Books’Journal, τεύχος 63 Φεβρ. 2016
Οι διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με τους «θεσμούς» (πρώην τρόικα, νυν τετραμερή) εισήλθαν σε μια κρίσιμη φάση. Από εδώ και πέρα θα πρέπει να συμφωνηθούν οι «λεπτομέρειες» εφαρμογής του νέου Μνημονίου[1] σε ευαίσθητες περιοχές πολιτικής. Η επιτυχής ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων θα φέρει μεν επώδυνα μέτρα, αλλά είναι προτιμότερη από την αποτυχία τους, την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη και τη χρεοκοπία. Αν οι πολιτικές δυνάμεις ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του νέου Μνημονίου, θα γίνουν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις – δημοσιονομική εξυγίανση, σταθερό φορολογικό σύστημα, βιώσιμο ασφαλιστικό, αποκομματικοποιημένη Δημόσια Διοίκηση, σύγχρονο ρυθμιστικό σύστημα κλπ. Τότε η χώρα θα λειτουργεί με τρόπο συμβατό προς το ευρωπαϊκό θεσμικό περιβάλλον και τα δεδομένα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Η οικονομία θα ανακάμψει.
Το ερώτημα είναι βέβαια τι πιθανότητες έχει αυτό το αισιόδοξο σενάριο. Θα τα καταφέρουμε ή είναι η πολιτική και η κοινωνία «μπλοκαρισμένες» (βλ. πιο κάτω) και αδυνατούν να λύσουν θεσμικά και δομικά προβλήματα; Κινδυνεύουμε τότε να μείνουμε για πολλά χρόνια ακόμα σε μια κατάσταση προϊούσης παρακμής, που θα χαρακτηρίζεται από πτώση της παραγωγής και των εισοδημάτων, μόνιμα μεγάλη ανεργία, έξοδο των νέων, ανασφάλεια και διάτρητα δίκτυα κοινωνικής ασφάλειας, πολιτική αστάθεια. Αυτό ουσιαστικά δεν συνέβη από το 2009 μέχρι σήμερα; Έχουμε λόγους να ελπίζουμε ότι η τάση θα ανατραπεί; Υπενθυμίζω ότι το πρώτο (2010) και το δεύτερο (2012) πρόγραμμα προσαρμογής απέτυχαν. Δείχνει η εμπειρία εκείνη ότι, ανεξαρτήτως προθέσεων, η αποτυχία είναι πάλι πιθανή;
Η θετική όψη των πραγμάτων.
Διαπιστώνω μερικούς σημαντικούς παράγοντες που ευνοούν το αισιόδοξο σενάριο. Κατ’ αρχάς, η κυβέρνηση (μετά την αποφασιστική κατ’ αρχάς αλλαγή πλεύσης του πρωθυπουργού) και οι περισσότερες δυνάμεις της αντιπολίτευσης (στην τελευταία ιδίως μετά την εκλογή του Κ. Μητσοτάκη στην προεδρία της Ν.Δ.) έχουν πλέον, μετά την αλλαγή πλεύσης του πρωθυπουργού, μια κοινή βάση – το νέο Μνημόνιο που υπερψήφισαν στη Βουλή. Την κοινή βάση συσκοτίζει βέβαια η ρητορική της πολιτικής αντιπαράθεσης, παρά ταύτα η μεγάλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία υπέρ του νέου (τρίτου κατά σειρά) Μνημονίου θα μπορούσε να συνιστά λόγο αισιοδοξίας. Θεωρώ ότι ήταν ένα πρώτο βήμα για να αναιρεθεί ο διχασμός της πολιτικής και των πολιτών σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς και, το σπουδαιότερο, για να δημιουργηθεί ελάχιστη συναίνεση για τους «κανόνες του παιγνιδιού» σε οικονομία, κοινωνία και πολιτική. Θα δούμε αν θα αντέξει και έχει συνέχεια.
Επίσης, η κοινή γνώμη, παρά την ύφεση και την αποτυχία των προγραμμάτων, εξακολουθεί να υποστηρίζει το Ευρώ. Σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου Μακεδονίας[2] το 60,5% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι επιλέγουν την παραμονή της χώρας στο ευρώ, έστω και αν αυτό σημαίνει την εφαρμογή ενός νέου μνημονίου (με άλλα λόγια αν η κυβέρνηση αναγκαζόταν να εγκαταλείψει τις λεγόμενες «κόκκινες γραμμές» της). Αντίθετα, μόνο το 28% των ερωτηθέντων προτιμά έξοδο από την ευρωζώνη και επιστροφή στη δραχμή.
Ας προσθέσουμε ότι, αντικειμενικά, μια χώρα εσωστρεφής, υπερχρεωμένη, με ανεπίτρεπτα υψηλή ανεργία, αναποτελεσματική Δημόσια Διοίκηση, κάποιες διεφθαρμένες υπηρεσίες, αναξιόπιστους θεσμούς και δυσλειτουργικές αγορές δεν έχει άλλη επιλογή. Το πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων του Μνημονίου στηρίζεται στην οικονομική λογική και εν πολλοίς έχουν αναπτυξιακή και κοινωνική διάσταση. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές ισορροπημένα εφαρμοζόμενες και με τις απαραίτητες διορθώσεις θα προετοιμάσουν το έδαφος για την επιστροφή σε συνθήκες διατηρήσιμης ανάπτυξης. Το ίδιο ισχύει για τη δημοσιονομική «πειθαρχία». Γενικά και για να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα οικονομολόγων, επιζητούν λύσεις στις «αποτυχίες του κράτους». Δεν συμφωνώ με τον ισχυρισμό ότι, από τεχνική άποψη, το πρόγραμμα «δεν βγαίνει».
Αυτά, ως προς τη θετική όψη των πραγμάτων. Ωστόσο, μένει να αποδειχθεί αν η υποστήριξη του ευρώ θα αντέξει κατά την εφαρμογή της πολιτικής οικονομικής προσαρμογής και αν και σε ποιο βαθμό η τελευταία θα ολοκληρωθεί έστω με διορθώσεις. Δεν πρέπει να υποτιμάται ο πολιτικός κίνδυνος, δηλαδή το πρόγραμμα να μη βγει πολιτικά. Γεγονός είναι ότι πολλοί παράγοντες θολώνουν τις προοπτικές του.
Το πρόγραμμα μπορεί να μη βγει «πολιτικά».
Πρώτον λοιπόν και παρά τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων, μεγάλα τμήματα της κοινωνίας μας, μετά από έξι χρόνια συνεχούς ύφεσης (με ένα μικρό διάλειμμα το 2014) δεν έχουν πεισθεί ότι είναι ορθή η επιλογή της εφαρμογής των Μνημονίων και της παραμονής στην Ευρωζώνη ή και στην ΕΕ. Δεν έχει εξηγηθεί επαρκώς ότι αυτή η επιλογή συμφέρει σε όρους σταθεροποίησης και ανάκαμψης της οικονομίας ή ότι οποιαδήποτε εναλλακτική λύση θα έφερνε χειρότερη δυσπραγία. Η διάχυτη δυσπιστία αποτυπώθηκε στις 5 Ιουλίου 2015 στο 61% υπέρ του ΌXI στο Δημοψήφισμα. Και βέβαια είχε τροφοδοτηθεί από τη ρητορική της απόρριψης που είχαν καλλιεργήσει ο ΣΥΡΙΖΑ και, νωρίτερα , μέχρι το 2012 η ΝΔ.
Την ίδια διάχυτη αμφισβήτηση τρέφουν διάφορες κινήσεις της κυβέρνησης – ο ανταρτοπόλεμος σε ζητήματα ιδιωτικοποιήσεων (βλ. ΟΛΠ), η «σκληρή» πάλι διαπραγμάτευση για το ασφαλιστικό, η συστηματική υποβάθμιση θεσμών που είχαν συσταθεί είτε πριν είτε κατά τη διάρκεια των Μνημονίων (ΓΓ Δημοσίων Εσόδων, ΕΣΡ), οι περιστασιακές ρητορικές εκρήξεις αξιωματούχων κατά του ΔΝΤ, οι δηλώσεις αποστασιοποίησης από το πρόγραμμα.
Πιθανόν, κάποιες από τις κινήσεις αυτές θα μπορούσαν καλοπροαίρετα να ερμηνευθούν ως επικοινωνιακά τεχνάσματα που τελικά μειώνουν τις αντιστάσεις στις αλλαγές που έγιναν ή θα γίνουν. Όμως, έχουν βαθύτερες ρίζες: Πηγάζουν από την βαριά ιδεολογική κληρονομιά της ελληνικής Αριστεράς (π.χ. εξιδανίκευση του μεγάλου κράτους, προτεραιότητα στις κρατικοποιήσεις, αγνόηση οικονομικών περιορισμών με υποσχέσεις προς όλους, ακατέργαστη αντιευρωπαϊκή ρητορική κ.λ.π.). Το χάσμα που τη χωρίζει από τη φιλοσοφία του Μνημονίου είναι μεγάλο και εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως. Το βάρος της ιδεολογικής κληρονομιάς μεγαλώνει καθώς συμμαχεί με τις πελατειακές και συντεχνιακές παραδόσεις της χώρας.
Σε αυτό το πλαίσιο μεγάλα τμήματα της πολιτικής και οικονομικής ηγεσίας του τόπου (και της κυβέρνησης) εφαρμόζουν το πρόγραμμα χωρίς να το πιστεύουν – στη διατύπωση του Μνημονίου (και του Ομήρου!): δεν το ενστερνίζονται- όπως δείχνουν διάφορες ιδέες για αναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου, «ισοδύναμα» ή «παράλληλο πρόγραμμα» κλπ. Ειδικά, η εντελώς νεφελώδης ως προς τις αναδιανεμητικές επιπτώσεις συζήτηση για πάσης φύσης «ισοδύναμα» που θα αντικαθιστούσαν διάφορες δεσμεύσεις του Μνημονίου αποκαλύπτει μάλλον πολιτική αμηχανία παρά αποφασιστικότητα καθώς και τη δύναμη των συσχετισμών και αναδιανεμητικών συμμαχιών! Και συνυφαίνεται με ιδεολογικές εμμονές και κομματικές συμμαχίες που δοκιμάσθηκαν στο παρελθόν και απέτυχαν.
Οι κοινωνικές αντοχές.
Δεύτερον, οι εγχώριες συνθήκες είναι δυσμενέστερες από εκείνες του 2010 ή του 2011-12. Τότε η χώρα είχε περισσότερες αντοχές, και λιγότερη απογοήτευση, φτώχεια και αβεβαιότητα.
Από το 2008/9 μέχρι σήμερα το ΑΕΠ μειώθηκε περίπου κατά 30% και η ανεργία διατηρείται σε απαράδεκτα υψηλά επίπεδα. Πιθανόν, αυξάνεται ο αριθμός εκείνων που εκτιμούν ότι «δεν έχουν να χάσουν τίποτε» και εκείνων που κάνουν θυσίες χωρίς να διακρίνουν κάποια αξιόπιστη προοπτική. Ταυτόχρονα νέες προκλήσεις, όπως οι μαζικές εισροές οικονομικών μεταναστών και προσφύγων δοκιμάζουν την ικανότητα των αρχών να τις διαχειριστούν, προκαλώντας πρόσθετες αβεβαιότητες. Τις αντοχές πολιτών και πολιτικών δοκιμάζουν και τα νέα μέτρα που εφαρμόζονται. Επομένως, οι αντιδράσεις της κοινής γνώμης τα επόμενα χρόνια δεν είναι προβλέψιμες, ούτε η ανταπόκριση των κομμάτων στις διαθέσεις της. Και σημαντικά τμήματα του πληθυσμού αξιοποιούν τη δυνατότητα να εκφράσουν τη «διαφωνία» τους «αποχωρώντας» είτε από την επίσημη οικονομία είτε από τη χώρα![3]
Συναφώς, στην τρέχουσα συζήτηση διαπιστώνουμε μια μεγάλη αντίφαση ανάμεσα σε ευρεία υποστήριξη γενικά υπέρ της παραμονής στην Ευρωζώνη και στις συνεχείς δυσκολίες εφαρμογής των προβλεπόμενων σε αυτή μέτρων. Η αμφισημία των κομματικών δυνάμεων και οι ηχηρές αντιδράσεις των κοινωνικών ομάδων και συμφερόντων που θίγονται κάθε φορά από τα μέτρα προσαρμογής (επαναλαμβανόμενες απεργίες, γενικές απεργίες, πορείες) είναι ανησυχητικά συμπτώματα μιας «μπλοκαρισμένης κοινωνίας», όπως χαρακτηρίζει ο Anthony Giddens κοινωνίες όπου τα κατεστημένα συμφέροντα ή ο δομικός συντηρητισμός παρεμποδίζουν τις αναγκαίες αλλαγές.[4] Και, δεν υπάρχει μια τόσο ισχυρή παραγωγική βάση σφυρηλατημένη στον διεθνή ανταγωνισμό που να είναι ικανή λόγω μεγέθους να στηρίζει αποτελεσματικά τις μεταρρυθμίσεις.
Γεγονός είναι ότι πολλά μέτρα του Μνημονίου συνεπάγονται μειώσεις εισοδημάτων, ενώ άλλα φέρνουν στην επιφάνεια ζητήματα κατανομής των βαρών της προσαρμογής. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στο συνταξιοδοτικό. Σε τέτοιες περιπτώσεις, πρέπει να βρεθεί μια ισορροπία μεταξύ διαφορετικών αρχών (δικαιοσύνη έναντι οικονομικής αποτελεσματικότητας). Πρέπει επίσης να αιτιολογείται πειστικά: Γιατί πρέπει να προστατευθούν οι σημερινοί συνταξιούχοι και όσοι έχουν «ώριμα» συνταξιοδοτικά δικαιώματα (π.χ. μέσω της «προσωπικής διαφοράς») σε βάρος των σημερινών εργαζομένων που τα χρηματοδοτούν; Παρόμοια προβλήματα εμφανίζονται και σε άλλους τομείς: Φορολογία, ιδιωτικοποιήσεις κλπ. Σε όλα αυτά η κυβέρνηση έχει μπροστά της ένα τείχος – τη διάχυτη δυσπιστία για τις προθέσεις της που εμποδίζει κάθε ορθολογική συζήτηση.
Ας προσθέσουμε ότι τις δυσκολίες πολλαπλασιάζουν η φύση και η κλίμακα των αλλαγών που θίγουν πολυάριθμες πηγές προσόδων (=εισοδημάτων χωρίς παραγωγικό αντίκρισμα) και θεσπίζουν θυσίες κεκτημένων, ενώ διαταράσσουν ιστορικές ισορροπίες και συμπαιγνίες. Δεν συνιστούν παρέμβαση σε ένα μόνον ή λίγους τομείς της οικονομίας ή της πολιτικής π.χ. στην υγεία.
Τον Ιανουάριο 2016 διογκώθηκαν οι κοινωνικές αντιδράσεις με αφετηρία το ασφαλιστικό. Θα δούμε αν τελικά η εξέλιξη θα διαψεύσει (πάλι) ή θα επιβεβαιώσει την αισιόδοξη υπόθεση ότι μια κρίση μπορεί να προκαλέσει αλλαγές στα συστήματα αξιών δημιουργώντας μια νέα ηθική σε πολίτες και πολιτικούς.[5] Σύμφωνα με την υπόθεση αυτή, σε μια κατάσταση κρίσης μπορεί να αναγνωριστεί η πίστη στη συλλογική δράση, η σημασία της λιτότητας (όπως περίπου την όριζε διορατικά ο Enrico Berlinguer τη δεκαετία του ’70),[6] της αλληλεγγύης και της θυσίας, και να ενδυναμωθεί το αίτημα για πολιτική που δρα για το σύνολο και όχι για να ικανοποιεί άναρχα, εγωιστικά και μυωπικά επιμέρους αιτήματα.
[1] To «Μνημόνιο συνεννόησης» περιλαμβάνεται στο νόμο 4336/14.8.2015.
[2] Την έρευνα διεξήγαγε το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο- Μονάδα Κοινής Γνώμης και Αγοράς του Πανεπιστημίου Μακεδονίας υπό την επιστημονική ευθύνη του Ν. Μαρατζίδη. Τα πορίσματά της δημοσιεύθηκαν στις 20.7.2015. Σε παρόμοια αποτελέσματα κατέληξαν και άλλες έρευνες όπως της MRB το 2014 και της Alco.
[3] Δανείζομαι τους όρους «διαφωνία» και «αποχώρηση» από το Albert O. Hirschman, Αποχώρηση, Διαφωνία και Αφοσίωση- Αντιδράσεις στην παρακμή επιχειρήσεων, οργανώσεων και κρατών, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2002, σελ. 31. Ο Hirschman εισήγαγε τις έννοιες της «διαφωνίας» (voice) και της «αποχώρησης» (exit) ως τις βασικές κατηγορίες εκδήλωσης δυσαρέσκειας πολιτών και καταναλωτών στην παρακμή οργανισμών και επιχειρήσεων. Αυτού του τύπου η αντίδραση δεν αλλάζει τα πράγματα.
[4] Βλ. Anthony Giddens, Europe in the Global Age, Polity Press, 2007.
[5] Federico Rampini Le dieci cosec he non sarano piu le stesse, Milano 2009.
[6] Βλ. μεταξύ πολλών άλλων την πρόσφατη μελέτη του Γιάννη Μπαλαμπανίδη Ευρωκομμουνισμός : Από την κομμουνιστική στη ριζοσπαστική ευρωπαϊκή Αριστερά, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2015.