Να αποφύγουμε τα χειρότερα – Μια κριτική στους κριτικούς της συμφωνίας στην Ευρωζώνη.

Δημοσιεύτηκε στο Books Journal, 03.08.2015 

Η Δήλωση της Συνόδου Κορυφής της Ευρωζώνης (12.7.2015) καθόρισε ουσιαστικά έναν οδικό χάρτη με κατάληξη ένα πρόγραμμα προσαρμογής με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM). Προβλέπει προαπαιτούμενα και χρηματοδοτική κάλυψη επειγουσών αναγκών («χρηματοδοτική γέφυρα»). Επομένως είναι ένα προσύμφωνο για το πώς θα καταλήξουμε σε συμφωνία.

Υπεύθυνη πράξη παρά το τίμημα των καθυστερήσεων έως τότε.

Μέχρι τη Σύνοδο Κορυφής η ελληνική κυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα αξιοπιστίας στο εξωτερικό. Μετά τη συμφωνία και την έναρξη διαδικασιών εφαρμογής της έχει να αντιμετωπίσει και ένα πρόβλημα αξιοπιστίας στο εσωτερικό της χώρας, αφού το προηγούμενο διάστημα συντηρούσε ανεδαφικές, όπως αποδείχθηκε, προσδοκίες, που εκδηλώθηκαν εκκωφαντικά στο 62%  ΟΧΙ του δημοψηφίσματος. Αυτό το εσωτερικό πρόβλημα αξιοπιστίας μπορεί να έχει πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι καθυστερήσεις από το καλοκαίρι του 2014 και ιδίως των τελευταίων πέντε μηνών έπληξαν βαριά την οικονομία και μετέτρεψαν την προοπτική ανάπτυξης 2,5% για το 2015 σε πραγματική ύφεση 4%! Δεν έχει γίνει σαφές ότιτο τίμημα των καθυστερήσεων από το Φθινόπωρο 2014  μέχρι τις 12 Ιουλίου 2015 δεν περιορίζεται μόνο στις απώλειες ΑΕΠ  και σε στάσιμη απασχόληση, αλλά περιλαμβάνει περαιτέρω χειροτέρευση των προοπτικών της χώρας το 2016 και αβεβαιότητες για τα επόμενα 3-5 χρόνια! Οι καθυστερήσεις τροφοδότησαν την αντίληψη στο εσωτερικό και εξωτερικό ότι η Ελλάδα είναι ένα αποτυχημένο κράτος, που δεν είναι σε θέση να εφαρμόσει διαρθρωτικές αλλαγές και θεσμικές βελτιώσεις που αποκαθιστούν την αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής και οδηγούν την οικονομία σε διατηρήσιμη ανάκαμψη.

Πάντως, η απόφαση του πρωθυπουργού να αναγνωρίσει ότι η χώρα με το Δημοψήφισμα βρέθηκε ένα βήμα πριν από μια πραγματική καταστροφή και να αποτρέψει τα χειρότερα μέσω μιας συμφωνίας με τους θεσμούς ήταν υπεύθυνη πράξη – για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο του Max Weber.  Υπεύθυνη πράξη ήταν και η στήριξη που παρείχαν κόμματα της αντιπολίτευσης.

Αυτή η συμφωνία περιλαμβάνει επώδυνα μέτρα, αλλά θα πρέπει να κριθεί στο σύνολό τηςΤο μείζον διακύβευμα ήταν και παραμένει να αλλάξει ο τρόπος λειτουργίας του κράτους και της οικονομίας. Οι μεταρρυθμίσεις, θα είναι η λυδία λίθος οποιασδήποτε τελικής συμφωνίας και μια ακόμα δοκιμασία για το αν η χώρα είναι σε θέση να εκσυγχρονίσει θεσμούς και δομές.

Οι μεταρρυθμίσεις συνδέονται άμεσα με αντιλήψεις για την ανάπτυξη. Στο κατά βάση φιλελεύθερο μοντέλο των  παλαιών «μνημονίων» και του υπό εκκόλαψη νέου η ανάπτυξη θα προέλθει από το άνοιγμα των αγορών, τις ιδιωτικοποιήσεις που οδηγούν σε νέες επενδύσεις και σειρά ολόκληρη οριζόντιων μεταρρυθμίσεων (για την εφαρμογή των νόμου και την επιτάχυνση της δικαιοσύνης, εκλογίκευση του ρυθμιστικού συστήματος (βλ. εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ που ήδη έχει αποδεχθεί η κυβέρνηση) κ.α. Υποστηρικτικό της ανάπτυξης ρόλο θα παίξουν οι βοήθειες των διαρθρωτικών ταμείων, η αναχρηματοδότηση του χρέους, η τεχνική βοήθεια,  ευρωπαϊκά επενδυτικά προγράμματα και, στο τέλος της διαδρομής η αναδιάταξη του χρέους.

Σημειώστε όμως ότι οι μεταρρυθμίσεις αποδίδουν σε βάθος χρόνου. Η Γερμανία π.χ. χρειάσθηκε 5 χρόνια προτού να δει την περιβόητη Agenda 2010 που υιοθέτησε η κυβέρνηση σοσιαλδημοκρατών και πρασίνων να αποδίδει. Εκτός τούτου, το προσύμφωνο με τους θεσμούς πάσχει από μια «ασυμμετρία» που με τη βοήθεια της πολιτικής μπορεί να το οδηγήσει σε αποτυχία: Προβλέπει πρώτα διάφορα φορολογικά μέτρα που λειτουργούν υφεσιακά (και ψηφίσθηκαν ήδη) και στη συνέχεια διαπραγμάτευση και συμφωνία με την κυβέρνηση για σειρά ολόκληρη μεταρρυθμίσεων. Κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε να συμβεί το ακριβώς αντίθετο- πρώτα μεταρρυθμίσεις και μετά νέες φορολογίες.  Επιπλέον, ελλοχεύει ο κίνδυνος να εφαρμοσθούν τα φορολογικά μέτρα και οι μεταρρυθμίσεις ουδέποτε να γίνουν, δεδομένου κιόλας ότι η κυβέρνηση ακόμα και μετά τον ανασχηματισμό δεν πιστεύει σε αυτές όπως δηλώνουν οι υπουργοί της. Με άλλα λόγια το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων μπορεί να μη βγαίνει πολιτικά! Οι πολιτικές αναταράξεις (π.χ. για τη φορολογία αγροτών) δυσκολεύουν ήδη τη διαδικασία και προϊδεάζουν για τις επερχόμενες δυσκολίες.

Ενάντια σε αποφθεγματικού τύπου κριτικές.

Μολονότι δεν παραβλέπω την ασυμμετρία και τις ασάφειες του προσυμφώνου και τους πολιτικούς κινδύνους, εκτιμώ ότι η εφαρμογή του ως το τέλος είναι η καλύτερη λύση για τη χώρα και τούτο ενάντια σε ορισμένες αποφθεγματικού τύπου κριτικές.

Πρώτον, η εναλλακτική λύση ήταν και παραμένει μια άτακτη χρεοκοπία και χαοτική έξοδος από την Ευρωζώνη που θα είχαν ανυπολόγιστες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις. Οι διάφορες ιδέες που κυκλοφορούσαν εν κρυπτώ από μαθητευόμενους μάγους  θα επέτειναν απλώς το χάος. Μια πρώτη ιδέα για το τι θα συμβεί αν δεν εφαρμοσθεί η συμφωνία της 12ης Ιουλίου μας έδωσαν οι εξελίξεις μετά την εισαγωγή των capitalcontrols και την προκήρυξη του δημοψηφίσματος.  Αν μάλιστα καταλήξουμε σε επιστροφή στη δραχμή, που η κυβέρνηση δεν επιθυμεί, η χώρα θα εμπλακεί σε ένα φαύλο κύκλο υποτιμήσεων και πληθωρισμού και απότομη καθίζηση του βιοτικού επιπέδου. Το ΔΝΤ έχει υπολογίσει ότι η υποτίμηση έναντι του Ευρώ θα ήταν 50%, πράγμα που θα σήμαινε πληθωρισμό στο 35% και μείωση του ΑΕΠ κατά 8%. Η τελική συμφωνία με τους θεσμούς που πλέον διαφαίνεται στον ορίζοντα είναι σημαντική για να αποφύγουμε τα χειρότερα σε βάθος δεκαετίας. Σε άλλη διατύπωση: Η ταχεία ολοκλήρωση της διαδικασίας παρά τις πολιτικές – ιδεολογικές δυσκολίες, ήταν και παραμένει σε όρους γενικής ευημερίας προτιμότερη από την παράταση της εκκρεμότητας ή και από μια ενδεχόμενη  άτακτη χρεοκοπία.

Δεύτερον, Τα μέτρα ως σύνολο αντέχουν στην οικονομική κριτική καθώς δεν περιορίζονται σε αυξήσεις φόρων, επομένως ο συμβιβασμός, αν και όχι χωρίς προβλήματα, είναι με οικονομικά κριτήρια βιώσιμος. Περιέχει μια σημαντική αναπτυξιακή πτυχή (κρίσιμες μεταρρυθμίσεις + χρηματοδοτήσεις). Ο φόβος ότι θα αποτύχει ή ότι «έχει ήδη αποτύχει» είναι με οικονομικά κριτήρια αβάσιμος. Ειδικά τα στοιχεία της συμφωνίας που αφορούν σε χρηματοδοτήσεις, βοήθεια και  επενδύσεις εξουδετερώνουν εν πολλοίς τις υφεσιακές επιπτώσεις των νέων φορολογικών μέτρων.

Το επιχείρημα  ότι μετά την έξοδο από την Ευρωζώνη και ένα αρχικό «σόκ» η οικονομία θα ανέκαμπτε γρήγορα κυρίως γιατί η υποτίμηση θα βελτίωνε την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας είναι έωλο γιατί, ανάμεσα σε άλλα,  παραγνωρίζει ότι (α) με την έξοδο από την Ευρωζώνη θα έκλεινε η στρόφιγγα των εξωτερικών πόρων, (β) η επιστροφή στη δραχμή θα οδηγούσε κατά πάσα πιθανότητα στον φαύλο κύκλο  υποτιμήσεων και πληθωρισμού και εν τέλει σε μια ακόμα σκληρότερη λιτότητα (γ) παραγνωρίζει  τις διαρθρωτικές υστερήσεις της χώρας και (δ) σε τέτοιες διεργασίες πληρώνουν τον λογαριασμό οι ευάλωτες κοινωνικές ομάδες!  Όλα αυτά χωρίς να υπολογίσουμε τις χαοτικές καταστάσεις που θα προκαλούσε μεταβατικά η  παντελής έλλειψη προετοιμασίας.

Τρίτον, με δραχμή, βαθύτερη κρίση και υποτιμήσεις δεν θα εξαλειφθούν οι παθογένειες του σημερινού κρατικιστικού προτύπου, δεν θα γίνουν δηλαδή οι μεταρρυθμίσεις που  έπρεπε να είχαν γίνει από καιρό (με ή χωρίς μνημόνια). Αν τώρα πραγματοποιηθούν με συνέπεια, έστω υπό τις παρούσες δυσμενείς συνθήκες, τότε και σε συνδυασμό βεβαίως με την περαιτέρω ροή εξωτερικών πόρων   η οικονομία θα ανακάμψει.

Τέταρτον, είναι παραπλανητικό να συγκρίνεται η Δήλωση της Συνόδου Κορυφής με τη Συνθήκη των Βερσαλιών η οποία τότε επέβαλε στη Γερμανία τεράστιες αποζημιώσεις για τις καταστροφές που προκάλεσε στους γείτονες, ενώ η Σύνοδος Κορυφής προβλέπει αντίθετα την αποκατάσταση της ομαλής ροής δανείων και δωρεάν βοήθειας στην Ελλάδα. Τέτοιες ερμηνείες καθώς και

Οι επόμενοι μήνες και ίσως τα επόμενα 2-3 χρόνια θα είναι δύσκολα για την πολιτική, την κοινωνία και την οικονομία. Κατά τη γνώμη μας το έργο της προσαρμογής και της ανάκαμψης  επιβάλλει ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις, που φαίνεται ότι διαμορφώνονται σε μονιμότερη βάση στο πολιτικό επίπεδο (όπως δείχνουν οι συγκλίσεις τμημάτων της κυβερνητικής πλειοψηφίας και της αντιπολίτευσης στις ψηφοφορίες για τα προαπαιτούμενα) και, οπωσδήποτε, κριτική επανεξέταση («αναστοχασμό» λέγουν οι φιλόσοφοι) ιδεών που συνόδευσαν  και πρακτικών που σημάδεψαν την πορεία προς την κρίση και εμπόδισαν την έξοδο από αυτή! Ο ανέμελος χαρακτηρισμός της όλης διαδικασίας ως «πραξικοπήματος» αποκαλύπτει έλλειψη λογικής και τροφοδοτεί τα αρνητικά ανακλαστικά ευρύτερων κοινωνικών ομάδων. Εμποδίζει την ορθολογική συζήτηση για τα συγκεκριμένα μέτρα. Σε συνθήκες ύφεσης θα τον εκμεταλλευθούν  οργανώσεις συμφερόντων που επιχειρούν να μετακυλήσουν τα βάρη της προσαρμογής σε άλλες και, βεβαίως, οι οπορτουνιστές του λαϊκισμού. Με παραπλανητικές ιστορικές αναφορές και νεογλωσσικές διαστροφές τύπου Όργουελ το μεταρρυθμιστικό έργο δεν γίνεται ευκολότερο.

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.