οικονομικής βοήθειας προς την Ελλάδα υπό την προϋπόθεση όμως «ορθής οικονομικής πολιτικής» και ασκεί δριμύτατη κριτική στην τότε πολιτική ηγεσία του τόπου και στη βρετανική πολιτική. Δεν αμφιβάλλει ότι τη χώρα κυβερνούσαν πολιτικοί (τότε η «Δεξιά») που έβλεπαν την εξουσία ως μέσο εξυπηρέτησης και συντήρησης των πολιτικών τους φίλων» και «είχαν την υποστήριξη από μια ισχυρή ομάδα βιομηχάνων, εμπόρων και τραπεζιτών που επεδίωκαν, μέσω της πολιτικής τους επιρροής, να διατηρήσουν τον έλεγχο σημαντικών κλάδων της εθνικής οικονομίας.»[5] Κατά προέκταση, αυτές οι ομάδες δεν ενδιαφέρονταν για καλύτερη χρήση των διαθέσιμων πόρων, ούτε να συνεισφέρουν στην ανασυγκρότηση. Εναπέθεταν τις ελπίδες για διατήρηση του status quo στην άφθονη ξένη βοήθεια.
Ωστόσο, η «αυταπάτη» για αιώνια ξένη επιδότηση θα αρχίσει να χάνει έδαφος με τις κυβερνήσεις Πλαστήρα (και των αμερικανών!). Ο ίδιος ανέθεσε στον Βαρβαρέσο τη μελέτη που αναφέραμε. Ο Γ. Καρτάλης στο μεταξύ προσπάθησε να συμμαζέψει τη δημόσια οικονομία, προετοιμάζοντας εν τέλει το έδαφος για το μεγάλο άλμα στην οικονομική πολιτική του Σπύρου Μαρκεζίνη μετά από τις εκλογές του 1952 που έγιναν με πλειοψηφικό και έδωσαν σε ένα κόμμα (τον Ε.Σ) συντριπτική πλειοψηφία στη Βουλή. Τότε δρομολογήθηκαν θεσμικές και πολιτικές εξελίξεις που οδήγησαν σε αυτό που πολλοί ονόμασαν «πρώτο εκσυγχρονισμό» και, σε πιο απτούς όρους, στο οικονομικό θαύμα και τη σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ.[6]
Η Έκθεση του 1952: Όχι σε μεγαλεπήβολα σχέδια.
Τελειώνουμε με ειδικότερη αναφορά στην προαναφερθείσα ΄Εκθεση επί του οικονομικού προβλήματος της Ελλάδος του Κυριάκου Βαρβαρέσου. Χαρακτηριστικά για τη μεθοδολογία του Ανδρέα Κακριδή, η παρουσίαση αρχίσει με μια αναφορά στα πολύπλοκα από τη φύση τους και αλληλένδετα προβλήματα της χώρας στις αρχές της δεκαετίας του ΄50, αμέσως δηλαδή μετά τον καταστροφικό εμφύλιο. Το πρώτο ήταν η βραχυχρόνια σταθεροποίηση για την εξάλειψη των τεράστιων ανισορροπιών στον κρατικό προϋπολογισμό και στο εμπορικό ισοζύγιο. Στο πλαίσιο αυτό έπρεπε να επανεξετασθούν πάσης φύσης παρεμβάσεις στην αγορά (διανομές τροφίμων με δελτίο, επιδοτήσεις κλπ.) που αντιμετώπιζαν συμπτώματα μάλλον παρά βαθύτερες αιτίες των προβλημάτων. Το δεύτερο ήταν η δρομολόγηση της ανάπτυξης με το κατάλληλο μείγμα πολιτικής και κυρίως με κάθε πρόσφορο μέτρο για την εκβιομηχάνιση.
Ο Κυριάκος Βαρβαρέσος προειδοποιούσε για την ανεδαφικότητα μεγαλεπήβολων όπως υποστήριζε σχεδίων για την εκβιομηχάνιση που εν τέλει ήταν επηρεασμένα από τη σοβιετική εμπειρία (μέχρι τότε). Τόνιζε μεταξύ άλλων ότι τέτοια μεγαλεπήβολα βιομηχανικά σχέδια θα οδηγούσαν σε σπατάλη πόρων ενώ δεν θα έλυναν τα αμεσότερα προβλήματα απασχόλησης (καθώς θα ήταν επενδύσεις έντασης κεφαλαίου) και βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου. Εκτιμούσε ότι χρειαζόταν μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση με άξονες τις βασικές υποδομές και την ενθάρρυνση της ελαφράς βιομηχανίας και έμφαση στην παραγωγή ειδών ευρείας κατανάλωσης.
Οι απόψεις αυτές είχαν την οικονομική λογική τους, αλλά αντιμετωπίσθηκαν τότε εχθρικά πανταχόθεν – αριστερά, κεντρώα και δεξιά. Οι συντεχνίες αντέδρασαν. Η περιγραφή των αντιδράσεων εκείνων από τον Ανδρέα Κακριδή μας υπενθυμίζει τις χρόνιες παθολογίες της ελληνικής πολιτικής.
Βέβαια, σε πολλά ζητήματα ο Κυριάκος Βαρβαρέσος δεν είχε δίκιο, σε άλλα όμως είχε, ιδίως όταν επιχειρούσε να περάσει την οικονομική λογική σε συγκεκριμένες πολιτικές αποφάσεις. Φαίνεται ότι δεν έβλεπε δυνατή την κατάργηση του τότε ισχύοντος κρατικού παρεμβατισμού στις αγορές (π.χ. ελέγχους των τιμών) και υποτίμησε τις δυνατότητες εκβιομηχάνισης της χώρας. Τη δεκαετία μετά τις συζητήσεις εκείνες η χώρα άρχισε να αναπτύσσεται γρήγορα, η παραγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών πλησίασε την παραγωγή καταναλωτικών αγαθών, το ξένο παραγωγικό κεφάλαιο έπαιξε ρόλο στην επιτάχυνση της ανάπτυξης και άρχισε να ανθίζει η μεταποίηση. Το 1963/64 η βιομηχανική παραγωγή ξεπέρασε την αγροτική. Η δυναμική εκείνη θα συνεχισθεί παρά τις πολιτικές αναταράξεις ως τα τέλη της δεκαετίας του 70.
Στο μεταξύ ο Κυριάκος Βαρβαρέσος είχε βρεθεί σε «εκούσιο εκπατρισμό» στις ΗΠΑ.
[1] Βλ. εισαγωγή στο Ανδρέας Κακριδής Κυριάκος Βαρβαρέσος. Η βιογραφία ως οικονομική ιστορία, έκδοση της ΤτΕ, Αθήνα 2017.
[2] Βλ. Κυριάκος Βαρβαρέσος Έκθεσις επί του οικονομικού προβλήματος της Ελλάδος, εκδόσεις Σαββάλα, Αθήνα 2002 (πρόκειται για ανατύπωση της πρώτης έκδοσης του 1952).
[3] Ανδρέας Κακριδής Κυριάκος Βαρβαρέσος. Η βιογραφία ως οικονομική ιστορία, όπως αλλού, σελ. 462.
[4] Ανδρέας Κακριδής Κυριάκος Βαρβαρέσος. Η βιογραφία ως οικονομική ιστορία, όπως αλλού, σελ. 418.
[5] Ανδρέας Κακριδής Κυριάκος Βαρβαρέσος. Η βιογραφία ως οικονομική ιστορία, όπως αλλού, σελ. σελ. 420.
[6] Βλ. μεταξύ πολλών άλλων Πάνος Καζάκος Ανάμεσα σε κράτος και αγορά. Οικονομία και οικονομική πολιτική στη μεταπολεμική Ελλάδα 1944-2000, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2001, κεφάλαιο 2 (η μεταβατική περίοδος) και κεφάλαιο 3 ( από την ανασυγκρότηση στην ανάπτυξη).